Μια δυστοπικη, οργουελικη εκδοχη της Ιρλανδιας
«Σκαρφαλώνοντας λέξεις»
Ένα ακόμα “Booker” για την Ιρλανδία. Μετά τους Τζέιμς Φάρελ(1973), την Άιρις Μέρντοχ(1978), τον Ρόντι Ντόιλ (1993), τον Τζον Μπάνβιλ το 2005 για το «Θάλασσα» και την Αν Ένραϊτ το 2007, ο 47χρονος Λιντς είναι ο έβδομος Ιρλανδός συγγραφέας που κερδίζει το “Booker” από το 1969 –οπότε και θεσμοθετήθηκε– και ο πρώτος μετά την, εν έτει 2018, απονομή του βραβείου στη Βορειοϊρλανδή Άννα Μπερνς. Ενώ τέσσερις είναι οι συγγραφείς που έχουν κερδίσει το Νόμπελ Λογοτεχνίας, σε μια χώρα με πληθυσμό που μόλις ξεπερνά τα 5.000.000 κατοίκους: Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς, Τζορτζ Μπέρναρντ Σω, Σάμιουελ Μπέκετ και Σέιμους Χίνι.
Γεννημένος το 1977 στην ιρλανδική κομητεία Λίμερικ, μεγαλωμένος στο Ντόνεγκαλ και πλέον μόνιμος κάτοικος του Δουβλίνου, ο συγγραφέας και πρώην κριτικός κινηματογράφου, στο πέμπτο κατά σειρά μυθιστόρημα της εργογραφίας του, “Prophet Song”, επιδίδεται σε μια σκοτεινή, κλειστοφοβική αφήγηση μιας δυστοπίας, η οποία, κατά την κριτική, έχει στοιχεία πολιτικής αλληγορίας.
Η υπόθεση αφορά στη ζωή μιας μητέρας, η οποία ανατρέπεται σε μια μελλοντική Ιρλανδία που βυθίζεται στην τυραννία. Εκεί, στο κοντινό μέλλον, στον απόηχο της απεργίας ενός συνδικάτου εκπαιδευτικών, το δεξιό κόμμα Εθνική Συμμαχία καταλαμβάνει τον έλεγχο της κυβέρνησης, δίνοντας στην ιρλανδική εθνική αστυνομία και στο δικαστικό σώμα εκτεταμένες εξουσίες. Το καθεστώς ιδρύει επίσης μια νέα μυστική αστυνομική δύναμη, το Γραφείο Εθνικών Υπηρεσιών Garda. Η νέα κυβέρνηση καταργεί γρήγορα τις πολιτικές ελευθερίες, οι ειρηνικές διαδηλώσεις απαγορεύονται, οι Ιρλανδοί πολίτες συλλαμβάνονται χωρίς αιτία και βασανίζονται. Ο Λάρι Στακ, δάσκαλος και επικεφαλής συνδικαλιστικής οργάνωσης εκπαιδευτικών, συλλαμβάνεται και κρατείται επειδή συμμετείχε σε κάποια συγκέντρωση, χωρίς να του απαγγελθούν κατηγορίες. Η σύζυγός του Άιλις, επιστήμονας βιολόγος, μένει μόνη και καλείται να φροντίσει τα τέσσερα παιδιά τους και τον πατέρα της, που βρίσκεται στα πρώτα στάδια της άνοιας, επιδιώκοντας την ίδια στιγμή, με κάθε τρόπο, την απελευθέρωση του συζύγου της. Σύντομα στη χώρα ξεσπά εμφύλιος πόλεμος και όσοι Ιρλανδοί πολίτες θεωρούνται ύποπτοι ως μέλη της Αντίστασης συλλαμβάνονται ή σκοτώνονται. Η Άιλις αγωνίζεται να κρατήσει την οικογένειά της ενωμένη, ενώ εξετάζει και το ενδεχόμενο να φύγει από τη χώρα με την οικογένειά της, με πιθανό προορισμό τον Καναδά, όπου μένει μόνιμα η αδελφή της.
Καθώς σκεφτόμουν τον χαρακτηρισμό πολιτική αλληγορία, μου ήρθε στον νου μία ατάκα του Σταντάλ, από το βιβλίο του «Το Κόκκινο και το Μαύρο». Λέει ότι «η πολιτική είναι μια πέτρα δεμένη γύρω από τον λαιμό της λογοτεχνίας, την πνίγει σε λίγα λεπτά». Και την επικροτώ μέχρι κεραίας. Γιατί το να δίνουμε εξ αρχής ταμπέλες σε ένα βιβλίο είναι μάλλον μια λανθασμένη τακτική, που προκαταλαμβάνει τον αναγνώστη και του περιορίζει το εύρος της προσωπικής αναγνωστικής σύλληψης. Αυτό που απαιτεί η σοβαρή λογοτεχνία είναι η πολυπλοκότητα. Γι’αυτήν απαιτούνται πολλές και διαφορετικές οπτικές. Αυτό υποστηρίζει και ο ίδιος ο Πολ Λιντς και προφανώς ασπάζομαι τη γνώμη του.
