Οι δασκαλοι της Μεσσουνης

Ο Τάσος Γιοβανούδης θυμάται τα σχολικά χρόνια της Μεσσούνης από το 1956 έως το 1962

Σαν πλησιάζω στο χωριό μου, το πρώτο που αντικρίζω αριστερά στο δρόμο, είναι ο μεγάλος αλευρόμυλος.

Εγκαταλειμμένος σήμερα, είναι ένα αγέρωχο ερείπιο, όμως στα μάτια μου είναι πάντα όπως τον πρωτογνώρισα. 

Επιβλητικός, διώροφος, με τη μεγάλη ζυγαριά, το ωραίο γραφείο, τους  τροχαλίες, μικρούς και μεγάλους, ενωμένους με λουριά, να κάνουν εκκωφαντικό θόρυβο.
Έτσι τον πρωτοαντίκρισα το 1955, όταν πήγαμε τον πατέρα μου να κάνουμε αλεύρι.
Έτσι ήταν και δυο τρία χρόνια αργότερα, όταν ο Κουτσούμπης, ο δάσκαλός μας, μας ζύγιζε στη μεγάλη ζυγαριά, στην παλάντζα, όπως τη λέγανε. 
-Τάσος φώναξε, έτρεξα, ανέβηκα στη ζυγαριά, σημείωσε στο μπλοκάκι, είκοσι επτά κιλά.
-Βαγγέλης, ξαναφώναξε, έτρεξε ο Βαγγέλης, είκοσι δύο κιλά. -Για να δω τις τσέπες σου, λέει ο Κουτσούμπης και ο Βαγγέλης βγάζει δυο μεγάλες πέτρες από τις τσέπες του κοντού παντελονιού του. Γέλια, πειράγματα, ψεύτικες απειλές από το δάσκαλο. Ήθελε να είναι πιο βαρύς.  Ο Βαγγέλης, ο πιο αδύνατος και μικροκαμωμένος από όλους, ήταν η αδυναμία του, ήταν το πουλέν του, απέφευγε να τον μαλώνει και να τον τιμωρεί.
Ήταν 17 Μαΐου 1957.
Σε λίγο, η επίσκεψη στο μύλο γινόταν εκδρομή στα διπλανά αλώνια, εμείς για παιχνίδι στο γρασίδι και ο δάσκαλος  για συνάντηση με την Τασούλα του Γκόρη, που σύντομα, έγινε η κυρία του κυρίου μας.
 
Τί να πρωτοθυμηθεί κανείς για τους δασκάλους του και τί να γράψει σε μια κόλλα χαρτί. Τα αισθήματα δεν αποτυπώνονται, μόνο βιώνονται.
Θα προσπαθήσω όμως να μεταφέρω κάποιες στιγμές που θυμούμαι.
 
Σεπτέμβριος του 1956 και η μάνα, μου ανακοίνωσε ότι το πρωί θα πηγαίναμε στο σχολείο για εγγραφή στην πρώτη τάξη. Αντέδρασα από την πρώτη στιγμή λέγοντας, «δεν πάω στο σχολείο». Νωρίς το πρωί έφυγα κρυφά για το σπίτι του Αλεξίδη, όπου κρύφτηκα κάτω από το κρεβάτι. Με μεγάλη δυσκολία και πειράγματα της γειτονιάς πήγα στο σπίτι  για μπάνιο στη σκάφη, ντύσιμο με τα καλύτερα ρούχα και την πρώτη ημέρα στο σχολείο. Έκλαιγα συνεχώς μέχρι το σχολείο, όπου έφθασα, σχεδόν σβαρνίζοντάς με η μάνα μου. Είδα το δάσκαλο,  μου μίλησε ήρεμα και με καλά λόγια, που με έκαναν να αλλάξω γνώμη.

