Ο συμμαχικος ναυτικος αποκλεισμος  του Δεδεαγατς (Αλεξανδρουπολης) το 1915

Οι διεθνείς ναυτικοί αποκλεισμοί της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας του τότε

Οι αντίστροφες παραβιάσεις τους σήμερα

Η Αλεξανδρούπολη, το Δεδέαγατς του 1915, που κατέχονταν τότε από τους Βουλγάρους, δοκιμάστηκε σκληρά και από τον ναυτικό αποκλεισμό που επέβαλλαν οι συμμαχικές δυνάμεις, Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία, εναντίον των  κεντρικών αυτοκρατοριών  Γερμανία, Αυστροουγγαρία, Οθωμανική Αυτοκρατορία και Βουλγαρία.

Για την Ελλάδα, που… ήταν μακριά τότε, το 1915 ήταν μια κρίσιμη χρονιά, καθώς το σαράκι του Εθνικού Διχασμού άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά.  Ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος πρότεινε στους Συμμάχους της Αντάντ στις 16 Φεβρουαρίου να συμμετάσχει η Ελλάδα στην εκστρατεία της Καλλίπολης. Ο βασιλεύς Κωνσταντίνος που ήταν υπέρ της ουδετερότητας και ο πρωθυπουργός, διαφώνησαν. Παραιτήθηκε η κυβέρνηση στις 21 Φεβρουαρίου και σχημάτισε κυβέρνηση ο Δημήτριος Γούναρης που προκήρυξε εκλογές για τις 31 Μαΐου. Τις κέρδισαν οι Φιλελεύθεροι  του Βενιζέλου. Η αγιάτρευτη διένεξη Στέμματος-Βενιζέλου οδηγεί σε νέα παραίτηση της κυβέρνησης Βενιζέλου. Σχηματίζεται κυβέρνηση Αλέξανδρου Ζαΐμη στις 24 Σεπτεμβρίου. Τελευταία κυβέρνηση εκείνης της σημαδιακής χρονιάς ήταν του Στέφανου Σκουλούδη, που ανέλαβε στις 25 Οκτωβρίου 1915. Αυτό ήταν το κλίμα στην Αθήνα.

Όμως ήδη είχε αρχίσει ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Την άνοιξη του 1915 η Αντάντ προσπάθησε να καταλάβει τα Δαρδανέλια και να φτάσει στην Κωνσταντινούπολη, για να αναγκάσει την Οθωμανική Αυτοκρατορία να συνθηκολογήσει. Αυτή η εκστρατεία απέτυχε και τότε η Αντάντ αποφάσισε να καταλάβει τη χερσόνησο της Καλλίπολης. Αλλά και αυτή η εκστρατεία δεν πέτυχε, με όλες τις δραματικές συνέπειες. Στις 23 Σεπτεμβρίου του 1915, η Βουλγαρία κήρυξε επιστράτευση και εκδήλωσε για άλλη μια φορά  τις αναθεωρητικές της βλέψεις στα Βαλκάνια, με στρατιωτική επίθεση στη Σερβία στις 11 Οκτωβρίου 1915. Από το Φεβρουάριο του 1915 ο Τσώρτσιλ πρώτος λόρδος του αγγλικού Ναυαρχείου άρχισε να εφαρμόζει το σχέδιο του για την εκπόρθηση των Δαρδανελλίων με απώτερο σκοπό την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης που είχε συμμαχήσει με τη Γερμανία ήδη από την έναρξη του πολέμου. Του καταλογίσθηκε πολιτικά η αποτυχία…

Τη δύσκολη εκείνη εποχή, το Θρακικό Πέλαγος, είχε καταληφθεί από τα συμμαχικά πλοία που εφάρμοζαν αποκλεισμό προς την Τουρκία για να μην εφοδιάζεται με οπλισμό, σιτάρι, με άλλα τρόφιμα και ποικίλα εφόδια. Οι συνθήκες επέτρεψαν, όπως συμβαίνει πάντα, να αναπτυχθεί λαθρεμπόριο, που θέλησαν να ελέγξουν οι σύμμαχοι. Στο λιμάνι του Μούδρου της νήσου Λήμνου είχε εγκατασταθεί μια μεγάλη συμμαχική ναυτική δύναμη αποτελούμενη από 23 θωρηκτά, 5 καταδρομικά, 15 αντιτορπιλικά και πολλά άλλα μικρότερα και βοηθητικά πλοία, τα οποία ξεκινούσαν από εκεί και βομβάρδιζαν  ασταμάτητα τις τουρκικές ακτές.

Το Δεδέαγατς βρέθηκε στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Το κατείχαν οι ηττημένοι Βούλγαροι από το 1913 βάσει της άδικης συνθήκης του Βουκουρεστίου. Πρόξενος της Ελλάδας, ήταν ο δραστήριος διπλωματικός υπάλληλος Αθανάσιος Χαλκιόπουλος, η αλληλογραφία του οποίου –όση διασώθηκε στο Ιστορικό Αρχείο του Υπουργείου Εξωτερικών– αποτελεί πολύτιμη πηγή για την ιστορία της Αλεξανδρούπολης.

