Γραμματα στην Ασπα – 15

Θέλω μια χώρα…

Κομοτηνή, 25-02-16
 
Καλή μου,
 
Για να είναι κανείς καλός άνθρωπος, δεν χρειάζεται απαραίτητα να είναι και κομμουνιστής. Αλλά για να είναι κομμουνιστής, πρέπει οπωσδήποτε να είναι καλός άνθρωπος. Αυτό πίστευα πάντα και συνεχίζω να το πιστεύω.
 
Δεν μπορεί να λέγεται κομμουνιστής, ένας άνθρωπος που συμπεριφέρεται σαν σκουπίδια στους πρόσφυγες ή τους εκμεταλλεύεται, ένας «άντρας» που δέρνει τη γυναίκα του, ένας ρουφιάνος που ρουφιανεύει τους συναδέλφους του, ένας βολεμένος που διορίστηκε σε μια υπηρεσία και δε πάτησε ποτέ το πόδι του, ένας «γιατρός» με ψεύτικο πτυχίο ή μεταπτυχιακό.
 
Προτιμώ, σε σύγκριση με τους παραπάνω «κομμουνιστές», τους αγνούς ανθρώπους που δεν είναι κομμουνιστές.
 
Πώς μου ‘ρθαν όλα αυτά; Διάβαζα –και πάλι– τον Cahit Stk Taranc (σου’ χα γράψει και παλιότερα γι’ αυτόν) και θυμήθηκα μια συζήτηση που είχαμε κάνει με έναν φίλο ποιητή πριν κάποια χρόνια, για το αν ο καλός ποιητής πρέπει να είναι αριστερός. Και εγώ υποστήριζα πως δεν είναι απαραίτητο αυτό, διότι και ο Σεφέρης δεν ήταν αριστερός, όπως και ο Taranc, αλλά και οι δύο είναι μεγάλοι ποιητές.
 
Ο Taranc, πέρα από μεγάλος ποιητής, είναι και μεγάλη καρδιά. Δες πώς ονειρεύεται τη χώρα του – η ελεύθερη μετάφραση δική μου: 

Θέλω μια χώρα

Θέλω μια χώρα όπου ουρανός είναι γαλάζιος
Το κλαδί πράσινο, το χωράφι κίτρινο•
Να είναι χώρα των πουλιών και των λουλουδιών.
 
Θέλω μια χώρα που να μην υπάρχει ούτε ντέρτι στο κεφάλι
Ούτε νοσταλγία στην καρδιά•
Να δοθεί ένα τέλος στον αδελφοκτόνο πόλεμο.
 
Θέλω μια χώρα που να μην υπάρχει διαφορά
Φτωχός και πλούσιος, εσύ και εγώ•
Τον χειμώνα όλοι να’ χουν σπίτι.
 
Θέλω μια χώρα που η ζωή σ’ αυτήν
Να’ ναι σαν αγάπη, από καρδιά•
Και αν είναι να υπάρχει μόνο ένα παράπονο,
Να’ ναι απ’ τον θάνατο.
 
Εσύ, αλήθεια, πώς ήθελες να είναι η χώρα σου;
 
Μια χώρα κάτω απ’ τη «μπότα» του ευρώ, σε μια ΕΕ ρατσιστική, να πνίγεται από μνημόνια, ανεργία, εξαθλίωση; Μια χώρα που αυτοκτονούν οι άνθρωποι από απελπισία και πιάνουν το δρόμο της ξενιτιάς οι νέοι άνθρωποι; Μια χώρα που δολοφονούνται στα σοκάκια της οι μετανάστες και οι πρόσφυγες και η υστερία του ρατσισμού έχει απλωθεί έτσι ώστε μια ναζιστική συμμορία δολοφόνων να παίρνει μισό εκατομμύριο ψήφους; Μια χώρα που η Αριστερά της –σαν να μην έχει βγάλει μαθήματα απ’ την ιστορία– για λίγα ψηφαλάκια χαϊδεύει τ’ αυτιά τον εθνικιστών-πατριδοκάπηλων «τενεκέδων»; Μια χώρα με το «προοδευτικό» κομμάτι της να μένει «προοδευτικό» μόνο στους μπάφους και τις παρτούζες;
 
Ή μήπως ήθελες, μια χώρα με –χωρίς προϋποθέσεις– δημοκρατία, ανεξάρτητη, ελεύθερη, με το δικό της νόμισμα;
 
Μια χώρα που δε θα υπάρχουν μέσα της φασίστες που μισούν ανθρώπους που –τυχαία– είναι διαφορετικοί απ’ αυτό που –εντελώς τυχαία– είναι αυτοί.
 