Η τσάντα είχε ραφτεί, άσπρο υφαντό πανί, ένας τρουβάς, κρεμασμένη στον ώμο και μέσα  ένα μολύβι, μια πλάκα, ένα τετράδιο και το αλφαβητάρι, με κεντρικούς ήρωες τα παιδιά, το Μίμη και την Έλλη. Η τσάντα αυτή αντικαταστάθηκε την επόμενη χρονιά με την παλιά δερμάτινη τσάντα της ξαδέλφης μου, που πήρε καινούργια για το γυμνάσιο. Ήμουν ο μοναδικός μαθητής με δερμάτινη τσάντα.

Δεν πέρασαν όμως πολλές ημέρες από την έναρξη των μαθημάτων και ένα πρωί είδαμε να ανηφορίζει προς το σχολείο ένας άλλος «κύριος». Στάθηκαν όλα τα παιδιά,  δεξιά και αριστερά στο διάδρομο της αυλής, από την αυλόπορτα μέχρι την είσοδο στο σχολείο, είπαν όλοι την καλημέρα, προχώρησε ο κύριος στο γραφείο και τα πιτσιρίκια σχολίασαν την παρουσία του. Τα κορίτσια, θαύμασαν την κορμοστασιά του δασκάλου, τη λεβεντιά, τη νιότη, την ομορφιά, το κουστούμι, τη γραβάτα, τα γυαλισμένα παπούτσια. Όταν χτύπησε το κουδούνι, βγήκε ο δάσκαλος ο νέος «κύριος» από το γραφείο, σταμάτησε στα ψηλά σκαλοπάτια, φώναξε μια μαθήτρια για την πρωινή προσευχή και στη συνέχεια μας είπε:
-Παιδιά, από σήμερα εγώ θα είμαι ο δάσκαλός σας, με λένε Γεώργιο Κουτσούμπη και είμαι από τη Σπάρτη. Θέλω να είσθε καλά παιδιά, υπάκουα, να διαβάζετε, για να γίνεται χρήσιμοι άνθρωποι.
Έτσι έγινε η πρώτη μας γνωριμία, που κράτησε τέσσερα ολόκληρα και αξέχαστα χρόνια.
Άρχισαν λοιπόν αμέσως να μπαίνουν οι κανόνες του «κυρίου» και του σχολείου, που έπρεπε να ακολουθήσουν οι μαθητές.

Πρώτο μέλημα η ατομική καθαριότητα. Δυο φορές την εβδομάδα, πριν αρχίσει το μάθημα, έλεγχος. Χέρια, νύχια, μαντίλι, πάνω στα θρανία, να είναι καθαρά. Οι παρατηρήσεις και οι τιμωρίες πολλές στην αρχή, περιορίστηκαν σύντομα, από την επιμονή, κυρίως στους γονείς. Ο έλεγχος της καθαριότητας του σώματος ήταν απογοητευτικός, γι’ αυτό ο δάσκαλος, σα Σπαρτιάτης που ήταν, ακολούθησε και άλλη μέθοδο. Κάθε Πέμπτη, με επίβλεψή του, το απογευματινό μάθημα ήταν αφιερωμένο στο πλύσιμο με σαπούνι, λαιμού, μασχάλης, χεριών, ποδιών μέχρι τα γόνατα, στο πηγάδι του σχολείου. Νερό έβγαζαν με το μικρό κουβαδάκι οι μεγάλοι μαθητές.

Τα ρούχα έπρεπε να είναι καθαρά. Κούρεμα με την ψιλή μηχανή και κατάργηση των μαθητικών καπέλων.
Η εσωτερική πάστρα του σχολείου, η σόμπα, ο αερισμός, ο πίνακας, ήταν καθήκον των επιμελητριών και η εξωτερική καθαριότητα, το σκάψιμο και πότισμα των κήπων, ακόμη και το καλοκαίρι, υποχρέωση των αγοριών.

Ο Κυριακάτικος εκκλησιασμός υποχρεωτικός, υπό την επιτήρηση των επιμελητών, που σημείωναν στο τετράδιο τους ατακτούντες μαθητές. Το «Πιστεύω…» έπρεπε να το πουν οι μαθητές της πέμπτης και της έκτης και το «Πάτερ ημών….» οι μαθητές της τρίτης και τετάρτης.

