«…Γιατι τα Χριστουγεννα ειναι για ολους…»

Ο ψιλόλιγνος άνδρας που κοιτούσε μελαγχολικά πίσω από τα παράθυρο τις χιονονιφάδες που έπεφταν αθόρυβα εκείνο το παγωμένο πρωινό του Δεκέμβρη, ήταν απροσδιορίστου ηλικίας. Η λεπτή σιλουέτα του μαζί με την παντελή απουσία της τόσο συνηθισμένης «κοιλίτσας» που αποκτούν οι περισσότεροι συνομήλικοί  του από μια ηλικία και μετά, σε συνδυασμό με το καλοδιατηρημένο, λαμπερό δέρμα και την αθλητική κορμοστασιά του, ξεγελούσαν τους περισσότερους από αυτούς που έτυχε να γνωρίζουν τον μοναχικό κύριο Έϊντζελς.
    
Οι γκρίζες πινελιές που ο χρόνος είχε αφήσει στα άλλοτε κατάμαυρα πυκνά μαλλιά του, δεν χαλούσαν ούτε στο ελάχιστο την εικόνα του. Αντιθέτως μάλιστα, ήταν εκείνες που μαζί με τα καταγάλανα μάτια και την ελαφρώς γαμψή μύτη του, του προσέδιδαν μια ελκυστική αρρενωπότητα. Γι’ αυτό και οι περισσότεροι συμπολίτες του δεν τον έκαναν πάνω από σαράντα.

Αν όμως κάποιος παρατηρούσε πιο προσεκτικά, εύκολα θα διέκρινε τις λεπτές μεν, αλλά ευδιάκριτες με την πάροδο του χρόνου ρυτίδες γύρω από το στόμα και τα μάτια του μεσήλικου κυρίου Έϊντζελς. Αλλά αυτό που πρόδιδε κατάφορα την ηλικία του, η οποία πλησίαζε ολοταχώς τη δύση της πέμπτης δεκαετίας της ζωής του, ήταν τα μάτια του και κυρίως το βλέμμα του. Ήταν ένα βλέμμα, άτονο, σκοτεινό, που δεν μπορούσε να κρύψει την αντάρα και τον πόνο που έκρυβε στην ψυχή του ο μοναχικός άνδρας. Ήταν ένα βλέμμα που φανέρωνε απροκάλυπτα το παράπονο και την πικρία του απ’ τη ζωή που δεν του είχε φερθεί όπως του άξιζε. Ήταν το βλέμμα ενός ανθρώπου παραιτημένου από τη ζωή και τις χαρές που αυτή φέρνει.

Ο Κουρτ Έϊντζελς περιέφερε το βλέμμα του από τα χιονισμένα ελατάκια της αυλής του στην κίνηση του δρόμου μπροστά από το σπίτι του και στη φωτισμένη επιγραφή που έβαζαν κάθε χρόνο οι γείτονές του στο παράθυρό τους. «Καλά Χριστούγεννα», έγραφε η επιγραφή και τα πορτοκαλί λαμπάκια της αναβόσβηναν συνεχώς ζαλίζοντάς τον. Ο Κουρτ αναστέναξε βαθιά και έστρεψε γοργά το βλέμμα του στους πεζούς που διέσχιζαν βιαστικά τον δρόμο κουκουλωμένοι με γάντια και κασκόλ για να προστατευτούν από το τσουχτερό κρύο που συνόδευε τις παχουλές χιονονιφάδες.

Σε τρεις μέρες ήταν Χριστούγεννα, αυτός όμως δεν είχε κανέναν απολύτως λόγο να είναι χαρούμενος. Όχι πως ήταν μίζερος και δεν χαίρονταν με τη χαρά των άλλων, κάθε άλλο. Τα τελευταία όμως δέκα χρόνια της ζωής του, η 25η του Δεκέμβρη ήταν μια μέρα θλιβερής μνήμης γι’ αυτόν. Κάθε χρόνο τέτοιες μέρες θυμόταν την Έλσα πιο έντονα από ποτέ. Όχι δηλαδή πως τον υπόλοιπο χρόνο κατάφερνε να τη βγάζει από το μυαλό του, αλλά εκείνες τις γιορτινές μέρες η ανάμνησή της γινόταν τόσο ζωντανή που ήταν σαν να την είχε δίπλα του, κι ας μην βρισκόταν πια εκείνη στη ζωή.

Η Έλσα ήταν το άλλο του μισό. Ήταν ο άνθρωπος που είχε καταφέρει να απαλύνει τους καημούς που του είχε αφήσει η ταραγμένη παιδική του ηλικία. Ήταν εκείνη που με το ζεστό της χαμόγελο κατάφερνε πάντα να διώχνει και τις πιο απαισιόδοξες σκέψεις του. Και ήταν εκείνη που πάντα του έδινε κουράγιο και δικαιολογούσε τις ατασθαλίες του. Μπορούσαν ώρες ολόκληρες να κάθονται στο σπίτι και να ακούν μουσική, να διαβάζουν μαζί, ακόμη και να μαγειρεύουν παρέα, αφού τα γούστα τους στην τέχνη, στη λογοτεχνία και το φαγητό ταυτίζονταν απόλυτα. Ο Κουρτ δεν ήξερε τι ακριβώς είναι μία «αδελφή ψυχή», αλλά ήταν σίγουρος πως αν όντως υπήρχε κάτι τέτοιο, τότε θα είχε απαραιτήτως τη μορφή της Έλσας. Με κανέναν άλλον άνθρωπο δεν είχε καταφέρει να νιώσει έτσι, ούτε πριν τη γνωρίσει, αλλά ούτε και μετά τον ξαφνικό χαμό της.
 