Μια χώρα που δε θα υπάρχουν μέσα της άνθρωποι της νεοελληναραδίστικης κουλτούρας του «γαμάω και δέρνω». Δε θα υπάρχουν ρατσιστές, σεξιστές, βιαστές, μισογύνηδες, υποστηρικτές ενός σάπιου ιδεαλισμού.
 
Μια χώρα που οι αριστεροί της δε θα είναι γραφικοί, γραφειοκράτες, άνθρωποι χωρίς χαμόγελο και χιούμορ.
 
Μια χώρα που η αγάπη, ο έρωτας, η φιλία θα είναι από την καρδιά – και όχι από άλλο «όργανο».
 
Εγώ μια τέτοια χώρα θέλω και θα παλέψω γι’ αυτήν μέχρι το τέλος, μέσα στο σπίτι, στη γειτονιά, στο χώρο εργασίας, αλλά και στην Αριστερά μέσα.
 
Δικός σου,
ΜουΤσο
 

Ρόνι Μαργκούλιες

Μετάφραση: Μουσταφά Τσολάκ

Ιστορία των δύο πόλεων
 
Τη μέρα που έκλεισα τα τριάντα τέσσερά μου
σκέφτηκα πως μοίρασα ίσα τη ζωή μου
ανάμεσα στο Λονδίνο και στην Πόλη.
 
Και φέτος μια μέρα, στα σαράντα μου,
καθώς περπατούσα στα σοκάκια του Λονδίνου
αντιλήφθηκα πως κάθε γωνιά, κάθε στάση λεωφορείου,
κάθε άγαλμα, κάθε συστροφή ποταμιού, τα πάντα
μου διηγούνται μια παλιά ιστορία.
(Σαν να χαιρετιέμαι με τον καθένα που συναντώ
καθώς κόβω βόλτες σ’ ένα κεντρικό δρόμο μιας κωμόπολης).
Λες και ένα ζωηρό παιδί, μ’ ένα σουγιά στο χέρι
χάραξε τα γράμματα RM σε κάθε άκρη της πόλης.
 
Ιδού το ξύλινο θρανίο που με την πρώτη μου κοπέλα
την πρώτη μου χρονιά στο Λονδίνο, δίπλα στη γοτθική φιγούρα του Κοινοβουλίου
καθόμασταν τις ηλιόλουστες μέρες,
και ο πεζόδρομος δίπλα στον σιδηρόδρομο
που φαντάζει πως θα λυγίσει και θ’ ακουμπήσει στο ποτάμι.
Απέναντι έβλεπα γαλλικές ταινίες μόνος μου.
Η μοναξιά μου, απ’ τη μια μου έδινε μια περίεργη υπερηφάνεια,
φόβο απ’ την άλλη και στενοχώρια
(και με πιάνει ένα συναίσθημα πού και πού ακόμα,
σαν τη γεύση ενός φαγητού που θυμάται κανείς ακόμα)
 
Ιδού, στην απέναντι γωνιά με τα πράσινα δερμάτινα καθίσματα
και τα ξύλινα τραπέζια, το μπαρ The Swan:
πριν περάσει ακόμα ένας χρόνος από τότε που ήρθαμε
με τον Χουλουσί και τον Μεχμέτ, τον έναν μου τον πήρε μια γυναίκα
και τον άλλον ο καρκίνος του παγκρέατος.
Ιδού το καρτοτηλέφωνο που μίλησα για στερνή φορά με την Έλσα
(μια σύντομη ομιλία, μου είχε μείνει η τελευταία μάρκα).
Και η επιχείρηση στην οποία πούλησα τη πρώτη μου σοσιαλιστική εφημερίδα
(Ένας γέρος Ινδός μεταλλεργάτης ήταν: «Από μένα πέρασε» είχε πει
«αλλά δοκιμάστε και εσείς, άιντε»)
 
