ΟΙ ΛΕΥΚΕΣ

Του Πασχάλη Κατσίκα

Ο ποιητής και συγγραφέας Πασχάλης Κατσίκας για εμάς, την ομάδα των «Παρατηρητών της Θράκης» είναι πρωτίστως οικογένεια. Λόγω του αειμνήστου πατέρα του Πέτρου, συνεργάτη μας-στυλοβάτη. Είχαμε έτσι τη χαρά να εκδώσουμε την πρώτη του ποιητική συλλογή, παρακολουθώντας στη συνέχεια και καμαρώνοντας για την εξέλιξή του, την πορεία του μέχρι την τέταρτη ποιητική του συλλογή, ως αναγνώστες όμως έχουμε την αίσθηση ότι ο Πασχάλης στις σελίδες του «Παρατηρητή της Θράκης» ξεδιπλώνει πλέον το ταλέντο ενός καλού και ώριμου διηγηματογράφου.

Αν μάλιστα ενθυμούμεθα καλώς το πρώτο πεζό του που διαβάσαμε ήταν αυτό που δημοσιεύτηκε στο καλοκαιρινό λογοτεχνικό αφιέρωμα της εφημερίδας μας που ο ίδιος επιμελήθηκε, ένα πεζό με διακριτές από τότε συγγραφικές αρετές. Ακολούθησε η εξαιρετική του  Γκάτζαινα[1] από την Κίρκη του Εβρου, καταγωγικό του τόπο, που εντυπωσίασε ως μυθοπλαστική ηρωϊδα που ορμάται από την ιστορική πραγματικότητα της περιοχής και δη τους εθνοτικούς ανταγωνισμούς τη δεύτερη δεκαετία του 20ου αι. στη Θράκη.

Το παρόν διήγημα, είναι όμως κατά την άποψή μας, ό,τι καλύτερο μέχρι σήμερα έχει καταθέσει στον τομέα της διηγηματογραφίας. Αφήγημα ενηλικίωσης μιας ομάδας παιδιών στην περιοχή των εργατικών κατοικιών Κομοτηνής, τη γεμάτη πράσινο κι υψίκορμες λεύκες, τσαλιά κι οπωροφόρα δέντρα, λόγω γειτνίασης με τον Τρελλοπόταμο, τότε τη δεκαετία του ’80 με τις εκτός σχεδίου περιοχές της πόλης. Μια συναρπαστική αφήγηση για τα ελεύθερα παιγνίδια των παιδιών που είχαν τους δικούς του κρυμμένους από τους μεγάλους παιχνιδότοπους, και μπορούσαν να συνεννοηθούν και στα δύσκολα, ζώντας στη φύση και με τη φύση, μαζί με τα ζωντανά που φωλιάζουν εντός της και αυτή φιλότιμα τα στέργει… Πλην πάντοτε ελλοχεύει η κακία, και η εμπειρία της είναι ένα πέρασμα στην ενηλικίωση…

Συναρπαστική Κομοτηνή της δεκαετίας του ’80 όμως… με τρόπους μαγικούς που μόνον η καλή λογοτεχνία κατέχει…     

short story

Έτσι ξημερώθηκα, δίχως να κλείσω μάτι όλη τη νύχτα. Ο πόνος δεν καταλάγιαζε πια, όσο και αν με πότιζαν ενδοφλέβια αναλγητικά. Το σώμα μου ήταν τώρα σαν εκείνα τα άρρωστα φυτά στις γλάστρες που κρέμονται στα μπαλκόνια. Ρίχνεις νερό αλλά δεν το συγκρατούν. Μετά από μια σύντομη διαδρομή στο χώμα, βγαίνει όλο στο πιατάκι κι αρχίζει να τρέχει στα παρκαρισμένα αυτοκίνητα. Κάθε νύχτα στο νοσοκομείο, δίπλα μου, ήταν παρκαρισμένη κι η μάνα. Απόψε την πήρε ο ύπνος στην πλαστική καρέκλα με τη σπασμένη πλάτη, λίγο πριν χαράξει. Κάποιος προηγούμενος επισκέπτης την έδεσε με υπολείμματα από γάζες. Έγινε λιγάκι πιο αναπαυτική λόγω της ελαστικότητας που απέκτησε. Τύφλα να ’χουν αυτές οι καινούριες του συνοδού, στις ταινίες, που μοιάζουν με θέσεις αεροπλάνου.