****

 Ήταν 25 του Δεκέμβρη πριν από δέκα ακριβώς χρόνια. Εκείνη είχε πάει από την προηγούμενη μέρα με το αυτοκίνητο στη διπλανή πόλη για να επισκεφτεί τους δικούς της και να τους ανακοινώσει την απόφασή τους να παντρευτούν. Εκείνος δεν την είχε ακολουθήσει λόγω του φόρτου εργασίας που είχε στο γραφείο και είχε προτιμήσει να μείνει μόνος για να δουλέψει. Από εκείνη την ημέρα μετάνιωνε κάθε ώρα και στιγμή γι’ αυτή του την απόφαση. Γιατί αυτή ακριβώς του η απόφαση ήταν η αιτία που δεν βρισκόταν στο αυτοκίνητο μαζί της όταν έγινε το κακό, ανήμερα το πρωί των Χριστουγέννων… Βέβαια, δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτε για να την προστατέψει από την βαρυφορτωμένη με κορμούς δένδρων νταλίκα που γλίστρησε ξαφνικά στον χιονισμένο δρόμο και έφυγε από την πορεία της με αποτέλεσμα να λιώσει το μικροσκοπικό Μίνι Κούπερ της σαν καρυδότσουφλο, πριν καρφωθεί στη χιονισμένη βουνοπλαγιά, με τον τυχερό οδηγό της να γλιτώνει την ανάσα του χάρου με λίγες μόνο γρατζουνιές και ένα σπασμένο πόδι. Φυσικά και δεν θα μπορούσε να είχε κάνει κάτι, θα ήταν όμως μαζί της στον θάνατο και αυτό θα του έφτανε…

Τώρα είχε μείνει πίσω με μοναδικό σύντροφο την αβάσταχτη μοναξιά και το διηνεκές πένθος του. Τίποτε δεν μπόρεσε να τον παρηγορήσει και να τον βγάλει από τη μαύρη απελπισία του, ούτε η συμπαράσταση και το μοίρασμα της θλίψης με τους χαροκαμένους γονείς της Έλσας, ούτε ο μοναδικός στενός φίλος του ο Βίλχελμ, ούτε η τεράστια αποζημίωση και η δικαστική δικαίωση των γονιών της Έλσας, που απέδωσε το δυστύχημα στην κακή κατάσταση της νταλίκας και στα πολυκαιρισμένα και χωρίς αντιολισθητικές αλυσίδες λάστιχά του.

Ο Κουρτ σκούπισε τα λιγοστά βουβά δάκρυα που κύλησαν στα μάγουλά του εξ’ αιτίας της οδυνηρής ανάμνησης και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα. Αφού έσβησε τη δίψα του με νερό από το ψυγείο, πλησίασε το πορτ μαντώ στο χωλ της μονοκατοικίας του και ξεκρέμασε το παχύ καρό κασκόλ, το κασκέτο και το παλτό του. Αφού τα φόρεσε με αργές, μακρόσυρτες κινήσεις, έβαλε τα μποτάκια του και βγήκε στον παγωμένο αέρα.

Το χιόνι είχε τώρα σταματήσει να πέφτει και ένας χλωμός ασθενικός ήλιος επιχειρούσε τώρα να φωτίσει την πόλη, αλλά και τη σκοτεινή καρδιά του Κουρτ που αισθάνθηκε κάπως καλύτερα και αποφάσισε να κατευθυνθεί προς το πάρκο το οποίο βρισκόταν κοντά στο σπίτι του. Η μικρή λιμνούλα που υπήρχε στο κέντρο του πάρκου και γέμιζε τα καλοκαίρι με κάθε λογής πετούμενα, ήταν τώρα παγωμένη και η θέα της σε συνδυασμό με τα γυμνά και σκεπασμένα με ένα λεπτό στρώμα χιονιού κλαδιά των δένδρων άρεσε πολύ στον Κουρτ.

Κάθισε σε ένα παγκάκι απολαμβάνοντας τη μοναξιά και την ησυχία του πάρκου που βρισκόταν σε απόλυτη αρμονία με την κατήφεια της ψυχής του. Ένα σπουργιτάκι τον πλησίασε με μικρά διστακτικά πηδηματάκια, καφέ πινελιά σε ολόασπρο φόντο, και τον κοίταξε κουνώντας το κεφαλάκι του. Ο Κουρτ ανασήκωσε τα χέρια του μονολογώντας «Τι να σου κάνω, δεν έχω φαί!», τρομάζοντάς το μικρό πουλάκι άθελά του και κάνοντάς το να πετάξει μακριά.

Ο Κουρτ έβαλε τα χέρια στις τσέπες του και βάλθηκε να αναπολεί για άλλη μία φορά τη μίζερη και άτυχη ζωή του, την ορφάνια των παιδικών του χρόνων και την κακομεταχείρισή του σε δουλειές του ποδαριού, πριν καταφέρει μετά κόπων και βασάνων να σπουδάσει λογιστική και να πιάσει δουλειά στο γραφείο ενός μεγαλολογιστή βοηθώντας τον, δουλειά που διατηρούσε μέχρι και σήμερα. Πριν δέκα πέντε χρόνια ακριβώς την είχε βρει αυτή τη δουλειά, την ίδια χρονιά δηλαδή ακριβώς που είχε γνωρίσει την Έλσα και είχαν αρχίσει όλα να πηγαίνουν επιτέλους δεξιά στην ταλαίπωρη ζωή του. Η Έλσα όμως, δυστυχώς γι’ αυτόν, είχε αποδειχτεί ένα άπιαστο όνειρο που διήρκεσε πέντε μόνο χρόνια, τα μοναδικά ευτυχισμένα χρόνια της ζωής του…. Από τότε η ζωή του συνέχισε να διατηρεί τον δυσοίωνο από τη μέρα που γεννήθηκε, όπως ο ίδιος πίστευε, προσανατολισμό της και η αλήθεια είναι ότι δεν έκανε πλέον καμία ειλικρινή προσπάθεια για να τον αλλάξει. Είχε δηλώσει προ πολλού παραίτηση από το δύσκολο αυτό επάγγελμα, το επάγγελμα του ευ ζην.

Μία κόκκινη μπάλα που κύλισε ξαφνικά κάτω από το παγκάκι του διέκοψε τις σκέψεις του. Δίχως να το πολυσκεφτεί έσκυψε να την πιάσει και χτένισε με το βλέμμα του το παγωμένο τοπίο γύρω του προκειμένου να βρει τον κάτοχό της. Ένα μικρό αγόρι απέναντί του, θα ‘ταν δεν θα ‘ταν γύρω στα οκτώ, κοιτούσε ανήσυχα τριγύρω.

«Α, είναι ο μικρός από το διπλανό σπίτι», σκέφτηκε ο Κουρτ και πριν προλάβει να του φωνάξει, ο μικρός τον εντόπισε να κρατάει την μπάλα του και βρέθηκε ευθύς δίπλα του με μικρά πηδηματάκια. Ήταν ένα λεπτό, ψηλό παιδί με καστανόξανθα μαλλιά και με μεγάλα σοβαρά καστανά μάτια που σπινθήριζαν. Ένα μεγάλο ξανθό τσουλούφι σκέπαζε τα φρύδια του, φτάνοντας σχεδόν ως τα μάτια του.