Σφραγίδα της βουλγαρικής διοίκησης του Δεδέαγατς

Το λαθρεμπόριο μέσω Δεδέαγατς

Από τις 18 Νοεμβρίου 1914, δηλαδή εγκαίρως, το ελληνικό προξενείο του Δεδέαγατς ειδοποιούσε το υπουργείο Εξωτερικών στην Αθήνα, ότι τα προοριζόμενα δήθεν για τη Βουλγαρία τρόφιμα ξεφορτώνονταν από τα ατμόπλοια στο λιμάνι της πόλης και από εκεί κρυφά στέλνονταν σιδηροδρομικώς στην Κωνσταντινούπολη. Κανονική δηλαδή παραβίαση του διεθνούς αποκλεισμού. Απροκάλυπτο λαθρεμπόριο. Μια τέτοια περίπτωση σημειώθηκε στις 22 Νοεμβρίου, όταν στον Ρώσο πρόξενο ήρθε η πληροφορία ότι στην Τεργέστη φορτώθηκαν 15.000 τόνοι ασημένιων νομισμάτων για να εισαχθούν στην Τουρκία, μέσω του λιμανιού του Δεδέαγατς. Ο Ρώσος πρόξενος κινητοποίησε και τους άλλους πρόξενους για να συγκεντρώσουν σχετικές πληροφορίες. Εξαιτίας του διενεργούμενου λαθρεμπορίου στις 28 Οκτωβρίου είχε περάσει από το θρακικό λιμάνι το γαλλικό καταδρομικό «Ερνέστ Ρενάν».

Οι Βούλγαροι έγιναν αποδέκτες έντονων διαμαρτυριών από ξένες κυβερνήσεις για το λαθρεμπόριο που γίνονταν στο λιμάνι του Δεδέαγατς, με αποτέλεσμα να ζητηθεί από το νομάρχη της Γκιουμουλτζίνας να πάει στο Δεδέαγατς να ερευνήσει, τι συμβαίνει εκεί. Ο Βούλγαρος νομάρχης πήγε στις 24 Νοεμβρίου 1914. Υπήρχαν πληροφορίες στη Σόφια ότι στις 12 Οκτωβρίου μεταφέρθηκαν κρυφά στην Τουρκία 1.000 τόνοι ζάχαρης, που είχαν φορτωθεί σε 20 βαγόνια. Στις 9 Δεκεμβρίου 1914 ένα γαλλικό καταδρομικό σταμάτησε σε μικρή απόσταση από το λιμάνι ένα ιταλικό ατμόπλοιο, το ερεύνησε και βρήκε μέσα 9 Τούρκους, που πήγαιναν στην Κωνσταντινούπολη. Εκείνες τις μέρες πολλά γαλλικά καταδρομικά ασκούσαν αυστηρή εποπτεία του αποκλεισμού έξω από το λιμάνι του Δεδέαγατς. Δύο μέρες αργότερα έφτασε από τη Σόφια διαταγή στο τελωνείο με την οποία απαγορεύονταν απολύτως το διαμετακομιστικό εμπόριο προς Τουρκία μέσω του λιμανιού. Τα γαλλικά καταδρομικά συνέχισαν τις νηοψίες. Σε μια περίπτωση, σε έρευνα αμερικανικού πλοίου συνέλαβαν και ένα Τούρκο.

Βούλγαροι στο λιμάνι του Δεδέγατς, το 1915 (Συλλογή Γ. Αλεπάκου)

Βουλγαρικές απαγορεύσεις με νταούλια!!!

Το κλίμα όμως στις Βουλγαροκρατούμενες περιοχές της Δυτικής Θράκης συνέχισε να επιδεινώνεται. Μια προξενική αναφορά, με ημερομηνία 18 Φεβρουαρίου 1915 μας πληροφορεί ότι ο τελάλης της Δημαρχίας συνοδευόμενος από… νταούλια, ανήγγειλε ότι απαγορεύεται στο Δεδέαγατς η χρήση της ελληνικής γλώσσας. Ο πρόξενος Χαλκιόπουλος πήγε στο Βούλγαρο διοικητή και ζήτησε εξηγήσεις. Αυτός του απάντησε στρεψόδικα, ότι το μέτρο δεν αφορά τους πλοιάρχους και τα πληρώματα των ελληνικών ατμοπλοίων ούτε τους εν γένει Έλληνας, αλλά μόνο τους πρόσφυγες Βουλγάρους, οι οποίοι παραμελούντες να μιλούν τη γλώσσα τους, μιλούν είτε Ελληνικά είτε Τουρκικά. Σ’ αυτό και μόνο απέβλεπε η απαγόρευση, που τη χαρακτήρισε εσωτερικό θέμα. Εξήγησε επίσης ότι ήταν προληπτικό μέτρο για το ενδεχόμενο, κάποιος φανατικός Βούλγαρος να τους ακούσει να μιλάνε Ελληνικά και να θεωρήσει τον εαυτό του προσβεβλημένο. Προφάσεις εν αμαρτίαις…

Το ελληνικό προξενείο του Δεδέαγατς(ΕΜΘ – Αγγελική Γιαννακίδου)

Τα γαλανόλευκα κομφετί …ταράζουν τους Βουλγάρους!!!

