«Ο χριστουγεννιατικος γυρισμος» & «Το σουρβισμα»

Της Μαρίας Αλεξίου*

Ακάματος ερευνητής, αμετανόητος νοσταλγός, εμμανής «εραστής» της Θράκης, «ζωγράφος» της θρακικής ζωής, ηθογράφος της Θράκης είναι μερικοί μόνο από τους χαρακτηρισμούς που συνοδεύουν το όνομα του Πολύδωρου Παπαχριστοδούλου, ενός ανθρώπου που ζούσε για τη Θράκη. «Εγώ γράφω, μιλώ, συλλέγω, επαιτώ, στρατεύω για τη Θράκη!» έλεγε ο ίδιος.

Ο Παπαχριστοδούλου γεννήθηκε το 1884 στις Σαράντα Εκκλησιές της Ανατολικής Θράκης,όπου και μεγάλωσε, ως ένας από τους επτά γιους του ιερέα πατέρα του, εφημέριου στην εκκλησία των Αγίων Σαράντα Μαρτύρων, και γαλουχήθηκε, όπως και τα αδέλφιά του,  με την εκκλησιαστική μουσική. Κατόρθωσε να γίνει ένας καλός ψάλτης, στηρίζοντας έτσι ο ίδιος τις σπουδές του στα Ζαρίφεια Διδασκαλεία της Φιλιππούπολης και κάνοντας πραγματικότητα το όνειρό του να γίνει δάσκαλος. Αργότερα, σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου των Αθηνών ως υπότροφος. Εργάστηκε ως καθηγητής στην Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης, στα Διδασκαλεία της Λάρισας και της Θεσσαλονίκης, σε σχολές Εμπορικής Εκπαίδευσης στην Αθήνα και στον Πειραιά, όπου στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων δίδαξε τα είκοσι έξι από τα  συνολικά σαράντα δύο χρόνια της διδακτικής του προσφοράς. Μέχρι και το τέλος της ζωής του αφιερώθηκε στο λογοτεχνικό, επιστημονικό και εκδοτικό του έργο.  

Ως λογοτέχνης παρουσιάστηκε μετά το 1922, με  το πρώτο μέρος από τις περίφημες «Θρακικές Ηθογραφίες»του, θέτοντας ως βάση και πηγή της πλούσιας λογοτεχνικής του δημιουργίας τη λαογραφία. Κυκλοφόρησε χριστουγεννιάτικα, πρωτοχρονιάτικα αλλά και πασχαλινά διηγήματα σε αυτοτελείς εκδόσεις, πάνω από δέκα τόμους, αλλά και δημοσίευσε πλήθος διηγημάτων σε εφημερίδες και περιοδικά. Κριτικοί του λογοτεχνικού του έργου, ανάμεσά τους ο Κωνσταντίνος Θ. Δημαράς, ο κεντρικός κριτικός της Γενιάς του ’30,  και ο Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας εξήραν τη γνησιότητα και την αυθεντικότητα των ηθογραφιών του, καθώς και τη ζωντάνια των διαλογικών μερών, ενώ η Κυριακή Μαμώνη, που ασχολήθηκε με τη βιβλιογράφηση του ογκωδέστατου έργου του, σημειώνει: «Όλα του τα διηγήματα έχουν λαογραφικές ειδήσεις, εικόνες αληθινής ζωής, αντλημένες μέσα από μια ξεκάθαρη παιδική μνήμη».

Ως επιστήμονας ο Παπαχριστοδούλου προσέφερε πολύτιμο πρωτογενές υλικό στη νεοελληνική διαλεκτολογία, με το γλωσσικό υλικό των θρακικών ιδιωμάτων, και ιδιαιτέρως των Σαράντα Εκκλησιών, που απάνθισε ο ίδιος από το στόμα των προσφύγων και δημοσίευσε στα περιοδικά «Θρακικά» και «Αρχείον του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού». Με την έρευνά του συνέβαλε και στην ανάδειξη της λαϊκής μουσικής, για την οποία συνέγραψε ειδική μονογραφία, αποδεικνύοντας τη στενή σχέση της με τις μελωδίες των εκκλησιαστικών ύμνων και τροπαρίων. Αξιόλογη υπήρξε και η τεράστια συλλογή του με απομαγνητοφωνημένα λαϊκά τραγούδια της Θράκης.

