Λαμπρος Βαρελας, «Ο Βιζυηνος ειναι ενας χαρισματικος λογοτεχνης, ο οποιος στηνει τα διηγηματα του στηριγμενος μεν σε εμπειρικα εναυσματα/ενδοσιμα, χωρις ομως να κανει αυτοβιογραφια αλλα μυθοπλασια»

Θανάση Β. Κούγκουλου, «Η αναπαράσταση του γενέθλιου τόπου στα διηγήματα του Γ. Μ. Βιζυηνού», Serie de Estudios Neogriegos, αρ. 1, Centro de Estudios Bizantinos, Neogriegos y Chypriotas, 2020

Ακολουθεί η «τοποθέτηση» του κ. Λάμπρου Βαρελά, Αναπληρωτή Καθηγητή Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας του ΑΠΘ, στη διαδικτυακή παρουσίαση του βιβλίου του Θανάση Β. Κούγκουλου, «Η αναπαράσταση του γενέθλιου τόπου στα διηγήματα του Γ. Μ. Βιζυηνού», (εκδ. Centro de Estudios Bizantinos, Neogriegos y Chypriotas, 2020), που διοργανώθηκε την Τετάρτη 10 Μαρτίου από τον Παρατηρητή της Θράκης και το Centro de Estudios Bizantinos, Neogriegos y Chypriotas/Κέντρο Βυζαντινών, Νεοελληνικών και Κυπριακών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Γρανάδας.

Μπορείτε να βρείτε το σχετικό ρεπορτάζ της παρουσίασης και τις ομιλίες των άλλων συμμετεχόντων, εδώ.

Ο λόγος στον κ. Βαρελά λοιπόν…

Χαίρομαι κι εγώ που είμαι εδώ απόψε ανάμεσα σε φίλους και οικεία πρόσωπα, για να συμμεριστούμε τη χαρά του Θανάση Κούγκουλου για το βιβλίο του αλλά και του Μόσχου Μορφακίδη για την αρτισύστατη εκδοτική σειρά νεοελληνικών μελετών.

Είναι αυτονόητο πως όταν κάποιος δέχεται να παραστεί και να μιλήσει στην παρουσίαση ενός βιβλίου, εκτιμά την προσπάθεια και έχει καλά λόγια να πει. Το αντιλαμβάνεστε, δεν χρειάζεται καν να σας το πω. Υπάρχει όμως πάντα ο προβληματισμός πώς να μιλήσει, να μην επαναλάβει τα ίδια με τους άλλους συμπαρουσιαστές, τι να πει εντέλει σε μια τέτοια περίσταση. Απόψε, επειδή είμαστε αρκετοί οι ομιλητές, θα προτιμήσω, αντί να σας παρουσιάσω το περιεχόμενο, τη δομή και την άρθρωση του βιβλίου (υποθέτω ότι κάποιος από τους συναδέλφους θα το κάνει), να σας πω τα ερεθίσματα (κάποια από αυτά) που μου γέννησε η μελέτη του Θανάση καθώς τη διάβαζα και κουβέντιαζα μαζί της, αφού δεν είχα μπροστά μου τον συγγραφέα για να του πω τις αντιδράσεις του μυαλού μου, τα μνημονικά, ατίθασα και ανεξέλεγκτα, άλματα που έκανε η σκέψη μου. Κατέγραψα λίγα από αυτά και θα σας τα εξομολογηθώ.

