Νικος Χανιωτακης: «Η συγγραφεας, προκλητικη, μας κλεινει εξ αρχης το ματι, προσκαλωντας μας σε ενα ψεμα»

Γεωργία Συμεωνίδου, «Η κόρη της Μαρίας Κάλλας», εκδ. Παρατηρητής της Θράκης, Κομοτηνή 2020, σ. 256

Εν αρχή έχουμε να κάνουμε με ένα βιβλίο νόστου. Η κεντρική ηρωίδα του βιβλίου, η Πένη (Πηνελόπη), μετά από περιπλανήσεις, επιστρέφει στα πάτρια εδάφη, στην επαρχιακή πόλη όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε (πάντως δεν είναι η Ιθάκη στην οποία επιστρέφει η Πηνελόπη ως άλλος Οδυσσέας). Πολύ γρήγορα, όμως, ο νόστος της ηρωίδας, αντί για νόστιμο ήμαρ μεταμορφώνεται σε άλγος, ο κοσμοπολιτισμός προσγειώνεται ανώμαλα σε μία επαρχιακή πόλη, η μέχρι πρότινος πληθωριστική κοινωνικότητα αναμετριέται με τη μοναξιά μέσα σε ένα άδειο σπίτι, τα ταξίδια ανά τον κόσμο παραχωρούν τη θέση τους σε ένα ταξίδι προς τα πίσω και προς το εσώτερο εγώ, το παρελθόν –πιστό σκυλί– την ακολουθεί. Το δίπολο παρόν-παρελθόν λειτουργεί στο βιβλίο σαν ένα εκκρεμές, στο οποίο αρέσκεται να ταλαντεύεται η συγγραφέας και η ηρωίδα της.

Οι ιστορίες που ξετυλίγονται στο βιβλίο δεν είναι «μαύρες», χαρακτηρίζονται από συνεχείς μετατοπίσεις και εναλλαγές συναισθημάτων και προοπτικών. Το παρελθόν «φοράει» τα καλά του, χαρές και λύπες, όμορφες και άσχημες στιγμές συγκατοικούν, η ελαφρότητα της καθημερινότητας συμβιώνει με τη βαθύτητα της προσωπικής ενδοσκόπησης, οι συγκρούσεις εναλλάσσονται με τις ειρηνευτικές συνομιλίες, ενώ το χιούμορ –συχνά με τη μορφή αυτοσαρκασμού– έρχεται να αντισταθμίσει τη συγκινησιακή φόρτιση που προκαλείται στον αναγνώστη ή στην αναγνώστρια του βιβλίου. Ο γάτος που «εισβάλλει» στη ζωή της δεν ονομάζεται τυχαία Ζορό, ενώ ο τίτλος «ψυχοθεραπευτής» που του απονέμει εκφράζει εύστοχα την ψυχική της αποδιοργάνωση στη συγκεκριμένη φάση της ζωής της.

«Ο ψυχοθεραπευτής της δεν απάντησε, αλλά της φάνηκε ότι κατάλαβε ακριβώς τι του ζήτησε. Με αργές κινήσεις κατευθύνθηκε προς το κρεβάτι του. Του χαμογέλασε, ευχαριστώντας σιωπηλά τη φίλη της που της είχε κάνει αυτό το δώρο. “Ε, όχι να μου αλλάζει τη διάθεση ένας γάτος! Πόσο θα ξεπέσω ακόμη;”. Το χαμόγελο τώρα γινόταν γέλιο. Συνέβαινε κάτι που δεν μπορούσε να αντιληφθεί».

«Η ανάγνωση βιώνεται ως μία απολαυστική, νοητική και ταυτόχρονα συναισθηματική περιπέτεια»

