Ο πλουσιος κοσµος του Χρηστου Χαρτοµατσιδη

Του Θανάση Μουσοπουλου

Aσχολούµενος µε τους δηµιουργούς λόγου της Θράκης, διαβάζοντας και γράφοντας για τη Λογοτεχνία της Θράκης, είχα τη µεγάλη χαρά να διαπιστώσω όχι µόνο την ποσότητα αλλά κυρίως την ποιότητα των λογοτεχνών της περιοχής µας. Ανάµεσα στους εκλεκτούς διακόνους του λόγου ξεχωριστή είναι η θέση του Χρήστου Χαρτοµατσίδη, τον οποίο είχα τη χαρά να γνωρίσω προσωπικά στις 28 Απριλίου 2023, στη µεγάλη εκδήλωση για τη Θρακική Λογοτεχνία, που οργανώθηκε στο Ίδρυµα Θρακικής Τέχνης και Παράδοσης στην Ξάνθη.

Στο σηµερινό κείµενό µου θα επιχειρήσω να φωτίσω το πεζογραφικό έργο του Χρήστου Χαρτοµατσίδη, προσεγγίζοντας τέσσερα έργα του.

Το 2022 κυκλοφόρησε το πολύ ενδιαφέρον βιβλίο «Εξήντα έξι συγγραφείς γράφουν για τη ΓΕΝΕΘΛΙΑ ΠΟΛΗ», µε την Επιµέλεια του εκλεκτού µελετητή Eλπιδοφόρου Ιντζέµπελη, από τις εκδόσεις ΕΛΛΗΝΟΕΚΔΟΤΙΚΗ, 2022, σελ. 310. Ένας από τους συµµετέχοντες µε κείµενό του είναι ο Χρήστος. Θα παραθέσω απόσπασµα από σχετικό δηµοσίευµά µου που αναφέρεται στους δέκα συγγραφείς Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης που δηµοσιεύουν κείµενο στον εν λόγω αξιόλογο τόµο. Το απόσπασµά µας συστήνει τον συγγραφέα.

Ο Χρήστος Χαρτοµατσίδης γεννήθηκε το 1954 στη Βουλγαρία, σε οικογένεια Ελλήνων πολιτικών προσφύγων. Σπούδασε ιατρική και σήµερα εργάζεται ως Διευθυντής Μικροβιολογίας στο Γ. Ν. Κοµοτηνής. Δηµοσιεύει διηγήµατα και µεταφράσεις σε λογοτεχνικά περιοδικά. Έχει εκδώσει τέσσερα µυθιστορήµατα, τρεις συλλογές διηγηµάτων και µία νουβέλα. Τέσσερα θεατρικά έργα του έχουν ανέβει στο ΔΗΠΕΘΕ Κοµοτηνής, σε θέατρα της Θεσσαλονίκης και σε κρατικό θέατρο της Βουλγαρίας.

Στον τόµο «Γενέθλια Πόλη» του Ελπιδοφόρου Ιντζέµπελη δηµοσιεύει το κείµενο «Μπρονισλάβα».

Είναι χαρακτηριστική η αρχή του κειµένου: «Θα µου µείνει αξέχαστη εκείνη η σχολική χρονιά, τότε που όλα τα παιδιά της τάξης ήµασταν ερωτευµένοι µε την Μπρονισλάβα.

Δεκαετία του εξήντα. Μόλις είχαµε µετακοµίσει στην καινούρια συνοικία “Ναντέζντα” (Ελπίδα) στη Σόφια της Βουλγαρίας».

Εξίσου χαρακτηριστική και η συνέχεια:

«Τότε ήρθε στην τάξη µας η Μπρονισλάβα. «Τι γκόµενα είναι αυτή!» τη θαύµασε ο Βασίλ, το Τέρας. Κάτι τέτοια τα ήξερε. Μπροστά του µοιάζαµε µε παιδαρέλια. Ήταν πραγµατικά τεράστιος. Και στο µπόι, και στον όγκο. Ο µόνος στην τάξη µε µουστάκι και έντονο µαύρο χνούδι στα µάγουλα!»

Και καταλήγει ο Χρήστος Χαρτοµατσίδης, που από τη Βόρεια Θράκη προερχόµενος ζει πλέον στη Νοτιοδυτική, εξοµολογητικά τις εφηβικές του αναµνήσεις:

«Την επόµενη χρονιά, το σχολείο µας είχε ερηµώσει. Οι διάδροµοι αντηχούσαν αδειανοί. Στη γειτονιά είχαν αλλάξει πολλά. Ολοκλήρωσαν την τηλεθέρµανση και κλείσανε την τεράστια τάφρο. Ασφαλτοστρώσανε παντού και πια δεν χρειάζονταν τα παπούτσια µπαλέτου, αφού δεν υπήρχαν λάσπες.

Ο Βασίλ πήγε βέβαια στο καινούριο σχολείο. Παινευότανε πως τελικά είχε καταφέρει την Μπρόνη να γίνει το κορίτσι του».

