Η Μεσσουνη της δεκαετιας του πενηντα

Μέσα από το φωτογραφικό αρχείο του Βασίλη Τατσίδη

Πήρα ένα αναπάντεχο, αλλά σπάνιο δώρο, από τον κύριο Βασίλη Τατσίδη, συνταξιούχο γραμματέα κοινότητας Αμβροσίας. Περιείχε, πέρα από τα καλά και επαινετικά του λόγια για την προσπάθεια καταγραφής της ιστορίας και της ζωής του γενέθλιού μας τόπου, της Μεσσούνης και μερικές, σπάνεις φωτογραφίες, οι περισσότερες της δεκαετίας του πενήντα.
 
Η φωτογραφία αποτυπώνει μόνο μια στιγμή της ζωής, όμως όταν την ξανακοιτάς μετά από χρόνια, ξεδιπλώνει μπροστά σου ολόκληρη τη ζωή εκείνης της εποχής και την συνδέει πολύ όμορφα, μέσω των αναμνήσεων,  με το σήμερα.
 
Αφού ο κάτοχός τους τις δώρισε σε μένα, θεώρησα καθήκον μου και υποχρέωση, να τις χαρίσω, να τις μοιρασθώ και εγώ, με λίγα σχόλια, μέσω του Παρατηρητή της Θράκης, με όλους τους Μεσσουνιώτες, τους απανταχού Σιναπλιώτες και με όλους τους ενδιαφερομένους…
 
Παλιότερη απ΄ όλες είναι η φωτογραφία της οικογένειας Λεωνίδα Τατσίδη. Άξια θαυμασμού:
-Οι καταπληκτικές τσούκνες (φορεσιές), της Ράντους (Ροδόπης)και της μεγάλης κόρης της Μαρίας, με τα κεντήματα στον κόρφο (στήθος) και στον ποδόγυρο της, στα μανίκια και στο ποδόγυρο του πχάμσου (πουκάμισου), την κεντητή πιστίρκα (ποδιά), το υφαντό ζνάρι, με τα όμορφα τσεμπέρια στο κεφάλι και τα φλουριά στο μέτωπο.
-Τα πουτούρια, το πχάμσου, το φαρδύ ζνάρ (ζωνάρι),το όμορφο γιλέκο και οι κουντούρες (παπούτσια δερμάτινα), με τα πλεχτά τσουράπια, του Λεωνίδα.
-Η προσπάθεια ιδιαίτερης φροντίδας στο ντύσιμο των μικρών παιδιών.
 
Όλα αποτυπώθηκαν σε κάποιο από τα πρώτα φωτογραφικά studio της Κομοτηνής, το 1936. Έμεινε ενθύμιο μέχρι σήμερα, αλλά προ παντός αποτυπώθηκε στην προσπάθεια ζωντανής επικοινωνίας των συγγενών. Οπωσδήποτε στάλθηκε στην Ελένη την αδελφή του Λεωνίδα, που έμεινε στο Σιναπλή της Βουλγαρίας και στους συγγενείς, που μετά τον ξεριζωμό τους 1924 εγκαταστάθηκαν στο Πολύκαστρο Κιλκίς. Με τις φωτογραφίες, που πάντα είχαν ωραίες αφιερώσεις, μίκραιναν οι αποστάσεις και γνώριζαν τα νέα μέλη της οικογένειας, φίλων και συγγενών.
 

Στο σχολείο της Μεσσούνης, 1948 και 1949. Στη μέση ο δάσκαλος κ. Διαμαντής, περιτριγυρισμένος από καμιά τριανταριά κορίτσια. Είναι όλες εκεί, η Τσάτσα, η Μαρίκα, η Αννούλα, η Τάνα, η Ντότση, η Σουλτάνα, η Πένη.
 

Και στην άλλη, 1949 γράφει στη σημείωση, με τα ενδεικτικά στο χέρι, ο Πέτρος ο Καρακάις, η Κομοτηναία δασκάλα κ. Χρυσούλα Τοπουζίδου, ο Κώτσιος ο Πασιάς, με το καπέλο ο Νάσος του Παπά, ο Βασίλης ο γραμματέας και καθιστή η Αννούλα η Τορτουρούδα.
 