Θα λέτε καλημέρα, καλησπέρα και καληνύχτα στους μεγάλους που ανταμώνετε στο δρόμο ή όταν κάνετε επισκέψεις σε σπίτια. Προσέξτε, αν δεν λέτε, θα το μάθω και τότε γνωρίζετε τι θα γίνει.  Έτσι με το σχόλασμα από το σχολείο τρελάναμε τον κόσμο με τις πολλές καλημέρες. Έμαθαν οι γιαγιάδες για την εντολή του δασκάλου και απαιτούσαν την καλημέρα από τους αδιάφορους. Έτσι και ο ευγενικός χαιρετισμός έγινε κτήμα των παιδιών.

Μαθήματα κάναμε πρωί – απόγευμα, χωρίς βιβλία, μόνο αναγνωστικό, τετράδιο ορθογραφίας, αντιγραφής, έκθεσης και πρόχειρο. Όλα τα μαθήματα, με προφορικό λόγο και σημειώσεις στον μαυροπίνακα και στο πρόχειρο. Αν κάποιος ήθελε να διαβάσει ζητούσε το βιβλίο του δασκάλου, από το γραφείο.

Κόντευε να τελειώσει η πρώτη μου χρονιά στο σχολείο, ο Κουτσούμπης εξέτασε την ιστορία που δίδαξε πριν μια δυο μέρες στην πέμπτη και έκτη τάξη και άρχισε να παραδίδει, την άλωση της Πόλης. Συνήθως τελείωνα νωρίς τις εργασίες μου και παρακολουθούσα τα μαθήματα των άλλων τάξεων. Άρχισε λοιπόν η παράδοση, αλλά από τις πρώτες φράσεις, ένας κόμπος ανέβηκε στο λαιμό του, λύγησε η φωνή του, βούρκωσε, σκούπισε αμήχανα με τα χέρια τα δάκρυά του και βιαστικά έφυγε στο γραφείο, κλείνοντας την πόρτα. Νεκρική σιγή επικράτησε στο σχολείο, σιγά σιγανά κάτι ψιθύρισαν οι μεγάλοι. Μετά από αρκετή ώρα βγήκε από το γραφείο και από την πόρτα, είπε να περάσουμε στο διάλειμμα. Δεν κάναμε άλλο μάθημα εκείνη τη μέρα. Δεν παράδωσε, ούτε εξέτασε την άλωση της Πόλης, στα τέσσερα χρόνια που ήταν στο σχολείο μας. Πάντα σαν έφθανε η μέρα αυτή έλεγε: Πάρτε το βιβλίο από το γραφείο και διαβάστε το παρακάτω μάθημα.

Μια ανοιξιάτικη μέρα του 1957, ο κ. Κουτσούμπης έφερε δυο μπάλες, τι μπάλες, ένα λαστιχένιο τόπι για τα κορίτσια, σαν αυτά που είχε το αναγνωστικό της πρώτης τάξης και ένα άλλο τόπι, πολύχρωμο, μικρότερο, συμπαγές καουτσούκ για τα αγόρια. Τρελή χαρά για τα παιδιά, να τα ωραία και δυνατά σουτ, τώρα το τόπι πηδούσε ενώ η πάνινη μπάλα κολλούσε. Ο δάσκαλος,  δεν μας το έδινε στο διάλειμμα, γιατί από τις πρώτες ημέρες, με τις δυνατές στραβοκλοτσιές μας, έσπαζαν τα παράθυρα του σχολείου και της εκκλησίας. Στην κλειδωμένη εκκλησία η μπάλα έμενε μέσα μέχρι να λειτουργήσει ο Παπα-Μάρος και ο γονιός να αντικαταστήσει το σπασμένο τζάμι. Έσπαγαν τα κεραμίδια στο σπίτι του Μπάρμπα Δημήτρη του Ισπικούδη, όταν παίζαμε στ΄ αλανούδ. Ευτυχώς εδώ η κριμένη μπάλα επέστρεφε, επειδή ο Τάκης, ο γιος του, μαθητής και αυτός, ήταν από τους καλύτερους παίχτες.