Να συµπληρώσουµε στο βιογραφικό του τα εξής ενδιαφέροντα στοιχεία:

Έχει δύο παµβουλγαρικά βραβεία για διήγηµα και µυθιστόρηµα και δύο φορές έχει προταθεί για τα βραβεία του περιοδικού Διαβάζω. Δηµοσιεύει διηγήµατα και µεταφράσεις σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά. Τα τελευταία χρόνια είναι µόνιµος συνεργάτης του περιοδικού Μανδραγόρας. Το τελευταίο του µυθιστόρηµα, Hellga και Hellena, κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Βακχικόν.

Ο Χρήστος Χαρτοµατσίδης έδωσε Συνέντευξη στον Γιάννη Παπαδόπουλο στην Athens Voice µε αφορµή το µυθιστόρηµά του «Hellga και Helena». Δύο σηµεία παραθέτουµε που διαφωτίζουν τη δηµιουργική βούληση και τον κόσµο που παρουσιάζει στα έργα του:

Τι είναι εκείνο που σας ωθεί να γράφετε;

Ο γραπτός λόγος ασκεί µια ανεξήγητη έλξη. Έχει τη δικιά του µαγεία και δυνατότητες. Ίσως γι’ αυτό βλέπουµε τώρα τελευταία καταξιωµένους καλλιτέχνες, µε λαµπρή πορεία σε άλλα είδη τέχνης – σκηνοθέτες, µουσικοσυνθέτες, ηθοποιοί, µα ακόµη και επιστήµονες, δικηγόροι, πολιτικοί να προσπαθούν να καταθέσουν τις προσωπικές τους µαρτυρείς κι ανησυχίες σαν λογοτεχνικά δηµιουργήµατα – γράφουν ποιήµατα, διηγήµατα, µυθιστορήµατα. Ναι, επειδή τα γραπτά µένουν. Δίνουν όµως και µεγάλα περιθώρια δηµιουργίας κι άνεση µια που το γράψιµο δεν απαιτεί ιδιαίτερες συνθήκες και υλικά. Το µόνο που χρειάζεται ο δηµιουργός είναι µολύβι και χαρτί, ή τον υπολογιστή του. Και βέβαια κάποιον µετά να διαβάσει τα κείµενά του… Για µένα το βασικό είναι η χαρά της δηµιουργίας, η προσωπική ευχαρίστηση, η µεγάλη εκείνη στιγµή που εντελώς απρόσµενα, το έργο και οι ήρωες του ξεφεύγουν από την επίβλεψη του συγγραφέα κι αρχίζουν και κινούνται αυτόνοµα, υπακούοντας µοναχά στους δικούς τους κανόνες και διαθέσεις. Ίσως αυτή η στιγµή να είναι η έµπνευση. Τότε ξεπερνάς κάθε βαρεµάρα και τεµπελιά κι ενθουσιασµένος τρέχεις να προλάβεις τις καταστάσεις και είσαι µοναχά ο παρατηρητής που καταγράφει τα συµβάντα.

Ποια θεµατολογία κρατεί τον κυρίαρχο ρόλο στα έργα σας;

Οι δύο µεγάλες σχολές που προανέφερα έχουν και την δική τους θεµατολογία – στους Ρώσους είναι ο πνευµατικός κόσµος, η αναζήτηση του Θείου στη ζωή µας και στον άνθρωπο, ο πλούσιος ψυχισµός. Στους Γάλλους υπερτερεί ο υλικός κόσµος – το χρήµα, ο αγώνας για επικράτηση ή για επιβίωση, οι κοινωνικές συγκρούσεις. Και οι δύο ασχολούνται έντονα και µε τον έρωτα και η κάθε µία τον αποδίδει µε τον δικό της τρόπο. Θαυµάζω τους µεγάλους Ρώσους, µα στην θεµατολογία µου επικρατούν οι κοινωνικές συγκρούσεις, µαζί µε την προσπάθεια για λεπτοµερή, ψυχολογικά πορτραίτα. Μακάρι να γινόταν ένα πάντρεµα των δυο αυτών κόσµων.

*

Για να σχηµατίσει ο αναγνώστης και η αναγνώστρια µια εικόνα της γραφής του Χρήστου Χαρτοµατσίδη, παραθέτουµε ένα κείµενό του, από τη συλλογή διηγηµάτων «Μπαρ “Οι νεράιδες” (2016), που πρωτοδηµοσιεύθηκε στο περιοδικό Η Λέξη:

Η ΒΡΥΣΗ MΕ ΤΙΣ ΝΕΡΑΪΔΕΣ

Η βρύση αυτή υπάρχει και σήµερα. Λίγο πιο πάνω απ’ την πλατεία της Μαρώνειας. Εκείνο το βράδυ – την άνοιξη το 1940, ο Παππούς βγήκε λιγάκι ζαλισµένος από το καφενείο. Προχώρησε και είδε δίπλα στην πέτρινη γούρνα τρεις κοπέλες να λούζονται. Ήταν όλες µε ξέπλεκα µαλλιά, στολισµένα µε λουλούδια. Μετά φόρεσαν διαφανή φουστάνια κι από κάτω έλαµπαν τα ολόασπρα κορµιά τους. Οι κοπέλες πλησίασαν τον Παππού, που τότε βέβαια ήταν νέος κι άρχισαν να χορεύουν πλάι του. «Θα είναι απ’ το πιοτό!» σκέφτηκε ο Παππούς και αποφάσισε να τις αποφύγει, µα οι νεράιδες, γιατί οι κοπέλες µε τα ξέπλεκα µαλλιά ήταν νεράιδες, δεν τον άφηναν. «Μείνε κοντά µας, Αριστείδη! του έλεγαν ναζιάρικα. Μη φύγεις!» και πιασµένες από τα χέρια τον εµπόδιζαν να περάσει.