Ανυπομονώ να φέξει. Ντροπές κι εγκλήματα μου θυμίζει η νύχτα. Οι ήχοι της ογκολογικής σερενάτα από μασέλες σε μισοβυθισμένα πλοία. Όταν θολώνουν τα μάτια, ένας καπνός απλώνεται. Φέρνει γοργόνες και ναυαγούς με ωχρές γενειάδες, που δίχως ντροπή, χωρίς ούτε ένα ρούχο, θέλουν να με φιλήσουνε στο στόμα. Μια φεγγαρόλουστη τραγωδία είναι πια οι νύχτες μου, γι’ αυτό προτιμώ τη μέρα. Με το φως μπορώ να ρεμβάζω από το παράθυρο του τρίτου στον ουρανό τα πουλιά και πέρα μακριά στα χωράφια κάποιες διάσπαρτες λεύκες. Το λίκνισμά τους απιθώνει θύμισες στο μυαλό, να πλέω ατέρμονα στα χρωματιστά τους τοιχώματα. Επιστρέφω διαρκώς στην παιδική μου ηλικία. Στις αρχές τις δεκαετίας του ’80, τότε που τα σπίτια μας ήταν εκτός σχεδίου πόλεως, τα έζωναν χωματόδρομοι και τα όνειρα ταξίδευαν στο φως.

Η συνοικία μας, των παλαιών εργατικών κατοικιών, γειτνίαζε με μπαξέδες, μποστάνια και το λιβαδάκι με τις λεύκες. Ως εκ θαύματος η επέκταση της Κομοτηνής είχε σταματήσει λίγο πριν από εκείνον τον επίγειο παράδεισο. Μια συστάδα από θεόρατα καβάκια που ορθώνονταν κατά μήκος του δρόμου χώριζε τον παιχνιδότοπό μας από το τελευταίο οικοδομικό τετράγωνο της πόλης.

Είχαν ύψος ίσα με μια πενταόροφη οικοδομή. Στις ρίζες τους συχνά βρίσκαμε κουφάρια πουλιών που τα είχε φωλιάσει εκεί το μολύβι κάποιου κυνηγού. Τα δέντρα, στα μάτια μου, ακολουθούσαν αντίστροφη πορεία  από αυτή των άμοιρων πτηνών κατά την εναλλαγή των εποχών, εκτός του χειμώνα, εκείνος πάντα έφερνε την ισότητα. Η άνοιξη τα έντυνε στο πράσινο. Το καλοκαίρι βούταγαν τις κορφές τους στο γαλάζιο, με τα φύλλα τους να θροΐζουν όμοια με ασημόψαρα ανάμεσα σε λευκά κοράλλια. Ενώ τα στρουθία, που κατά την κυνηγετική περίοδο κολυμπούσαν στον ουρανό, βρισκόταν τώρα ανάσκελα στη γη, να χάνουν ένα ένα τα πούπουλα και κατόπιν τη σάρκα και το δέρμα, όσο ζέσταινε ο καιρός. Το φθινόπωρο, τα φύλλα κιτρινισμένα από την κούραση, σπαρταρώντας στην άκρη της πετονιάς, εγκατέλειπαν τις λεύκες για να ζεστάνουν λιγάκι τους σκελετούς στη βάση τους. Όπως καθρεφτίζονταν σε ορθή γωνία τα άσπρα κόκκαλα με τα γυμνά κλαδιά των δέντρων, τον χειμώνα, είχα την αίσθηση πως παρακαλούσαν για μια ηλιαχτίδα, να ζεσταθούν σαν αλκυόνες, για να ξεκινήσει πάλι ο κύκλος.

