Γραμματα στην Ασπα – 11

Η ηλεκτρισμένη μορφή του έρωτα

Κομοτηνή, 9-12-2015
 
Συντρόφισσα,
Ξύπνησα σήμερα, μ’ ένα μήνυμα. Το οποίο έλεγε:
«2 χρόνια πριν, τέτοια στιγμή δεν μπορούσα να κοιμηθώ γιατί σε σκεφτόμουν, εσένα που γνώρισα πριν δυο χρόνια σαν χθες και ερωτεύτηκα από την πρώτη νύχτα, σαν χθες. Θυμάσαι; Ήταν εκείνο το πάρτυ στην παλιά νομική που ψάχναμε ο ένας τον άλλο.. 6 Δεκέμβρη καίγεται κάθε φορά η πόλη, 6 Δεκέμβρη κάθε φορά θα καιγόμαστε κι εμείς. Δε σε ξεχνάω.»
 
Όταν διάβαζα αυτά, θυμήθηκα τον Λένιν που έλεγε πως «ο κομμουνισμός είναι η ηλεκτρισμένη μορφή του σοσιαλισμού». Ναι. Και ο έρωτάς μας με την κοπέλα που γράφει τα παραπάνω, θεωρώ πως ήταν η ηλεκτρισμένη μορφή του έρωτα.
 
«Ο χωρισμός είναι συμπεριλαμβανόμενος στον έρωτα» έλεγε ο Attilâ İlhan, «οι χωρισμένοι συνεχίζουν να είναι μαζί / δε μπορούν καμιά στιγμή να ζήσουν χωρίς τον άλλο / τα πάντα έχουν σχέση μ’ εκείνο».
 
Σου είχα υποσχεθεί πως κάποια στιγμή θα σου μεταφράσω τα ποιήματα του Attilâ İlhan. Του ανθρώπου, που μετά τον Nâzım Hikmet, είναι ο κορυφαίος για μένα. Ο άνθρωπος που μ’ έκανε ν’ αγαπήσω την ποίηση. Ο άνθρωπος που μ’ έκανε να γίνω αριστερός (άσχετα που ο ίδιος κατάντησε κάτι άλλο στα τελευταία του χρόνια). Αυτός που έχει γράψει το ποίημα («Λεωφόρος Ομίχλης») που κάθε φορά που το διαβάζω μου θυμίζει εσένα.
 
Την ώρα που χανόμουνα μέσα στις σκέψεις και το δωμάτιό μου ήταν ακατάστατο –παντού σημειώσεις, μεταφρασμένα ποιήματα και κείμενα, εφημερίδες, περιοδικά, βιβλία– ήρθε ο Λέων. «Τι έγινε μικρέ» μου είπε ειρωνικά, «τα κάναμε σκατά πάλι;»
 
Γέλασα. «Πάμε να κάτσουμε να πιούμε κάνα τσίπουρο και να σου πω» του είπα. Πήγαμε στο τσιπουράδικο που πάμε πάντα. Και αρχίσαμε να λέμε: έρωτας, αιώνιος έρωτας, ηλεκτρισμένη μορφή έρωτα, ποίηση, νεολαία, πατριωτισμός και Αριστερά…
 
«Ένα ένα» μου είπε, «τα ‘χεις μπερδέψει όλα, ως συνήθως».
«Ναι» του είπα, «και ξέρεις πως μ’ αρέσει αυτό το «επικίνδυνο» πράγμα. Να τα μπερδεύω και να τα διασκορπίζω».
 
«Δεν είναι καλό αυτό» είπε και συνέχισε:
 
«Το ερώτημα που θέτεις είναι απλό: Μπορεί ένας άνθρωπος να αγαπήσει δύο ή παραπάνω ανθρώπους ταυτόχρονα; Η απάντηση σ’ αυτό δεν είναι απλή, αλλά αντιθέτως περίπλοκη. Ένας σκληροπυρηνικά ρομαντικός, θα σου έβαζε το δίλημμα: Αν έπεφταν απ’ το γκρεμό τα άτομα (οι γυναίκες) που αγαπάς και μπορούσες να σώσεις μόνο ένα (μια) ποιο (ποια) θα έσωζες; Αυτός είναι ένας τρόπος σκέψης. Εγώ θα σου έθετα άλλο δίλημμα: Για ποια θα παρατούσες την Μπεσίκτας;
 
Πέρα απ’ τη πλάκα, εσύ θες να ζήσεις. Θέλεις πριν πεθάνεις να πεις «Ναι ρε γαμώτο, έζησα, έγραψα, ερωτεύτηκα, δημιούργησα, είδα πολλά μέρη του κόσμου, δοκίμασα όλα τα φαγητά, δοκίμασα κάθε είδους ποτά, αγάπησα όλες τις γυναίκες του κόσμου, πάλεψα για ειρήνη, δημοκρατία, ελευθερία, ισότητα».
 
