Η υδροδοτηση της Μεσσουνης

Αναμνήσεις από τη Μεσσούνη, τότε που το νερό ήταν ελάχιστο και οι ανάγκες για τους ανθρώπους και τα πολλά ζώα τεράστιες

Περιδιαβαίνοντας τους δρόμους, της σχεδόν άδειας από ανθρώπους Μεσσούνης, χαίρομαι με τις  εντυπωσιακά ανθισμένες αυλές, τόσο με λουλούδια όσο και με κηπευτικά. Στο νου μου ξυπνούν οι αναμνήσεις των παιδικών μου χρόνων, όταν το νερό, κυρίως το πόσιμο, ήταν ελάχιστο και οι ανάγκες για τους ανθρώπους και τα πολλά ζώα του χωριού τεράστιες.

Τότε, πού να περισσέψει νερό για ανθόκηπους και ζαρζαβατικά; Πού και πού μερικοί βασιλικοί στο τενεκεδάκι και ζουμπούλια την άνοιξη.

Η ύδρευση του χωριού ήταν μεγάλο πρόβλημα. Όταν οι παππούδες μας εγκαταστάθηκαν στη Μεσσούνη, βρήκαν στις γειτονιές τους και μερικά πηγάδια, που δεν είχαν πόσιμα νερό, από τα οποία κάλυπταν τις ανάγκες τους, πάνω από πενήντα χρόνια. Ήταν το πηγάδι, στο δημόσιο δρόμο, τ’ Αγγουρίδη στο δρόμο δίπλα στο σπίτι του, σ’ Βαλκάνους στο δρόμο για τα νεκροταφεία, στο σχολειό και τ’ Ιαννάκη στην είσοδο του σπιτιού του Γιαννάκη Γιοβανούδη.
 
Ιδιωτικά πηγάδια στις αυλές τους είχαν ο Γιώργης Τσαρακτσίδης, ο Κώτσιος Κυρουβίδης (σ’ Δήμαινας) και ο Παναγιώτης Ισπικούδης (Σουλεμάνς), πιθανόν και κάποια άλλα που μου διαφεύγουν..

Οι μουσουλμάνοι κάτοικοι, τους οποίους βρήκαν οι πρόσφυγες στο χωριό, είχαν περισσότερα πηγάδια στις αυλές τους, συγγενικά και οικογενειακά.
 
Πόσιμο νερό, κοντά στο χωριό, εξασφαλίζαμε από τη «βρυσούδα», που ήταν συνεχούς ροής. Ανάβρυζε δίπλα στου Χάτσιου το μαγαζί, στην σημερινή πλατεία του χωριού. Στέρεψε νωρίς, έγινε νέα εκμάστευση και δημιουργήθηκε, με μικρή δεξαμενή και βρυσάκι, η «τουλουμπούδα», εκατό μέτρα παρακάτω, στο δρόμο για τα αμπέλια, δίπλα στα παιδικά μουσουλμανικά  μνήματα, όπου το νερό έτρεχε μεν συνεχώς, αλλά ελάχιστο σε ποσότητα και αμφίβολο σε ποιότητα. Δημιουργούνταν τεράστιες ουρές από την καθυστέρηση. Οι καβγάδες και τα μαλλιοτραβήγματα συχνά, για μικροδιαφορές, μικρότητες και αντιζηλίες που προϋπήρχαν. Μερικές φορές, οι γκουμπιλίτσες, δεν χρησιμοποιούνταν για τον ώμο και τη μεταφορά των γεμάτων μπακιριών, αλλά σαν επιθετικά ή αμυντικά όπλα.
 
Καλό πόσιμο νερό κουβαλούσαμε από την τουλούμπα, στο δρόμο για τα αμπέλια, με στάμνες που τις σφραγίζαμε με καρυδόφυλλα για ευωδία. Τη δημιούργησαν οι Γερμανοί στην κατοχή. Κάποια στιγμή προσπάθησαν οι χωριανοί να φέρουν το νερό στο χωριό, αλλά στέρεψε και εγκαταλείφτηκε το έργο.
 
Πολλές οικογένειες είχαν ένα δίτροχο κάρο με ένα ξύλινο βαρέλι, κατάλληλα προσαρμοσμένο, που το γέμιζαν στην τουλούμπα, με πόσιμο νερό. Ένα τέτοιο κάρο εξυπηρετούσε και την αστυνομία, μάλλον με εκ περιτροπής αγγαρεία. Τα πηγάδια εξυπηρετούσαν την υπόλοιπη λάτρα.
 
Το χωριό είχε πολλά μικρά και μεγάλα ζώα. Το πότισμα τους γινόταν στις ποτίστρες, με κυρίαρχη «τα υαλάκια», όταν και αυτές είχαν νερό, τα ρέματα, τις μπάρες, τα δύο μπούνκερε που ήταν προς το αεροδρόμιο, το παλιόρυακο και το ποτάμι.