Ιδιαίτερα σημαντικές για την ιστορία της Θράκης, κατά την εποχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, είναι οι μελέτες του Παπαχριστοδούλου σχετικά με την ύπαρξη των εσναφίων, των επαγγελματικών σωματείων, και τη συμβολή τους στην οικονομική άνθηση των επαρχιών της Θράκης, τον ρόλο της ελληνικής παιδείας στη Θράκη στον 18ο και 19ο αιώνα,  καθώς επίσης και οι μελέτες του για τον ρόλο και την προσφορά του θρακικού ελληνισμού στους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες των Ελλήνων (1821-1922). Παράλληλα, συνέβαλε στην ιστορική και φιλολογική έρευνα με τις μελέτες του για τους Πομάκους της Θράκης, τους συγχρόνους του ιστοριογράφους της Θράκης και τον θράκα ποιητή και διηγηματογράφο Γεώργιο Βιζυηνό.

Από το 1927 ανέλαβε διευθυντής σύνταξης, μέχρι και τον Δ΄ τόμο, του περιοδικού «Θρακικά», ενώ το όνομά του συνδέθηκε το 1937 και με την ίδρυση της «Εταιρείας Θρακικών Μελετών», στην οποία επί σειρά ετών διετέλεσε πρόεδρος.

Το μεγάλο έργο της ζωής του όμως είναι το βραβευμένο το 1939 από την Ακαδημία Αθηνών περιοδικό «Αρχείον του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού»,  με σκοπό την αποθησαύριση του διασκορπισμένου απέραντου υλικού για την έρευνα της ιστορίας, της λαογραφίας και της διαλεκτολογίας της Θράκης. Τη  διεύθυνσή  του  ανέλαβε από το 1934 έως και το 1966, εκδίδοντας τριάντα δύο τόμους (ο τριακοστός τρίτος έμεινε ατελείωτος), καταφέρνοντας να ξεπεράσει τις οικονομικές αντιξοότητες.

Ο Πολύδωρος Παπαχριστοδούλου πέθανε το 1967 στην Αθήνα, μακριά από τη γη που αγάπησε, και κηδεύτηκε με μια σεμνή τελετή σύμφωνα με την τελευταία του επιθυμία. «Όταν θα παραδώσω το πνεύμα μου», έγραψε, «επιθυμώ να ταφώ εις το νεκροταφείον Κηφισιάς, εις τον εκεί τάφον μου, χωρίς να εκτεθώ εις το σπίτι μου, αλλ’ εις την εκκλησίαν του νεκροταφείου. Να δημοσιευθεί ο θάνατός μου μετά την ταφήν μου. Δεν επιθυμώ κηδείαν με κόσμον ούτε ομιλίας, ούτε άνθη, ούτε θρηνωδίες, ούτε λόγους. Αυτή είναι η επιθυμία μου και να μην παραβιασθή η γραπτή μου αυτή εντολή».

Ο Νικόλαος Ανδριώτης, Καθηγητής Γλωσσολογίας και Πρύτανης του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, την περίοδο 1962-1963, σε ομιλία του προς τιμήν του Πολύδωρου Παπαχριστοδούλου, αναφέρει χαρακτηριστικά: «Αναρωτιέμαι τι περισσότερο μπορεί να επιτελέσει ένας άνθρωπος στη ζωή του, για να του αναγνωρίσουμε ότι πλήρωσε ακέραιο το χρέος του προς τη μικρή και μεγάλη του πατρίδα, και ως επιστήμονας και ως άνθρωπος».

Από το πλούσιο συγγραφικό του έργο, επιλέξαμε λόγω ημερών, να παρουσιάσουμε το διήγημά του «Ο χριστουγεννιάτικος γυρισμός», που πρωτοδημοσιεύθηκε στη συλλογή διηγημάτων του «Χριστούγεννα στη Θράκη», στον τρίτο τόμο του περιοδικού συγγράμματος «Αρχείον του Θρακικού και Λαογραφικού Θησαυρού» (1936-37, σσ. 49-54 [σσ. 292-297 στο «Αρχείον»]),[1] καθώς και το διήγημα «Το σούρβισμα», που φιλοξενείται στη συλλογή διηγημάτων του «Τα περασμένα στη Θράκη» και δημοσιεύθηκε στον πέμπτο τόμο του «Αρχείον του Θρακικού και Λαογραφικού Θησαυρού» (1938-39, σσ. 79-80, [σσ. 370-371 στο «Αρχείον»]).