Ο Κουρτ χαμογέλασε και του έτεινε την μπάλα.

-Πώς σε λένε;, τον ρώτησε. Είσαι πολύ γενναίος αφού βγήκες να παίξεις με τόσο κρύο!
-Σε ξέρω, απάντησε ο μικρός αγνοώντας τα λεγόμενά του και αρπάζοντας τη μπάλα από τα χέρια του ενήλικα. Είσαι ο κύριος Έϊντζελς που μένει δίπλα μας! Η μαμά μου λέει πως είσαι πολύ παράξενος. Γιατί είσαι συνέχεια μόνος;
-Μου αρέσει να είμαι μόνος μου, απάντησε αμέσως ο Κουτ διασκεδάζοντας με τις παιδικές ερωτήσεις του μικρού και καταπίνοντας την όποια αμηχανία του δημιουργούσε η ειλικρίνεια του παιδιού.
-Η μαμά μου λέει πως κανείς δεν πρέπει να είναι μόνος του, ειδικά τώρα τα Χριστούγεννα.
-Εμένα όμως δεν μου αρέσουν τα Χριστούγεννα…
-Μα γιατί; Αφού τα Χριστούγεννα είναι για όλους!, διαμαρτυρήθηκε ο μικρός.
-Τα Χριστούγεννα είναι κυρίως για τα παιδιά και για αυτούς που έχουν οικογένεια, αντιγύρισε ο Κουρτ με ένα μελαγχολικό χαμόγελο κουνώντας ελαφρά το κεφάλι του πέρα δώθε.
-Δεν είναι έτσι! Κανείς δεν πρέπει να είναι μόνος τα Χριστούγεννα!, διαφώνησε έντονα εκείνος και την ίδια στιγμή ακούστηκε μια γυναικεία φωνή να φωνάζει: 
-Πού είσαι αγόρι μου; Μην απομακρύνεσαι σε παρακαλώ!
-Εδώ είμαι μαμά, με τον κύριο Έιντζελς από δίπλα!, αποκρίθηκε δυνατά το παιδί και την ίδια στιγμή ξεπρόβαλε στο πλάι τους μια παχουλή γυναίκα με όμορφο ολοστρόγγυλο πρόσωπο και ξανθές μπούκλες. Ήταν η μαμά του μικρού Λούντβιχ, η Φρίντα. Μόλις αντίκρισε τον γιο της να συνομιλεί με τον απόμακρο παράξενο γείτονά της, έβαλε τα χέρια προστατευτικά γύρω από τους ώμους του Λούντβιχ και χαιρέτησε ευγενικά, αλλά κάπως απόμακρα τον Κουρτ. Την ίδια όμως στιγμή μετάνιωσε για τη ψυχρή συμπεριφορά της, αφού ο κύριος Έϊντζελς μπορεί να ήταν μεν γνωστός ως παράξενος και μοναχικός άνθρωπος στη γειτονιά, σε καμία όμως περίπτωση δεν θεωρούνταν επικίνδυνος ή κακός, καθώς ήταν γνωστός για τις αγαθοεργίες του και τη συμμετοχή του σε κάθε λογής εράνους. Εκείνος σηκώθηκε, της χάρισε ένα αδέξιο χαμόγελο και τη χαιρέτησε εγκάρδια με τη σειρά του. Μετά στράφηκε ξανά στο παιδί για να κρύψει την αμηχανία του:
-Δεν μου είπες το όνομά σου. Μένουμε δίπλα και ούτε το ξέρω!
-Λούντβιχ με λένε και τη μαμά μου Φρίντα, απάντησε εκείνος και στράφηκε στη μαμά του:
-Μαμά εσύ δεν μου έλεγες ότι κανείς δεν πρέπει να είναι μόνος τα Χριστούγεννα;
-Ναι αγόρι μου, έτσι είναι…, απάντησε αυτή κάπως αμήχανα, σπρώχνοντας με το χέρι της προς τα πίσω το τσουλούφι που σκέπαζε τα μάτια του.
-Ο κύριος Έϊντζελς λέει ότι δεν του αρέσουν τα Χριστούγεννα και ότι θα είναι μόνος του!, συμπλήρωσε με αγανάκτηση ο Λούντβιχ, κάνοντας στο λεπτό τα μάγουλα του Κουρτ να πάρουν το πορφυρό χρώμα του ρόδου, και συνέχισε με όλη την αφέλεια που έχουν τα παιδιά όταν συζητούν πράγματα κατά κανόνα απλά, αλλά τόσο περίπλοκα για τους μεγάλους:
-Να πάμε αύριο που είναι παραμονή να του κάνουμε παρέα για να μην είναι μόνος;
-Ε, θα δούμε αγόρι μου, απάντησε αμήχανα η Φρίντα και ο Κουρτ συμπλήρωσε:
-Δεν με νοιάζει που μένω μόνος μου, έχω συνηθίσει, αλλά μπορείς αν θέλεις και αν φυσικά σε αφήνουν οι γονείς σου, να έρθεις να δεις το σπίτι μου. Δεν έχω συχνά κόσμο είναι η αλήθεια, αλλά για σένα θα κάνω μια εξαίρεση γιατί σε συμπάθησα!, είπε χαμογελώντας και δεν έλεγε ψέματα. Το μικρό αυτό αγόρι είχε καταφέρει με την αφοπλιστική ειλικρίνεια που μόνο τα παιδιά έχουν, να τον κάνει να χαμογελάσει.
-Έχεις και το ίδιο όνομα με έναν αγαπημένο μου μουσικοσυνθέτη!, συνέχισε ο Κουρτ.
-Ναι, ξέρω, του Μπετόβεν! Όλοι αυτό μου λένε!
-Λοιπόν κύριε Έϊντζελς, χάρηκα για τη γνωριμία, είπε ξαφνικά η Φρίντα, θέλοντας να δώσει τέρμα στη συζήτηση και, πιάνοντας το ελεύθερο χέρι του μικρού, κίνησε να φύγει.
-Δίπλα μένουμε, θα τα ξαναπούμε!, συμπλήρωσε με συγκατάβαση. Στο κάτω κάτω, ο Κουρτ δεν φαινόταν κακός και ήταν γείτονας, δεν πείραζε λοιπόν να έχουν και κάτι παραπάνω μεταξύ τους από μια απλή καλημέρα.
-Μαμά, γιατί είναι τόσο μόνος; Φαίνεται καλός κύριος, ρώτησε ο Λούντβιχ τη μητέρα του καθώς απομακρύνονταν πιασμένοι χέρι-χέρι.
-Δεν έχουν όλοι οικογένεια αγόρι μου, απάντησε εκείνη με έναν αδιόρατο τόνο θλίψης να χρωματίζει τη φωνή της.
-Να του πάω τότε αργότερα ένα κομμάτι από την πίτα που έφτιαξες το πρωί;
-Αγόρι μου, είναι επικίνδυνο να πας στο σπίτι του μόνος σου!
-Μα γιατί; Αφού δίπλα είναι! Έλα κι εσύ μαζί μου αν θες! Τα Χριστούγεννα όλο λέμε για αγάπη και για καλές πράξεις! Όταν όμως βρίσκουμε τελικά την ευκαιρία να κάνουμε μία, ποτέ δεν κάνουμε!, φώναξε ο μικρός με αγανάκτηση.