Έτσι χόρευαν γύρω του κι ο Παππούς προχωρούσε πλάι στο ρυάκι. Είναι γνωστό πως τα πλάσµατα αυτά λατρεύουν το νερό. Όταν πλησίασε όµως, το παρεκκλήσι του Αγίου Γεωργίου, φώναξαν λυπηµένες κι εξαφανίστηκαν. Το ίδιο βράδυ ο Παππούς έπεσε στο κρεβάτι µε ρίγος. Έτρεµε ολόκληρος. Ανέβασε πυρετό και παραµιλούσε συνεχώς. Το πρωί έκανε αιµόπτυση.

Τον φθινόπωρο, όταν πια κάπως είχε συνέρθει, άρχισε ο πόλεµος. Ακολούθησε η Κατοχή, η Αντίσταση, ο Εµφύλιος. Ο Παππούς ποτέ δεν ξαναγύρισε στο χωριό του. Τον θυµάµαι λίγο πριν πεθάνει στην προσφυγιά. Έµενε σε µια παράγκα δίπλα στα καπνοµάγαζα της Φιλιππούπολης. Έξω ο αέρας µύριζε µεθυστικά από τα φύλλα του καπνού που στεγνώνανε αργά στις αποθήκες. Στο δωµατιάκι του – οι αναθυµιάσεις της αρρώστιας – µια ξινή και ζεστή υγρασία. Στον τοίχο όµως είχε γκόµπλεν – σπανιόλες χορεύτριες µε ντέφια και ξέπλεκα µαλλιά… «Τις βλέπεις, είπε ο Παππούς. Μου έλεγαν να µην φύγω. Εγώ όµως έφυγα!—

*

Τα τέσσερα βιβλία που θα προσεγγίσουµε στη συνέχεια:

• Κιθαρίστας σε ταβέρνα, 1996 – µυθιστόρηµα

• Είναι κάπου αλλού η γιορτή, 2011 – µυθιστόρηµα

• Μπαρ «Οι νεράιδες», 2016 – διηγήµατα

• Όσο κρατάει ένα φιλί, 2020 – νουβέλα

ΚΙΘΑΡΙΣΤΑΣ ΣΕ ΤΑΒΕΡΝΑ

Το µυθιστόρηµα αυτό µε τον τίτλο «Κι αυτός είµαι εγώ» πρωτοκυκλοφόρησε το 1990 στα βουλγαρικά και έλαβε το δεύτερο βραβείο του Δήµου Φιλιππούπολης. Το 1996 κυκλοφορεί στις εκδόσεις Πατάκη, σελ.322.

Διαβάζουµε στο οπισθόφυλλο:

«Η Σόφια της δεκαετίας του ‘70. Το σύστηµα φαίνεται ακόµα σταθερό, µα ήδη έχει αρχίσει η παρακµή. Ένας νεαρός προσπαθεί να βρει τη θέση του στην κοινωνία. Ερωτικές περιπέτειες, µουσική και αλκοόλ είναι η µία όψη της ζωής του. Η γκρίνια στο σπίτι, όπως και οι ραδιουργίες στο χώρο της λαϊκής ορχήστρας όπου εργάζεται, είναι και η άλλη πλευρά της πραγµατικότητας, στην οποία όλοι τελικά βρίσκονται παγιδευµένοι.

Το µυθιστόρηµα αρχίζει σαν ερωτικό, µοιραία όµως γίνεται και κοινωνικό. Με γρήγορο ρυθµό και µε χιούµορ µας παρουσιάζει την ατµόσφαιρα της τελευταίας χρυσής δεκαετίας. Είναι τα καλύτερα χρόνια µιας εποχής όπου η πτώση του συστήµατος είναι ακόµα µακριά και κανείς δεν µπορεί να φανταστεί τις αλλαγές που θα ακολουθήσουν».

