Οι ωραιες μερες με καταστρεψανε

Έχω τόσα πολλά θέματα μπροστά μου, να γράψω. Τα κοιτάζω, τα σημειώνω, τα σκίζω και τα πετάω. Μια τεμπελιά πάνω μου.
 
Πρέπει να κάνω μετάφραση ένα κείμενο 10 σελίδων απ’ τα ελληνικά στα τουρκικά. Πρέπει να επεξεργαστώ και να δώσω την τελική του μορφή σ’ ένα απ’ τα τελευταία μου ποιήματα και να το στείλω στον Μπαρίς που θέλει να το μελοποιήσει. Πρέπει να τελειώσω επιτέλους το βιβλίο αυτό που διαβάζω.
 
Δε θέλω να κάνω τίποτα απ’ αυτά. Θέλω να βγω να πιω ένα ποτό, να γνωρίσω καινούργιους ανθρώπους, να πιάνω κουβέντα με τους φίλους, να κάνω έρωτα.
 
Θυμάμαι τον Ορχάν Βελί και το ποίημα του «Οι ωραίες μέρες» (μετάφραση δική μου). 

Οι ωραίες μέρες

Εμένα αυτές οι ωραίες μέρες με καταστρέψανε
Σε τέτοιες μέρες παραιτήθηκα
Απ’ το αξίωμά μου στο ίδρυμα.
Σε τέτοια μέρα ξεκίνησα το κάπνισμα
Σε τέτοια μέρα ερωτεύτηκα•
Σε τέτοιες μέρες ξέχασα
Να πηγαίνω ψωμί και αλάτι στο σπίτι
Οι αρρώστια μου να γράφω στίχους
Σε τέτοιες μέρες πάντα επανεμφανίστηκε •
Εμένα αυτές οι ωραίες μέρες με καταστρέψανε.
 
Ιδού, λοιπόν, η αιτία. Καλοκαίριασε. Γι’ αυτό, λοιπόν, αφήνω σήμερα τη στήλη στον Ορχάν Βελί, ο οποίος σε 6 μέρες κλείνει 102 χρόνια απ’ τη γέννηση του. 

Ο Ορχάν Βελί Κανίκ (Orhan Veli Kank) (13 Απριλίου 1914 – 14 Νοεμβρίου 1950) ήταν Τούρκος ποιητής. Ο Βελί ίδρυσε μαζί με τους Οκτάυ Ριφάτ και Μελίχ Τζεβντέτ το Κίνημα Γκαρίπ.
 
Ο πατέρας του Ορχάν Βελί ήταν μαέστρος της Προεδρικής Συμφωνικής Ορχήστρας. Ο νεότερος αδελφός του, Αντνάν Βελί, ήταν γνωστός δημοσιογράφος και το 1952 εκδόθηκαν τα απομνημονεύματά του από την περίοδο που πέρασε στη φυλακή εξαιτίας πολιτικών κατηγοριών με τίτλο “Mahpushane esmesi (Το Σιντριβάνι της Φυλακής)”. Σπούδασε στο τμήμα φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης για μόλις ένα χρόνο προτού παρατήσει τη σχολή το 1935. Διορίστηκε από το Υπουργείο Παιδείας ως μεταφραστής από το 1945 ως το 1947. Τα υπόλοιπα τρία χρόνια της ζωής του εργάστηκε ως ελεύθερος μεταφραστής και δημοσιογράφος.
 
Είναι γνωστός υπερασπιστής μιας ποίησης χωρίς εκτεταμένα στυλιστικά στοιχεία και επίθετα. Προτιμά ένα στυλ γραφής εγγύτερο του ελεύθερου στίχου. Διακρίνεται για τη μοναδική φωνή του και το συναισθηματικό βάθος που υποφώσκει στην φαινομενικά εύκολη φύση των στίχων του. Η ποίηση του χαίρει εκτίμησης τόσο από το ευρύ κοινό όσο και εντός των ακαδημαϊκών κύκλων.
 
Τα παρακάτω ποιήματα είναι μεταφρασμένα απ’ τον Γιώργο Μπλάνα: 

ΠΟΣΟΤΙΚΟ

Με τρελαίνουν οι όμορφες γυναίκες
το ίδιο κι οι εργατικές.
Όμως οι όμορφες εργατικές γυναίκες
με ξετρελαίνουν στην κυριολεξία.

ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑ

Θα πεθάνω χωρίς ν’ αφήσω πίσω μου εξηγήσεις.
Μόνο μια σταγόνα αίμα
στην άκρη των χειλιών μου.
Όσοι δεν με γνώριζαν θα πουν:
«Ερωτική απογοήτευση, το δίχως άλλο!»
Όσοι με γνώριζαν:
«Λυτρώθηκε απ’ τη φτώχεια
κι από τα βάσανά του!»
Η αλήθεια θα βρίσκεται, όπως πάντα,
αλλού. 

ΕΠΙΤΑΦΕΙΟ

Οι κάλοι του τον πέθαιναν μια ολόκληρη ζωή.
Ακόμη κι η ασχήμια του
ποτέ δεν τον ενόχλησε έτσι.
Αν όμως δεν τον στένευε εκείνο το παπούτσι,
δεν πρόκειται να έπιανε τ’ όνομα του Θεού
στο στόμα του. Άλλη αμαρτία δεν είχε.
Αναπαύου εν ειρήνη, Sleyman Efendi! 

ΕΠΙΤΑΦΕΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

To «Να ζει κανείς ή να μη ζει»
δεν τον απασχολούσε.
Ένα βράδυ, έπεσε για ύπνο
και δεν ξύπνησε ποτέ.
Ήρθαν, τον πήραν, τον έπλυναν,
τον διάβασαν, τον έθαψαν.
Αν μάθαιναν οι πιστωτές το θάνατό του,
θα έσβηναν οπωσδήποτε τα χρέη του.
Όσο γι’ αυτά που του χρωστούσαν…
Ποιος να χρωστάει και τι, σ’ ένα φτωχό; 

ΤΟ ΑΡΙΣΤΕΡΟ ΜΟΥ ΧΕΡΙ

Μέθυσα
και σε σκεπτόμουν,
αριστερό μου χέρι,
άβολο χέρι μου,
φτωχό μου χέρι.

Η ΓΟΡΓΟΝΑ

Σαν να ’χε βγει απ’ τη θάλασσα εκείνη τη στιγμή,
θάλασσα χείλη και μαλλιά μοσχοβολούσαν,
ως το πρωί, κυμάτιζαν μια θάλασσα τα στήθη.
Ήξερα πως ήτανε φτωχή,
μα δεν μπορείς να κουβεντιάζεις
συνέχεια για τη φτώχεια.
Τραγούδια αγάπης μου ψιθύριζε στο αυτί.
Ποιος ξέρει τι έμαθε,
τι πέρασε μια ολόκληρη ζωή
παλεύοντας τη θάλασσα,
μπαλώνοντας και ρίχνοντας,
μαζεύοντας τα δίχτυα,
για να τσιμπούν τα της χέρια
τα χέρια μου σαν ψάρια.
Τη νύχτα εκείνη γνώρισα,
μέσα στα δυο της μάτια,
πώς ανατέλλει η τρικυμία στα βαθιά.
Μου έμαθαν κύμα τα μαλλιά της
και πνίγηκα στη θύελλα των ονείρων. 

ΠΟΙΗΜΑ ΜΕ ΟΥΡΑ

Δεν πρόκειται ν’ ανταμωθούμε.
Οι δρόμοι μας δεν τέμνονται.
Εσύ ανήκεις στο χασάπη
κι εγώ είμαι αλητόγατος.
Τρως από τσίγκινη ταΐστρα
κι εγώ απ’ του λιονταριού το στόμα.
Ονειρεύεσαι αγάπες κι ονειρεύομαι κοκάλες.
Όμως, δεν πήρες, φίλε μου, το δρόμο τον καλό.
Για πόσο ακόμη θα κουνάς
τη δύστυχη ουρά σου,
κάθε που φέρνει φωτεινή τη μέρα ο Θεός; 

ΑΠΑΝΤΗΣΗ (στο ΠΟΙΗΜΑ ΜΕ ΟΥΡΑ)

Όλο για πείνα μιλάς•
άρα είσαι κομμουνιστής!
Γι’ αυτό έκαψες τα σπίτια.
Εκείνο στην Ινσταμπούλ
και το άλλο, στην Άγκυρα…
Είσαι γουρούνι!
 

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.