Θυμήθηκα λοιπόν καταρχήν το εξής, που αφορά ένα μεγάλο μέρος της κριτικής πρόσληψης του Βιζυηνού στον 20ό αιώνα. Λόγω της καταγωγής του ο Βιζυηνός συνδέθηκε πολύ νωρίς από την κριτική με τη Θράκη και για μεγάλο διάστημα το έργο του εξεταζόταν μέσω αυτού του φακού: έγινε ο «ραψωδός της Θράκης» και άλλα «ηχηρά παρόμοια» που θα έλεγε ο Αλεξανδρινός. Ειδικά από τα τέλη της δεκαετίας του 1940, όταν ο δραστηριότατος πρόεδρος της Εταιρείας Θρακικών Σπουδών Πολύδωρος Παπαχριστοδούλου πήρε την πρωτοβουλία και οργάνωνε κάθε χρόνο την ημέρα που πέθανε ο Βιζυηνός ετήσιο μνημόσυνο στη μνήμη του, στον τάφο του στο πρώτο νεκροταφείο Αθηνών, και παράλληλα έβαλε σκοπό της ζωής του να δημοσιεύονται σε κάθε τόμο του ετήσιου περιοδικού «Αρχείον του Θρακικού και Λαογραφικού Θησαυρού» εργασίες για το έργο του, ο Βιζυηνός πέρασε σχεδόν στην αποκλειστική επικράτεια των θρακικών συλλόγων. Και πράγματι, για αρκετές δεκαετίες στη συνέχεια (κοντά τριάντα χρόνια) ο Βιζυηνός είχε σχεδόν εγκαταλειφθεί στην αρμοδιότητα των θρακικών συλλόγων, που αναζητούσαν στο έργο του στοιχεία και επιβιώματα του λαογραφικού και γλωσσικού θησαυρού της Θράκης. Η τροπή αυτή είχε τα θετικά της, αλλά δεν απέφευγε τις υπερβολές, και τα πράγματα είχαν φτάσει κάποιες φορές στα άκρα: να λησμονείται ο λογοτέχνης και να αναδεικνύεται ο τοπικός λαογράφος. Η εξέλιξη αυτή είχε ως αποτέλεσμα από τη Μεταπολίτευση και μετά να φτάσουμε στο άλλο άκρο, να παραμεριστεί (με εξαίρεση κάποια περιοδικά της Αλεξανδρούπολης) σχεδόν πλήρως η θρακιώτικη καταγωγή του Βιζυηνού και να καταβάλλεται ένας αγώνας να απαγκιστρωθεί πλήρως ο Βιζυηνός από το ηθογραφικό πλαίσιο. Είναι συνηθισμένη αυτή η κίνηση του εκκρεμούς στην ιστορία του πνεύματος, στην ιστορία των ιδεών και συμβαίνει συχνά και στην πρόσληψη/υποδοχή των συγγραφέων· οι λόγοι είναι γνωστοί και οφείλονται στις ευρύτερες ιδεολογικές διεργασίες κάθε εποχής.

Τώρα νομίζω ότι βρισκόμαστε σε ένα πιο ισορροπημένο στάδιο, και νά ένα δείγμα αυτής της ισόρροπης εξέλιξης να μελετώνται εξίσου όλες οι όψεις του βιζυηνικού έργου: το βιβλίο του Θανάση Κούγκουλου που παρουσιάζουμε απόψε. Ύστερα από άλλες τέσσερις δεκαετίες (1980 κ.ε.) μελέτης του Βιζυηνού ως ψυχογράφου και ψυχαναλυόμενου, δραματογράφου, μαστορικού αφηγητή, μαΐστορα των ειδών, ανατροπέα των στεγανών καλλιτεχνικών τεχνοτροπιών (είναι ρομαντικός και πόσο; είναι ρεαλιστής και πώς υπερβαίνει τον ρεαλισμό, είναι μοντερνιστής πριν από τον μοντερνισμό κ.ά.), ανατροπέα των έμφυλων και εθνικών στερεοτύπων, μελαγχολικού, αισθητικού και συνομιλητή της ιδεαλιστικής φιλοσοφίας, μελετητή της παιδικής ψυχολογίας και τόσα άλλα (θα αναγνωρίζετε ήδη ποικίλες εργασίες πίσω από αυτήν την πρόχειρη απαρίθμηση)· ύστερα λοιπόν από αυτά τα πετάγματα της νεότερης κριτικής σε τόσα πεδία, πεδία πολύ μακρινά από τα βιογραφικά, τοπικιστικά και λαογραφικά ενδιαφέροντα της παλιότερης κριτικής, μπορούμε, απενοχοποιημένα πλέον και με τη βεβαιότητα ότι τα διηγήματα του Βιζυηνού μπορούν να αντέξουν τη βάσανο και της πιο σύγχρονης και απαιτητικής θεωρίας (γι’ αυτό και είναι «κλασικά»), να γυρίσουμε και σε βασικές, καταστατικές επισημάνσεις: Ο Βιζυηνός είναι ένας Θρακιώτης, τέκνο μιας οθωμανοκρατούμενης ελληνικής περιοχής, τον ελληνισμό της οποίας νιώθει την ανάγκη και ο ίδιος να αναδείξει, με την ελπίδα ότι θα συμβάλει στην ένταξή της στον ελλαδικό κορμό και ότι θα αντιμετωπίσει τον πιο επικίνδυνο εθνικισμό της εποχής, τον σλαβικό/βουλγαρικό (που διεκδικούσε επίσης την ίδια περιοχή). Και ότι ο Βιζυηνός είναι ένας χαρισματικός λογοτέχνης, ο οποίος στήνει τα διηγήματά του στηριγμένος μεν σε εμπειρικά, αυτοβιογραφικά και οικογενειακά εναύσματα/ενδόσιμα, χωρίς όμως να κάνει αυτοβιογραφία αλλά μυθοπλασία (και ξέρει πολύ καλά τις συμβάσεις της μυθοπλασίας). Γι’ αυτό και είναι χρήσιμες προσεγγίσεις σαν αυτές του Θανάση Κούγκουλου, που εξετάζει πώς αναπαριστά ο Βιζυηνός τον γενέθλιο τόπο του στα διηγήματά του, πόσο τα τοπόσημα ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, πώς λειτουργούν στο διηγηματικό έργο, πώς τα ρεάλια συναρμόζονται με τη μυθοπλασία· όχι για να γραφτεί μια ιστορία της λαογραφίας και της τοπικής ιστορίας, αλλά για να διαφανεί πώς αυτά τα στοιχεία γονιμοποιούν τη συγγραφική φαντασία και υποστηρίζουν το συγγραφικό σχέδιο. Αυτό διαφοροποιεί τη μελέτη του Κούγκουλου από τις παλιότερες αυτού του είδους εργασίες: αξιοποιεί και τη θεωρία για την κειμενοποίηση του χώρου, γιατί έχει συναίσθηση ότι εξετάζει λογοτεχνικά κείμενα και όχι μόνο πηγές τοπικής ιστορίας και λαογραφικού θησαυρού.