Στις 20 Δεκεμβρίου ο πρόξενος της Ελλάδας στο Δεδέαγατς, τηλεγραφούσε προς το υπουργείο Εξωτερικών και την Ελληνική πρεσβεία στη Σόφια:

«Λαμβάνω την τιμήν να αναφέρω ότι το κατά των Ελλήνων μίσος εκδηλούται παντοιοτρόπως και μέχρις απιστεύτου βαθμού. Ου μόνον δεν ανέχονται ν’ ακούωσι την Ελληνικήν γλώσσαν, ούτε να βλέπωσι τους Έλληνας, αλλά και το παραμικρότερον τυχαίον και ασήμαντον συμβάν σχετιζόμενον πως προς παν το ελληνικόν τους ταράσσει και τους εξάπτει, ως εξάγεται σαφώς εκ του παρατιθεμένου κατωτέρω λίαν χαρακτηριστικού επεισοδίου».

Τι ήταν το επεισόδιο; Λίγες μέρες νωρίτερα, στο σπίτι του ανώτερου σιδηροδρομικού υπαλλήλου Γιάνκοβιτς είχε οργανωθεί χοροεσπερίδα. Χριστούγεννα έρχονταν… Σ’ αυτήν ένας προσκεκλημένος έριξε κομφετί, προφανώς γαλάζια και λευκά. Το γεγονός αυτό άγνωστο πώς, έφτασε στα αυτιά της Βουλγαρικής αστυνομίας, η οποία παρακολουθούσε τα πάντα. Αμέσως διατάχθηκε έρευνα και ανακρίσεις, από τις οποίες αποδείχθηκε ότι το γαλανόλευκο κομφετί ρίχτηκε από κάποιον Γάλλο υπήκοο ονόματι Φρειδερίκος Λανδιέ. Ο Γάλλος απάντησε στην ανάκριση ότι καθόλου δεν φταίει, γιατί από Βούλγαρο καταστηματάρχη αγόρασε το κομφετί και παρέπεμψε τους αστυνομικούς να ρωτήσουν αυτόν και τον προμηθευτή του και να ψάξουν στο κατάστημα, όπου θα βρουν κομφετί και άλλων χρωμάτων. Απόρριψε μάλιστα τους ισχυρισμούς ότι το κομφετί το παράγγειλε στην Ελλάδα!!! Οι αστυνομικοί πήγαν και έψαξαν το κατάστημα του Βούλγαρου όπου όντως ανακάλυψαν να υπάρχει κομφετί με τα γαλανόλευκα χρώματα. Αφρίζοντας από θυμό, εξύβρισαν το συμπατριώτη τους και τον οδήγησαν στα κρατητήρια!!! «Τοιούτον το ανθελληνικόν ενταύθα μίσος εξικνούμενον μέχρι σημείου, ώστε και αυτά τα ασήμαντα πράγματα ν’ ανάγωνται εις περιωπήν ζητημάτων» παρατηρούσε αναφορά του ο ‘Έλληνας πρόξενος του Δεδέαγατς.

Εν τω μεταξύ οι Βούλγαροι συνέχισαν να απελαύνουν όλους τους ξένους που κατέφθαναν για δουλειές και ιδιαιτέρως τους Έλληνες. Στα ξενοδοχεία ερευνούσαν συνεχώς μήπως τυχόν παρέμεινε κάποιος ξένος… Πολύ αργότερα, τον Ιούνιο του 1915 φαίνεται πως τα ξενοφοβικά μέτρα έδειχναν μια τάση χαλάρωσης. Ενώ πρώτα δεν επέτρεπαν οι Βούλγαροι την παραμονή ξένων στην πόλη πέραν του 24ώρου, είτε επρόκειτο για Τούρκους φυγάδες είτε επρόκειτο για εμπόρους, άρχισαν να τους αφήνουν ανενόχλητους για περισσότερο χρόνο. Επίσης χαλάρωσε η διαρκής επιτήρηση των ξένων υπηκόων, που μπορούσαν πλέον να κυκλοφορούν τη νύχτα χωρίς να τους ανακρίνουν οι περιπολούντες αστυνομικοί. Το γεγονός αυτό συνδυάστηκε και με την άφιξη πολλών Ιταλών υπηκόων, που εγκατέλειψαν την Κωνσταντινούπολη με προτροπή του Ιταλικού προξενείου για να προλάβουν πριν διακοπούν οι σχέσεις Ιταλίας – Αυστρίας, λόγω του πολέμου. Αυτοί οι Ιταλοί νοίκιασαν σπίτια και τις νύχτες κυκλοφορούσαν παρέες τραγουδώντας και θορυβώντας, γεγονός που έδινε εικόνα ζωηρότητας στην πόλη, την οποία τόση ανάγκη την είχε μετά την βουλγαρική καταπίεση. Το εκπληκτικό είναι ότι λόγω προέλευσης από την Κωνσταντινούπολη οι Ιταλοί γνώριζαν Ελληνικά και έτσι οι συνεννοήσεις τους με τους Βουλγάρους γινόταν στα Ελληνικά, που τα γνώριζαν όλοι οι Βούλγαροι, αλλά απέφευγαν να τα μιλήσουν!!!