Εκτός από πουλιά, πολλά ζωντανά μεγάλωσαν στο σπίτι μου. Σκυλιά, γατιά, ψάρια, σαύρες, μέχρι και φίδια. Τ’ αδεσποτάκια, όμως, που βρήκαμε με την τσακαλοπαρέα, γεννημένα μέσα σε βατσινιές εκείνο το καλοκαίρι, δεν θα τα ξεχάσω ποτέ. Όποιο ζωντανό συναντούσαμε τότε, που δεν είχε κύρη, το υιοθετούσαμε, το στεγάζαμε σε χαρτόκουτα κάτω από τη μεγάλη συκιά που ζούσε μαζί με τις λεύκες και το ταΐζαμε. Ο καθένας έφερνε ό,τι είχε για κολατσιό και το μοιραζόταν. Λίγο ψωμί, λίγη μορταδέλα. Εγώ συνήθως βούταγα το ανοιχτό εβαπορέ, Βλάχας, για να μεγαλώσω γερά παιδιά. Όταν αργότερα η μάνα διαπίστωνε πως λείπει από την πόρτα του ψυγείου και μας ρωτούσε, με την αδερφή μου προσποιούμασταν πως το ήπιαμε εμείς. Αν ήταν τυχεροί οι μικροί μας φίλοι έπιναν πότε πότε και ζαχαρούχο. Ο πατέρας, σπανίως, μας έφερνε από ένα κουτάκι. Εκείνο το μικρό, που το τρώγαμε με το κουταλάκι του γλυκού δίχως να το αραιώνουμε στο νερό. Περίπου στα μισά «η γλύκα χτυπούσε στο κωλί», όπως έλεγε η συγχωρεμένη η γιαγιά μου, και το υπόλοιπο πήγαινε υπέρ αδέσποτων.

Τη συκιά περιέβαλαν τσαλιά, γύρω στο ενάμιση με δύο μέτρα ύψος, που πάνω στην κορφή είχαν εκείνη τη δέσμη με τα μαύρα μπουρμπούλια. Αν τυχόν έσκαγαν και ακουμπούσαν στα ρούχα, άφηναν ένα σκούρο μπλε χρώμα σαν μελάνι και την κατσάδα δεν τη γλιτώναμε από τις μανάδες. Φύτρωναν τόσο πυκνά μεταξύ τους, καλύπτοντας δεκάδες μέτρα γης και πρόσφεραν απόκρυψη σε μας και τις αταξίες μας. Με τους σουγιάδες κόβαμε τους πράσινους χοντρούς τριχοειδείς κορμούς και σχηματίζαμε διαδρόμους. Απέξω, περιμετρικά, όποιος κι αν κοιτούσε δεν μπορούσε να μας δει. Κι αν τυχόν αποφάσιζε να μας κυνηγήσει, δεν υπήρχε περίπτωση να μας τσακώσει. Χανόμασταν στους δαιδαλώδεις λαβυρίνθους που είχαμε φτιάξει. Γνωστά ήταν όλα αυτά στους γονείς, αλλά και στους γειτόνους, ωστόσο μας άφηναν να εκτονώνουμε εκεί την ενέργειά μας τα καλοκαίρια, που ήταν κλειστά τα σχολεία.

Αυτή τη φορά στις περιπλανήσεις μας στο δασάκι και στ’ αμπέλια, πιο κει, πέσαμε πάνω σε μια γέννα δεκατριών κουταβιών. Όπως έδειχναν, μόλις είχαν ανοίξει τα μάτια, δεν ήταν πάνω από ενός μηνός. Η μάνα τους άφαντη. Αποφασίσαμε ομόφωνα να τα παρακολουθήσουμε για μια δυο μέρες και, αν εν τω μεταξύ δεν ερχόταν η σκύλα, να τα υιοθετήσουμε. Έτσι κι έγινε. Την τρίτη μέρα από την ανακάλυψη φορτωθήκαμε κούτες, τα βάλαμε μέσα και τα μετακομίσαμε στο λημέρι μας.

Νιώθαμε ασφάλεια σ’ εκείνο το κομμάτι γης, όπως στα σπίτια μας. Οι μεγάλοι μάς έλεγαν πως οι συκιές είναι καταραμένα δέντρα, όποιος πέσει και χτυπήσει στον ίσκιο τους δεν θα γιάνει ποτέ. Ας τις φοβόντουσαν εκείνοι, εμείς και σκαρφαλώναμε, και τρώγαμε τον καρπό. Πολλές φορές μάλιστα πέσαμε, ματώσαμε τα γόνατα, που ως συνήθως, γιατρεύτηκαν σε καμιά βδομάδα. Μια χαρά μας βόλευε η φοβία τους και φυσικά δεν επρόκειτο να το μαρτυρήσουμε. Έτσι δεν θα πλησίαζαν και στην κρυψώνα μας.