Γλυκές αναμνήσεις οι εκδρομές με τον Κουτσούμπη, στο Τόιτεπε, στο Μπαριακούδι, στο Αεροδρόμιο, πολύ τακτικά στα αλώνια και μια δυο φορές το χρόνο ημερήσιες εκδρομές στο ορφανοτροφείο, μαζί με τα κοντινά χωριά.

Όταν επιστρέφαμε από τις ολοήμερες εκδρομές, κερνούσε όλα τα παιδιά λουκούμι στο καφενείο του Γιάννη του Παρασκευούδη, επειδή έλεγε, νικήσαμε στο ποδόσφαιρο κάποιο από τα άλλα σχολεία.

Σχεδόν κάθε δεκαπενθήμερο ο κ. Κουτσούμπης προγραμμάτιζε εκδρομή-περίπατο. Μετά την πρωινή προσευχή, ρωτούσε δήθεν το πουλέν του. «Βαγγέλη να πάμε εκδρομή». Ναι κύριε φώναζαν όλα τα παιδιά και ο Βαγγέλης, με σοβαρό ύφος συμφωνούσε. Μαζί μας κουβαλούσαμε τις τσάντες και τον μικρό μαυροπίνακα.  Στο γρασίδι του Μπαριακούδι και των  Αλωνιών γινόταν οπωσδήποτε το μάθημα της ανάγνωσης, της ορθογραφίας και της φυσικής ιστορίας, για να ακολουθήσει το ποδόσφαιρο με τη συμμετοχή του «κυρίου» πάντα με τους μικρούς.
Ένα πρωινό που περιμέναμε να καλημερίσουμε το δάσκαλό μας, άνοιξη πρέπει να ήταν, τα μεγάλα κορίτσια, η Ρούλα, η Γιαννούλα, η Μαρίνα, η Σιδερούλα, η Στέλλα και οι άλλες, κάτι λέγανε, χαμογελούσαν πονηρά, τρέχανε προς το δρόμο να δουν από μακριά τον κύριο να έρχεται, ήταν έτοιμες για κάτι διαφορετικό. Έφθασε ο κύριος, έτρεξαν κοντά του, κάτι θέλανε να πουν, σοβαρός ο Κουτσούμπης ανέβηκε στις σκάλες, χτύπησε η επιμελήτρια το κουδούνι και κοιτάζοντας σε μένα με κάλεσε δίπλα του να πω την προσευχή. Με το τέλος της προσευχής και πριν να φύγω από κοντά του, κοίταξε στα αδημονούντα κορίτσια και είπε:
-Αυτό που θέλατε να γίνει, έγινε.
Πέταξαν τις τσάντες τα κορίτσια, ζητωκραύγασαν, έτρεξαν πάνω στις σκάλες και έγιναν ένα κουβάρι, μια αγκαλιά, με τον κύριο. Μικρά, μεγάλα αγόρια αναρωτιόμασταν τι συμβαίνει.
-Αρρεβωνιάστηκε ο κύριος, αρρεβωνιάστηκε ο κύριος, ακούσθηκε από άκρη σε άκρη στο σχολείο.
Πέρασαν τόσα χρόνια και δεν μάθαμε τα αγόρια του δημοτικού, πώς οι συμμαθήτριες μας πληροφορήθηκαν το ευχάριστο νέο, ενώ εμείς αγρόν αγοράζαμε.
Περιττό να πω ότι τα κορίτσια ζητούσαν εκδρομή και αφού συμφώνησε και ο Βαγγέλης, φύγαμε για το Μπαριακούδ’.
Ρούλα σταμάτα να μιλάς. Ναι κύριε. Σε δύο λεπτά πάλι, Ρούλα σταμάτα να μιλάς με τη διπλανή σου. Ναι κύριε, ναι κύριε και το κουτσομπολιό ροδάνι κρυμμένες πίσω από το σώμα της Στέλλας και της Μαρίνας. Αύριο να μου φέρεις γραμμένο χίλιες φορές «Δεν θα ξαναμιλήσω μέσα στη τάξη».
Αντώνη, Γιώργο, Βασίλη μη μαλώνετε, το σκούντημα όμως συνεχιζόταν, μικροί ήταν αυτοί.
– Όρθιοι και να κοιτάτε τον πίνακα, η τιμωρία τους.
Καθημερινά από τις αταξίες, κάποιο μελανοδοχείο άδειαζε στο ξύλινο πάτωμα.
Βαγγέλη (Παρασκεούδης), χθες σε σένα έσπασε η βέργα. Να πας στα αμπέλια και να φέρεις τρεις βέργες από κυδωνιά, να είναι γερές και ξεφλουδισμένες.
Ναι κύριε και χωρίς καθυστέρηση, ο Βαγγέλης πήρε το δρόμο για τα αμπέλια, αν και ήξερε ότι ο κύριος θα τις δοκίμαζε στα δικά του χέρια, αρκεί μάθημα να μην κάνει.
Πολλά τα παιδιά, ανάμεσά τους ζωηρά, ατίθασα, άφοβα, σκληροτράχηλα.
Πάρτα δάσκαλε, να τους κάνεις ανθρώπους, έλεγαν οι γονείς. Αγαπούσαν τα παιδιά τους, δεν τους χάιδευαν τα αυτιά, εμπιστεύονταν το δάσκαλο. Ο δάσκαλος, πάντα είχε δίκιο, αισθάνονταν τη δυσκολία του έργου του και ένοιωθαν την ευθύνη και την προσπάθειά του.
Τελειώνοντας την τετάρτη τάξη, τον Ιούνιο του 1960, ο κύριος μας,  μας αποχαιρέτησε. Θα άλλαζε σχολείο. Τα δάκρυα περίσσεψαν και οι εβδομήντα δύο μαθητές του, ξέχασαν την αυστηρότητά του, ένοιωθαν όλοι, μα όλοι, να χάνουν την αγκαλιά και την αγάπη του.
 