Η μια είναι, ίδια με σένα. Είναι το θηλυκό εσύ. Αυτό σε κάνει να συγκινηθείς. Σε κάνει να ενθουσιάζεσαι. Σε κάνει να τρομάζεις ταυτόχρονα ή ακόμα να φοβάσαι. Γιατί φοβάσαι τον εαυτό σου. Και επειδή είσαι «κλασικός Τούρκος», όσο και να προσπαθείς να το αποφεύγεις, προκαλείς απέναντι στο φόβο, στο θάνατο, στο καταστροφικό.
 
Η δεύτερη περίπτωση, είναι «το άλλο σου μισό» που το έχεις χάσει – αυτό που σε ολοκληρώνει, διαφωνεί μαζί σου, ώρες ώρες είναι πιο μπροστά και ώρες ώρες πιο πίσω, ώρες ώρες πιο δογματικό, ώρες ώρες πιο επαναστατικό. Αλλά το έχεις χάσει και μάταια περιμένεις να ξαναγυρίσει.
 
Συμπερασματικά, υπάρχει και ο τρίτος δρόμος, που πρέπει να ψάξεις να τον βρεις. Μια τρίτη πληγή, μια τρίτη εμπειρία, με λίγα λόγια μια τρίτη προσπάθεια δε θα σου κάνει κακό. Αντιθέτως θα σου φέρει περισσότερη σοφία.
 
Όσον αφορά τον Attilâ İlhan, θα συμφωνήσω μαζί σου. Και να ξέρεις ότι το αγαπημένο μου ποίημά του είναι η Μαρία Μισσακιάν:
«ιδού πάλι βράδιασε Αττίλα Ιλχάν
εξάλλου είσαι μόνος και ξένος στο φθινόπωρο
ίσως να είναι στο Παρίσι η Μαρία Μισσακιάν
μ’ ένα πόνο σταυρού στις παλάμες της
και ένα βράδυ μιζέριας
στραγγαλίζοντας το Παρίσι
σαν να στραγγαλίζει το παιδί της
σχεδιάζει να φύγει σε σένα κάθε βράδυ»

 
Άναψε τσιγάρο. «Πρέπει να φύγω» είπε, «για το «πατριωτισμός και Αριστερά» και τις σάπιες θέσεις του Attilâ İlhan πάνω σ’ αυτό το θέμα θα κουβεντιάσουμε άλλη στιγμή. Ξαναδιάβασε τη “Προδομένη Επανάσταση” και ρίξε μια ματιά στο βιβλίο που σου ‘φερα με τα κείμενα των Μαρξ και Έγκελς για τη θρησκεία. Και πιες και καμιά βότκα για μένα, τώρα, στις γιορτές».
 
Και έφυγε.
Εγώ ψιθύριζα τους στίχους απ’ τον Attilâ İlhan:
 
«για να μην μοιάσει
στην κρύα ερήμωση
ενός νεκρού πλανήτη
η μοναξιά θα μοιράζεται
με έναν συνένοχο εραστή»

 
Δικός σου,
ΜουΤσο 

Ρόνι Μαργκούλιες

Μετάφραση: Μουσταφά Τσολάκ
 
Σαν αμανές
 
Ήταν σαν να βρέχει πάνω στη θάλασσα,
δηλαδή το νερό να φτάνει σε νερό,
 
σαν ένα συγκινημένο «Φάνηκε η στεριά!»
μετά από ένα πολύ μακρινό ταξίδι,
 
σαν να μπαίνει μια άκατος στο λιμάνι σιγανά,
δηλαδή σαν να είναι τα πάντα όπως πρέπει
 
ίσως εκεί που είχε πέσει στην απελπισία μετά από αβεβαιότητα
σαν να κοιμάται κανείς, όσο τραβάει η ψυχή του, σ’ ένα δωμάτιο ξενοδοχείου
 
σαν να χωρίζουν τα δίχτυα τους στη στεριά οι γέροι ψαράδες,
δηλαδή σαν την πείρα των ετών,
 
σαν να βλέπει ένα ψάρι την πετονιά μέσα στο νερό,
δηλαδή ήταν κάτι σαν να βλέπει κανείς το αόρατο,
 
ήταν σαν μια μοναδική φοινικιά σ’ ένα ερημονήσι
ήταν ένα αναπόφευκτο πράγμα, μοναδικό, ανεπανάληπτο.
 