«Ο χριστουγεννιάτικος γυρισμός»

Τον παπού τον Κόντογλου τον ήξαιρε όλη η Θράκη. Ήταν ο ξακουστός ζωέμπορος, που γύριζε όλες τις χώρες για να προμηθέψει τα χρειαζούμενα ζώα στο στρατό της πολιτείας. Είχε και γυιο μεγάλο, που τον βοηθούσε στην αρχή και ύστερα που πήρε τη δουλειά στα χέρια του, όταν πια ο Παπου-Κόντογλους γέρασε, έσκυψε κομμάτι και δοκίμαζε τα πρώτα γεράματα.

Ο Παπου-Κόντογλους είταν άνθρωπος σεβαστός. Το παράστημά του μονάχα νάβλεπες σέπιανε μια ευλάβεια, ωσάν νάβλεπες κανένα ομηρικό ηρώα ή μυθολογικό άνθρωπο. Αν άκουες και τη μαλακιά φωνή του, που ο τόνος της έβγαινε γλυκός και χάϊδευε τ’ αφτί σου, τότε πλια παραδινόσουνα στην ομιλία του αιχμάλωτος, όταν ιστορούσε τα ατελείωτά του ανέκδοτα και τα κουμπελίδικα, με το επιμύθιο δηλαδή. Ο  μ ύ θ ο ς  δ η λ ο ί  πρόσθετε ή ο ε σ τ ί  και έβγαζε το συμπέρασμά του. Είτανε ο Νέστορας της ενορίας. Γι’ αυτό και στην εκκλησιά είχε το αμέσως παρακατινό στασίδι μετά το δεσποτικό. Από κει ξεφωνούσε με τη μαλακιά, σαν μπαμπάκι φωνή του, το Πιστεύω κατανυχτικά και υποβλητικά. Αυτός πρώτος έπαιρνε το αντίδερο από το χέρι του Παπα-Μόσκου, που έβγαινε με το δίσκο γιομάτον από το ύψωμο αυτό, να μοιράσει την ώρα την κατάλληλη στους χριστιανούς «το σώμα του Χριστού», κομμένο από τις λειτουργιές, που ο παπάς έκαμε την προσκομιδή και με την άγια λόγχη πήρε τα χρειαζούμενα για τη μετάληψη.

Ο Παπου-Κόντογλους ήταν χρήσιμος άνθρωπος. Ο λόγος του, η ομιλία, μια του συμβουλή, μια του οδηγία, πάντα έπιανε τόπο. Πόσες φορές μόνοιασε ανθρώπους με μια του ορμήνεια. Ακόμα μόνοιασε και τους παπάδες της ενορίας, που μάλωσαν κάποτε κι ο ένας χτύπησε τον άλλον με ολόκληρο το θυμιατό στο κεφάλι, μοιράζοντας τα τυχερά τους, και τους εμπόδισε να πάνε στο δεσπότη, όπου τι τους έμελλε ένας Θεός ξαίρει.

—Θα σας πάψει ο δεσπότης, τους είπε. Ένας συμβιβασμός ένε καλύτερος πε τα κέρδη μιας κρίσης. Φιλιωθήτε! τους πρόσταξε.

Και μόνοιασαν οι παπάδες.

Κάθε Χριστούγεννα έβγαινε σ’ όλη τη Θράκη, έμπαινε στη Ρωμυλία, τραβούσε στα Μπαλκάνια, περνούσε και το Δούναβη, για να στείλει στην πολιτεία τα χρειαζούμενα γουρούνια. Χιλιάδες γουρούνια σφαζότανε τις μέρες εκείνες για να φάει ο κόσμος, που νήστευε αληθινά τρώγοντας φασούλια και τουρσί και πετμέζια και σταφυλαρμιές, κρεμαστά σταφύλια μπουρλιές, που στεκότανε τραγανά και γιομάτα χυμό, και παλαμίδες και σκουμπριά νόστιμα της Μαυροθάλασσας και πράσα με τις χιλιάδες και δεν έβαζε σ ύ β ρ α σ η στο φασούλι μην αρτηθεί όλη του τη σαρακοστή.