Το φθινόπωρο, στις εγγραφές, γνωρίσαμε μια δασκάλα που θα ήταν η καινούργια μας κυρία.
Ήταν η κυρία Τούλα Νικολαΐδου-Βογιατζή, κοντούλα, όμορφη, στρουμπουλή, πολύ καλοντυμένη, καταδεκτική και ομιλητική. Τί χαρά όμως για μας, έφερε μαζί και το γιό της, το Σώτο, που έγινε φίλος με όλα τα παιδιά, γνωρίσαμε και το σύζυγό της, τον κύριο Φίλιππο. Οικογένεια πρότυπο για μας τα χωριατόπαιδα.
Κατοικούσαν στην Κομοτηνή, αλλά για να αποφεύγουν την ταλαιπωρία έμεναν κάποιες μέρες στο γραφείο του σχολείου.
Ο ρυθμός του σχολείου δεν άλλαξε, προστέθηκαν νέα στοιχεία που βελτίωσαν βήμα βήμα τη λειτουργία του.

Ήταν Χριστούγεννα του 1960, όταν η κ. Τούλα, η δασκάλα μας, ζήτησε από όλα τα παιδιά μισή δραχμή και αγόρασε μικροδώρα και τα στόλισε σε ένα κλαδί πεύκο που έφεραν στο σχολείο. Ήταν η πρώτη φορά που γιορτάζαμε  Χριστούγεννα με τέτοια μεγαλοπρέπεια στο σχολείο, ήταν η πρώτη φορά που είδαμε Χριστουγεννιάτικο δένδρο, ήταν η πρώτη φορά που ο λαχνός μου έδωσε το καλύτερο δώρο. Ένα πιστολάκι που έριχνε πλαστικές σφαίρες. Πιστεύω ότι δεν ήταν τυχαία η κλήρωση, ίσως ήταν η ανταμοιβή μου σαν καλό παιδί και μαθητής. Οι εθνικές γιορτές και οι γυμναστικές επιδείξεις, που κάναμε με την κ Τούλα ήταν καταπληκτικές, πάντα με σκηνικά που ζωγραφίζαμε παρέα με τον Αντώνη.