Η Φρίντα σκέφτηκε ότι ο γιος της είχε δίκιο. «Φοβόμαστε τα πάντα σήμερα για τα παιδιά μας σε υπερβολικό βαθμό, αυτοκίνητα, ανθρώπους, υπολογιστές και έτσι μένουμε κλεισμένοι στο καβούκι μας… Έχουμε γίνει πολύ καχύποπτοι με όλους, είναι αλήθεια, και σίγουρα καλά κάνουμε ως ένα βαθμό. Αλλά κι αυτά έχουν το δίκιο τους, συχνά το παρακάνουμε, δεν μπορεί πια να είναι όλοι εγκληματίες!»
-Εντάξει αγόρι μου, θα δούμε…, του απάντησε έπειτα σκεφτική. 
 
Ο Κουρτ συνέχισε τη βόλτα του με κάποιες απαραίτητες αγορές, πριν καταλήξει στο σπίτι του με τα πόδια και τα χέρια του ξυλιασμένα. Άναψε ευθύς το τζάκι του ρίχνοντας δυο μεγάλα κούτσουρα και στράφηκε προς τη μεγάλη συλλογή δίσκων μέσα στη βαριά ξύλινη βιβλιοθήκη του ώστε να διαλέξει κάτι για να ακούει όσο θα ετοίμαζε το μεσημεριανό του. Είχε παραμείνει ρομαντικός και είχε κρατήσει όλους τους δίσκους κλασικής μουσικής που είχε συλλέξει στα νιάτα του, διατηρώντας στην κατοχή του και ένα ανακαινισμένο πικ –απ για να τους ακούει, κόντρα στο ρεύμα της εποχής που ήθελε μόνο τα ψυχρά και άχαρα CD, τα οποία βέβαια έτειναν κι αυτά να εκλείψουν πλέον μετά τη σφοδρή επέλαση των υπολογιστών και του διαδικτύου.

Επέλεξε την Ποιμενική συμφωνία του Μπετόβεν, ίσως από την αγάπη που έτρεφε πάντα γι’ αυτό το έργο, ίσως επηρεασμένος από την προηγούμενή του συνάντηση με τον μικρό Λούντβιχ.

Είχε μόλις φορέσει την ποδιά του για να καθαρίσει και να τηγανίσει πατάτες ώστε να γεμίσει το στομάχι του που διαμαρτυρόταν έντονα, σιγομουρμουρίζοντας τις βουκολικές μελωδίες του αγαπημένου του συνθέτη, όταν άκουσε ένα ελαφρό χτύπημα στη εξώπορτα. Ξεχνώντας να βγάλει την ποδιά, έτρεξε να ανοίξει, αντικρίζοντας με έκπληξη μπροστά του τον μικρό Λούντβιχ που κρατούσε ένα πιάτο με τρία μεγάλα κομμάτια από μία λαχταριστή σπανακόπιτα. Κοιτώντας πέρα στο απέναντι σπίτι των γειτόνων ο Κουρτ διέκρινε τη Φρίντα που τον χαιρέτησε από μακριά κουνώντας το χέρι, χαιρετισμό που της ανταπέδωσε ευθύς κι εκείνος.

-Κύριε Έϊντζελς, η μαμά μου σου στέλνει πίτα, είπε ο μικρός και μόλις το βλέμμα του έπεσε στην ποδιά που φορούσε ο Κουρτ τον ρώτησε απορημένος:
-Μαγειρεύεις κι εσύ όπως η μαμά μου;
-Βέβαια, απάντησε εκείνος χαμογελώντας. Εγώ δεν έχω μαμά να μου μαγειρεύει!
-Έχει πεθάνει;
-Εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Ήμουν πιο μικρός από εσένα όταν την έχασα.
-Κατάλαβα…, αποκρίθηκε ο Λούντβιχ σε θλιμμένο τόνο, δίνοντάς του το πιάτο και ρίχνοντας κλεφτές κρυφές ματιές μέσα στο σπίτι.

Ο Κουρτ πήρε το πιάτο ευχαριστώντας τον και παραμέρισε για να τον αφήσει να δει το χωλ και το σαλόνι του.
-Δεν έχεις στολίσει δέντρο;, ρώτησε όλο απορία ο μικρός.

Ο Κουρτ ανασήκωσε τους ώμους.
-Αφού σου είπα…, δεν μου αρέσουν τα Χριστούγεννα…

Ο Λούντβιχ γύρισε και κοίταξε πίσω τη μαμά του που στεκόταν στο κατώφλι του σπιτιού της απέναντι, κάνοντάς του νεύμα να γυρίσει πίσω. Κίνησε να φύγει, αλλά την τελευταία στιγμή γύρισε προς το μέρος του Κουρτ και, υψώνοντας τον δείκτη του, του είπε θυμωμένος:

-Τα Χριστούγεννα είναι για όλους!!! Το κατάλαβες; Δεν γίνεται λοιπόν να μην έχεις δέντρο! Αύριο θα έρθω να πάρω πίσω το πιάτο και να δω το δέντρο σου! Αν δεν έχεις, δεν θα σου ξαναμιλήσω ποτέ!
-Μα… ! Δεν έχω….!, απάντησε ο Κουρτ, ξαφνιασμένος από την απότομη λεκτική επίθεση του μικρού.
-Να αγοράσεις! Θα έρθω αύριο! Γεια τώρα!