Τι να πει κανείς, θεέ μου, τι μπορεί να πει κανείς,
εγώ που δεν πιστεύω, ήταν κάτι σαν πίστη
 
και όπως όλα αυτά που ανέφερα και άλλα διάφορα,
ξεγελαστήκαμε πάλι, παρ’ όλα αυτά:
Έχει τελειώσει.
 
 
Πολύγλωσσος
 
Δεν έχω αμφιβολία, θα πεθάνω μόνος.
Ήδη σβέλτα
ο παππούς μου, ο πατέρας μου, η Έλσα
μειώνονται αυτοί που αγαπώ.
 
Δε με τρομάζει ο ίδιος ο θάνατος
-αυτό που είναι τρομακτικό είναι ο θάνατος των άλλων-
αλλά το να πεθάνω μόνος, δε ξέρω για ποιο λόγο,
μου παγώνει το αίμα, όταν το σκέφτομαι.
Είναι μάταιος κόπος αλλά, γράφω σε δύο γλώσσες
και μιλάω σε τρεις με τους ανθρώπους.
Και αν και δε θα είναι κανείς δίπλα μου, να μ’ ακούσει
θα παραμιλάω σε τρεις γλώσσες ετοιμοθάνατος.

 
 Όνειρο
 
Χθες το βράδυ ήρθε κοντά μου πάλι η Έλσα.
Τρία χρόνια έχουμε να ιδωθούμε. Πέθανε
και αυτηνής ο πατέρας. Μου τα είπε λεπτομερώς.
Έκλαψε. Και μέσα στο μισοσκόταδο του δωματίου μου
 
εκεί που πλησίαζα το μάγουλό μου στο μάγουλό της
(αν ακουμπούσε δε θα ήμασταν πλέον ποτέ μόνοι)
χάθηκε στο σκοτάδι. Αυτό που γίνεται καμιά φορά
ξέρει πως βλέπει όνειρο ο άνθρωπος την ώρα που το βλέπει
 
και θέλει να παρέμβει σ’ αυτά που γίνονται στ’ όνειρο
πόσο προσπάθησα να ξαναδώ το μάγουλο εκείνο!
(Αν μπορούσα ν’ ακουμπήσω δε θα ξέραμε πλέον τι είναι η μοναξιά)
 
Ξύπνησα μετά. Ένα αχνό φεγγάρι. Κουρτίνα.
Ιδού εγώ. Ιδού η ζωή μου, ιδού μια μέρα ακόμα.
Ξανακοιμήθηκα. Μήπως και γίνουν όλα διαφορετικά αυτή τη φορά.
 
 
Το τραγούδι μας
 
Tu vois, je n’ai pas oublie
Le chanson que tu me chantait
 
Αυτά που μου θυμίζουν την Έλσα
είναι λιγότερα απ’ αυτά που δεν μου την θυμίζουν.
Αναπόφευκτο.
Συνειδητοποιώ όχι αυτά που μοιραστήκαμε
αλλά αυτά που δεν έχουμε μοιραστεί.
 
Πλέον είναι τόσα πολλά τα τραγούδια που όταν ακούω
δεν μπορώ να πω «Κοίτα, το δικό μας τραγούδι».
Με κάθε βιβλίο που διαβάζω
προστίθεται ένα καινούργιο θέμα σ’ αυτά που δε συζητήσαμε·
οι καινούργιες ταβέρνες που ανακάλυψα, οι πόλεις που πήγα,
αυτά που μου ‘ρχονται στο νου τα μεσάνυχτα.
 
Πέρα απ’ αυτά που μοιραστήκαμε και αυτά που δεν μοιραστήκαμε
κρατάνε ένα σημαντικό χώρο στη ζωή μου.
Δεν ήταν άνευ σημασίας οι φτηνές ευαισθησίες.
Διότι συνειδητοποιώ τα τραγούδια που δεν είναι «δικά μας».
Συνειδητοποιώ ακόμα.

 
 
*Ο Ρόνι Μαργκούλιες είναι ποιητής, διδάκτωρ οικονομολογίας και δημοσιογράφος.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.