Οι συνεχείς μετατοπίσεις και ανατροπές στην εξέλιξη της ιστορίας δημιουργούν σασπένς, θέτοντάς μας σε εγρήγορση και σε ανυπόμονη προσμονή για το τέλος του βιβλίου, με αποτέλεσμα η ανάγνωση να βιώνεται ως μία απολαυστική, νοητική και ταυτόχρονα συναισθηματική περιπέτεια. Η γνωστή ρήση πίστευε και μη ερεύνα (ανεξαρτήτως πού τοποθετείται το κόμμα), μετατρέπεται από τη συγγραφέα σε πίστευε και ερεύνα, ενώ το επίσης γνωστό ψάξε ψάξε δεν θα το βρεις, παραφράζεται σε ψάξε ψάξε θα το βρεις! Αυτή η αντιστροφή που συναντούμε στους τίτλους των κεφαλαίων τού βιβλίου αντανακλά την αντιστροφή της ίδιας της πραγματικότητας ή καλύτερα τη διαστρέβλωσή της, δηλαδή τη διαδικασία κατασκευής μιας ψευδούς ιστορίας που πρέπει να δημοσιοποιηθεί. Το κίνητρο δεν έχει και τόση σημασία. Μπορεί να είναι η εκδίκηση, η φάρσα ή ένας υπολανθάνων ναρκισσισμός, ο οποίος στην πορεία αναρρώνει.

Οι ιστορίες που ξετυλίγονται στο βιβλίο δεν είναι “μαύρες”, χαρακτηρίζονται από συνεχείς μετατοπίσεις και εναλλαγές συναισθημάτων και προοπτικών. Το παρελθόν “φοράει” τα καλά του, χαρές και λύπες, όμορφες και άσχημες στιγμές συγκατοικούν, η ελαφρότητα της καθημερινότητας συμβιώνει με τη βαθύτητα της προσωπικής ενδοσκόπησης, οι συγκρούσεις εναλλάσσονται με τις ειρηνευτικές συνομιλίες, ενώ το χιούμορ έρχεται να αντισταθμίσει τη συγκινησιακή φόρτιση που προκαλείται στον αναγνώστη ή στην αναγνώστρια του βιβλίου

Μέσα λοιπόν από τις μετατοπίσεις και τις ανατροπές, η ιστορία που παρελαύνει μπροστά μας διαβάζοντας το βιβλίο, μεταμορφώνεται, κλιμακώνεται, αυξάνοντας συνεχώς το ενδιαφέρον και την αγωνία μας, οδηγώντας σε ένα κρεσέντο διλημμάτων και ερωτημάτων.

Τι θα γίνει αν προσπαθήσουμε να αναιρέσουμε την ψευδή είδηση με μία άλλη, –επίσης ψευδή– είδηση;

Και τι κάνουμε τελικά, εάν οι ψευδείς ειδήσεις λειτουργούν σαν τους βαρβάρους του Καβάφη;

Αν ο κόσμος –ο πολύς κόσμος– περιμένει τις ψευδείς ειδήσεις γιατί τις έχει ανάγκη και δεν μπορεί να ζήσει χωρίς αυτές;

Μόνα τα ΜΜΕ είναι αδηφάγα ή και εμείς οι ίδιοι;

«Όλα τα fake news στο βιβλίο δεν συμβαίνουν απρόσωπα και χωρίς κόστος για την ηρωίδα»

Η συγγραφέας, παρόλο που είναι εκπαιδευτικός, αποφεύγει να δραπετεύσει σε μία εύκολη ηθικοπλαστική απάντηση περί των δεινών που επιφέρουν τα fake news και, συνεπώς, περί της ανάγκης να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά, ιδιαίτερα στη νέα γενιά κ.λπ. κ.λπ.

Η συγγραφέας, προκλητική, μάς κλείνει εξ αρχής το μάτι, προσκαλώντας μας σε ένα ψέμα, σε κάτι που δεν υπάρχει, σε ένα γεγονός που ξέρουμε ότι δεν έχει συμβεί. Ο τίτλος εμπεριέχει συνειδητά και σκοπίμως μία ψευδή είδηση. Ξεγέλασμα; Σαφώς όχι. Απλώς, εδώ έχουμε να κάνουμε με τέχνη, με ένα μυθιστόρημα, ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα, στο οποίο μπαίνεις συνειδητά για να περιπλανηθείς και να παραπλανηθείς μεταξύ μύθου και πραγματικότητας, να συν-κινηθείς νοητικά και συναισθηματικά, μέσα από τις μετουσιωμένες εμπειρίες και τη δημιουργική φαντασία της συγγραφέως

Στην πορεία αντιστρέφεται ακόμα και ο γνωστός αδηφάγος ρόλος των ΜΜΕ, καθώς τα ίδια «δαγκώνουν το μήλο» (βλ. σχετικό κεφάλαιο: Λόλα να ένα μήλο), και από τον ρόλο του θύτη μεταπίπτουν προσωρινά στον ρόλο του θύματος, για να επανέλθουν αργότερα στο γνωστό σε όλους μας μοτίβο. Πρόκειται για μικρές, πικρές δόσεις τραγικής ειρωνείας –ο αναγνώστης γνωρίζει, το θύμα όχι–, ενώ ο θύτης από την πλευρά του, ο καταλύτης της κατασκευής της fake είδησης, παίρνει τον δρόμο της μετάνοιας, ξεκινά την ψυχική του μετάπτωση, προσπαθώντας να δει τον εαυτό με τα μάτια ενός ξένου. Λέει χαρακτηριστικά η ηρωίδα: «Είμαι ψεύτικη και ψεύτρα», «είμαι μια fake». 