Συμφωνήσαμε ο καθένας να διαλέξει από ένα σκυλάκι και να το πάρει υπό την προστασία του. Θα τα στεγάζαμε όλα μαζί εκεί, στον χάρτινο οικισμό που κατασκευάσαμε. Δεν θα έπαιρνε κανείς το δικό του στο σπίτι, για να μην χωριστούν τα αδερφάκια. Αμέσως, όμως, παρουσιάστηκε πρόβλημα στη μοιρασιά. Η παρέα αριθμούσε δεκατέσσερα μέλη, ενώ τα ζωντανά ήταν δεκατρία. Η υιοθεσία ξεκίνησε με φθίνουσα σειρά από τον μεγαλύτερο σε ηλικία. Μόλις φτάσαμε στο άτυχο δεκατρία, που ήταν και το πιο μικροκαμωμένο απ’ όλα, αφού γεννήθηκε τελευταίο, εγώ που ήμουν ο νεότερος έμεινα άκληρος.

Προσπάθησα να πνίξω βουβά τα δάκρυα, αλλά εκείνα τα άτιμα δεν υπάκουαν, κυλούσαν στο χώμα και ξέσπασα σε αναφιλητά. Τότε ο Δημήτρης, ο αρχηγός τρόπον τινά, ως ο μεγαλύτερος του μπουλουκιού, έδωσε τη λύση. Αφού ήταν το μικρότερο, το πιο φιλάσθενο και θηλυκό, θα χρειαζόταν διπλή προσπάθεια για να φτάσει τα υπόλοιπα, άρα έπρεπε να έχει δυο μπαμπάδες. Το χαμόγελο επέστρεψε και η αρμύρα μαζί με τη σκόνη που είχε καθίσει στα μάγουλα και σχημάτιζε αυλάκια μεταφέρθηκε στην μπλούζα. Στο ύψος των ώμων του κοντομάνικου μακό που φορούσα, αφού αντίστοιχα σκούπισα τα μάτια και το κάθε μάγουλο. Ήταν μέσα Ιούνη, τα σχολεία μόλις είχαν κλείσει και το καλοκαίρι ξεκινούσε με τους καλύτερους οιωνούς.

Καθημερινά σηκωνόμουν πρωί πρωί. Σε κάποιους είμαι σίγουρος πως δεν κόλλαγε ύπνος τη νύχτα. Το ραντεβού δινόταν από την προηγούμενη, στις εννιά, στο λημέρι. Έτρωγα σβέλτα το ψωμί, εκείνο το χωριάτικο της γιαγιάς, με το βούτυρο και το μέλι. Έπινα μονορούφι όλο το γάλα, δίχως γκρίνια, και ξεπόρτιζα. Η μάνα φυσικά είχε ψυλλιαστεί πως κάτι τρέχει, αλλά δεν έλεγε κουβέντα. Όταν έφτανα κάτω από το δέντρο, οι άλλοι ήταν πάντα εκεί. Ως μεγαλύτεροι ήταν πιο σβέλτοι, είχαν καλύτερα ποδήλατα, αλλά και περισσότερη ελευθερία κινήσεων από τους γονείς.

Έπαιρνε ο καθένας αγκαλιά το σκυλάκι του, εμείς το δικό μας με τον Κώστα, και γέμιζε χαρούμενες παιδικές φωνές το λιβαδάκι. Χάδια, παιχνίδια, τρεχάλα πάνω κάτω και εκείνα τα διαολάκια να μας κυνηγούν κουνώντας τις μικρές όρθιες ουρές. Εξουθενωμένοι πάντα από το πολύωρο παιχνίδι, στο τέλος, γέρναμε κάτω από τη συκιά και παίρναμε έναν υπνάκο με τις χνουδόμπαλες αγκαλιά. Οι μάνες όπως συνηθιζόταν έβγαιναν στις βεράντες κι άρχιζαν τις φωνές: Νίκο, Γιάννη, Αποστολάκη… Ήταν το κάλεσμα για το μεσημεριανό, κάτι αντίστοιχο με την αναφορά φαγητού στον στρατό, μόνο που εδώ τη θέση της ντουντούκας είχε η γλυκιά φωνή της μάνας. Βάζαμε τα μικρά μας πίσω στα κουτιά και σκορπίζαμε, αφού δίναμε ραντεβού για τις πέντε αυτή τη φορά, μετά τη λήξη της περιόδου κοινής ησυχίας.