Χρόνια φτωχά και δύσκολα, εμπόλεμα, η προσπάθεια όμως για μόρφωση δεν εγκαταλείφτηκε. Φτωχά τα ρούχα των παιδιών, αλλά περιποιημένα, στην προσπάθεια για την αξιοπρέπειά τους, για νέα σελίδα στη ζωή. 
 

Στο λιμάνι του Πόρτο Λάγος μας οδηγεί η επόμενη φωτογραφία. Στο πανηγύρι Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, 6 Αυγούστου 1952. Μπροστά στο εμπορικό πλοίο βρέθηκε η παλιοπαρέα, να απολαύσει λίγη θαλασσινή αύρα, φορώντας τα ανασκουμπωμένα άσπρα μακρυμάνικα πουκάμισα και τα χειμωνιάτικα φαρδιά παντελόνια, με σφιγμένες τις ζώνες στη μέση δαχτυλίδι. Πού κιλά και κοιλιές τότε. Είναι ο Πασχάλης ο Γκαϊτατζής, ο Βασίλης του Λεωνίδα, ο Νικόλας ο Κατσαρός και ο Κώτσιος ο Πασιάς. Ο Βασίλης φορά κοντό παντελόνι, δεν πιστεύω ότι το φόρεσε για τη θάλασσα, μάλλον δεν είχε μακρύ να φορέσει, κι ας ήταν παλληκαράκι δεκαεπτά χρονών, μαθητής γυμνασίου.
 

Όμορφες οι παραδοσιακές Σιναπλιώτικες φορεσιές, κεντημένες οι τσούκνες, τα πουκάμισα, τα μισοφόρια, οι ποδιές, τα ζωνάρια, αλλά πιο όμορφες οι ξαδέλφες. Τατσίδου Γιαννούλα και οι δυο, του Λεωνίδα η μία από τη Μεσσούνη και του Τακούδη η άλλη από το Πολύκαστρο, χωρίς τσεπμέρι στο κεφάλι, για να φανεί η ομορφιά τους, τα πλούσια μαλλιά τους. Νέες, σπαθάτες, όμορφες και ελεύθερες είναι. Ποιος ξέρει, ίσως δει τη φωτογραφία και κανένα παλληκάρι!!!! 
 

Μάλλον κάποια σχολική γιορτή τελείωσε. Είμαστε το έτος 1954 και τα σκαλοπάτια του σχολείου κατακλίσθηκαν από τη νεολαία για τη φωτογράφιση. Τα σκαλοπάτια του δημοτικού σχολείου είναι το πιο πολυφωτογραφημένο μέρος του χωριού. Διακρίνω αρκετούς, ο Πέτρος, ο Κοσμίδης, ο Γκόγκος, ο Νικόλας, ο Μήτσιος, ο Τάκης, ο Νίκος, ο Τζελάκης, ο Γιώργης, ο Βασίλης και βέβαια ο Μανδραφίδης με το ακορντεόν του, που εκατοντάδες φορές διασκέδασε τους χωριανούς. Όρθιος με το μαθητικό καπέλο, είμαι σίγουρος ότι είναι ο φίλος μου, ο Πέτρος o Κόκκινος της Τσάτσας, από το Καβακλή. Η μορφή του δεν άλλαξε χιλιοστό. Μια παρέα άλλων μαθητών είναι στη δεξιά πλευρά της φωτογραφίας, δεν τολμώ να ονοματίσω κάποιον, μήπως κάνω λάθος. Παρακαλώ να πείτε εσείς ποιοι είναι. 
 

Άνοιξη του 1954 και οι δρόμοι του χωριού πρέπει να διορθωθούν. Όλοι οι χωριανοί συμμετέχουν, με προσωπική εργασία, σε χαλαρούς όμως ρυθμούς. Σε μια τέτοια στιγμή ο φωτογραφικός φακός αποθανάτισε την όμορφη παρέα. Ο Κώτσιος ο Πασιάς, ο Κουτσιούτς σ΄ Ρούσους, πάντα με τις μηχανές, τα μηχανήματα, τα αυτοκίνητα, ήταν μηχανικός αυτοκινήτων (γκαραζιέρης), ο Παναγιώτης, Ο Βάιος και ο Μανδραφίδης. Ο μικρός με το σχολικό καπέλο, που ποτέ δεν το αποχωριζόταν, είναι «η Ήλιους τ΄ Αγγουρούδ». Και τα παπούτσια λαστιχένια και λασπωμένα, μάρκας «Αλυσίδα» ή «Ελβιέλα».
 