Στο μυθιστόρημα παρουσιάζεται μια Ιρλανδία του εγγύς μέλλοντος, που βυθίζεται στον αυταρχισμό και την ανελευθερία. Το πρώτο που θα μπορούσαμε να σκεφτούμε είναι ότι αυτά τα πράγματα δεν μπορεί να συμβαίνουν σε μια χώρα της πολιτισμένης Δύσης. Το χωροπλαίσιο του Λιντς είναι μια δυστοπική, οργουελική εκδοχή της Ιρλανδίας, αλλά κάλλιστα θα μπορούσε να είναι της Γαλλίας, της Ελλάδας ή της Ισπανίας. Φυσικά, προχωρώντας το βιβλίο, αντιλαμβανόμαστε πως όλα όσα περιγράφει παραπέμπουν ξεκάθαρα σε όσα διαδραματίζονται στις μέρες μας κάπου στα ανατολικά της Ευρώπης, σε μια χώρα που υποφέρει, όπως για παράδειγμα τη Συρία. Κι αυτή όντως μπορεί να ήταν η αρχική κεντρική ιδέα του Πολ Λιντς, όπως κι εκείνος έχει ομολογήσει. Να μιλήσει για τον εμφύλιο στη Συρία και την αδιαφορία της Δύσης. Δημιουργεί ένα λογοτεχνικό μανιφέστο που επιδιώκει την ενσυναίσθηση, ειδικά έναντι όσων υποφέρουν από τη μεταναστευτική κρίση και που θα έπρεπε να διαβαστεί από τους πολιτικούς ιθύνοντες όλου του κόσμου. Περιγράφει την ατέρμονη φρίκη του πολέμου κι αμφισβητεί άμεσα την αρνητική ρητορική γύρω από το προσφυγικό, εκπροσωπώντας και φωτίζοντας το τραύμα των προσφύγων.
Η ουσία του βιβλίου θα μπορούσε να είναι μια Ιρλανδία του εγγύς μέλλοντος, που βυθίζεται στον αυταρχισμό και την ανελευθερία (;) ή η ιστορία μιας οικογενειακής ζωής (;), πώς δηλαδή δοκιμάζεται μια οικογένεια, πώς ανατρέπεται, πώς καταλύεται το ιδιωτικό και πώς αυτό επιδρά πάνω στους ανθρώπους; Για τον συγγραφέα προφανώς η εστίαση στην ανθρώπινη μικροκλίμακα φωτίζει καλύτερα τα γεγονότα. Ο ίδιος ομολογεί «ότι δεν είμαι πολιτικός συγγραφέας», μας λέει ότι γράφει τραγωδίες, ότι γράφει για το μεταφυσικό και μέσα του απλά παρεισφρέει το πολιτικό. Αυτό ακριβώς είναι και η Άιλις, μια γυναίκα που πρέπει να πάρει αποφάσεις ακριβώς τη στιγμή που όλα είναι στην κορυφή του πολύπλοκου. Είναι 40 χρονών, έχει να διαχειριστεί μια καριέρα, τρεις έφηβους κι ένα μικρό μωρό. Ο άντρας της έχει εξαφανιστεί μυστηριωδώς κι ο πατέρας της είναι με άνοια. Είναι πολλά από μόνα τους για να τα διαχειριστεί ένας άνθρωπος. Ο συγγραφέας, λοιπόν, επικεντρώνεται στη μάνα που προσπαθεί να κρατήσει την οικογένειά της ασφαλή και κοντά της. Που ανησυχεί για τους ανθρώπους που αγαπάει. Που προσπαθεί να αποφασίσει και, κυρίως, να πάρει τη σωστή απόφαση. Που ξέρει όμως ότι, όποια απόφαση και να πάρει, κάτι θα κερδίσει, αλλά και κάτι θα χάσει. Που δεν είναι ποτέ έτοιμη να χάσει αυτά που τελικά χάνει. Και που προσπαθεί, εν τέλει, να κρατήσει όσα λίγα της έχουν απομείνει και να πνίξει τον πόνο της, ώστε να παραμείνει το στήριγμα που η οικογένειά της την έχει συνηθίσει να είναι.