Σφραγίδα εισερχομένων εγγράφων του ελληνικού προξενείου του Δεδέαγατς

Το λαθρεμπόριο προς Τουρκία άνθιζε

Το λαθρεμπόριο όμως δεν σταματούσε. Σύμφωνα με τηλεγράφημα της 2ας Ιανουαρίου 1915 ο Ρώσος υποπρόξενος Μπελίνοβιτς αναχώρησε για τη Θεσσαλονίκη με το ιταλικό ατμόπλοιο «Μιλάνο» για να ερευνήσει τις πληροφορίες ότι φορτώνονταν εκεί μεγάλες ποσότητες ζάχαρης και σιδηροδρομικώς μέσω Δεδέαγατς έφθαναν στην Κωνσταντινούπολη και ότι με πλοία θα στέλνονταν και μεγάλες ποσότητες πετρελαίου. Την ίδια μέρα έφτασε το Δεδέαγατς το ελληνικό πλοία «Βαρβάρα» μεταφέροντας 40 χιλιάδες κιβώτια πετρελαίου, προκαλώντας την οργή του Γάλλου προξένου.

Το λαθρεμπόριο πάντως συνέχισε να ανθεί. Ο Έλληνας πρόξενος στις 5 Ιανουαρίου τηλεγραφούσε στην Αθήνα:

«Παρ’ όλα τα λεχθέντα περί απαγορευτικών μέτρων, διαμετακόμισις  εντεύθεν εις Τουρκίαν τελείται αφού καταβληθή ήμισυ τοις εκατόν επί της αξίας του εμπορεύματος»!!!

Οι Βούλγαροι είχαν έτοιμη τη δικαιολογία. Δεν μπορούσαν να παραβούν τις συμφωνίες που είχε υπογραφεί νωρίτερα, προ του αποκλεισμού…. Στις 18 Ιανουαρίου 1915 έκανε την εμφάνισή του στο λιμάνι το γαλλικό καταδρομικό «Ναύαρχος Σαρνέρ». Ο Γάλλος πρόξενος δήλωσε ότι η παρουσία του πλοίου εκεί, είναι αποτέλεσμα του λαθρεμπορίου και της ύποπτης στάσης της Βουλγαρίας. Αποστολή του καταδρομικού ήταν η καταδίωξη του πολύμηνου λαθρεμπορίου. Ανάλογες εντολές δόθηκαν και στα άλλα πλοία της γαλλικής Μοίρας, ειδικά για τις περιπτώσεις ρυζιού και πετρελαίου, που προορίζονταν για το Δεδέαγατς, με το δικαίωμα να γίνονται κατασχέσεις παράνομων φορτίων. Αξίζει να θυμίσουμε εδώ ότι το πλοίο αυτό, που ενεργούσε για την καταδίωξη του λαθρεμπορίου εξώκειλε σε αβαθές σημείο του λιμανιού. Άλλα πλοία που ήταν στο λιμάνι έσπευσαν  να βοηθήσουν για την αποκόλλησή του.

Σε ό,τι αφορά το συνεχιζόμενο λαθρεμπόριο ήταν έκδηλη η ανησυχία των συμμαχικών χωρών. Για το λόγο αυτό, στο τέλη Ιουνίου οι πρεσβείες των χωρών της Αντάντ στη Σόφια τηλεγράφησαν στα προξενεία τους να παρακολουθούν δραστήρια χρησιμοποιώντας και μυστικούς πράκτορες αν διεξάγεται λαθρεμπόριο με τον σιδηρόδρομο, μέσω Όκτσιλαρ (σήμερα Τοξότες Ξάνθης) προς Κωνσταντινούπολη και να λάβουν τα ανάλογα μέτρα. Το Όκτσιλαρ ήταν το ακραίο όριο της ελληνικής επικράτειας.

Από την 1η Απριλίου τα γαλλικά πλοία αντικαταστάθηκαν από αγγλικά για την επιτήρηση του αποκλεισμού, με αυστηρότερα μέτρα. 

Από επιστολόχαρτο του Ελληνικού προξενείου του Δεδέαγατς

Οι Βούλγαροι εποφθαλμιούσαν το εμπόριο

Δραματικό ήταν το τηλεγράφημα του προξένου από το Δεδέαγατς στις 20 Ιανουαρίου 1915.

«Πληροφορούμαι ασφαλώς ότι αι αρχαί εντεύθεν έχουσι διαταγάς να παρεμβάλλωσιν πάσας τας δυσχερείας και να φθάνωσι μέχρις εξώσεως εκ Δεδέαγατς των ξένων εν γένει υπηκόων, ιδιαιτέρως δε των Ελλήνων τοιούτων δια τον λόγον όπως το εις μέγα βαθμόν εμπόριον συγκεντρωθή εις βουλγαρικάς αποκλειστικώς χείρας».