Άλλη μια ιστορική φωτογραφία. Με φόντο το σπίτι του Μανδραφίδη, η παλιά φρουρά του χωριού, πλαισιωμένη με νεώτερους, καθισμένη στο γρασίδι απολαμβάνει τους χορούς των νέων, στ΄ αλανούδι, έχοντας μπροστά τους ένα μπακίρι κρασί. Είναι Πάσχα του 1955, ο χορός καλά κρατεί, ποιος παίζει όργανο δεν ξέρω. Ίσως είναι ο Μανδραφίδης με το ακορντεόν, ίσως πάλι τα Σουλεμανούδια, πολύ πιθανόν ο Ρεζτέπ και ο Αρίφ με το ζουρνά και το νταούλι, λες να ήταν ο μπαρμπα Χρήστος ο Γκαϊτατζής με την γκάιντα του. Όποιος και νάταν ο χορός κράτησε μέχρι αργά το βράδυ και το μπακίρι γέμισε αρκετές φορές.
 
Παλιά φρουρά, Ντεληιάννης Τέλιος Τατσιούδ, Μπαντόλας, Χρήστος Παρασκεύδ, Δήμος Σιδεράς, Κώτσιους Κυρουβγιούδ, Χρήστος Μουστάκας, Γκόγκος Κορεάτς, Τάκης Τατσιούδ, Χρήστος Ζυμταρούδ, Πατσιατζής, Κουντουθόδωρους, Ρουσνάκς, Ηλίας Γκουτσιούδ, όλοι με το ποτήρι στο χέρι και την γνώριμη ευχή, «σ΄ν πέτρα να φυτρών(ει)».

Ο γάμος στο χωριό κρατούσε ακριβώς μια βδομάδα. Άρχιζε με έθιμα από την Τρίτη και τελείωνε το απόγευμα της Δευτέρας. Είναι Φεβρουάριος του 1955, ημέρα Δευτέρα, μετά το γάμο του Βάιου Τατσίδη και της Παγώνας. Σήμερα γλεντούν όσοι βοήθησαν τις προηγούμενες μέρες να πραγματοποιηθεί ο γάμος. Αυτοί που μαγείρεψαν, που σερβίρισαν, που έπλεναν, οι παράγαμπροι (μπράτμοι) οι παράνυμφες, η κάκκου (αδελφή) και ο μπάτης (αδελφός).
 
Η νύφη, «ντρούμ ντρούμ τα βραχιόλια της βροντούν», θα φέρει, με την γκουμπιλίτσα και τα μπακίρια, από το καλύτερο πηγάδι νερό, να δροσίσει τον πεθερό και την πεθερά. Όταν επιστρέφει η νύφη στο σπίτι το κάρο είναι με τις δυο ρόδες στον αέρα, πάνω στριφογυρίζουν ο πεθερός και η πεθερά και με την κοπάνα από τα πρόβατα στέλνουν το λασπωμένο νερό στα πεθερικά. Ένας χαμός, άγριου και μεθυσμένου γλεντιού, ως που αποκαμωμένοι οι περισσότεροι τραβούν για το σπίτι τους, να αφήσουν ήσυχους τους νιόπαντρους να κάνουν τη «δουλειά τους».
 
Ήμουν εκεί, δεν θυμούμαι όμως αν έγιναν όλα όπως τα περιγράφω. Η φωτογραφία κάτι τέτοιο μαρτυρά. Όλοι είναι σε τρελή-μεθυσμένη χαρά, με πρώτους τα αδέλφια του γαμπρού και της νύφης, τους φίλους και τις φιλενάδες. Νέοι όλοι οι συμμετέχοντες. Μάλλον έτσι έγιναν τα γεγονότα και ο μπαρμπα Λεωνίδας και η λέλιου Ράντου γεύτηκαν το «δροσερό» νερό της νύφης, απόδειξη ότι θα συμπορευτούν με αγάπη, όπως το ήθελε η Σιναπλιώτικη παράδοση, κατάλοιπο αρχαίας Θρακικής,  Διονυσιακής και Βακχικής λατρείας.
 