Στο περιοδικό Διαβάζω σε άρθρο του ο Δ.Τ. ανάµεσα στα άλλα σηµειώνει:

Στο µυθιστόρηµα του Χρήστου Χαρτοµατσίδη «Κιθαρίστας σε ταβέρνα» επιχειρείται η απόδοση µιας κοινωνίας άλλης, αλλά και συγγενικής, σε βασικές δοµές· µε την ελληνική, µε τον καθοριστικό ρόλο της οικογένειας που λειτουργεί ως τροχοπέδη στα εφηβικά πετάγµατα του ήρωα, όπως και του συστήµατος (οιουδήποτε συστήµατος) που απαιτεί την ενσωµάτωση των νεαρών µελών. Ανάµεσα σε δύο γυναίκες, σύµβολα ελευθερίας και αποκατάστασης, ο ήρωας διχάζεται, υποκύπτει, αντιδρά. Τα περιθώρια στενεύουν, οι πραγµατικά επαναστατικές πράξεις για την υιοθέτηση ενός άλλου τρόπου ζωής εκλείπουν. Αφήγηση παραδοσιακή που δεν αποφεύγει τους πλατειασµούς, διαθέτει ένα ισχυρό προτέρηµα: το σαρωτικό και υπόγειο χιούµορ του αφηγητή/ήρωα που αγγίζει το σαρκασµό για τους γύρω αλλά, πρώτιστα για τον εαυτό του.—

ΕΙΝΑΙ ΚΑΠΟΥ ΑΛΛΟΥ Η ΓΙΟΡΤΗ

Το µυθιστόρηµα αυτό εκδόθηκε το 2011 στις εκδόσεις Τόπος, σελ. 229. Στο οπισθόφυλλο διαβάζουµε:

Θεσσαλονίκη, Αµπελόκηποι, δεκαετία του ‘80. Οι Δυτικές, οι λαϊκές συνοικίες. Τέσσερις νέοι αναζητούν τον δρόµο τους στη ζωή, µα βλέπουν πως «πάντα κάπου αλλού είναι η γιορτή». Εκεί που δεν έτυχε να γεννηθούν οι ίδιοι: στις λαµπερές λεωφόρους! Πέρα από τον Βαρδάρη! Εκεί που έτυχε να γεννηθούν οι «άλλοι» και όπου οι νεαροί από τα υποβαθµισµένα προάστια πηγαίνουν να χαζέψουν την άλλη ζωή. Τη ζωή που δεν είναι η δική τους και όπου ένα ζευγάρι γυναικείες µπότες κοστίζει όσο το νοίκι µιας οικογένειας…

O Xρήστος Χαρτοµατσίδης, µε λεπτή ειρωνεία και οξύ χιούµορ, ανατέµνει την ηθογραφία µιας ολόκληρης γενιάς ανθρώπων που είναι (ή αισθάνονται ότι είναι) «καταδικασµένοι» από ολόκληρη την κοινωνία. Η υπόγεια οργή που βασανίζει τους ήρωες για τη ζωή των βολεµένων, το µάταιο όνειρο «να φτάσουν κάπου», και ακόµα η αδήριτη ανάγκη να υπερασπιστούν µε κάθε τρόπο την ίδια τους τη ζωή, αλλά και των συντρόφων τους, ως άλλοι Ροµπέν των Δασών ή Τσε, αναδύεται σε αυτό το µυθιστόρηµα µε έναν συναρπαστικό ρεαλισµό—.

Ο Γιάννης Στρούµπας σε κείµενό του για το µυθιστόρηµα αυτό ανάµεσα στα άλλα γράφει:

Οι περιπλανήσεις του κεντρικού µυθιστορηµατικού ήρωα περιλαµβάνουν σωρεία αναδροµών στο παρελθόν, µέσω των οποίων πραγµατοποιείται σταδιακά τόσο η ανασύνθεση του παρελθόντος των βασικών ηρώων του µυθιστορήµατος, όσο κι η ερµηνεία του ψυχισµού τους, που ’ναι συνάρτηση πρωτίστως του κοινωνικού περιβάλλοντος µέσα στο οποίο έχουν µεγαλώσει. Ο Μπίλης ανήκει σε οικογένεια εργατών. Η φτώχεια της οικογένειας συνεπάγεται, εκτός από στερήσεις, και πολλές ταπεινώσεις […] Το βασικότερο θέµα, λοιπόν, στο µυθιστόρηµα του Χαρτοµατσίδη είναι το κοινωνικό σχόλιο που απορρέει από τον τίτλο του: είναι κάπου αλλού η γιορτή. Ο Χαρτοµατσίδης, αφορµώµενος από το ρεαλιστικό περιβάλλον της γιορτής των Χριστουγέννων, αδράχνει την ευκαιρία να µιλήσει συµβολικά, µεταφερόµενος από τη θρησκευτική γιορτή σε µία γενικότερη διάσταση της έννοιας «γιορτή» […] Η διεκδίκηση ενός κοµµατιού από τη «γιορτή» είναι βασική επιδίωξη των ηρώων του Χαρτοµατσίδη, όσων τουλάχιστον δεν ανήκουν στα ανώτερα κοινωνικά στρώµατα ή δεν είναι βολεµένοι.—

Καταλήγει ο Γιάννης Στρούµπας µε ένα – θα λέγαµε – γενικότερο συµπέρασµα: «Οι ήρωες του Χαρτοµατσίδη ακροβατούν ανάµεσα στο κοινωνικώς ηθικά αποδεκτό και στη διάθεσή τους να µη φαντάζουν τελείως αφελείς υποκύπτοντας στις κοινωνικές συµβάσεις. Κι επειδή επιπλέον δεν είναι όντως αφελείς, ο προσποιητός τους «ροµαντισµός» αποδοµείται όντας κάλπικος».