Με την κ. Τούλα κάναμε δυο εκδρομές με λεωφορείο, στη Θάσο και στη Μάκρη της  Αλεξανδρούπολης, όπου βλέπαμε χαμογελώντας πονηρά τους δασκάλους και τις δασκάλες να κολυμπούν με τα μαγιό τους. Εκστασιασμένος ο Αντώνης την επόμενη μέρα  ζωγράφισε τον Κρασοπουλάκο και την Βάγια, δασκάλους στο σχολείο του Καβακλή, με τα μαγιό στη θάλασσα της Μάκρης και πολλές πονηρές σκέψεις και κρυφοχαμόγελα.  Η κ. Τούλα γέλασε, παρά την αυστηρότητά της, έκοψε το χαρτί της ζωγραφιάς και φαντάζομαι το γέλιο των εικονιζόμενων, όταν την είδαν.

Τάσο και Δημητράκη, ελάτε στο γραφείο, μας είπε η κ. Τούλα, αφού αποχαιρέτησε όλα τα παιδιά, τον Ιούνιο του 1962. Θέλω κάθε μέρα να έρχεστε στο σπίτι μου στην Κομοτηνή, να κάνουμε επαναληπτικά μαθήματα για τις εξετάσεις του γυμνασίου. Καθημερινά λοιπόν, με τα ποδήλατα, παρέα με το φίλο μου το Δημητράκη Ατσκακάνη, στο σαλόνι του σπιτιού της μας έκανε επαναλήψεις και διαγωνίσματα.
-Εγώ θα πάρω τους βαθμούς σας είπε, ήταν σίγουρη για την επιτυχία μας. Την αντικρίσαμε χαρούμενη, ευτυχισμένη μπορώ να πω, μας αγκάλιασε συγκινημένη. Οι κόποι της δεν πήγαν χαμένοι.
-Τάσο είπε, είκοσι στα μαθηματικά, δέκα εννέα στην ιστορία και δέκα τρία στην έκθεση. Ο Δημητράκης επιτυχόν και αυτός με λίγο μικρότερους βαθμούς. Φαντάζομαι, την περηφάνια της, όταν άκουσε τους βαθμούς από τους καθηγητές, επιτυχία οι μαθητές της, δύο στα δύο, με καλούς βαθμούς, από ένα μονοθέσιο, για πολλούς καθυστερημένο σχολείο.
Πριν μερικά χρόνια, με την συμπυκνωμένη πλέον εμπειρία μου, ρώτησα την κ. Τούλα, με ποια εκπαίδευση και εμπειρία εφάρμοσε όλη εκείνη τη θαυμάσια οργάνωση παράλληλης διδασκαλίας του τεράστιου πραγματικά μονοθέσιου σχολείου μας.
-Καμία, είπε, έπεσα στο πέλαγος και έμαθα. Είχα διδάξει λίγο σε ιδιωτικό σχολείο στην Αθήνα και μερικούς μήνες στην Αίγειρο. Συμβουλεύτηκα έμπειρους συναδέλφους, καθημερινά έβλεπα τις ανάγκες και ενεργούσα και σε λίγο κατέληξα στη δική μου μέθοδο, που συνεχώς την βελτίωνα.
Θαύμασα τα λεγόμενά της, αφού απόλαυσα σα μαθητής τα θαυμαστά πεπραγμένα της.

Έτσι πιστεύω λειτούργησε και ο κ. Κουτσούμπης, πώς αλλιώς, αφού το ίδιο σχολείο είχε να διαχειριστεί.