Στο μεγάλο σφαγείο των γουρουνιών, που γινότανε έξω από την πολιτεία και πήγαινε κόσμος την παραμονή τα Χριστούγεννα, το πλιότερο έσφαζαν από τα γουρούνια τα σταλμένα από τον Παπου-Κόντογλου, από τα μέρη που γύριζε στ’ άλογο καβάλλα, με τους ανθρώπους του συνοδεία.

Πολλές φορές τα Χριστούγεννα βρέθηκε σε ξένα μέρη. Έφαγε σε ξένο τραπέζι και τράβηξε το τσουχτερό κρασί, δίνοντας τις πατριαρχικές ευχές του. Και διηγόντας τίποτε ιστορίες παλιές, κρατούσε από το στόμα του τους φιλόξενους ανθρώπους, που γι’ αυτόν χανότανε, θυσιαζότανε. Πολλές φορές η αρχοντογυναίκα του τον πρόσμενε Χριστούγεννα ανήμερα και μόλις τον αντίκρυζε την παραμονή της Πρωτοχρονιάς.

—Η δουλειά ένε οδηγός. Μεις είμαστε δούλ’ της δουλειάς, όπως το φέρ’ η δουλειά, της έλεγε, όταν τον ρωτούσε, ξαποστέλνοντάς τον για ταξείδι, πότε θα γυρίσει.

Κι έφευγε χωρίς να ξαίρει πότε θα γυρίσει: —Σεις φάτε, πιέτε, γλεντήστε, μεις άντροι είμαστε, άνθρωποι της στράτας, μη μας λογαριάζ’τε. Κι έπειτα τι νάκαμνε που η δουλειά του ήταν πάντα τις  κ α λ έ ς  μ έ ρ ε ς;

***

Έτσι κάποια χρονιά, σαν βγήκε ταξείδι, παράγγειλε να μην τον περιμένουν. Αν ερχότανε, καλά, αν όχι, να τον περιμένουν την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Και σαν ήρταν τα Χριστούγεννα και δε φάνηκε, η κόνα Αμερσώ έστρωσε το τραπέζι της με τις κόρες και τη νύφη μοναχή. Έφαγαν, ήπιαν, ευχήθηκαν μόνες τους γιατ’ ήξαιραν πως ο Παπου-Κόντογλους με το γυιο του ήταν μέσα στη Βουργαρία, γυρίζοντας από χωριό σε χωριό, από μερά σε μερά, για να μαζέψει όσα μπορούσε πλειότερα πράματα. Ο πασάς τού είχε πει: — Κύτταξε, Κόντογλου εφέντη, και τα χρειαζούμενά σας ζώα να μαζέψεις, μα και τ’ ασκεριού μη ξεχνάς να στείλεις διαλεχτό πράμα.

Κι αυτός του πασά το λόγο δεν τον χαλούσε. Γι’ αυτό κι ο πασάς πολλά χατήρια τούκαμνε, και πολλές φορές το λόγο του δεν τον έκανε δυο. Τον καλοπλήρωνε και τον καλοσκάμνιζε. Κάποτε και τον συμβουλευότανε.

Και σαν βρέθηκαν τα Χριστούγεννα μακρυά από το σπίτι τους, παντού ήταν γυρευτοί μουσαφιρέοι. Περήφανοι ήταν όσοι τους έστρωναν τραπέζι ή κρεββάτι να πλαγιάσουν. Έτσι τη χρονικιά αυτή μέρα, την πέρασαν μέσα στα φιλόξενα χωριά της Ρωμυλίας. Χτύπησαν μονάχα ένα τηλέγραφο:

—Είμαστε καλά. Καλά Χριστούγεννα.

Και η κόνα Αμερσώ κάθησε στο τραπέζι δεξιά έχοντας τις κόρες κι αριστερά, στο μέρος της καρδιάς, τη νύφη.

—Με το καλό να τους διούμ’.