Το εμπόριο και το λαθρεμπόριο, ήταν ο στόχος των Βουλγάρων, που έκαναν τα πάντα για το ελέγξουν. Ένα τηλεγράφημα του δραστήριο προξένου Χαλκιόπουλου στις 4 Φεβρουαρίου 1915 ξεκαθαρίζει τα πράγματα. Η βουλγαρική διοίκηση έπαιρνε μέτρα για να απομακρύνει από το Δεδέαγατς όλους τους ξένους, που έφταναν εκεί και ήθελαν να ασχοληθούν με το εμπόριο. Η αστυνομία τους ειδοποιούσε να εγκαταλείψουν το βουλγαρικό έδαφος βάζοντας και προθεσμία. Ο νομάρχης της γειτονικής Γκιουμουλτζίνας έλεγε ότι το εμπόριο του Δεδέαγατς το φύλαγαν για τους Βουλγάρους και όχι για τους ξένους και μάλιστα για τους Εβραίους. Πρέπει, έλεγε,  εμείς να επωφεληθούμε από την περίπτωση του κλεισίματος των Δαρδανελίων και όχι οι έξωθεν παρείσακτοι. Όταν μάλιστα μιλούσε για Έλληνες ξεσπούσε με οργή εναντίον τους και έδινε διαταγές να παρακωλύεται η παραμονή τους και να τους απαγορεύεται ακόμα και η χρήση της ελληνικής γλώσσας.

Τα αστυνομικά όργανα που είχαν ακούσει δύο πλοιάρχους ελληνικών πλοίων να μιλάνε μεταξύ τους ελληνικά, τους έκαναν δριμύτατες παρατηρήσεις και τους απαγόρευσαν να βγαίνουν και από τα πλοία τους!

Οι διώξεις αφορούσαν όλα τα επίπεδα της καθημερινότητας, από τα οποία δεν μπορούσε να λείπει… ο Βούλγαρος έφορος, που προκάλεσε τις διαμαρτυρίες και τα διαβήματα του πρόξενου Αθανάσιου Χαλκιόπουλου. Η δικαιολογία που δόθηκε ήταν ότι δεν γίνεται καμία διάκριση μεταξύ Ελλήνων υπηκόων ή μη. Απλώς, ισχυρίζονταν, ότι η Εφορία προβαίνει στην εκποίηση όλης της κινητής περιουσίας και στην ενοικίαση της ακίνητης όσων είχαν φύγει από την πόλη. Και οι κατακτητές εισέπρατταν το αντίτιμο των επίπλων κ.λπ.  κινητών και τα ενοίκια των ακινήτων.

Στις 5 Φεβρουαρίου το βουλγαρικό καθεστώς κατοχής προχώρησε στην ξαφνική απέλαση του Γάλλου υπηκόου Βασορά, που ήταν διευθυντής του σιδηροδρόμου Όκτσιλαρ– Δεδέαγατς (Τοξότες Ξάνθης –  Αλεξανδρούπολη). Ο Γάλλος πρόξενος που δεν είχε γνώση του γεγονότος , μόλις το έμαθε πήγε στον διοικητή Κολάρωφ και διαμαρτυρήθηκε έντονα.  Ο διοικητής δικαιολογήθηκε ότι την απέλαση διέταξαν οι στρατιωτικές αρχές της Γκιουμουλτζίνας και ο ίδιος δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Αιτία της απέλασης ήταν οι εχθρικές σχέσεις του Βασορά με τους στρατιωτικούς κύκλους της Γκιουμουλτζίνας, οι οποίοι τον εκδικήθηκαν προκαλώντας την απέλασή του.

Στις 23 Φεβρουαρίου με πρωτοβουλία του Ρώσου πρόξενου, άρχισε το διπλωματικό σώμα της πόλης να σκέφτεται να κάνει ταυτόσημο κοινό διάβημα στην υποδιοίκηση του Δεδέαγατς για το ζήτημα των συνεχιζόμενων απελάσεων. Η ζωή γίνονταν όλο και πιο δύσκολη. Την επομένη ο Έλληνας πρεσβευτής στη Σόφια Ανδρέας Ναούμ, τηλεγράφησε ότι εγκρίνει την συμμετοχή στο διάβημα του πρόξενου Χαλκιόπουλου.

Και τότε, όπως και τώρα…

Στις 25 Μαρτίου φάνηκαν από την κατεύθυνση της Αίνου δύο θωρηκτά και τέσσερα αντιτορπιλικά. Ακούσθηκαν και κανονιοβολισμοί. Την επομένη πληροφορήθηκαν ότι τα πολεμικά πλοία έριξαν είκοσι βολές κατά των τουρκικών πυροβολείων της Αίνου, τα οποία πρόφτασαν να απαντήσουν με δύο βολές και μετά σίγησαν. Τα πλοία στη συνέχεια κατέφυγαν στον κόλπο του Σάρου.