ΜΠΑΡ «ΟΙ ΝΕΡΑΪΔΕΣ»

Το επόµενο βιβλίο περιέχει έντεκα διηγήµατα, κυκλοφόρησε στις εκδόσεις Μανδραγόρας το 2016, σελ. 90. Κάποια από τα κείµενα της συλλογής είχαν πρωτοδηµοσιευθεί σε περιοδικά. Ήδη έχουµε παραθέσει το κείµενο Η ΒΡΥΣΗ ΝΕ ΤΙΣ ΝΕΡΑΪΔΕΣ. Ακολουθεί ένα απόσπασµα από το πρώτο διήγηµα της συλλογής:

Smash

Προχθές είδα για πρώτη µου φορά τον Θεό! Όχι ολόκληρο. Είναι τόσο πελώριος που δύσκολα µπορείς να συλλάβεις όλο Του το Μεγαλείο. Ίσως, αυτό που είδα, να ήταν η Θεϊκή παλάµη, ή µέρος από το χέρι Του. Πρώτα βέβαια σείστηκε η γης. Από µακριά ακούγονταν τα βήµατά Του, που κάνανε την Οικουµένη να τρέµει. Ακολούθησε ο θυελλώδης άνεµος απ’ τις κινήσεις Του. Αέρας που σάρωνε τα πάντα. Που έφερνε και µια δυνατή υγρή οσµή. Τη µπόχα του θανάτου! Οι µεγαλύτεροι λένε πως έτσι µυρίζανε τα βαλτοτόπια, εκεί που κατοικούσε ο λαός µας πριν εκδιωχθεί στις άνυδρες σπηλιές. Είναι δυνατόν ένας Θεός να µυρίζει έτσι; Μα εγώ κατάλαβα. Ήταν η οσµή του φόβου! Του δικού µας φόβου! Θυµάµαι ο γέροντάς µου, ο αδερφός Σεραφείµ είχε βγει έντροµος από τη σπηλιά: «Κρύψου, αδερφέ!» πρόλαβε να µου πει. «Έρχεται… ΑΥΤΟΣ!» µετά πανικόβλητος βιάστηκε να εξαφανιστεί. Μα εγώ ήθελα να Τον δω. Να Τον αντικρίσω σε όλο Του το Μεγαλείο. Είναι αυτό αλαζονεία;—

Η Ελισάβετ Κοτζιά (2017) σε εµπεριστατωµένο κείµενό της αναφέρεται στη συλλογή των διηγηµάτων . Κάποια σηµεία χαρακτηριστικά:

Ο Χρήστος Χαρτοµατσίδης είναι ρεαλιστής πεζογράφος […] Και ταυτόχρονα είναι παρωδιακός συγγραφέας […] Στην τελευταία του διηγηµατογραφική συλλογή «Μπαρ “Οι νεράιδες”», ο Χρήστος Χαρτοµατσίδης καταπιάνεται και πάλι µε την αγαπηµένη του θεµατική, τις ποικίλες ψευδαισθήσεις της κοινής γνώµης, η οποία δεν διστάζει να υιοθετεί µαζικά τις πιο παράδοξες στάσεις. Ο πεζογράφος όµως επιλέγει αυτήν τη φορά νέα εδάφη, ανθρώπους που καταλήγουν να πιστεύουν στις πιο εξωφρενικές εκδοχές του υπερφυσικού που υποτίθεται πως µάς κυβερνάει. Τον τόνο δίνει η αλληγορική παρωδία «Smash», µια εύστοχη πικρή διακωµώδηση ολόκληρου του συστήµατος της θρησκευτικής πίστης. Και αποκαλύπτει τις προθέσεις του όταν αντιλαµβανόµαστε πως οι πρωταγωνιστές επί των οποίων επιπίπτει η τιµωρός θεία δίκη δεν είναι παρά µια κοινότητα απροστάτευτων κατσαριδών τις οποίες κάθε τόσο εξολοθρεύει ο ιδιοκτήτης του λουτρού µέσα στο οποίο έχουν καταφύγει […] Τη γραµµή των λαϊκών δοξασιών και των µαγικών παραµυθιών ακολουθούν «Η βρύση µε τις νεράιδες» και «Η µεγάλη επιστροφή του Παππού» […] Ρεαλισµός και υπερβατικότητα παντρεύονται. Απροστάτευτες χορεύτριες βορειοελλαδικού καµπαρέ, η Λιούµπα και η Βέρα θα πέσουν στο «Μπαρ “Οι νεράιδες”» στα νύχια αδίστακτου προστάτη που τις κακοµεταχειρίζεται κατά το δοκούν. Εδώ πλέον το υπερφυσικό είναι πιστευτό, φαντάζει επιθυµητό και γίνεται ευπρόσδεκτο, καθώς σπεύδει να διορθώσει την αδικία και να αποκαταστήσει την τάξη.