Στο αγρόκτημα της Μεσσούνης ήταν το πηγαδούδ’ στο Τόιτεπε, το πέρα πηγαδούδ’, στα Καβακλιώτικα, κοντά προς το χωριό, του παπά το πηγάδ’ στα τσαΐρια, οι ποτίστρες με τουλούμπα, στου Μπαραμπάντσιου του μπαχτσιά, στα μπουζαλίκια, στις σαβουρτσάρες και το αβαθές πηγάδι με το πόσιμο νερό, το καϊνακούδ’, στο ρέμα νότια από το αεροδρόμιο.
 
Τρεις ήταν οι μεγαλύτερες μπάρες που είχαν νερό σχεδόν όλο το χρόνο. Του Μπάιου του Νταλαχούλα, κοντά στα αμπέλια, του Καρβουνζή, στο δρόμο για το Μενεκλή και του Χάτσιου, στην αρχή της βαθυόστρατας.
 
Το 1957 ανοίχτηκε η γεώτρηση και έγινε το δίκτυο και η δεξαμενή. Στήθηκε το μοτοράκι, χάρηκε το χωριό, ορίστηκε μηχανικός-υδρονομέας, ο Θόδωρος του Θοδωρακούδ’,  ξέχασε όμως το χειμώνα τη μηχανή γεμάτη με νερά, πάγωσαν τα νερά της και καταστράφηκε.

Ως που να διορθωθεί η μηχανή, στέρεψε η γεώτρηση και επανήλθαμε στα παλιά, παρά τον αγιασμό των υδάτων την ημέρα των παγωμένων Φώτων, από τον Παπαμάρο και την Πιρπέρω που τραγουδούσαν οι νέες κοπέλες του χωριού, πάντα μαζί με το κουρμπάνι.
 
Έτσι, οι πέντε βρύσεςπου τοποθετήθηκαν, κοντά στην άσφαλτο, στο σπίτι του Ηλία Γκουτσίδη, στο τζαμί, απέναντι από του Μάγγανου το σπίτι και στη διασταύρωση, κοντά στο σπίτι του Στάθη, για να εξυπηρετούν το χωριό, άρχισαν να σκουριάζουν.
 
Το 1961, μεταφέρθηκε από τον Καλέ μπόλικο, καθαρό και υγιεινό νερό. Έτσι ακούστηκε και πάλι το μοτοράκι, που τροφοδοτούσε, χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα, τις πέντε βρύσες στους δρόμους του χωριού. Μετά το 1965 το μοτοράκι έγινε ηλεκτρικό, οι βρύσες μεταφέρθηκαν σιγά σιγά σε όλες τις αυλές και στη συνέχεια μέσα στα σπίτια.
 
Η πρώτη δεξαμενή έγινε κοντά στο σπίτι του Τσιανακλή, όπου παίζαμε κατά την κατασκευή της και τη χρησιμοποιούσαμε για κρυψώνα στο τασλίμ, όταν εγκαταλείφθηκε. Η δεύτερη, εγκαταλειμμένη και αυτή σήμερα, έγινε έξω από το χωριό, πάνω από το σπίτι του Στάικου του Παπαδόπουλου, με σκοπό να καλύψει με νερό όλα τα σπίτια του χωριού. Αλλά και πάλι η κατανάλωση αυξανόταν, οπότε έγινε ο σημερινός υδατόπυργος στο δρόμο για το Μουρχάν, στο σημείο που παλιά μεταφέραμε τις κοπριές του μαχαλά μας.
 
Έτσι γλύτωσαν οι ώμοι των γυναικών από τις γκουμπιλίτσες, χόρτασαν οι άνθρωποι και τα ζώα άφθονο, καθαρό και ποιοτικό νερό. Περίσσεψε η λάτρα του σπιτιού και των ρούχων. Η προσωπική καθαριότητα και υγιεινή έγιναν καθημερινή συνήθεια και ανάγκη στους νέους, που σιγά σιγά έβαλαν στη σκάφη και τους παππούδες. Πετάχτηκε το μουσλούκι και οι μαστραπάδες, κάηκαν στη σόμπα οι γκουμπιλίτσες, σκούριασαν ξεγάνωτα τα μπακίρια και τα καζάνια, χάθηκαν τα μπαρατσούδια, εξαφανίσθηκαν οι στάμνες και οι σταμνούδες. Όλα είναι πλέον αναμνήσεις στους παλιούς και μουσειακό είδος για τους νεότερους.
 
Ευτυχώς,  αθόρυβο πλέον και ανακαινισμένο, το μοτοράκι δουλεύει και εξυπηρετεί τους χωριανούς, παρά τα αρκετά προβλήματα,τα παράπονα και τις μουρμούρες, των λιγοστών κατοίκων της Μεσσούνης μας, κυρίως λόγω παλαιότητας του δικτύου…
 
Μερακλήδες και νοικοκυραίοι, γέμισαν τις αυλές τους με ανθόκηπους και λαχανόκηπους, ομόρφυναν η ζωή τους και το χωριό, που το χαιρόμαστε και εμείς, όταν μας δίνεται η ευκαιρία.
 

Ιούλιος 2019

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.