Όλο αυτό από μόνο του είναι πολύπλοκο και επώδυνο. Κι αυτή η πολυπλοκότητα είναι σημαντική για το βιβλίο. Όπως έχει πει κι ο ίδιος ο Λιντς, στο κέντρο του προβληματισμού του ήταν το εξής ερώτημα: «τι κάνει έναν άνθρωπο να πάρει μια βάρκα και να διασχίσει τον ωκεανό;». Όταν το βλέπουμε στην τηλεόραση λέμε ότι εμείς θα ξέραμε πότε να κάνουμε την κίνηση ή πότε θα ήταν οι καλύτερες συνθήκες, ίσως θα φεύγαμε νωρίτερα, έχοντας συνυπολογίσει όλα τα δεδομένα, ώστε να δράσουμε έγκαιρα. Όμως, όχι. Όλοι μας είμαστε εγκλωβισμένοι στην πολυπλοκότητα των πολλών μας εαυτών, είμαστε μια Άιλις μοιρασμένη ανάμεσα στα πολλά της πρόσωπα. «Για να γίνει κάποιος ο άνθρωπος που θα αποφασίσει να φύγει, θα πρέπει να αποποιηθεί όλες αυτές τις διαφορετικές προσωπικότητες από τις οποίες αποτελείται και να μεταμορφωθεί σε ένα αντικείμενο που βλέπει τα πράγματα πιο ψυχρά. Μόνο τότε θα μπορέσει να πάρει την απόφαση να φύγει». Αυτό λέει ο Πολ Λιντς.
Και ασχολείται με το πριν, με τον τρόπο που φτάνει κάποιος να μπει σε μια βάρκα μόνο με μια σακούλα στο χέρι. Τον ενδιέφερε να μιλήσει γι’ αυτούς που δεν ξέρουν ποιο είναι το πεπρωμένο και προσπαθούν να πάρουν τις σωστές αποφάσεις. Και, τελικά, μας θέτει ένα καίριο ερώτημα: «τι είναι η ιστορία;». Πιθανόν η ιστορία είναι η σιωπηλή καταγραφή αυτών που δεν ήξεραν πότε να φύγουν.
Οι περισσότεροι κριτικοί θεωρούν τον Αμερικανό Κόρμαν Μακάρθι ως βασική επιρροή του Λιντς, αποθεώνοντας την κλειστοφοβική ατμόσφαιρα του βιβλίου. Για τον Λιντς, όμως, «η λογοτεχνική γλώσσα είναι κριτήριο ανάγνωσης», πρέπει η κατάλληλη λέξη να είναι στο σημείο που πρέπει, διαφορετικά το οικοδόμημα καταρρέει.
Μας λέει χαρακτηριστικά πως:
«Όταν ξεκινάς να γράφεις ένα μυθιστόρημα πρώτα απ’ όλα ψάχνεις το “τραγούδι” του, το στιλ και τον ρυθμό του, όπως έλεγε κάποτε η Βιρτζίνια Γουλφ. Αναζητάς τον τρόπο που θα αιχμαλωτίσει τον αναγνώστη και θα τον κάνει να σκεφτεί όσα συμβαίνουν και πίσω από τις λέξεις που διαβάζει, όμως ό,τι κι αν δοκιμάσεις πρέπει να εξυπηρετεί το νόημα του βιβλίου, να μην είναι απλά ένα τέχνασμα».
Και μονάχα καλοί γνώστες του λόγου μπορούν να το καταφέρουν. Κι όσοι τελικά πετυχαίνουν το μυθιστόρημά τους να είναι ένα τραγούδι που σε παίρνει από την πρώτη νότα ως την τελευταία, ε, τότε ναι, γράφουν «Το τραγούδι του προφήτη» και δικαιούνται ένα “Booker”.
*Η Ρένα Σαμαρά-Μάινα είναι φιλόλογος, διοργανώνει και συντονίζει τη ΛέσχηΦιλαναγνωσίας Κομοτηνής και επιμελείται τη ραδιοφωνική εκπομπή «Με αφορμή ένα βιβλίο», στην ΕΡΤ Κομοτηνής. Κείμενά της έχουν δημοσιευθεί σε διάφορουςλογοτεχνικούς ιστότοπους. Ο τίτλος της στήλης, «Σκαρφαλώνοντας λέξεις», προέρχεταιαπό τον στίχο του Γιώργου Σεφέρη, «σκαρφαλώνοντας λέξεις με μια ανεμόσκαλα».
Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.