Μια μοναδική φωτογραφία της ποδοσφαιρικής ομάδας, του 1956. «Δόξα Μεσσούνης», την ονομάζαμε. Με το σορτσάκι από αριστερά, Σούντης (Βασίλης Τατσίδης), Μήτσιος Μινικλιώτς, Μήτσιος Τζιαρνίκς, Βασίλς Τσιαραξής, Βασίλης Γεωργιάδης, Γιώργος σ΄Μανιάτενας (Γιανασόπουλος). Καθισμένοι οι τρεις σωματοφύλακες, με την μπάλα τερματοφύλακας ο Λελές (Ηλίας Τουρτουρούδ), με το κεφάλι ακουμπισμένος ο Τζέλας (Σιδέρης Τσιαρακτσής) και στα πόδια του ο Στεφανάκος Τζιαρνίκς.
 
Όρθιοι πάνω αριστερά ο Τάσος Καραδώνας και ο Μήτσιος  Αγγουρίδης, άγνωστος ο καθισμένος με το καπέλο, μάλλον κατάγεται από τη Σάλπη.
 
Είχαμε και γήπεδο στο μοιρά. Το καλοκαίρι αλώνια και το χειμώνα  γήπεδο. Γραμμές με το σκαλιστήρι και το άροτρο, κάθετα δοκάρια  ξύλινα και τριχιά δεμένη για οριζόντιο. Πολλές προσπάθειες να γίνει επίσημη η ομάδα, που ποτέ δεν τελεσφόρησαν.
 
Κάποτε εξασφαλίσθηκαν επτά ζευγάρια ποδοσφαιρικά παπούτσια και επειδή όλοι ήθελαν να τα φορέσουν, φορούσαν από ένα ποδοσφαιρικό και ένα πάνινο ή λαστιχένιο και αυτά πολλές φορές σε νούμερα δυσανάλογα με τα πραγματικά ή φορούσαν το αριστερό παπούτσι στο δεξί πόδι  Για ποδοσφαιρικές φανέλες χρησιμοποιούσαν το άσπρο φανελάκι με τις ράντες (κασκορσέ), τα δε νούμερα στην πλάτη ήταν γραμμένα με κάρβουνο. Έτσι εμείς οι μικροί θαυμάζαμε τα ταλέντα του χωριού, υποστηρίζοντας ότι είχαμε καλύτερη ομάδα από το Καβακλή.  Ψυχή  της ομάδας ο Τζέλας (Σιδέρης Τσαρακτσίδης) και μέγας προπονητής με Γερμανικά συστήματα προπόνησης και ανάπτυξης,  ο γερμανοτραφής Νικόλας Π. Γιοβανούδης, γνωστότερος  ως Τσιμής.
 
Αξέχαστο θα μείνει στη μνήμη μου το περίφημο: «Βάλτι μι μέσα να σ΄ αναγρίνου», (βάλτε με στον αγωνιστικό χώρο να περάσω ανάμεσά τους, όπως ανάγρεναν το μαλί οι γιαγιάδες μας), που είπε ο Πολυγένης (Πασχάλης Ν. Κυρουβγίδης), αγανακτισμένος από την ανικανότητα και την αναποτελεσματικότητα της ομάδας. 
 

Φεβρουάριος του 1958, Αγίου Τρύφωνος σήμερα και όλοι οι άνδρες του χωριού τιμούν τη μνήμη του στα αμπέλια. Ράντισαν τα κλήματα με τον Αγιασμό που πήραν από το μπαρατσούδ του Παπαμάρου, έφαγαν λίγο παστό με την πέτσα, έψησαν καμιά ρέγκα, ήπιαν το κρασί από τις νταμιτζάνες, χόρεψαν με το ακορντεόν του Μανδραφίδη και ο φωτογράφος αποτυπώνει τις εύθυμες Βακχικές και Διονυσιακές στιγμές τους. Οι περισσότεροι με το μπουκάλι στο στόμα και το πλατύ χαμόγελο, θα στάξουν λίγο κρασί  στη γη, σπονδή για «σ΄ πειθαμέν΄». Αναγνωρίζω τους περισσότερους, ανάμεσά τους ο μικρότερος απ΄ όλους, ο αδικοχαμένος, ο γείτονας και συμμαθητής μου, ο αξέχαστος Βαγγέλης Μητιανούδης με τον Ντέλη τον πατέρα του και δεξιά όρθιος, με το μπουκάλι στο στόμα σε σχήμα σταυρού μάλλον ο Γιώργος του Σουλεμανούδ με έναν άλλο μερακλή.
 