«Μην πίνεις όταν είσαι στενοχωρημένος» είχε πει ο πατέρας μου,
«το αλκοόλ κάνει χειρότερα τον άνθρωπο, όταν είναι άκεφος». Είχε δίκιο:
Κάθε βράδυ έπινα όταν περίμενα το θάνατό του.
Η Cerrahpaa* που φαντάζει ένα προϊστορικό θεριό που
μόλις βγήκε απ’ τη θάλασσα, στην άκρη του παραλιακού δρόμου,
μου φαινόταν τρομακτική πάντα, απ’ τα παιδικά μου χρόνια.
Και τώρα ώρες ώρες δε μπορώ να μην νιώθω τον εαυτό μου
σαν ένας καλλιτέχνης-παιδί σε τουρνέ:
Σαν σκηνή μου φαίνεται το Λονδίνο καμιά φορά,
το έργο στ’ αγγλικά και οι περισσότεροι απ’ τους ηθοποιούς απ’ την Τουρκία.
 
Εκείνο το βράδυ ένας γέρος τουρίστας με σταμάτησε,
με ρώτησε μια διεύθυνση που κάθε μέρα περνάω από μπροστά.
Δίστασα. Δε ξέρω τι πέρασε απ’ το νου μου,
«Συγγνώμη» του είπα, «δεν είμαι Λονδρέζος εγώ».
 
* Η Cerrahpaa είναι ένα νοσοκομείο στην Πόλη, στο οποίο απεβίωσε ο πατέρας του ποιητή.
 
Βορ
 
Τους καλοκαιρινούς μήνες, στην Yeilky
Παίζαμε μπάσκετ για ώρες
Ο Μισέλ, εγώ, ο Αγκόπ, ο Αρά και ο Άρετ
Στην αυλή ενός παλιού ρωμαίικου σχολείου.
 
«Βορ, είπαμε» απαντούσαμε
Όταν μας χαιρετούσαν λέγοντας «Βορ»
Και ξεκαρδιζόμασταν αντικριστά.
«Κώλος» σήμαινε στ’ αρμένικα.
 
Ήταν υπερβολικά μεγάλη η αυλή του Άρετ
(ούτως ώστε έγιναν τρεις πολυκατοικίες εκεί αργότερα):
Σε μια άκρη μαζεύαμε σύκα
Στην άλλη παίζαμε μπάλα πέντε κολλητάρια.
 
Ο Άρετ και ο Αρά πήγαν στην Αμερική μετά,
Εγώ στο Λονδίνο. Απ’ τον Αγκόπ δεν έχουμε νέα.
 
Μόνο ο Μισέλ είναι αυτός που έμεινε στην Πόλη ακόμα.
Το πέντε μειώθηκε σε ένα, σε είκοσι χρόνια.
 
Και αν πλέον δε λένε Βορ, στα σοκάκια μιας πόλης,
Δεν είναι αυτή η Πόλη, η πόλη μου.
Αυτή που μ’ έπλασε ήταν άλλη πόλη.
Αυτή ξέρω εγώ, γι’ αυτή μιλώ,
Αυτή νοσταλγώ.
 
Τηλέφωνο
 
Για το θάνατο του παππού μου, μετά από ένα δισταγμό,
μ’ είχε ενημερώσει ο πατέρας μου απ’ το τηλέφωνο. Του πατέρα μου ο θείος μου.
Αυτή τη φορά, αυτή που διστάζει είναι η μάνα μου: Ο Ατακάν.
Σαν ατελείωτη είναι εκείνη η στιγμή, που παγώνεις στο τηλέφωνο.
 
Με μια άλλη οργή αρχίζουν το θρόισμα τα δέντρα
όταν ξυπνάς μ’ αυτό το τηλέφωνο ένα ξημέρωμα
και καμιά φορά μες στον Ιούλη, σ’ αυτή τη χώρα,
είναι σαν να σου ‘ρχεται το φθινόπωρο απότομα.
 
Ίσως να έχει ξεχαστεί με τη χαρά ενός λεπτού του Ιουνίου ήλιου
για λίγες μέρες αλλά,
σε κάτι τέτοιες μέρες καταλαβαίνει επιτέλους κανείς:
όλες οι ζωές είναι λειψές, όλοι οι θάνατοι άκαιροι.
 
*Ο Ρόνι Μαργκούλιες είναι ποιητής, διδάκτωρ οικονομολογίας και δημοσιογράφος.
 

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.