Συνεπώς και αυτονοήτως, όλα αυτά με τα fake news στο βιβλίο δεν συμβαίνουν απρόσωπα και χωρίς κόστος για την ηρωίδα, αφού μετατρέπονται σε σκαλοπάτια για να κατέλθει στο υπόγειο της ύπαρξης.

Δεδομένου ότι η Κόλαση είναι πάντα οι άλλοι (όπως μας είπε ο Σαρτρ), η φιλία –κεντρική έννοια στο βιβλίο– δοκιμάζεται στον χρόνο, όπως ένα παλιό, φθαρμένο, τρυπημένο, αλλά ανθεκτικό παπούτσι που το μπαλώνουμε, το βάφουμε και συνεχίζει να μας υπηρετεί.

Το ίδιο ακριβώς βλέπουμε να επαναλαμβάνεται και σε άλλες σχέσεις μέσα στο βιβλίο (π.χ. οι δύο αδερφές, η σχέση της Ελένης με τον σύντροφό της). Αλλά μήπως δεν συμβαίνει κάτι παρόμοιο σε όλες τις γεωγραφίες των σχέσεων της ζωής μας; Θα μπορούσε κάποιος να αντιτείνει αυθορμήτως ότι ναι, μπορεί, αλλά όχι στη σχέση γονέων-παιδιών. Ωστόσο και εδώ η συγγραφέας έρχεται να σχετικοποιήσει τα πράγματα, να αναιρέσει στερεότυπα. Χαρακτηριστικό είναι το εξής απόσπασμα από το βιβλίο:

«Δεν καταλάβαινε ότι οι δικοί της, αποδεχόμενοι τον τρόπο της ζωής της που ήταν μια απόρριψη γι’ αυτούς, την τοποθετούσαν στο περιθώριο της δικής τους ζωής. Δεν ήταν πια κομμάτι της καθημερινότητάς τους, ήταν μια επισκέπτρια, ευπρόσδεκτη όταν ερχόταν, που όμως δεν τους έλειπε όταν ήταν μακριά τους. Έτσι αμύνονταν απέναντι στις αποφάσεις της Πένης. Ήταν ο τρόπος τους να κάνουν υποφερτή την έλλειψή της. Έκλειναν την ψυχή τους λίγο λίγο, ώσπου κάποια στιγμή τους έγινε συνήθεια να μην την έχουν δίπλα τους. Της ήταν αδύνατο να βρει τη φυσική συνέχεια της ιστορίας της και να μείνει στις Σέρρες, έχοντας την ψευδαίσθηση πως όλα είναι όπως τα είχε κάποτε αφήσει. Ήταν σαν να είχε δει την αρχή μιας ταινίας και προσπαθούσε, όχι μόνο να μαντέψει τη συνέχεια, αλλά να αναδειχθεί στο τέλος η απόλυτη πρωταγωνίστρια. Σενάριο έξω από κάθε λογική. Όπως και να σκεφτόταν την ιστορία της ζωής της σ’ ένα συμπέρασμα κατέληγε. Η ευθύνη ήταν δική της για ό,τι έχασε. Τώρα τι έψαχνε, τι ήθελε μετά από τόσα χρόνια; Διεκδικούσε ένα δικαίωμα που είχε απωλέσει».