Συνεχίζαμε στους ίδιους ρυθμούς και τα απογεύματα. Κρυφτό, κυνηγητό, τσιλίκι, μηλάκια, βόλους, σε όλα πια τα παιχνίδια μάς συνόδευαν τα κουτάβια. Από την Εξηντάρα, την παιδική χαρά, είχαμε χαθεί. Δεν απομακρυνόμασταν από τη συκιά και το δασάκι, μήπως κάποιος από τους γείτονες πάρει με κακό μάτι τη φιλία μας με τα ζωντανά και θελήσει να μας τα στερήσει. Ήταν εποχές πολύ διαφορετικές από τη σημερινή. Στο νεοαναπτυσσόμενο αστικό τοπίο της πόλης δεν χωρούσαν οικόσιτα ζώα, γιατί μύριζαν ή έκαναν φασαρία. Συχνά πυκνά κάποιος αγανακτισμένος έριχνε φόλες ακόμη και μέσα στις αυλές των μονοκατοικιών. Στα απαστράπτοντα διαμερίσματα των νεόδμητων οικοδομών ούτε κατά διάνοια μπορούσε κανείς να φιλοξενεί σκύλο ή γάτα

Ονόματα δεν τους δώσαμε. Ίσως γιατί ενδόμυχα γνωρίζαμε πως αυτή η συνύπαρξη δεν θα κρατούσε για πολύ. Άλλωστε τον Σεπτέμβριο με το άνοιγμα των σχολείων δεν θα μπορούσαμε να περνάμε τόσο χρόνο μαζί τους. Με τον Κώστα μια χαρά είχαμε μοιράσει τις υποχρεώσεις, αλλά και τα δικαιώματα. Παρόλο που η οικογένειά μας αποτελούνταν από δύο άντρες κι ένα παιδί, ήταν λειτουργική. Μάλιστα το κουτάβι μας έδειχνε πιο ευτυχισμένο από των υπολοίπων. Έπαιζε διπλά και έτρωγε διπλά. Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα έφτασε και ξεπέρασε τα άλλα, τόσο σε μέγεθος, όσο και σε εξυπνάδα, αφού δεχόταν και διπλή εκπαίδευση. Κάτσε, σήκω, κάνε τούμπες κ.λ.π.

Έτσι κύλησαν οι δύο επόμενοι μήνες από τη μέρα που τα βρήκαμε. Ήρθε ο δεκαπενταύγουστος και πλησίαζε το φθινόπωρο. Στη συνοικία επικρατούσε μια ύποπτη ησυχία. Δεν πέρασε απαρατήρητη από κάποιους μυγιάγγιχτους γείτονες, που άλλοτε τους ενοχλούσαν οι φωνές στην πλατειούλα, ο πετροπόλεμος, οι σφεντόνες μας και το κυνηγητό με τα ποδήλατα. Είχαμε αποτραβηχτεί στο δασάκι και τώρα δεν είχαν με τι να ασχοληθούν, με ποιον να μαλώσουν.