—Καλόκαρδος ο καινούργιος χρόνος.

Κι έφαγαν και ορτό σαραγλί, μεγάλα-μεγάλα κομμάτια, έργο των χεριών της και πρόσφεραν στους μουσαφίρηδές τους και έψησαν και τις μοσχερές μπριζόλες από το γουρουνόπουλο, που τους έστειλε  ε π ί  τ α υ τ ο ύ, όπως έλεγεν ο ίδιος.

—Όλες οι μέρες ένε για μας. Χριστούγεννα ένε πάντα, υγεία νάναι και χαρά, απαντούσε, όταν τον έλεγαν στα ξένα ότι Χριστούγεννα, μέρα χρονικιά, την περνούσε μακρυά από το σπίτι του.

***

Σαν έφτασε δα, κυλώντας οι μέρες μια-μια και η παραμονή των Χριστουγέννων, η κυρά Αμερσώ, που πρόσμενε το γυιο και τον άντρα της, δόθηκε να πλάσει τις πήττες της και τα γλυκά της. Να πλάσει και τη μεγάλη πήττα, που θα την έκοβε ο ίδιος με το χέρι του, ο μεγαλονοικοκύρης της, ο Παπου-Κόντογλους στο τραπέζι.

Προσκάλεσε την πολυπόθητη Μπαμπω-Ροδή με το ραβδί της, που μπαίνοντας τέτοιες μέρες χρονικιές έπλαθε τα γλυκά του πλούσιου κόσμου, που την έδινε το ριγάλο παχύ και τις ευχαριστίες με το τσουβάλι.

Ζύμωσαν το προζύμι, έσπασαν καρύδια γλυκόψυχα με τις οκάδες, έσπασαν ζάχαρη κομμάτια, έτριψαν κανέλλα και γαρύφαλλα, έστρωσαν την πλασταργιά πάνω στη μεσάλλα, κανόνισαν το βούτυρο που χρειάζεται, ανοίγοντας καινούργιο τενεκέ, και πίνοντας τον καβέ τους κάθησαν στη δουλειά.

Οι δούλες κατέβασαν από ψηλά τα καλογανωμένα ταψιά, τάτριψαν και τα φεγγοβόλησαν. Τ’ αποκούμπησαν στο μεγάλο τραπέζι της κουζίνας για να προσμένουν τα γλυκά πανέτοιμα.

Και σαν κάθησε η Μπαμπω-Ροδή ως το μεσημέρι τοίμασε το ορτό σαραγλί, τοίμασε τα άλλα γλυκά. Και πλάθοντας πάντα έφερναν το νου τους στον Παπου-Κόντογλου, που την ημέρα τούτη μέσ’ από κάμπους και βουνά πετούσε πα στ’ άλογο, κι έσχιζε τα χιόνια να φτάσει στο σπιτικό του. Τ’ απομεσήμερο βγήκαν και τα παιδιά να πουν τα κάλαντα. Μπαίνοντας τραγούδησαν, χτυπώντας την ταλμπούκα και το τριάγκλι:

Αν ήπιε και ξαγρύπνησε το μαύρο του γυρεύει,

χίλιοι βαστούν το μαύρο του και χίλ’ παρακαλούνε·

γυρεύει σέλα μάλαμα τσολντάρι ασημένιο

και τα σκαλοπατήματα όλο μαργαριτάρι.

Αφέντη μου, στην ντάβλα σου χρυσή καντήλα φέγγει∙

αν βάνεις λάδι μοναχό, φέγγει τον κόσμο όλο,

φέγγει στρατιώτ’ οπού περνούν σ’ διαβάτ’ οπού διαβαίνουν,

φέγγει και σέν’ άφέντη μου, στην κλίνη που κοιμάσαι.

Να κοσκινάσου τα φλουριά, να δρυμονάς τα γρόσια,

και τ’ αποκοσκινίσματα κέρνα τα παλλικάρια.

Κέρνα τ’ αφέντη μ’ κέρνα τα να λεν’ καλό για σένα.

                                                                        —Και τη χρόν’.