Και πριν προλάβει καν ο Κουρτ να προβάλει αντίρρηση, ο Λούντβιχ εξαφανίστηκε τρέχοντας προς το σπίτι του. Ο Κουρτ απόμεινε σύξυλος στην εξώπορτα, κρατώντας το πιάτο και κοιτάζοντας τον μικρό Λούντβιχ να χάνεται από τα μάτια του μέσα στο γειτονικό σπίτι, βροντώντας με πάταγο την πόρτα πίσω του.

«Πλάκα έχει ο μικρός…», σκέφτηκε ο Κουρτ βγάζοντας την ποδιά του και πετώντας τη στη ράχη της καρέκλας της κουζίνας. Τώρα που είχε την πίτα δεν είχε κανένα λόγο να μαγειρέψει, οπότε ακύρωσε με ικανοποίηση το καθάρισμα και το τηγάνισμα των πατατών. Στο μυαλό του στριφογύριζαν διαρκώς τα λόγια του Λούντβιχ, έκανε όμως φιλότιμες προσπάθειες να τα αγνοήσει.

Κάθισε στο τραπέζι της κουζίνας, ακούγοντας το τριζοβόλημα των ξύλων στο τζάκι πίσω στο σαλόνι και στύλωσε το βλέμμα και τις σκέψεις του στη φωτογραφία της αγαπημένης του επάνω στο τραπέζι που τον κοίταζε τρυφερά με τα καταπράσινα γατίσια μάτια της.  Δουλειά δεν είχε στο γραφείο ως την επομένη των Χριστουγέννων, έτσι πέρασε το υπόλοιπο απόγευμά του βυθισμένος στη μουσική του, στα βιβλία και στη μελαγχολία του. Με αυτόν τον στρουθοκαμηλισμό, είχε την ψευδαίσθηση ότι είχε βγάλει τελείως από το μυαλό του τον μικρό Λούντβιχ και τα αιχμηρά σαν μαχαίρι λόγια του.
 Έπεσε να κοιμηθεί με τη γνωστή αίσθηση του κενού μέσα του που τον συντρόφευε κάθε βράδυ και βυθίστηκε σε έναν ανήσυχο ύπνο, τόσο βαρύ που έμοιαζε με λήθαργο. Και, όπως γινόταν πολύ συχνά τα τελευταία χρόνια, αντάμωσε με την Έλσα στον ύπνο του. Αυτή τη φορά όμως η μορφή της ήταν κάπως διαφορετική και φαινόταν να απομακρύνεται από κοντά του. «Δεν θέλω να σε ξεχάσω! Δεν θέλω να σε χάσω!» της φώναξε στον ύπνο του όλο απελπισία, καθώς την έβλεπε να φεύγει μακριά του. «Δεν θα με ξεχάσεις, είμαι για πάντα μέσα σου!», του απαντούσε εκείνη… «Όμως το να πετάς στα σκουπίδια το δώρο της ζωής είναι ύβρις για μας τους νεκρούς…. Ζήσε τη ζωή σου!»
 
*****

Ξύπνησε αργά το πρωί της παραμονής των Χριστουγέννων μούσκεμα στον ιδρώτα και με τα τελευταία λόγια της καλής του να του σφυροκοπάνε τα μηνίγγια. Ποτέ άλλοτε ως τώρα δεν είχε ονειρευτεί έτσι την Έλσα. Συνήθως ήταν κοντά του και συνομιλούσε μαζί της στον ύπνο του, όπως έκανε και όταν βρισκόταν εν ζωή. Τι είχε συμβεί τώρα; Τι είχε αλλάξει;

Τεντώθηκε και πήγε προς το παράθυρο, αντικρίζοντας προς μεγάλη του έκπληξη μια ασυνήθιστα λαμπρή και ηλιόλουστη μέρα για παραμονή Χριστουγέννων, η οποία ερχόταν βέβαια σε μεγάλη αντίθεση με τη σφοδρή θύελλα που μαινόταν την ίδια ώρα στην καρδιά του. Ένιωθε πως το κεφάλι του πήγαινε να σπάσει, σαν να είχε καταναλώσει μεγάλες ποσότητες αλκοόλ το προηγούμενο βράδυ, κάτι που όμως δεν είχε συμβεί. Αισθανόταν πιο κουρασμένος απ’ ό,τι ήταν χτες το βράδυ που ξάπλωσε.

Κοίταξε προς το σπίτι των γειτόνων και τότε θυμήθηκε τον μικρό Λούντβιχ. Στον κήπο του σπιτιού του υπήρχε ένας χιονάνθρωπος που φορούσε ένα μαύρο ημίψηλο και ένα μωβ παλιό ξεφτισμένο κασκόλ στον λαιμό του. Είχε επίσης ένα καρότο για μύτη, μια σκούπα περασμένη στο σώμα του και μια σειρά από μαύρα κουμπιά για στόμα, που σχημάτιζαν ένα αστείο χαμόγελο. Του Κουρτ του φάνηκε πως ο άψυχος χιονάνθρωπος του χαμογελούσε και άφησε να του ξεφύγει άθελά του μια υποψία γέλιου.

«Κοίτα να δεις… πολύ πετυχημένος… θα τον έφτιαξε χτες την ώρα που διάβαζα φαίνεται… κρίμα που δεν ήμουν κι εγώ μαζί του να τον βοηθήσω… θα είχε πολλή πλάκα!».

Την ίδια στιγμή που τα σκεφτόταν αυτά, η Έλσα εμφανίστηκε σαν οπτασία μπροστά του με ένα πλατύ χαμόγελο. Πισωπάτησε τρομαγμένος, σκόνταψε στο κομοδίνο του και σωριάστηκε φαρδύς πλατύς στο πάτωμα. Τότε του φάνηκε πως άκουσε το κελαριστό γέλιο της Έλσας και άθελά του άρχισε κι αυτός να γελάει με την αδεξιότητά του.