Ο Μουστάκας, έψαξε για αντίπαλο παλαιστή αλλά δεν βρήκε στα μέτρα του, έτσι αυτή τη φορά δεν είχαμε πάλη, όμως νικητής είπε ότι είναι ο ίδιος, αφού κανείς δεν τόλμησε να τον αντιμετωπίσει. 
 

Η νεολαία της Μεσσούνης, χορεύει πάνω στην Εθνική οδό Ξάνθης-Κομοτηνής, με φόντο την ακακία και το καφενείο του Καρά Ιβάν (Γιάννης Παρασκεούδης), ακούγοντας μουσική από το γραμμόφωνό του.
Είναι το 1963, σπάνια περνούν αυτοκίνητα, εδώ γινόταν και η βόλτα τις Κυριακές, με τα πειράγματα και τις γλυκές ματιές.
 
Πρώτος είναι ο Ηλίας Αγγουρίδης, δεύτερος ο Ντώνης ο Καφές με τα καβουράκια της μαγκιάς στο κεφάλι, η Ρούλα με τα κοτσιδάκια, η Ειρήνη, η Ντόντου, η Μαρίκα, ο Μάκης, η Ντότση.
 
Απορώ για τα τσεμπέρια που φορούν οι τέσσερις πρώτες. Ρούλα, μήπως ήταν μόδα!!!! Πες μας σε παρακαλώ, πια είναι η ψηλή και όμορφη κοπέλα δίπλα σου!!!
 
Σας ευχαριστούμε κύριε Βασίλη για τις σπάνιες φωτογραφίες που μας χαρίσατε. Μέσα από αυτές περιηγηθήκαμε στα πρώτα χρόνια της προσφυγιάς, στις μαθητικές αίθουσες και γιορτές, στις παραδοσιακές φορεσιές, στον εορτασμό του Αγίου Τρύφωνα, στην προσωπική εργασία, στις χαρές, στα γλέντια, στους χορούς, στους γάμους, στο ποδόσφαιρο. Στις περισσότερες είσθε παρών, στην αγκαλιά της μάνας,  με το γυμνασιακό καπέλο στο κεφάλι, με το κοντό παντελόνι στο Πόρτο Λάγος, δίπλα στη δασκάλα με το απολυτήριο στο χέρι.
 
Μελαγχολούμε που σήμερα οι παραδοσιακές φορεσιές είναι μουσειακό είδος, το σχολείο χωρίς παιδική φωνή, χωρίς δάσκαλο, κλειστό εδώ και πολλά χρόνια, δεν γίνονται χοροί, χορτάριασε τ΄ «αλανούδ», χάθηκαν τα αλώνια και το γήπεδο, αναγνωρίσθηκε κάποτε η ποδοσφαιρική ομάδα αλλά μαράζωσε και πάλι, η επίσκεψη στη θάλασσα είναι πλέον καθημερινότητα τα καλοκαίρια, όλοι με κοντά παντελόνια, ο Άγιος Τρύφων γιορτάζεται από το σύλλογο στο παρεκκλήσι, δεν υπάρχει πλέον παραδοσιακός αμπελώνας, δεν γίνονται γάμοι στο χωριό, ούτε βόλτα στην άσφαλτο.
 
Ο Θεός να σας δίνει υγεία για να μεταφέρετε γνώση και σοφία σε εμάς, όπως τόσες φορές κάνατε μέχρι σήμερα, στις ιδιαίτερες συνομιλίες μας.
 
Εκείνη η νεολαία της δεκαετίας του πενήντα, η δική σας σειρά, που λίγο λίγο σβήνει, με την εργατικότητα και τον τίμιο ιδρώτα της άλλαξε τη μορφή της Μεσσούνης. Ευτυχώς που ακόμα υπάρχει. Αυτή, η ίδια, είναι που και σήμερα κρατά ακόμη ζωντανή τη ζωή στην ιδιαίτερη πατρίδα μας, στη μικρή μας Μεσσούνη.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.