Με μια κατάνυξη άκουσε η κόνα Αμερσώ το τραγούδι των παιδιών μπάζοντάς τα στην είσοδο του σπιτιού. Και σαν τα κέρασε και τα φιλοδώρησε, τα ξεπροβόδησε ως την ξώπορτα με χαρά ζωγραφιστή στο καθάριο αρχοντικό πρόσωπο.

Και σαν ξαναγύρισε μέσα, πήγε στο εικονοστάσι, άναψε τις καντήλες της, θύμιασε με τ’ αστραφτερό της θυμιατήρι, σταυροκοπήθηκε, γονάτισε πολλές φορές με το κεφάλι ως το πάτωμα, ψιθύρισε τις προσευχές της και χαρούμενη ξαναγύρισε στο σοφά της, όπου κάθισε στο παραθύρι πίνοντας τον καφέ της κ’ έχοντας τα μάτια στραμμένα πάντα προς το δρόμο, το τ ζ α ν τ έ, απ’ όπου, όπου νάναι καβαλλάρηδες θα φαινότανε να φτάνουν ο γιος της και ο άντρας της ο Παπου-Κόντογλους ξενητεμένοι.

Το σπίτι σιγυρισμένο έλαμπε. Όλα άστραφταν, όλα έλαμπαν τοιμασμένα από νύφη και κόρες, από δούλες και παραδούλες. Η πήττα στάλθηκε στο φούρνο, το σαραγλί γύρισε κι όλας και ζεματισμένο τώρα κάτω από το σκέπασμα πίνει τη ζάχαρή του για να φουσκώσει και να κρυσταλλώσει, κάντιος σωστός. Το ριζόγαλο έγινε, στα φαρδυά πιάτα χυμένο, και με κανέλλα ιστορημένο. Όλα-όλα τοιμάστηκαν. Οι σφαχτές γαλοπούλες, το χοιρινό κομμάτι σαν μόσχος σιτευτός, οι μπριζόλες.

Πάνω στ’ ονειροπόλημα της κόνας Αμερσώς να και οι καμπάνες χτύπησαν. Η κόνα Αμερσώ πετάχτηκε από τη θέση της και μάνι-μάνι ντύθηκε για την εκκλησιά, όπου οι χριστιανοί πήγαιναν ν’ ακούσουν τον εσπερινό με τα χρυσά γράμματα. Οι παπάδες δε πρόφταιναν να δέχωνται λειτουργίες και φιλοδωρήματα κι ένα χαρτάκι με τα ονόματα των ζωντανών, που θα μνημόνευαν στην προσκομιδή το πρωί. Δεν είχε καλά-καλά τελειώσει η ακολουθία του εσπερινού, που με κατάνυξη η κόνα Αμερσώ άκουγε, τα χρυσά γράμματα, και να, της ήρθε το μήνυμα από το σπίτι.  —Άμνια Αμερσώ, ο Παπου-Κόντογλους ήρτε!

—Ήρτε παιδί μ’; ρώτηξε χωρίς να ξαίρει γιατί ρωτά.

—Ναι, ήρτε, να με δωκ’ς το μουζντέ.

Η κόνα Αμερσώ βγάζοντας από την τσέπη της, με ιλαρό πρόσωπο και τη χαρά ξέχειλη στα μάτια, δώκε στο παιδί το μπαξίσι του: —Να ζης παιδί μ’, να ζης. Και συμμαζεύοντας τις σκούτες της, σταυροκοπήθηκε και πήρε το δρόμο. Βγήκε στον αυλόγυρο της εκκλησιάς, πετώντας από χαρά και μονομιάς μπήκε στη μεγάλη της αυλή πλάγι στην εκκλησιά, όπου δυο βαρβάτα άλογα ιδρωμένα και καλοσκεπασμένα τάφερναν βόλτα.

Στεκάμενος στην πόρτα του σπιτιού πα στα τρία μαρμαρένια σκαλιά, σαν κυπαρίσσι αψηλός και σαν χιονισμένος με τάσπρα του γένεια, με τα ποδήματα στα πόδια, πήρε στην αγκαλιά του ο Παπου-Κόντογλους τη γυναίκα του.

—Καλώς ήρθες, άντρα μ’, είπε κείνη με κλάμματα και κόπηκε η φωνή της.

—Καλώς σας ηύρα γυναίκα μ’.