«Αν περιμένετε κάποιον μεγάλο έρωτα ή έστω κάποιον έρωτα με happy end, μη διαβάσετε το βιβλίο»

Βέβαια, απέναντι σε αυτό που εκφράζει η ρήση που προαναφέραμε «Κόλαση είναι οι άλλοι» σκοντάφτουμε πάνω στο επίσης γνωστό «Κόλαση είναι η απουσία των άλλων» (Γκαρωντύ). Ποιο από τα δύο ισχύει; Η φυγή από τους άλλους ή η αναζήτησή τους; Η κεντρομόλος ή η φυγόκεντρη δύναμη; Στην περίπτωση της ηρωίδας μας και τα δύο. Από τη μία οι σχέσεις της περνούν από χίλια μύρια κύματα, από την άλλη το άδειο σπίτι και η μοναχικότητα γεννούν συναισθήματα απευκταία, που ωστόσο την φέρνουν πρόσωπο με πρόσωπο με τον εαυτό της και με τους άλλους.

Μπορεί όλα αυτά να σας φαίνονται λίγο ασαφή –δημιουργικά ασαφή που θα έλεγε και κάποιος πολιτικός–, αλλά αυτό γίνεται για δύο λόγους, αφενός για να αποφύγω το λεγόμενο «σπόιλερ» (την αποκάλυψη της πλοκής των γεγονότων του βιβλίου), αφετέρου προκειμένου να δημιουργήσω λίγο μυστήριο γύρω από αυτό, ώστε να σας προκαλέσει ακόμα περισσότερο να το διαβάσετε.

Αν περιμένετε κάποιον μεγάλο έρωτα ή έστω κάποιον έρωτα με happy end, μη διαβάσετε το βιβλίο. Η ηρωίδα, αρκούντως γοητευτική και ελκυστική, με πολύ υψηλές μετοχές στο χρηματιστήριο των αντρών, περιγράφεται πολύ τσιγγούνικα από τη συγγραφέα στον τομέα της ερωτικής της ζωής, αναφερόμενη ακροθιγώς σε κάποιους λατινοαμερικάνους εραστές. Αν επίσης περιμένετε ένα τέλος με νυφικό ή αν επιθυμείτε να συναντήσετε την κυρίαρχη ανδρική φιγούρα (την αρσενική περσόνα) στις ιστορίες του βιβλίου μάλλον θα απογοητευτείτε. Οι γυναίκες κυριαρχούν, ενώ οι άντρες εμφανίζονται άλλοτε ανύπαρκτοι (π.χ. πατέρας), άλλοτε σε τριτεύοντες ρόλους (π.χ. Στέλιος, Γιώργος κ.λπ.), άλλοτε περιφερειακά ως επιεικώς απαράδεκτοι (π.χ. Νίκος) και άλλοτε απλώς διαφορετικοί, έχοντας όμως στραμμένους πάνω τους τούς προβολείς της αγάπης και της εκτίμησης της ηρωίδας.

Τελειώνοντας, ένα σχόλιο για τον τίτλο του βιβλίου. Η συγγραφέας, προκλητική, μάς κλείνει εξ αρχής το μάτι, προσκαλώντας μας σε ένα ψέμα, σε κάτι που δεν υπάρχει, σε ένα γεγονός που ξέρουμε ότι δεν έχει συμβεί. Ο τίτλος εμπεριέχει συνειδητά και σκοπίμως μία ψευδή είδηση. Ξεγέλασμα; Σαφώς όχι. Απλώς, εδώ έχουμε να κάνουμε με τέχνη, με ένα μυθιστόρημα, ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα, στο οποίο μπαίνεις συνειδητά για να περιπλανηθείς και να παραπλανηθείς μεταξύ μύθου και πραγματικότητας, να συν-κινηθείς νοητικά και συναισθηματικά, μέσα από τις μετουσιωμένες εμπειρίες και τη δημιουργική φαντασία της συγγραφέως.

*Ο Νίκος Χανιωτάκης είναι Αναπληρωτής Καθηγητής του ΠΤΔΕ Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Το κείμενο είναι η ομιλία του στην εκδήλωση παρουσίασης του μυθιστορήματος της Γεωργίας Συμεωνίδου, «Η κόρη της Μαρίας Κάλλας» (εκδ. Παρατηρητής της Θράκης, Κομοτηνή 2020), την Παρασκευή 4 Νοεμβρίου 2022, που διοργανώθηκε από το βιβλιοπωλείο «Πλαστελίνη» και τις εκδόσεις Παρατηρητής της Θράκης, στο Κέντρο Πολιτισμού και Τεχνών «Θεατρίνη». Οι μεσότιτλοι προστέθηκαν για διευκόλυνση της ανάγνωσης.

Μπορείτε να βρείτε το ρεπορτάζ της παρουσίασης εδώ.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.