Στην τελευταία μονοκατοικία, την οποία χώριζε μόλις ένα δρόμος από τις λεύκες και τα τσαλιά, ζούσε μια χήρα ενωμοτάρχη με τον γιο της και δεκάδες κουνέλια και κότες. Η Μάρθα με το όνομα, της γης τ’ αυτί, όπως την βάφτισε η μάνα μου. Δεν υπήρχε περίπτωση να συμβεί κάτι σε ολόκληρο τον μαχαλά και να μην το γνωρίζει, να μην μεταλαμπαδεύσει αυτή τη γνώση στις γειτόνισσες ή ακόμη-ακόμη σε ολόκληρη την πόλη. Οι περισσότερες νοικοκυρές την απέφευγαν, δεν την προσκαλούσαν στα σπίτια τους. Εκείνη, ωστόσο, πάντα έβρισκε τον τρόπο να τραβήξει το ενδιαφέρον με πικάντικα κουτσομπολιά. Η τάδε έκαψε το φαγητό γιατί έβλεπε   «Τόλμη και Γοητεία» κι έμεινε ο άντρας της νηστικός ή η άλλη έκανε τα γλυκά μάτια στον υδραυλικό που ήρθε για τη βλάβη κλπ. Και πώς άλλωστε να αντισταθούν οι γυναίκες –που όλη την ημέρα τους την περνούσαν με τις δουλειές του σπιτιού, στην κουζίνα ή μπροστά στην τηλεόραση– σε τέτοια μασάλια;

Μας παρακολουθούσε τα απογεύματα να χωνόμαστε στα τσαλιά, κατόπιν άκουγε τις φωνές μας να τιτιβίζουν ώσπου να νυχτώσει και η περιέργειά της φούντωνε. Είχαμε καταφέρει να φυλάξουμε με επιτυχία το μυστικό μας από τους μεγάλους. Όπου κι αν ρώτησε τι κάνουμε στους μπαξέδες, απάντηση δεν πήρε. Kανείς δεν είχε να πει άσχημη κουβέντα για τη συμμορία μας αυτό το καλοκαίρι, αφού δεν είχαμε επιδοθεί στις γνωστές αταξίες. Δεν κλέψαμε καρπούζια, πεπόνια, ερίκια. Ακόμη και τα χωράφια με τα καλαμπόκια έμειναν ανέγγιχτα φέτος. Οι γονείς έπαψαν να είναι καθημερινά σε επιφυλακή μην βάλουμε φωτιά για να τα ψήσουμε και κάψουμε όλη τη γειτονιά.

Είδε κι απόειδε, και έβαλε μπροστά τον γιο της, εκείνο το μαμόθρεφτο, τον Μιχαλάκη. Έμοιαζε τόσο στη μάνα του, που αν δεν φορούσε αγορίστικα ρούχα, αλλά μια από τις φθαρμένες ρόμπες της, δεν θα τους ξεχωρίζαμε. Παρόλο που ο ενωμοτάρχης της άφησε γερό κομπόδεμα, καλή σύνταξη και ένα σωρό ακίνητα και χωράφια, όπως σχολίαζαν όλοι –τελικά ό,τι δίνεις σου επιστρέφεται– ήταν τόσο τσιγγούνα που τα ρούχα έπρεπε να λιώσουν πάνω τους για να πάρουν καινούρια. Αυτός πήγαινε στην Γ΄ λυκείου, ήταν μεγαλύτερός μας. Δεν τον παίζαμε, αλλά ούτε και οι συνομήλικοί του. Έμοιαζε συνεσταλμένος, μα δεν ήταν. Κακία ήταν αυτό που είχε μέσα του. Δεν σε κοιτούσε ποτέ στα μάτια, όταν του μιλούσες, για να μην δραπετεύσει από τους καθρέφτες της ψυχής και προδοθεί. Όπως ήταν μεγαλόσωμος και ευτραφής, μ’ ένα ανάλογα μεγάλο κεφάλι, μάγουλα και προγούλι που κρεμόταν, ήταν εύκολος στόχος για τις σφεντόνες μας και δεν πλησίαζε στο λημέρι όσο ήμασταν εκεί. Ήξερε τι τον περιμένει. Την εντολή της Μάρθας, όμως, δεν μπορούσε να την αγνοήσει. Οι επιπτώσεις θα ήταν πολύ μεγαλύτερες από τα καρούμπαλα που θα του προκαλούσαμε. Πανούργος και κανάγιας καθώς ήταν, άλωσε ύπουλα τη φωλιά μας, όπως ένα φίδι, τις ώρες της μεσημεριανής σιέστας.