Μεταδιδακτορική διατριβή τα πεπραγμένα τους, καταγεγραμμένη στη σκληρή πραγματικότητα «της άγονης» γραμμής. Ποιός πανεπιστημιακός καλαμαράς θα είχε τη δύναμη να φθάσει τα κατορθώματα των ταπεινών μας δασκάλων.
Οι δάσκαλοί μας τόσο ο κ. Κουτσούμπης, με τη νεανική και Σπαρτιάτικη λεβεντιά, και το μεράκι, όσο και η  κ. Τούλα, με τη γυναικεία και μητρική της στοργή, ανάμεσα σε  εβδομήντα μαθητές, στο μονοθέσιο σχολείο μας, κατέθεσαν κόπο υπεράνθρωπο, μεράκι ατελείωτο, ώρες άπειρες, μετρημένη αυστηρότητα για την εποχή, Ιώβια υπομονή και προ παντός με κατάθεση ψυχής, κατόρθωσαν να εκπαιδεύσουν άριστα τα παιδιά του χωριού και να τα παραδώσουν έτοιμα για τα επόμενα βήματα τους στην κοινωνία. Έμαθαν γράμματα σε όλα τα παιδιά, τα ενέπνευσαν για αλλαγές στην καθημερινότητα και τη ζωή, άλλαξαν το Σιναπλιώτικο λεξιλόγιο με τα δύο άρθρα και τις συγκοπτόμενες λέξεις, με την απλή καθομιλουμένη σε όλη την Ελληνική κοινωνία.

Τα αυτονόητα της σημερινής εποχής ήταν πρωτόγνωρα για εκείνη, τόσο για τους δασκάλους, όσο και για τους μαθητές.

Εκείνα τα παιδιά ήταν τα πρώτα που πήγαν στο γυμνάσιο, ακολούθησαν τέχνες και τεχνικές σχολές, έγιναν υπαξιωματικοί, αξιωματικοί στο στρατό και την αστυνομία, πήγαν στο πανεπιστήμιο, έγιναν δημόσιοι υπάλληλοι, ελεύθεροι επαγγελματίες, άριστοι τεχνίτες, έκαναν θαυμάσιες οικογένειες, είναι σήμερα υποδείγματα πολιτών, παππούδες με μεγάλα παιδιά και εγγόνια, που άλλαξαν την πνευματική μορφή της Μεσσούνης. Μόνο που η ευτυχής αυτή μετεξέλιξη άδειασε παντελώς το χωριό από τους νέους ανθρώπους.

Κτίσθηκε νέα αίθουσα, το σχολείο έγινε διθέσιο, ασφαλώς δίδαξαν και άλλοι άξιοι δάσκαλοι, αλλά τα παιδιά μειώθηκαν και σε λίγα χρόνια το σχολείο έκλεισε.
Ευτυχώς, προς το παρόν ο σύλλογος των γυναικών κρατά ανοιχτό κάποιες ώρες της εβδομάδας το σχολείο, όπου ανταμώνουμε με τις αναμνήσεις μας, όταν επισκεπτόμαστε το χωριό.   

Οι μαθητές τους δεν τους ξεχνούν, όλοι αναγνωρίζουν την μεγάλη τους προσφορά στην αλλαγή νοοτροπίας μαθητών και γονιών, πραγματικοί ευεργέτες του χωριού.
Ο Θεός ανάπαυσε την ψυχή της κυρίας μας, της κ. Τούλας, πριν λίγα χρόνια, αφού χάρηκε τη ζωή, μέχρι τα βαθιά γεράματα με τον κ. Φίλιππο, είδε πετυχημένο οικογενειάρχη το γιό της Σώτο και ευτύχησε να δει μεγάλα και πετυχημένα τα δύο της εγγόνια.

Ο Θεός, που κανένα δεν ξεχνά, δίνει καλή και ποιοτική ζωή στον κύριό μας, το Γιώργο τον Κουτσούμπη, που στα ογδόντα έξι του είναι και πάλι λεβεντιά, ζει με τη γυναίκα του την κ. Τασούλα και χαίρονται τις κόρες και τα εγγόνια τους.
 
Με σεβασμό, αγάπη και εκτίμηση, από όλους τους μαθητές σας.
 

Τάσος Γιοβανούδης,
Ιούνιος 2018
Email: [email protected]

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.