Κι αγκαλιασμένοι μπήκαν μέσα στη μεγάλη τραπεζαρία με το τζάκι που έκαιε και που έλαμπε με τα στρωσίδια, φασμένα στον αργαλειό του σπιτιού και με τη λαϊκιά την τέχνη με τόσα στολίσματα και τόσα καλλιτεχνήματα στορισμένα.

***

Το ζεστό λουτρό τους πρόσμενε τώρα. Πατέρας και γιος μπήκαν να λουστούν ύστερ’ από δυο μηνών ταξείδι, που τους πορπάτησε ψείρα και τους σκέπασε η λέρα. Απόψε τους περιμένει το τραπέζι και το διπλό κρεββάτι. Ο Παπου-Κόντογλους βροντοφωνώντας αύριο πάλι το Πιστεύω στην εκκλησία από του στασίδι του με τη μαλακιά του και γλυκόηχη φωνή, θα γυρίσει σπίτι του, να κόψει την αρχοντοφτιαγμένη πήττα με το χρυσό φλουρί, την πήττα των Χριστουγέννων.

«Το σούρβισμα»

Στην πατρίδα μου σ ο ύ ρ β ι σ μ α έλεγαν την ημέρα της πρωτοχρονιάς, τη συνήθεια να κρατάμε μια βέργα από βάγια, που μ’ αυτή χτυπούσαμε τους διαβάτες στη ράχη ή στη μέση, τόσες φορές, όσες βαστούσε το φωνόσυρτο ρυθμικό τραγουδάκι:

Σούρβα, σούρβα, γερό κορμί, γερό σταυρί, σαν ασήμ’,

                          σα κρανιά, και τη χρόν’ γούλ’ γεροί και καλόκαρδοι.

Λέγοντάς το σουρβίζαμε με σούρβα, και παίρναμε το φιλοδώρημά μας. Είταν η μοναδική χαρά μας, όταν όλη την ημέρα πιάνοντας το σταυροδρόμι, δεν αφήναμε άνθρωπο να περάσει ασούρβιστο. Έτσι μαζεύαμε κάμποσα γρόσια και σουλταμαμούτια και σχηματίζαμε τα πρώτα κεφάλαια του κουμπαρά μας. Γι’ αυτό και πόθος κι όνειρο των παιδιών είταν να βγουν στο σούρβισμα. Τοίμαζαν μια καλή βέργα και από σπίτι σε σπίτι μπαίνοντας, σούρβιζαν τους γερόντους, τις γριές, που για να σουρβιστούν εγύριζαν την πλάτη τους να τις φάνε και να… φιλοδωρήσουν. Αυτό βαστούσε όλη τη μέρα της Πρωτοχρονιάς.

Είταν παραμονή της πρωτοχρονιάς 1888. Ένα κρύο μεγάλο πλάκωσε κείνη τη χρονιά. Χιόνια, άνεμοι βροχεροί, τρικυμίες, χαλασμός. Όμως αυτά είταν από τα συνηθισμένα κι ο κόσμος γλεντούσε με χαρά κι ελπίδα. Το βράδυ εκείνο ο πατέρας μου κοιμήθηκε νωρίς, γιατί σαν ιερέας, έπρεπε να ησυχάσει για τη λειτουργία. Πριν κοιμηθή μας έβαλε και διαβάσαμε τα ιερά γράμματα. Και διαβάζοντας και τα δικά του «τον απόδειπνο» έπεσε να κοιμηθή. Την ώρα κείνη χτύπησε η πόρτα του σπιτιού μας. Πετάχτηκε ένας αδερφός μου ν’ ανοίξει. Στο άνοιγμα αντίκρυσε τον Αποστόλη το γειτονόπουλό μας, που ερχότανε να καλέσει το μεγάλο μου αδερφό να κόψουν την πήττα με τους φίλους των.

—Νάρτω και γω, είπα μέσ’ από το στρώμα μου. Ένα παιδί δέκα χρονώ.

—Να νάρτ’ς. —Να πας. —Έλα και συ. Τρία στόματα μίλησαν.