«Πάλι έχω παραισθήσεις…» σιγομουρμούρισε και σηκώθηκε κοιτώντας πάλι τον χιονάνθρωπο έξω από το παράθυρο. Έμοιαζε κι αυτός να γελάει με την αστεία πτώση του ή τουλάχιστον έτσι φάνηκε εκείνη τη στιγμή στον ζαλισμένο ακόμη από τον ύπνο Κουρτ. Την ίδια στιγμή κάποια παιδιά φάνηκαν στον δρόμο που κρατούσαν μεταλλικά τρίγωνα και χαζογελούσαν χαρούμενα.

«Α, ναι, σήμερα λένε και τα κάλαντα. Πώς και δεν μου χτύπησαν ακόμη;», σκέφτηκε τρίβοντας τον πονεμένο γοφό του.

 Ύστερα θυμήθηκε τα λόγια του Λούντβχ: «Τα Χριστούγεννα είναι για όλους! Δεν γίνεται να μην έχεις δέντρο! Αν δεν έχεις δεν θα σου ξαναμιλήσω ποτέ!»
Η αλήθεια ήταν ότι είχε δέντρο, καταχωνιασμένο εδώ και δέκα χρόνια, από την αποφράδα εκείνη μέρα των Χριστουγέννων, στο υπόγειό του. Το είχαν στολίσει με την  Έλσα εκείνη τη χρονιά στις αρχές του Δεκέμβρη, αλλά όταν είχε μάθει το φοβερό νέο, το είχε αρπάξει και το είχε πετάξει με μανία στο υπόγειο όπως ακριβώς ήταν, δηλαδή στολισμένο, με τις μπάλες και τα φωτάκια του επάνω. Από τότε φυσικά, δεν είχε σκεφτεί ποτέ του να το ξαναβγάλει και όταν έμπαινε στο υπόγειο, κάτι που συνέβαινε πολύ σπάνια, απέστρεφε το βλέμμα του από τον σκονισμένο πράσινο σωρό που βρισκόταν ακόμη πεταμένος στο πάτωμα, στην ίδια ακριβώς θέση που το είχε πετάξει τότε.

Σήμερα ήταν η πρώτη φορά από τότε που σκέφτηκε να το ανεβάσει, κι αυτό χάρη στον μικρό Λούντβιχ. Δίσταζε όμως…. Δίσταζε πολύ. Φοβόταν να το ξαναντικρύσει, να το ξαναπιάσει. Όχι, σίγουρα δεν μπορούσε να το κάνει, σκέφτηκε και προσπάθησε να διώξει την ιδέα από το μυαλό του, βάζοντας καφέ στην καφετιέρα του για να ξυπνήσει και να συνέλθει. Άκουσε ένα σιγανό χτύπημα στην πόρτα. Έτρεξε να ανοίξει, μασουλώντας ένα μπισκότο. Μπροστά του στεκόταν ο Λούντβιχ κρατώντας ένα τριγωνάκι. Μόλις του άνοιξε την πόρτα, του χαμογέλασε και χωρίς άλλη κουβέντα, ξεκίνησε να του τραγουδάει τα τρίγωνα κάλαντα με στεντόρεια φωνή. Ο Κουρτ χαμογέλασε και, μόλις ο μικρός τελείωσε έβγαλε από το πορτοφόλι του ένα νόμισμα και του το έδωσε χαμογελώντας.

-Πάλι δεν βλέπω δέντρο…, είπε ο Λούντβιχ κοιτώντας τον αυστηρά. Ξέχασες τι σου είπα;
-Ξέρεις, έχω δέντρο, αλλά είναι στο υπόγειο, σκονισμένο και παλιό…
-Ε, πάρε άλλο αν δεν το θέλεις αυτό! Θα σε βοηθούσα να διαλέξεις, αλλά θέλω να πάω να πω τα κάλαντα και στους παππούδες μου!
-Σ’ ευχαριστώ…. Και μόνο που το λες μου φτάνει… εντάξει σου υπόσχομαι ότι θα το στολίσω τώρα αμέσως!, είπε ο Κουρτ με μια αποφασιστικότητα που ξάφνιασε ακόμη και τον ίδιο.

Ο Λούντβιχ χαμογέλασε ικανοποιημένος:
-Άντε, μπράβο… του είπε, γιατί αλλιώς δεν θα ξανάρθω!

Ύστερα, γυρίζοντας να φύγει, του φώναξε κουνώντας το χέρι του σε χαιρετισμό:
-Θα ξανάρθω να δω αν κράτησες την υπόσχεσή σου… Και μην ξεχνάς… Τα Χριστούγεννα είναι για όλους είπαμε!
-Για όλους… ναι… είπαμε…, μουρμούρισε ο Κουρτ ξύνοντας αμήχανα το κεφάλι του.

Έκλεισε την πόρτα και γύρισε στην κουζίνα για να σερβίρει τον καφέ του. Κάθισε κοντά στο τζάκι, το άναψε και απόμεινε σκεπτικός να κρατάει τη ζεστή κούπα με τον καφέ βυθισμένος στις σκέψεις του. Αισθανόταν αλλόκοτα και δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί. Ήταν δυνατόν τα λεγόμενα ενός μικρού παιδιού, ένας ταραγμένος ύπνος και ένα έντονο όνειρο να τον έχουν αναστατώσει τόσο πολύ;
 
***
 
Ξαφνικά, σαν να τον τσίμπησε μύγα, σηκώθηκε απότομα και βγήκε από το σπίτι. Κατέβηκε στο υπόγειο, ξεκλείδωσε την πόρτα με χέρια που έτρεμαν και αμέσως η γνώριμη μυρωδιά μούχλας και υγρασίας τον τύλιξε. Άναψε το φως και αμέσως αντίκρισε μπροστά του το έλατο, πεσμένο καταγής, σκονισμένο, γεμάτο αράχνες, με τις σπασμένες μπάλες του σκορπισμένες ολόγυρά του, νεκρό, όπως ήταν και ο ίδιος.

Για κάμποση ώρα έμεινε να το παρατηρεί και ύστερα το πλησίασε νιώθοντας να τον λούζει κρύος ιδρώτας. Μόλις το χέρι του ακούμπησε τον σκονισμένο κορμό του ήταν σαν να τον διαπέρασε ηλεκτρικό ρεύμα. Δεν ήξερε γιατί, ήξερε όμως πως με αυτή τη συμβολική κίνηση, τα πάντα μέσα του είχαν αλλάξει. Μάλλον έπρεπε να πιάσει ξανά το νήμα της ζωής του από εκεί που το είχε αφήσει. Χωρίς δεύτερη σκέψη πήρε το έλατο παραμάσχαλα αγνοώντας τις γυάλινες μπάλες που έπεφταν από τα κλαδιά του σπάζοντας στο πάτωμα με θόρυβο και τη σκόνη που σηκώθηκε.