Την 1η Απριλίου σημειώθηκε ένα συμβάν που μόνο πρωταπριλιάτικο ψέμα δεν ήταν. Στο λιμάνι του Δεδέαγατς κατέφθασαν μέσω της Αίνου 18 ομογενείς, που είχαν απελαθεί από τις τουρκικές αρχές. Οι Τούρκοι τους είχαν επιβιβάσει σε ένα ιστιοφόρο, το οποίο όμως λίγο μετά την αναχώρησή του από την Αίνο, άρχισε να βυθίζεται. Οι επιβάτες σώθηκαν κατά τύχη από διερχόμενο ελληνικό ιστιοφόρο. Στο Δεδέαγατς που έφτασαν δεν είχαν πλέον τίποτα. Όλα χάθηκαν στη θάλασσα. Τους δόθηκε ψωμί και φαγητό και τους επιβίβασαν σε ατμόπλοιο της εταιρείας Πανταλέοντος για να φύγουν στην ελεύθερη Ελλάδα.

Την ίδια μέρα κατέπλευσε στο λιμάνι και το αγγλικό θωρηκτό «Αγαμέμνων». Κατά την είσοδό του έριξε 21 χαιρετιστήριους κανονιοβολισμούς, χωρίς όμως να αντιχαιρετισθεί από την ξηρά. Ο κυβερνήτης με το επιτελείο του επισκέφθηκαν τις πολιτικές και στρατιωτικές αρχές, που ανταπέδωσαν την επίσκεψη. Έφυγε μετά από παραμονή 24 ωρών. Στα μέσα Απριλίου η εταιρεία των Ανατολικών Σιδηροδρόμων, που είχε έδρα στην Κωνσταντινούπολη άρχισε να αποσύρει όλα τα βαγόνια της, που βρίσκονταν σε βουλγαρικό έδαφος. Στο Δεδέαγατς έγινε γνωστό, ότι προέκυψε η ανάγκη μεταφοράς και συγκέντρωσης στρατευμάτων στο Μπουλαΐρ της Ανατολικής Θράκης.

Στις 24 ‘Απριλίου 1915 επισκέφθηκε την ‘Αλεξανδρούπολη και επιθεώρησε τα οχυρωματικά  έργα και τις βουλγαρικές στρατιωτικές δυνάμεις ό διάδοχος Μπόρις. Σε αρκετές αναφορές του Έλληνα πρόξενου ‘Αθανασίου Χαλκιοπούλου, αναφέρονται οί στρατιωτικές αυτές προετοιμασίες των Βουλγάρων. Εκτός της σκληρής Βουλγαρικής κατοχής οι κάτοικοι της Θράκης είχαν να αντιμετωπίσουν και την εγκληματική δράση διαφόρων συμμοριών. Στις αρχές Ιουλίου στην περιφέρεια Σουφλίου συνελήφθη συμμορία 24 Τούρκων κακοποιών, οι οποίοι μεταφέρθηκαν σιδηροδέσμιοι στο Δεδέαγατς. Άλλες συμμορίες είχαν συλληφθεί τότε στην περιφέρεια της Γκιουμουλτζίνας. Έξω από την πόλη ανοιχτά στο πέλαγος περνούσαν συχνά- πυκνά τα αγγλικά πολεμικά πλοία που περιπολούσαν.

Στις 22 Ιουνίου αγγλικό τορπιλοβόλο «συνέλαβε» στο Δεδέαγατς πλοίο υπό αμερικανική σημαία και το οδήγησε στο Μούδρο για έλεγχο. Σαράντα επιβάτες του αποβιβάσθηκαν στο Δεδέαγατς. Επτά μέρες αργότερα άλλο αγγλικό τορπιλοβόλο «συνέλαβε» το ιταλικό πλοία «Άλντο» και το οδήγησε στο Μούδρο. Στις 22 Ιουλίου αγγλικό αντιτορπιλικό πάλι «συνέλαβε» έξω από το τέμενος του Δεδέαγατς ιταλικό πλοίο της γραμμής και το οδήγησε στο Μούδρο της Λήμνου. Στις 9 Αυγούστου πλοία του συμμαχικού στόλου πραγματοποίησαν νηοψία στα ιταλικά ταχυδρομικά πλοία «Βόσνια» και «Σκρίβια». Είχε προηγηθεί το Ιούνιο παρόμοιο περιστατικό. Δύο ιταλικά πλοία προσορμισμένα μπροστά στο τέμενος του Δεδέαγατς ερευνήθηκαν από αγγλικό αντιτορπιλικό, παρουσία του Ιταλού προξένου. Τελικά αποδείχθηκε ότι το εμπόρευμα που μετέφεραν δεν προορίζονταν για την Τουρκία αλλά για τη Ρωσία.