Η έρευνα του Κούγκουλου αφορά έξι «θρακικά» κείμενα, ποικίλου είδους, τέσσερα ατόφια διηγήματα και δύο υβριδικά αφηγήματα (η «Πρωτομαγιά» τείνει να γίνει διήγημα, το «Διατί η μηλιά δεν έγεινε μηλέα» είναι κείμενο θέσης σχετικά με το γλωσσικό ζήτημα). Και τα έξι έχουν την εξής ιδιαιτερότητα, γράφτηκαν μακριά από τον τόπο στον οποίο εκτυλίσσονται και αφού ο Βιζυηνός είχε αφιερώσει επτά χρόνια σπουδών στην Ευρώπη (στη Γερμανία και στο Λονδίνο· στο Παρίσι και σε άλλες ευρωπαϊκές πόλεις, όχι για σπουδές αλλά για καλλιτεχνική ενημέρωση, όπως αποκαλύπτει ένα πραγματικά «σοφό» άρθρο του Βιζυηνού: «Αι εικαστικαί τέχναι κατά την Α΄ εικοσιπενταετηρίδα της βασιλείας Γεωργίου Α΄», 1888): «Το αμάρτημα της μητρός μου» και το «Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου» γράφτηκαν στο Λονδίνο, ενώ τα άλλα τέσσερα κείμενα («Πρωτομαγιά», «Το μόνον της ζωής του ταξείδιον», «Διατί η μηλιά δεν έγεινε μηλέα» και «Μοσκώβ Σελήμ. Ιστορία ενός στρατιώτου») γράφτηκαν στην Αθήνα.