Το έσυρε με κόπο στο σαλόνι του και το τοποθέτησε με ευλάβεια δίπλα στο αναμμένο τζάκι και στο παράθυρο. Παρ’ ότι το έλατο ήταν σκονισμένο και ατημέλητο, το έρημο σπίτι του Κουρτ φάνηκε σαν να άλλαξε αμέσως όψη. Το έλατο είχε αναστηθεί και μαζί με αυτό είχε ξαναγεννηθεί και ο ίδιος. «Σαν να έχουμε Πάσχα και όχι Χριστούγεννα…» μουρμούρισε χαμογελώντας και πήρε ένα φτερό ξεσκονίσματος για να καθαρίσει το έλατο, πετώντας παράλληλα και τις σπασμένες μπάλες και τα χαλασμένα πια φωτάκια. Όταν τελείωσε ένιωθε άλλος άνθρωπος. Κοίταξε το έργο του, αλλά δεν έμεινε πολύ ικανοποιημένος απ’ αυτό που έβλεπε.

«Χμ, λείπουν πολλές μπάλες…» σκέφτηκε. «Και φωτάκια φυσικά… Δεν γίνεται έλατο χωρίς φωτάκια! Τα μαγαζιά είναι γεμάτα από αυτά όμως. Εμπρός λοιπόν!»
 
 ****
 
Ντύθηκε βιαστικά και κατέβηκε όπως όπως στην αγορά. Για πρώτη φορά, ύστερα από τόσα χρόνια, οι μουσικές και τα κάλαντα που άκουγε γύρω του, ένιωθε να τον γεμίζουν χαρά και κατάνυξη. «Πόσα χρόνια είχα να βγω στην αγορά παραμονή; Είναι υπέροχα!», σκεφτόταν και ξάφνιαζε ευχάριστα όσους συναντούσε χαρίζοντάς τους το πιο πλατύ του χαμόγελο, χαμόγελο που το πρόσωπό του είχε να δει χρόνια. Γυρίζοντας στο σπίτι το μάτι του έπεσε πάνω σε ένα τεράστιο ξύλινο αλογάκι σε μια βιτρίνα παιχνιδιών. Δεν είχε δει ποτέ του τόσο περιποιημένο κουνιστό αλογάκι. Η χαίτη του φαινόταν σαν αληθινή και τα έντονα χρώματά του, κόκκινο, καφέ και μπλε, το έκαναν ολοζώντανο. Χωρίς να το σκεφτεί δεύτερη φορά το αγόρασε για τον Λούντβιχ, κι ας ήταν πανάκριβο και ίσως κάπως ακατάλληλο για την  ηλικία του.

Γύρισε στο σπίτι, λαχανιασμένος και βαρυφορτωμένος. Ανακάτεψε τη φωτιά στο τζάκι, έβαλε το Χριστουγεννιάτικο Ορατόριο του Μπαχ στο πικ-απ και βάλθηκε να κρεμάει στο δέντρο τις μπάλες που είχε αγοράσει σφυρίζοντας χαρούμενα τις άριες και τα κοράλ μαζί με τον δίσκο. Όταν έβαλε τα πολύχρωμα φωτάκια στην πρίζα και αντίκρισε το έργο του, η καρδιά του κόντεψε να σπάσει από ευτυχία. Ποτέ του δεν περίμενε ότι μία τέτοια απλή τελετουργία θα του έδινε τέτοια χαρά.

Είχε αρχίσει ήδη να σκοτεινιάζει, το μεσημέρι είχε περάσει και αυτός δεν το είχε καλά καλά καταλάβει. «Ο χρόνος τελικά περνάει γρήγορα όταν τον γεμίζεις με δραστηριότητες και αποφεύγεις τις μίζερες σκέψεις», σκέφτηκε. Πλησίασε στο παράθυρο και αντίκρυσε την επιγραφή «Καλά Χριστούγεννα» από το σπίτι του Κουρτ και τα φωτάκια του δικού τους δέντρου. Για πρώτη φορά ύστερα από δέκα χρόνια χαμογέλασε βλέποντάς τα. Μαζί με αυτά έβλεπε με τα μάτια της ψυχής του και τη μορφή της Έλσας να του χαμογελά ευχαριστημένη.

Και τότε στο παράθυρο απέναντι φάνηκε μια παιδική μορφή. Ήταν ο Λούντβιχ. Ο Κουρτ δεν μπορούσε να δει καθαρά το πρόσωπό του από τόσο μακριά, αλλά του φάνηκε ότι του χαμογελούσε ευχαριστημένος. Σίγουρα ο μικρός είχε προσέξει τα φωτάκια και το δέντρο του Κουρτ, γι’ αυτό και του χαμογελούσε άλλωστε.

«Τώρα μπορείς να έρθεις όποτε θες μικρέ μου φίλε, είμαι έτοιμος!», σκέφτηκε με αγαλλίαση και τράβηξε προς την κουζίνα για να ετοιμάσει το δείπνο του, μία γρήγορη ομελέτα και μαρουλοσαλάτα. Είχε μόλις ακουμπήσει το δίσκο με το φαγητό του και ένα ποτήρι κόκκινο κρασί στο τραπεζάκι του σαλονιού του και ετοιμαζόταν να αλλάξει τον δίσκο στο πικ-απ, όταν χτύπησε πάλι το κουδούνι.
«Ο Λούντβιχ θα’ ναι!», σκέφτηκε ο Κουρτ και έτρεξε να ανοίξει.

Στην πόρτα του όμως, εκτός από τον Λούντβιχ στεκόταν και μια γυναίκα. Δεν ήταν η μαμά του Λούντβιχ, της έμοιαζε όμως αρκετά και πρέπει να ήταν κι αυτή πάνω κάτω γύρω στα σαράντα, σαν τη Φρίντα. Είχε κι αυτή ξανθές μπούκλες, ήταν όμως πιο αδύνατη και η εικόνα της απέπνεε ζεστασιά και καλοσύνη, αν και τα χαρακτηριστικά του προσώπου της δεν ήταν ιδιαίτερα εντυπωσιακά.