ΟΣΟ ΚΡΑΤΑΕΙ ΕΝΑ ΦΙΛΙ

Το 2020 από τις εκδόσεις Μανδραγόρας κυκλοφόρησε η νουβέλα «Όσο κρατάει ένα φιλί», σελ. 124.

Στο οπισθόφυλλο διαβάζουµε:

Μα, υπάρχουν «µη επαναστατικές αλήθειες» ερωτώ

Η κάθε αλήθεια είναι προοδευτική και χρήσιµη!

Κι αν τώρα ντρέπεστε για κάποιες από τις πράξεις σας

σύντροφοι της Καθοδήγησης, να φροντίζατε να µην τις κάνατε!

Ούτε βέβαια να τις επαναλαµβάνετε στο µέλλον! Άντε µπράβο!—

Η εφηµερίδα Παρατηρητής της Θράκης παρακολουθεί την κίνηση των βιβλίων και παρουσιάζει τους δηµιουργούς του λόγου της Θράκης. Η Γεωργία Ντεµίρη, φιλόλογος και διδακτορική φοιτήτρια του ΤΕΦ/ΔΠΘ, προσεγγίζει τη νουβέλα «Όσο κρατάει ένα φιλί» σε αναλυτικό άρθρο, το οποίο θα αξιοποιήσουµε στη συνέχεια. Να σηµειώσουµε ότι το πεζογράφηµα αυτό όπως και άλλα έχουν άµεση σχέση µε την ανθρωπογεωγραφία της Θράκης.

Μια νουβέλα για την αέναη σύγκρουση καλού-κακού. Μια γυναίκα προς το τέλος του βίου της αφηγείται, µε λόγο λιτό, ζωντανό κι άµεσο, περιγράφοντας µια ταραγµένη ζωή. Aπό τα παιδικά χρόνια σε ένα χωριό της Θράκης, µε το στίγµα της προσφυγοπούλας µάνας ανάµεσα σε οικογένειες γηγενών, στα ταραγµένα χρόνια του Eµφύλιου, όταν ο φόβος χωρίζει την οικογένεια στέλνοντας πατέρα και κόρες στο βουνό, κι από κει στην άλλη πλευρά των συνόρων, όπου η ζωή ξαναβρίσκει τη ρότα της. Σπουδές, δουλειά, αρρώστιες, έρωτες, νέες οικογένειες, µέχρι την επιστροφή στην πατρίδα. Μια ιστορία ζωής µε κάδρο το αντάρτικο στα βουνά της Θράκης και µετά µια κοινότητα πολιτικών προσφύγων στις πρώην Λαϊκές Δηµοκρατίες. Θέµα της νουβέλας αποτελούν οι ανθρώπινες σχέσεις χωρίς ιδεολογικό πρόσηµο […] H έµπειρη γραφίδα του X. Xαρτοµατσίδη κάνει τη νουβέλα να διαβάζεται µε µια ανάσα, αφήνοντας σαν επίγευση µια γλυκόπικρη αίσθηση. Κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης ιδιαίτερο ενδιαφέρον αποτελούν οι διάσπαρτες δηλώσεις, σχετικά µε τη συγγραφή αυτού του βιβλίου, από την ίδια την αφηγήτρια, η οποία µάλιστα στην αρχή τονίζει: «[…] Δεν έχω την φιλοδοξία να γίνω συγγραφέας. Μια απλή γυναίκα µεγάλης ηλικίας είµαι, θέλω όµως να διηγηθώ τη ζωή µου όπως ήταν πραγµατικά. Με όλες τις πικρές αλήθειες. Γι’ αυτό προσπαθούν να µε βγάλουν τρελή, παρότι η πνευµατική µου υγεία είναι µια χαρά! […].—

Η προσέγγιση της Γεωργίας Ντεµίρη διανθίζεται µε πολλά αποσπάσµατα του συγγραφέα:

Οι δυο αδερφές της ιστορίας µοιράζονται τον ίδιο άνδρα, ο οποίος µάλιστα φαίνεται να προβαίνει σ’ ένα συνεχές παιχνίδι διεκδίκησης, όπως διαβάζουµε και στο παρακάτω απόσπασµα: «[…] Δάγκωσα το µήλο που είχαµε για επιδόρπιο κι άνοιξα το ραβασάκι. Θεέ µου! Ήταν ποίηµα! Ότι ο Ανέστης µου θα καθόταν να µου γράψει ποίηµα δεν το φανταζόµουν ποτέ! (Όταν ήµασταν λογοδοσµένοι, λέµε! Γιατί από τη στιγµή που είχε παντρευτεί µε την αδερφή µου δεν υπήρχε περίπτωση να µε συγκινήσει ούτε µε ποίηµα, ούτε µε ολόκληρη συλλογή!). Αν και για να πω την αλήθεια ένιωσα ένα ζεστό κύµα να µε διαπερνάει και να χαϊδεύει όλη µου την ύπαρξη. Ναι, κολακεύτηκα σαν γυναίκα, µα ένιωσα και την πικρία που αυτός ο άνθρωπος µε είχε προδώσει. Είχε φτάσει η στιγµή της εκδίκησης! Έπρεπε να την απολαύσω αργά […]» Σε άλλο σηµείο υπογραµµίζει η αφηγήτρια πως «[…] Τα γεγονότα σε παρασέρνουν σαν τα κύµατα της θάλασσας και το µόνο που µπορείς να κάνεις είναι να παίρνεις βαθιές ανάσες και να προσπαθείς να µην πνιγείς […].—