Η πυκνότητα και η αυστηρότητα των ελέγχων είχε σχεδόν νεκρώσει το λιμάνι του Δεδέαγατς. Τον Αύγουστο στις 18, οι βουλγαρικές αρχές του Σουφλίου απαγόρευσαν την είσοδο σε 50 Έλληνες υπηκόους, που είχαν φύγει από την Κωνσταντινούπολη και θα συνέχιζαν μέσω περιοχών που ελέγχονταν από τους Βουλγάρους. Αντίθετα επέτρεψαν την είσοδο σε ομογενείς που είχαν όμως Τουρκική υπηκοότητα. Οι Έλληνες υπήκοοι διαμαρτυρήθηκαν, αλλά τους απάντησαν οι Βούλγαροι, ότι ευθύνεται η Ελλάδα  που παρεμβάλλει διάφορα κωλύματα στη Βουλγαρία. Εκείνες τις μέρες είχε παρατηρηθεί ότι υπήρχε παρακώλυση των εισερχομένων στην Ελλάδα από  το Όκτσιλαρ, με βουλγαρικό διαβατήριο, άσχετα από την εθνικότητά τους. Οι Βούλγαροι απείλησαν με αντίποινα. Από την Αθήνα απάντησε ο ίδιος ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ότι δεν υπάρχουν διαταγές παρεμπόδισης εισόδου από το Όκτσιλαρ και διέταξε ανάκριση για να εξακριβωθεί ποιος παρεμβάλει εμπόδια εκεί. Τρείς μέρες αργότερα το ζήτημα διευθετήθηκε και από την πλευρά των Βουλγάρων, με εντολές προς τις αρχές του Σουφλίου.

Ο Ρόζενταλ

Και μια έκπληξη!!! Οι Βούλγαροι στις αρχές Ιανουαρίου 1915 διέλυσαν μια βουλγαρική επιτροπή προσφύγων, που είχε πρόεδρο το Μ. Ρόζενταλ, ο οποίος είχε διατελέσει  το 1913 νομάρχης Αδριανούπολης και είχε διακριθεί για τις άγριες διώξεις εναντίον των Ελλήνων.

Ποιος ήταν αυτός ο λεγόμενος Μανώλης Ρόζενταλ; Ο Ρόζενταλ από  έπαρχος Δεδέαγατς αρχικά προβιβάσθηκε σε νομάρχη του βιλαετίου της Αδριανούπολης το 1913 και εγκαταστάθηκε στο πολυτελές προάστιο Καραγάτς, με τις ωραίες κατοικίες των Ελλήνων. Ο Μητροπολίτης Διδυμοτείχου Φιλάρετος Βαφείδης, που υπέστη διωγμούς και εξορίες από αυτόν, μας δίνει στα Απομνημονεύματά του μια αδρή εικόνα του.

«… διά τόν πρωτεργάτην τῶν κατ’ ἐμοῦ καί τῆς ἐπαρχίας μου κακουργηθέντων, Μανώλην Ρόζενταλ, ὅ,τι καί ἄν εἴπω θά ἦναι ἧττον τῆς ἀληθείας. Ἐξ Ἑβραίων προελθών εἰς τόν Χριστιανισμόν καί σπουδάσας ἐν Εὐρώπῃ και Ρωσσίᾳ ὑπηρέτησε κατ’ ἀρχάς ὡς σιδηροδρομικός ὑπάλληλος καί κατόπιν ἐξέδιδεν ἐφημερίδα… Γενόμενος δ’ εἶτα γαμβρός ἐπ’ ἀνηψιᾷ τοῦ Ραδοσλαύωφ διεκρίθη ὡς ἔπαρχος Δεδέαγατς διά τάς πολλάς κατά τῶν ἡμετέρων κακουργίας καί τέλος ὡς νομάρχης Καραγατσίου οὐδενός καί τῶν μισαλλοδοξοτέρων Βουλγάρων ὑπελείφθη».

Τότε και ενώ οι Βούλγαροι δεν σταματούσαν  να συλλαμβάνουν Έλληνες και να τους κακοποιούν συνέβη ένα περιστατικό. Τον Αύγουστο του 1914, όπως μαρτυρείται σε προξενική αναφορά, έγινε γνωστό ότι με το ατμόπλοιο «Μάιν» της εταιρείας Χατζή Νταούτ μεταφέρονταν τέσσερις Βούλγαροι κομιτατζήδες στη Μυτιλήνη, οι οποίοι ξεσηκώθηκαν επί του πλοίου ζητώντας να απελευθερωθούν από τους συμπατριώτες τους, του Δεδέαγατς. Μια επιτροπή ανέβηκε στο ατμόπλοιο και έπεισε τον πλοίαρχο να απελευθερώσει  τους κομιτατζήδες. Ο Ρόζενταλ ευρισκόμενος στο Δεδέαγατς, έλεγε: «Έως τώρα αυτούς τους Έλληνες τους κράτησα. Αλλά τώρα με το επεισόδιο αυτό θα τους διώξω. Πρέπει να φύγουν το χωρίς άλλο». Μετά το αξίωμα του νομάρχη, όταν άλλαξαν τα πράγματα στη Βουλγαρία,   είχε ασχοληθεί επαγγελματικά ως παραγγελιοδόχος. Το 1915 είχε επισκεφθεί την Κωνσταντινούπολη και συναντήθηκε με τον Ταλαάτ της ηγετικής τριάδας των Νεοτούρκων, με το οποίο έκανε συνεννοήσεις για να σταλούν μέσω Δεδέαγατς 100 βαγόνια για να διευκολυνθεί το διαμετακομιστικό εμπόριο με την Τουρκία. Η πληροφορία αυτή «σφόδρα ηρέθισεν τον ενταύθα πρόξενον  Ρωσσίας», έγραφε ο Χαλκιόπουλος.