Εκείνο το απόγευμα πλησιάζοντας στο σημείο της συνάντησης, διέκρινα από μακριά μια αναστάτωση. Όπως πάντα θα έφτανα τελευταίος και θα έδινα την ίδια δικαιολογία. Έφταιγε εκείνο το μπλε με κόκκινο ποδήλατο που πήγα και διάλεξα με τον πατέρα από τον Μιχαηλίδη. Θαμπώθηκα από το γυαλιστερό χρώμα και το μοναδικό του σχέδιο. Έμοιαζε με την τσόπερ του Peter Fonda στην ταινία “Easy Rider”. Είχε ένα πελώριο τιμόνι με δύο μακριούς γυαλιστερούς σωλήνες που κατέληγαν σε μαύρα χερούλια, από τα οποία κρέμονταν κάτι κρόσσια όπως τα χαϊμαλιά στα ρούχα των ινδιάνων. Η σέλα του σχημάτιζε ορθή γωνία και τελείωνε σε κάτι που έμοιαζε με τρίαινα. Ήταν 5τάχυτο έχοντας τοποθετημένο τον λεβιέ ταχυτήτων, που έμοιαζε με αυτοκινήτου, στον κεντρικό σωλήνα του σκελετού ακριβώς μπροστά από τη σέλα. Η μπροστινή ρόδα ήταν μικρότερη από την πίσω, όταν επιτάχυνες απότομα σηκωνόταν πάντοτε όρθια. Μία και μοναδική φορά η αδερφή μου θέλησε να την κάνω μια βόλτα και κάθισε πίσω μου δικάβαλο. Εκείνο με το ξεκίνημα αρνήθηκε. Σηκώθηκε όρθιο με την μπροστινή σαν αδάμαστο άλογο, με αποτέλεσμα να βρεθεί κλαίγοντας με την πλάτη κατάχαμα.

Στην τσακαλοπαρέα με κορόιδευαν για τον ματρακά που πήγα και φορτώθηκα, έδειχναν ωστόσο κατανόηση και με δικαιολογούσαν λόγω του μικρού μου σωματότυπου. Αυτή τη φορά δεν πρόλαβα να μιλήσω καν και ο Δημήτρης άρχισε να ουρλιάζει. «Άντε πάρε τα πόδια σου, θα χάσουμε τα μωρά μας!». Κι έφυγε πρώτος με το ασημί αγωνιστικό του που σπίνιαρε στον χωματόδρομο. Καθώς τον έβλεπα να απομακρύνεται προς το νοσοκομείο, γύρισα σαστισμένος και κοίταξα τον Κώστα. «Ακολούθα με», φώναξε εκείνος, «βάλε τα δυνατά σου να μας προφτάσεις. Η Μάρθα με τον γιο της έβαλαν τα κουτάβια σε ένα τσουβάλι μέσα στο πορτμπαγκάζ, τους είδε ο Δημήτρης. Μάλλον πάνε για τον μπαξέ τους που είναι απέναντι από το Στορκ. Αν μας χάσεις, έλα εκεί».

Πρώτη φορά ένιωθα την καρδιά μου να χτυπά τόσο γρήγορα και τα πόδια μου στα πεντάλ ακολουθούσαν στον ίδιο ρυθμό. Δεν τους πρόφταινα, αλλά και δεν τους έχανα από τα μάτια μου. Δάκρυζαν επανειλημμένα και ξεθόλωναν σε δευτερόλεπτα από το καυτό αυγουστιάτικο μελτέμι. Ώσπου να φτάσουμε στη διασταύρωση για το κτήμα, ο μπροστάρης Δημήτρης επέστρεφε από το στενό αγροτικό δρομάκι. «Δεν είναι εκεί. Μάλλον προχώρησαν ευθεία για το ποτάμι. Γρήγορα!».