Στην ΕΡΑ Κοµοτηνής προσφέρει τις πολύτιµες υπηρεσίες της η φίλη Μαρία Νικολάου που προβάλλει τη λογοτεχνία και τους/τις λογοτέχνες της Θράκης. Για τη νουβέλα «Όσο κρατάει ένα φιλί» είχε µια ενδιαφέρουσα συζήτηση µε τον Χρήστο Χαρτοµατσίδη. Θα παραθέσουµε κάποιες απαντήσεις σε ανάλογες ερωτήσεις της.

Μια ιστορία που φέρνει στο επίκεντρο το θέµα των ανθρωπίνων σχέσεων που δεν γνωρίζουν, όπως ο συγγραφέας λέει, ιδεολογικό πρόσηµο.

Οπωσδήποτε µας επηρεάζει η ιδεολογία» δηλώνει ο συγγραφέας προσθέτοντας «αλλά οι καθαρά ανθρώπινες σχέσεις είναι πέρα και πάνω από τα ιδεολογικά και τα πολιτικά. Οπότε, κάποιος που αντικρίζει το άδικο και βλέπει καθαρά ποιο είναι το δίκαιο, θα πρέπει να παίρνει θέση ανεξάρτητα από το ποιο µετερίζι µάχεται.». Για να προσθέσει µε προβληµατισµό πως «όλοι πολεµούν την αδικία και πολεµώντας την αδικία βρίσκονται σε διαφορετικά στρατόπεδα.—

«Καθορίζουµε εµείς τη µοίρα µας;» ρωτήσαµε τον Κοµοτηναίο συγγραφέα για να απαντήσει «Προσπαθούµε» και να προσθέσει «Από την αρχαιότητα ακόµη, από το αρχαίο δράµα προσπαθώντας να πάµε ενάντια στο πεπρωµένο, ενάντια στη µοίρα µας κάνουµε περισσότερα λάθη και ουσιαστικά δουλεύουµε υπέρ του. Όµως κάνουµε την προσπάθεια. Αυτό είναι το ανθρώπινο να πας ενάντια στα δύσκολα. Ενάντια σ΄ αυτό που σε καθορίζει. Αν και µέσα µας δουλεύει το υποσυνείδητο και όταν το συνειδητοποιήσουµε, τότε µπορούµε να πούµε ότι είναι πεπρωµένο.»

«Όσον κρατάει ένα φιλί», µια Νουβέλα που διαβάζεται πολύ εύκολα. «Παρόλο τα δραµατικά που σας είπα υπάρχει πολύ χιούµορ και νοµίζω ότι θα το ευχαριστηθεί ο αναγνώστης.» καταλήγει ο συγγραφέας «κλείνοντας το µάτι» στο κοινό του.

*

Στο διαδίκτυο (Frear 18/12/2018) δηµοσιεύθηκε το διήγηµα: Όπερα της πεντάρας – του Χρήστου Χαρτοµατσίδη – Αληθινή ιστορία:

Συνήθως τέτοια εποχή καταφτάνουν οι ζητιάνοι. Ναι, και τώρα υπάρχουν επαίτες. Έρχονται για τα Χριστούγεννα από το ρακένδυτο βασίλειό τους, κάπου εκεί στις σκοτεινές παραγκούπολες του Χρόνου. Μαζεύονται όλοι οι κακόµοιροι, οι ταπεινοί και καταφρονεµένοι. Θα τους δεις στους µεγάλους πεζόδροµους, ή στις εισόδους των Σουπερµάρκετ – δίπλα στα καροτσάκια. Κάθονται πάνω σε χαρτόνια, ή κατευθείαν στα κρύα πλακάκια. Επιδεικνύουν κάθε είδος παθήσεις, παραµορφωµένα άκρα, αθεράπευτα έλκη. Δίπλα τους το πινάκιο για την ελεηµοσύνη. Μπορεί να είναι και χάρτινο κυπελάκι από καφέ. Αόµµατος τραγουδιστής βραχνιάζει µε µακρόσυρτα ηπειρώτικα. Α καπέλα… Αλλοδαποί ακορντεονίστες σε µεταφέρουν στους λόφους της Μαντζουρίας.