Τα «θρακικά» λοιπόν αυτά διηγήματα και υβριδικά αφηγήματα γράφτηκαν μακρυά από την πατρίδα και ύστερα από θητεία του συγγραφέα τους στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία με τοπικό χρώμα. Η διαμονή του και οι σπουδές του στην Ευρώπη δεν τον έπεισαν μόνο να γίνει δημοτικιστής («Ο καινούργιος ποιητής / πείσθηκε στη Δύση // κι άφησε τα Ληνικά / τα περιγραμμάτου / για να ψάλη γραικικά / τα αισθήματά του») αλλά και τον ενθάρρυναν να περιγράψει απενοχοποιημένα ήθη, έθιμα, παραδόσεις και γεγονότα της πατρογονικής γης και της οικογενειακής ιστορίας. Γιατί, απ’ ό,τι δείχνουν τα πράγματα και η λεγόμενη (και πολύπαθη) «ηθογραφία» απ’ έξω μας ήρθε όπως και τόσα άλλα (η ανακάλυψη, φερ’ ειπείν, του δημοτικού τραγουδιού). Μια περίπτωση μόνο θα αναφέρω. H «Πρωτομαγιά» δεν θα μπορούσε να είχε γραφεί, αν ο Βιζυηνός δεν είχε έρθει σε επαφή με το έργο του Γκαίτε και τις Βαλπούργειες νύχτες του. Εικάζω, όχι αβάσιμα, ότι ο Βιζυηνός θα διαπίστωσε με ανακουφιστική έκπληξη διαβάζοντας την ενότητα «Η νύχτα της Βαλπούργης» από τον «Φάουστ» του Γκαίτε, για τη σύναξη των μαγισσών την παραμονή της Πρωτομαγιάς, ότι αντίστοιχη παράδοση υπήρχε και στην περιοχή της Θράκης (και όχι διαδεδομένη στην υπόλοιπη Ελλάδα). Ενθαρρυμένος από τον Γκαίτε και απενοχοποιημένος στρέφεται στην αξιοποίηση μιας οικείας του τοπικής παράδοσης από την περιοχή της Βιζύης και στήνει την πλοκή της «Πρωτομαγιάς», που ήταν παραγγελιά του Βλάση Γαβριηλίδη, για να δημοσιευτεί στην «Ακρόπολη» ανήμερα της γιορτής. Και στήνει την πλοκή της ιστορίας εμφανίζοντας τον αφηγητή (που μπορούμε άνετα να τον ταυτίσουμε με τον ίδιο τον Βιζυηνό) να μετεωρίζεται μεταξύ του ορθού λόγου και της μαγικής σκέψης (ναι μεν δεν πιστεύει στα μάγια και τις δεισιδαιμονίες, αλλά εντέλει ο Γέρο Μόσχος έχει κάποιο δίκιο που πιστεύει στα μάγια, αφού ο αφηγητής τον παράκουσε και ταξίδεψε ανήμερα της Πρωτομαγιάς και ίσως το σπάσιμο του τροχού της άμαξας και η ματαίωση του ταξιδιού να οφείλεται στην εκδίκηση των μαγισσών). Και όλα αυτά μέσα στην επικράτεια του θετικιστικού ρεαλισμού, γι’ αυτό και ο Βιζυηνός είναι ένας προμοντέρνος συγγραφέας.

Στη δέκατη ενότητα του βιβλίου του ο Θανάσης Κούγκουλος εξετάζει εύστοχα και τις «Αθέατες όψεις της γενέτειρας» του Βιζυηνού στο πεζογραφικό του έργο. Μεταξύ άλλων και το «τοπικό γλωσσικό ιδίωμα». Έχει απόλυτο δίκιο σε αυτό. Διαβάζοντάς το θυμήθηκα το πόσο πολεμήθηκε ο Βιζυηνός (ο ποιητής κυρίως) για τη θρακιώτικη γλώσσα του. Δεν φαίνεται αυτό από την πρώτη ματιά, καθώς η γλώσσα της αφήγησης στα διηγήματα είναι η καθαρεύουσα της εποχής, αλλά ο Βιζυηνός από τη στιγμή που ασπάστηκε τον δημοτικισμό ήταν πολύ τολμηρός γλωσσικά (κυρίως στην ποίησή του) και δεν δίσταζε να χρησιμοποιεί θρακιώτικες λέξεις και ιδιαιτερότητες του γλωσσικού ιδιώματος της Ανατολικής Θράκης. Αυτό δεν του το συγχώρεσαν οι κριτικοί της εποχής και μια βασική αδυναμία που επεσήμαναν κάποιες κριτικές για τις «Ατθίδες Αύρες» του ήταν η γλωσσική του ιδιαιτερότητα, το «γλωσσικό εξάμβλωμα» όπως το αποκάλεσαν κάποιοι.