Η γέφυρα του Τρελλοπόταμου ήταν μερικές εκατοντάδες μέτρα παρακάτω. Ορμίσαμε όλοι ξοπίσω του, όταν αντικρύσαμε από το απέναντι ρεύμα το αυτοκίνητο να επιστρέφει. Ο μαμούχαλος, που καθόταν στο πίσω κάθισμα, μας κοίταξε χαμογελώντας σατανικά. «Τρεχάτε! Τα πέταξαν στο ποτάμι!» έκανε ο Δημήτρης, αλλά αυτή τη φορά η φωνή του πνίγηκε από έναν κόμπο που ανέβηκε στον λαιμό. Σε δυο λεπτά κρεμόμασταν πάνω από τη γέφυρα προσπαθώντας να εντοπίσουμε τα κουτάβια. Ευτυχώς τέτοια εποχή το νερό δεν ήταν ορμητικό, έφτανε δεν έφτανε το μισό μέτρο. Πετάξαμε κάτω τα ποδήλατα, βγάλαμε παπούτσια και κάλτσες και κατεβήκαμε στην κοίτη. Δεν μοιραστήκαμε, τραβήξαμε όλοι προς το Κόσμιο, προς τα εκεί που πήγαινε το ρεύμα. Λίγα μέτρα πιο πέρα, σ’ ένα κλαδί, διακρίνονταν μισοβυθισμένο στο νερό ένα γκρίζο σακί με μια πράσινη ρίγα. Αφού το βγάλαμε στην όχθη, ο Δημήτρης, με τον σουγιά που είχε πάντα στην τσέπη, το έσκισε με προσοχή από πάνω. Τα γυμνά δάχτυλα των ποδιών του, όπως και όσων ήταν πιο κοντά, βούλιαξαν σε μια κατακόκκινη λάσπη. Κανείς δεν έκλαψε. Με κοίταξαν, μόνο, με γουρλωμένα μάτια κουνώντας τα κεφάλια τους αριστερά δεξιά, σαν να μου έλεγαν: «μην τολμήσεις!».

Τα πήραμε όπως ήταν μες στο σάβανο και σε μια μικρή τελετή, όπου ο καθένας ανέφερε τα προτερήματα του δικού του κουταβιού και το βάφτιζε για να πετάξει στον παράδεισο των σκυλιών, τα θάψαμε κάτω από τις λεύκες. Από τότε δεν έκλαψα ξανά στη ζωή μου. Κατάλαβα πως ο μεγαλύτερος πόνος είναι βουβός. Τα δάκρυα τα ένοιωθα πάντα σαν καυτή λάβα να στραγγίζουν πίσω από τις κόγχες των ματιών στην καρδιά μου. Το ίδιο ξέρω πως νιώθει τον τελευταίο καιρό και η μάνα μου. Την περιμένω να ξυπνήσει για να της πω εκείνες πόσο αγαπώ τις λεύκες.

Πασχάλης Κατσίκας (Reutlingen της Γερμανίας, 1971), κατάγεται από την Κίρκη του Έβρου και ζει στην Κομοτηνή από το 1977. Εργάζεται στη Βιβλιοθήκη του Τμήματος Ελληνικής Φιλολογίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης. Είναι συντάκτης στα περιοδικά «Εξιτήριον», «Λογοτεχνικό Δελτίο και μέλος του Φιλολογικού Ομίλου Ελλάδος». Ποιήματα και πεζά του έχουν δημοσιευθεί στα ηλεκτρονικά περιοδικά: «Χάρτης», «Ποιείν», “Poeticanet”, «Εξιτήριον», «Φρέαρ», «Culturebook», «Θράκα», «Νότες Λογοτεχνίας», «Λόγω Γραφής», «Φτερά Χήνας», «Fractal», «Ιστορίες Μπονζάι» («Πλανόδιον»), «Ατέχνως», «Περί Ου», «Μονόκλ», «Το κόσκινο», «Bookpress», «Booksitting». Στα έντυπα λογοτεχνικά περιοδικά: «Μανδραγόρας», «Οροπέδιο», «Απίκο», «Νέο Υπόστεγο», «Λογοτεχνικό Δελτίο» και στην εφημερίδα «Παρατηρητής της Θράκης». Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές: «Τεταρτημόρια» (εκδ. Παρατηρητής της Θράκης, 2019), «Ρετάλια» (εκδ. Γράφημα, 2020), «Το κοιμώμενο τσίρκο» (Εξιτήριον, free e-book, 2021 & Ιδιωτική έκδοση, 2021), «Τα κόκκινα πουλιά» (εκδ. Δρόμων, 2022).


[1] Ο τίτλος του διηγήματος είναι «Η Κουφή». Μπορείτε να το διαβάσετε στον ιστότοπο της εφημερίδας,  στη διεύθυνση: https://www.paratiritis-news.gr/istoria/i-koufi/.            

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.