Λέγονται διάφορα – για βαλίτσες µε εκατοµµύρια (!!!) κρυµµένες στις φαβέλες, για την µαφία που τους ελέγχει. Υπάρχει όµως κι ο πόνος… Και η ανέχεια…

Νεαρός µε κοκκινωπό γενάκι, έχει πέσει γονατιστός και χτυπιέται. Παρά το κρύο είναι µόνο µε το φανελάκι. Κάνει ατελείωτες µετάνοιες. Ξαφνικά σταµατάει και κοιτάζει φοβισµένα, µε το στόµα ανοιχτό. Νοµίζεις πως του έχει κοπεί η ανάσα. Το σάλιο του κρέµεται σαν ασηµένια γιρλάντα.

Λίγο πιο πέρα, µια περίεργη γερόντισσα. Δεν απλώνει το χέρι, δεν παρακαλάει. «Καλή υγεία να ‘χετε!» λέει κλαψιάρικα. Στηρίζεται στην πλαστική της πατερίτσα. Φοράει µαύρα – πως αλλιώς. Τα άσπρα µαλλιά της είναι µαζεµένα σε πλεξούδα. Στο στήθος – ταπεινός, ξύλινος σταυρός. Η φωνή – σιγανή:

«Δεν θέλω! Ελεηµοσύνη! Την αγάπη σας θέλω µόνο!»

Περισσότερο εντυπωσιάζει η θλιµµένη αξιοπρέπεια! Η περηφάνια των φτωχών! Την καταφέρνει αυτή την έκφραση. Αν δεν είσαι εντελώς αναίσθητος πάντα κάτι θα δώσεις.

Φέτος όµως είναι διαφορετική. Προσαρµοσµένη στις απαιτήσεις των καιρών. Πού και πού αστράφτουν κάποιες σπίθες στα µάτια της. Μετά τα τιθασεύει. Χαµηλώνει το βλέµµα. Χαµογελάει πονεµένα:

«Βοηθήστε µε, να ορθοποδήσω. Δεν είµαι καµιά ξένη!»

Και δείχνει στους γύρω το δελτίο ταυτότητάς της!—

*

Επιχείρησα να παρουσιάσω τον πλούσιο κόσµο του θρακιώτη δηµιουργού Χρήστου Χαρτοµατσίδη. Επέλεξα να αξιοποιήσω κείµενα του ίδιου και κάποιων µελετητών του. Τον θεωρώ ως ένα σηµαντικό πεζογράφο που δραστηριοποιείται στη Θράκη. Αυτό, όπως τονίζω συχνά, έχει πολλαπλή αξία.

Κλείνοντας, λοιπόν, την παρουσίασή µου θα δώσω το λόγο σε δύο εκλεκτούς µελετητές του νεοελληνικού λόγου, στην προσπάθειά µας να δούµε γενικότερα το έργο του Χαρτοµατσίδη.

Ο Χρίστος Παπαγεωργίου, ποιητής – κριτικός λογοτεχνίας, σηµειώνει:

«Σ’ αυτές τις περιπτώσεις που ο Χαρτοµατσίδης αφήνει την πένα του να πλανηθεί και ν’ απλωθεί σαν φύλακας άγγελος πάνω απ’ τα κεφάλια αυτών των κατατρεγµένων – οι οποίοι βγαίνουν από ένα διήγηµα για να µπουν σ’ ένα θεατρικό ή σ’ ένα µυθιστόρηµα-, καθώς κατατρύχεται από τύψεις αν τους εγκαταλείψει άστεγους στη µοίρα τους, προσοµοιάζει συγγραφικά µια που η θλίψη είναι έντονη και αληθινή και όχι µελοδραµατική, µε τους Ρώσους κλασικούς και ιδιαίτερα τον Τσέχωφ, οι οποίοι σίγουρα υπήρξαν οι µεγάλοι του δάσκαλοι στη µέχρι τώρα συγγραφική του πορεία».

Ο Κώστας Κρεµµύδας, ποιητής- εκδότης του περιοδικού «Μανδραγόρας” συµπληρώνει κατά κάποιο τρόπο τη διαπίστωση του Χρ. Παπαγεωργίου:

«Το έργο του πάντως […] αφορά την κοινότητα, τον άνθρωπο δηλαδή µέσα στην κοινωνία, ακόµα και όταν σκιαγραφεί ή καυτηριάζει ατοµικές πράξεις, αντιφάσεις ή παραλείψεις. Βρίσκεται µακριά από την πεζογραφία του ατοµικού ή ιδιωτικού οράµατος, την πεζογραφία του life ή µάλλον του lightstyle (όπως την ονόµασε εύστοχα ο Μπουκάλας), τις περιγραφές του προσωπικού κενού (όχι ως αδιέξοδο, αλλά ως πόζα συγγραφική)».

Αβραµυλιά, Αύγουστος 2023

*Ο Θανάσης Μουσόπουλος γεννήθηκε, ζει και εργάζεται στην Ξάνθη. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή Θεσσαλονίκης και ασχολείται µε την ποίηση, το δοκίµιο, την ιστορία και τον πολιτισµό της Θράκης, ενώ παράλληλα αρθρογραφεί στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο. Είναι επίσης µέλος Λογοτεχνικών και Φιλοσοφικών Εταιρειών και Πολιτιστικών Φορέων

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.