Θα κάνω και μία εν πολλοίς αυθαίρετη υπόθεση απόψε, που και αυτή μου γεννήθηκε καθώς διάβαζα στην εργασία του Θανάση όσα γράφει για την παρουσία της τοπικής ιστορίας στο έργο του Βιζυηνού. Θα θυμόσαστε οι περισσότεροι ότι ο Βιζυηνός είχε αφήσει στο αρχείο του και άλλα δύο διηγήματα που βρέθηκαν σπαραγμένα (ο «Μοσκώβ Σελήμ, ιστορία ενός στρατιώτου» είναι το τρίτο και βρέθηκε τυχαία). Το ένα από αυτά το είχε αναγγείλει και το προώριζε για δημοσίευση στο μονάκριβο περιοδικό «Εστία» και είχε τον τίτλο «Το χαμένο/θλιβερό πανηγύρι». Διαβάζοντας ξανά, με αφορμή την εργασία του Θανάση, το έργο του Βιζυηνού τείνω να πιστέψω (εικασία κάνω) ότι αυτό θα ασχολούνταν με την καταστροφή της Βιζύης από τους άτακτους μισθοφόρους στρατιώτες του τουρκικού στρατού που ηττημένοι από τους Ρώσους τον Ιανουάριο του 1878 υποχώρησαν και στο πέρασμά τους σάρωσαν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους, μεταξύ άλλων περιοχών και τη Βιζύη. Εκεί με οδήγησε η εκ νέου ανάγνωση των ποιημάτων «Η παράφρων (Επεισόδιον των εν Βιζύη καταστροφών)», «Η επαίτις της Βιζύης», το συγκλονιστικό «Η μητέρα των επτά» και άλλα. Το πρώτο από αυτά κάνει λόγο για ένα γαμήλιο πανηγύρι που διακόπτεται οδυνηρά και οδηγεί στην παραφροσύνη τη μέλλουσα νύφη.

Ο τόμος που παρουσιάζουμε απόψε έχει κάτι βαθιά βιζυηνικό (έστω κι αν αυτό που λέω είναι ενμέρει μια ρητορική υπερβολή): είναι μέρος της προσωπικής ιστορίας του ίδιου του μελετητή, όπως συμβαίνει με όλα τα διηγήματα του Βιζυηνού. Είναι ένα βιβλίο μνήμης και ένα παρ’ ολίγον λεύκωμα μνήμης. Και αναφέρομαι στην αφετηρία αυτού του τόμου, την αρχική ανακοίνωση στο ένα και μοναδικό συνέδριο που έγινε για τον Βιζυηνό στην ιδιαίτερη πατρίδα του, τα ίχνη του οποίου διασώζει με κείμενα και φωτογραφικό υλικό ο συγγραφέας. Στις αρετές του βιβλίου σίγουρα αξίζει να προσθέσουμε την αναμφισβήτητα εξαντλητική βιβλιογραφική ενημέρωση για το βιζυηνικό έργο έως το 2020. Χωρίς να το δηλώνει και χωρίς να είναι στις προθέσεις του είναι ένα άτυπο γενναίο συμπλήρωμα της εμβληματικής «Βιβλιογραφίας Γ. Μ. Βιζυηνού» της Κυριακής Μαμώνη, που έφτανε μέχρι το 1962-1963. Η καταγραφή των επόμενων ετών είναι ένα από τα desiderata της βιζυηνικής έρευνας, για να μην αγνοούμε οι νεότεροι μελετητές εργασίες παλαιοτέρων, αλλά κυρίως για να φανεί η τεράστια έκρηξη, το Big Bang που έγινε στο βιζυηνικό σύμπαν από το 1980 κ.ε., οπότε ο Βιζυηνός και το έργο του μοιάζουν σαν να ξαναγεννήθηκαν.

Κοντολογίς, το τομίδιο αυτό πλέον θα είναι μια βασική βιβλιογραφική αναφορά για την παρουσία του «γενέθλιου τόπου», της Βιζύης δηλαδή και της ευρύτερης περιοχής της, στα διηγήματα του Βιζυηνού. Και αναμένουμε και την υπεσχημένη συνέχειά του, την αντίστοιχη διερεύνηση στο ποιητικό και επιστημονικό έργο του μεγάλου μας Θρακιώτη.

Θα κλείσω εκφράζοντας ξανά κι εγώ τη χαρά μου για τη νέα εκδοτική σειρά που ξεκινά το Κέντρο Βυζαντινών, Νεοελληνικών και Κυπριακών Σπουδών της Γρανάδας (συγχαίροντας τον Μόσχο Μορφακίδη για την πρωτοβουλία) και που την εγκαινιάζει μια μελέτη για τον Βιζυηνό, του φίλου Θανάση Κούγκουλου. Κάθε μελέτη που αναμετριέται (που τολμά να αναμετρηθεί) με το έργο μειζόνων συγγραφέων μας (και ο Βιζυηνός είναι ένας από αυτούς) αξίζει τον σεβασμό μας και την προσοχή μας.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.