Στις 21 Αυγούστου 1915 αναγγέλθηκε μέσω του Δεδέαγατς στην Αθήνα η δολοφονία στην Ξάνθη του ισχυρού μουσουλμάνου παράγοντα Μεχμέτ Πασά, που ήταν βουλευτής της Βουλγαρικής Σοβράνιε. Τον δολοφόνησαν όργανα του Νεοτουρκικού κομιτάτου, γιατί αυτός ανήκε σε φιλελεύθερο κόμμα και δεν ήθελε να συμμορφωθεί με τις διαταγές τους. Στο παρασκήνιο Βούλγαροι και Τούρκοι  συζητούσαν για την παραχώρηση της ζώνης Διδυμοτείχου- Ορτάκιοϊ- Καραγάτς  στους Βουλγάρους. Στα μέσα Αυγούστου ο Βούλγαρος γενικός πρόξενος της Αδριανούπολης Σεραφείμωφ επισκέφθηκε το Δεδέαγατς και αποκάλυψε στο Γάλλο πρόξενο ότι η τουρκοβουλγαρική συμφωνία πρέπει να θεωρηθεί γεγονός, γιατί οι Τούρκοι προετοιμάζονται για την παράδοση της εκχωρούμενης ζώνης και ήδη εκκένωσαν τους στρατώνες του Καραγάτς, παίρνοντας μαζί τους ακόμα και τις πόρτες και τα παράθυρα!!!

Για την τουρκοβουλγαρική συμφωνία ο Βούλγαρος πρωθυπουργός είχε δηλώσει στις 8 Σεπτεμβρίου 1915 στη Σοβράνιε ότι το βουλγαρικό κράτος κέρδισε εδάφη περίπου 3.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων και ότι θα προβεί στην εξαγορά της σιδηροδρομικής γραμμής του Δεδέαγατς.

Η μεγάλη φυγή από την Αλεξανδρούπολη

Βλέποντας οι κάτοικοι του Δεδέαγατς ότι κατεβαίνουν οι Βούλγαροι λόγω της συνθήκης του Βουκουρεστίου, άρχισαν να φεύγουν άρον- άρον.  Τότε εκδιώχθηκαν ή έφυγαν εθελουσίως και οι τελευταίοι εναπομείναντες σημαντικοί  Έλληνες. Δεν έμειναν παρά μόνον οι μαουνιέρηδες και οι λεμβούχοι, που ήταν απαραίτητοι στους κατακτητές Βούλγαρους, αφού δεν υπήρχε ακόμα οργανωμένο λιμάνι, αλλά και αυτούς αργότερα, τους αντικατέστησαν με άλλους Βούλγαρους, αφού κατέσχεσαν τις μαούνες και τις βάρκες των Ελλήνων.  Έτσι όταν η ελληνική πρεσβεία της Σόφιας ζήτησε από το προξενείο του Δεδέαγατς στις 7 Δεκεμβρίου 1914  κατάλογο φυλακισθέντων ομογενών ο Χαλκιόπουλος απάντησε ότι δεν μπορεί να συντάξει τέτοιο κατάλογο «λόγω του ότι ουδείς Έλλην εναπέμεινεν ενταύθα». Ο Γάλλος πρόξενος που εφέρετο ότι είχε συντάξει τέτοιο κατάλογο, απλώς είχε αναφέρει αριθμούς, χωρίς ονόματα. Ο Χαλκιόπουλος υπενθύμιζε ότι μόνο στην Καβάλα υπήρχαν πρόσωπα, δηλαδή φυγάδες, που γνώριζαν ονόματα και άλλες λεπτομέρειες, που θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην σύνταξη αυτού του καταλόγου. Τελικά στις 13 Ιανουαρίου 1915 το προξενείο μπόρεσε να υποβάλει κατάλογο με 93 ονόματα ομογενών, που είχαν απαχθεί από τους Βουλγάρους και αργότερα απολύθηκαν. Ο ολικός αριθμός όμως  των απαχθέντων ήταν 173. Οι 80 όμως επιπλέον ήταν  Έλληνες ξενομερίτες, που βρέθηκαν για δουλειές στο Δεδέαγατς. Τα ονόματά τους όμως ήταν άγνωστα και στους Αλεξανδρουπολίτες που έδωσαν πληροφορίες από την Καβάλα. Αργότερα στις 5 Φεβρουαρίου έγιναν γνωστά άλλα 13 ονόματα ομογενών. Τις πληροφορίες για αυτούς έδωσε ο ευρισκόμενος στη Λήμνο καθηγητής Ιωάννης Κάππης.

Το Δεδέαγατς τον Οκτώβριο του 1915 υπέστη φοβερό βομβαρδισμό από τη θάλασσα και τον αέρα (χρήση υδροπλάνων) και μάλλον ήταν η πρώτη ελληνική πόλη που δοκιμάστηκε από αεροπορικού βομβαρδισμό. Ήταν ένας καινούργιος πόλεμος. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία…

ΠΗΓΗ

*Ιστορικό Αρχείο Υπουργείου Εξωτερικών, Κεντρική Υπηρεσία, φακ. Δ.ΑΑΚ21

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.