-Γεια σου! Χρόνια πολλά!, τον πρόλαβε ο Λούντβιχ. Εγώ και η θεία μου ήρθαμε να δούμε το δέντρο σου!
-Η θεία σου ε; Περάστε, χαίρω πολύ!, αποκρίθηκε ο Κουρτ κάνοντάς τους χώρο να περάσουν.
-Ναι, είναι η αδελφή της μαμάς μου. Τζίλντα τη λένε.

Η γυναίκα χαμογέλασε ντροπαλά και πέρασαν το κατώφλι μαζί με τον Λούντβιχ. Εκείνος κατευθύνθηκε αμέσως προς το δέντρο και το κοίταξε από πάνω ως κάτω αφήνοντας ένα επιφώνημα θαυμασμού:
-Ουαάου! Είναι τέλειο! Πώς τα κατάφερες τελικά;, ρώτησε τον Κουρτ.
-Τελικά δεν ήταν δύσκολο, αποκρίθηκε εκείνος. Έπρεπε απλά να αφήσω πίσω το παρελθόν μου!
-Ο χρόνος είναι μεγάλος γιατρός, πετάχτηκε τότε η Τζίλντα καρφώνοντάς τον με τα μελιά μικροσκοπικά μάτια της. Κι εγώ έχω περάσει πολλά στη ζωή μου και ξέρω…, συμπλήρωσε.

Ο Κουρτ ένιωσε τότε μια ξαφνική λύτρωση και του φάνηκε πως είδε ξανά απέναντί του την Έλσα να του χαμογελάει. Δεν ήταν μόνος στον πόνο, υπήρχαν κι άλλοι που περνούσαν τα ίδια με αυτόν. Ακουγόταν χαζό, αλλά όντως δεν είχε καταφέρει να το διαπιστώσει τόσον καιρό. Ανέκαθεν θεωρούσε ότι τα δικά του προβλήματα ήταν πάντα μεγαλύτερα από των άλλων!

-Έχεις δίκιο, της είπε κοιτάζοντάς τη στα μάτια. Ό,τι και να έγινε όμως τελικά δεν αξίζει να χάνουμε το δώρο της ζωής. Κι ας μην είμαστε και από τους πιο τυχερούς…
-Συμφωνώ, αποκρίθηκε εκείνη χαρίζοντάς του ένα ζεστό χαμόγελο. Η αδελφή μου και ο άντρας της σε καλούν να περάσουμε όλοι μαζί το βράδυ της παραμονής, τι λες;
-Εγώ τον κάλεσα, δική μου ιδέα ήταν!, πετάχτηκε ο Λούντβιχ με αγανάκτηση! Η μαμά κι ο μπαμπάς απλά συμφώνησαν!
-Ναι, ναι, ξεχάστηκα, φυσικά εσύ!, είπε η Τζίλντα γελώντας και μετά στράφηκε στον Κουρτ:
-Λοιπόν, θα έρθεις;

Το πρόσωπο του Κουρτ φανέρωσε έναν δισταγμό, μόνο όμως για μια στιγμή. Ακολούθως χαμογέλασε και είπε:
-Φυσικά αποδέχομαι την πρόσκληση και σας ευχαριστώ! Μια στιγμή μόνο να πάρω το πιάτο και το δώρο του Λούντβιχ.
-Δώρο; Ξεφώνισε ενθουσιασμένος ο μικρός. Για μένα; Ευχαριστώ!
-Δεν κάνει τίποτε, αποκρίθηκε ο Λούντβιχ. Δεν είναι τίποτε μπρος στο δώρο της ζωής που εσύ μου ξαναέδωσες! Γιατί, ας μην ξεχνάμε, τα Χριστούγεννα είναι για όλους, έτσι δεν είπαμε;
-Ναι!, φώναξαν θεία και ανιψιός με μια φωνή και τράβηξαν προς την πόρτα. Την άνοιξαν και βγήκαν έξω στη χιονισμένη αυλή.

Ο Κουρτ πήρε το τεράστιο δώρο, έδωσε το πιάτο στη Τζίλντα και βγήκε κι αυτός έξω. Στράφηκε να κλειδώσει χαμογελώντας ικανοποιημένος. Ένιωθε πλέον έτοιμος να γιορτάσει τα πρώτα Χριστούγεννα της νέας του ζωής. Πάνω απ’ όλα ένιωθε καλά με τον εαυτό του, μπορούσε λοιπόν να νιώθει καλά με τον οποιονδήποτε. Και όπως κλείδωνε την πόρτα του φάνηκε πως είδε ξανά μπροστά του την Έλσα να του χαμογελά πιο πλατιά από κάθε άλλη φορά. 
«Δεν σε ξεχνώ… της ψιθύρισε. «Απλώς επιστρέφω στη ζωή…»

Και τότε του φάνηκε ότι την άκουσε να του απαντάει: «Το ξέρω ότι δεν με ξεχνάς… δεν μπορείς εξάλλου… θα ζω πάντα μέσα σου…»

Ο Κουρτ χαμογέλασε και κατευθύνθηκε προς τους νέους του φίλους που στέκονταν παράμερα και του χαμογελούσαν περιμένοντάς τον…

Γιατί τελικά τα Χριστούγεννα είναι όντως για όλους, μικρούς και μεγάλους, τυχερούς και άτυχους, ανθρώπους με οικογένεια ή χωρίς… Το μόνο που χρειάζεται είναι η διάθεση να τα γιορτάσουμε, η ικανότητα να αρπάζουμε τις ευκαιρίες που μας δίνονται και άφθονη αγάπη για τους γύρω μας! 

 
 
*Η Ελευθερία (Λεύκη) Σαραντινού γεννήθηκε το 1984 στο Ρέθυμνο. Το 2005 αποφοίτησε με άριστα από το Τμήμα Ιστορίας-Εθνολογίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης. Έχει πτυχίο Αρμονίας, αντίστιξης και δίπλωμα κλαρινέτου. Σήμερα ζει στην Κομοτηνή και ασχολείται με τη διδασκαλία της μουσικής. Είναι συγγραφέας δύο μυθιστορημάτων που κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις Historical Quest, του «Χαμσίν: ο Άνεμος της Ανατολής» (2014) και του «Λέων και Ημισέλινος» (2015).
     

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.