Το ένα με προσκάλεσε, το άλλο μου έδωκε την άδεια και το τρίτο με δέχτηκε μαζύ του. Πέρασα το παντελόνι μου, φόρεσα το πουκάμισό μου με το γυριστό γιακά και ντύθηκα το παλτουδάκι μου. Έτσι βρέθηκα μαζύ με το μεγάλο μου αδερφό στο πλούσιο σπίτι του γείτονά μας, που κερδίζοντας χρήματα το καλοκαίρι στην ξενειτιά με τα παιδιά του όλα, το χειμώνα έστηνε τα γλέντια και τα τραπέζια, προσκαλώντας φίλους.

Πηγαίνοντας πήρα και τη σούρβα μου και μπαίνοντας στο σπίτι την απόθεσα σε μια γωνιά. Από παιδί ήξαιρα πολλά πράματα. Αυτός ο μεγάλος μου αδερφός, σα γραμματιζούμενος, με μάθαινε μουσική, κωμωδίες, απαγγελίες, τραγούδια. Μέσα σε μια συντροφιά τέτοια, που έρχεται κάποτε και η κόπωση από το λέγε-λέγε και τρώγε-πίνε, ένα παιδί, μπορούσε ίσως κάτι να προσφέρει.

—Ε, συ καλό παιδί, δε θα μας πης τίποτα; Μ’ ερώτησε ο κυρ Νικολής, ο νοικοκύρης, με τις μουστάκες τις μεγάλες και το λουλά στο χέρι, κόβοντας την ομιλία του.

—Θα μας πη, πώς δε θα μας πη; Είπαν οι άλλοι γύρω του μ’ ένα στόμα.

Και γω με το θάρρος που είχα, σαν παπαδοπαίδι, να ψέλνω ελεύθερα και να διαβάζω στην εκκλησία τον εξάψαλμο, άρχισα να απαγγέλω ένα μονόλογο, που είχε κάμει για μένα ο δάσκαλός μου ο Παντολέων, όταν ήμουν δεύτερη τάξη κι έφευγα από το σκολειό. Τον απήγγειλα μια χαρά. «Εγώ είμαι κείνο το παιδί», χτυπώντας και το στήθος μου. Ύστερα τραγούδησα το τραγούδι της καρδερίνας, κατόπι είπα και το κάλανδο:

Άνοιξε, κόρη μ’, άνοιξε, την πόρτα σ’ την κερένια.

Έχω δυο λόγια να σου πω και κείνα ζαχαρένια.

Όλοι μ’ ευχαρίστηση μ’ άκουσαν και μ’ ευχαρίστηση ζητούσαν να τους πω και τίποτα άλλο. Τότε τους είπα και το τροπάρι του Άη Βασίλη. Και στο τέλος παίρνοντας τη σούρβα μου, που είχα φέρει μαζύ μου από το σπίτι, σούρβισα όλους γέρους, γριές νιές, μεστωμένες, και μάζεψα το φιλοδώρημά τους.

Δεν θα ξεχάσω πως ο σπιτονοικοκύρης βγάζοντας με το σούρβισμα μια φούχτα νομίσματα, λογής λογιώ, μου είπε: —Πάρε όποιο θέλ’ς.

Και γω, απλώνοντας το χέρι, διάλεξα ένα ασημένιο μετζήτι κι ένα χρυσό τέταρτο της λίρας. —Αυτά θέλω, είπα.

—Δικά σ’ ένε, μ’ απάντησε και με χάϊδεψε στα σγουρά ξανθά μαλλιά μου. Το βράδυ εκείνο είχα γίνει πλούσιος. Ο κουμπαράς μου πλημμύρισε από γρόσια, οκταράκια, σουλταμαμούτια κι ανάμεσα το χρυσό κάρτο της λίρας και το μετζηδιέ τον ασημένιο.

Την άλλη μέρα πιάνοντας το σταυροδρόμι του σπιτιού μας, σούρβισα όποιον περνούσε. Αμέτρητες φορές είπα και ξαναείπα:

Σούρβα, σούρβα, γερό κορμί, γερό σταυρί, σαν ασήμ’,

σα κρανιά, και τη χρόν’ γουλ’ γεροί, και καλόκαρδοι.


*Η Μαρία Αλεξίου είναι φιλόλογος, με ΜΑ στην Τοπική Ιστορία

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.