Γιαννης Στρουμπας*: «Η “επιστροφη” του Κατσικα στον τοπο καταγωγης συνιστα μια καταβυθιση στο παρελθον, γεματη νοσταλγια και αναμνησεις παιδικων βιωματων»
Νήσος Κίρκη είναι ο τίτλος που επιλέγει ο Πασχάλης Κατσίκας για την πέμπτη του ποιητική συλλογή. Κάθε νησί είναι ένας τόπος δύσκολα προσβάσιμος, συχνά απομονωμένος. Είναι όμως κι ένας τόπος-προορισμός. Η Κίρκη, πάλι, είναι μάγισσα της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, κυρίως συνδεμένη με τις περιπέτειες του Οδυσσέα. Η μάγισσα αποδεικνύεται για τον Οδυσσέα μέρος του προβλήματος, είναι όμως παράλληλα και κομμάτι της λύσης. Κίρκη, ωστόσο, ονομάζεται και ο καταγωγικός οικισμός του ποιητή, το χωριό στον νομό Έβρου. Πρόκειται για τόπο που ο ήρωας εγκαταλείπει, σε διεκδίκηση της προσωπικής ανεξαρτησίας. Αλλά και για τόπο επιστροφής, πατριδογνωσίας, «προγονογνωσίας» και αυτογνωσίας. Η περιδιάβαση στα ποιήματα της συλλογής φέρνει τον αναγνώστη αντιμέτωπο με τις συνθήκες που υπονοεί ο τίτλος, καθώς και με πρόσθετους προβληματισμούς, εφόσον στα τέσσερα μέρη της Νήσου Κίρκης ο ποιητής πραγματεύεται τα θέματα της καταγωγής, του έρωτα, του θανάτου και της ποίησης.
Η «επιστροφή» του Κατσίκα στον τόπο καταγωγής συνιστά μια καταβύθιση στο παρελθόν, γεμάτη νοσταλγία και αναμνήσειςπαιδικών βιωμάτων εξαιρετικά απλών, όμως συνάμα κι άλλο τόσο όμορφων: «Τρεις καραμέλες “ΙΟΝ”, η παιδική μου ηλικία/ σε ένα μπλοκ βρεγμένο/ με αυτοκόλλητα χαρτάκια ποδοσφαιριστών». Βέβαια, ο ποιητικός αφηγητής γνωρίζει ότι η νοσταλγία της πρώτης νιότης πολλές φορές εξωραΐζεται από τους ίδιους τους νοσταλγούς, γι’ αυτό κι επιχειρεί να μετριάσει τον εξωραϊσμό, παραδεχόμενος τις «σκληρές φωνές εντός» του· φωνές, για τις οποίες η μάνα θα ’χει πάντα την παρηγοριά: «Τότε, με περίμεναν τα πιο ωραία μάτια/ να σβήσουν τις σκληρές φωνές εντός μου/ μ’ ένα φιλί στα φλογισμένα γόνατα». Με τον συγκεκριμένο μετριασμό γειτονεύει και η εκτίμηση του ποιητή για την «ανύπαρκτη ανάμνηση/ της παιδικής μου [σ.σ.: “του”] ηλικίας», η οποία ενέχει και μια ματαίωση, οφειλόμενη ίσως όχι τόσο στην επερχόμενη με την πάροδο των χρόνων λήθη, όσο στην απώθηση της ανάμνησης για μια παιδικότητα χαρακτηρισμένη εν μέρει από τις προαναφερθείσες «σκληρές φωνές».
ΤΙΣ ΚΥΡΙΑΚΕΣ
Περνούσες όλο το πρωί στον καφενέ
με τρεις φίλους ζωντανούς
Οι άλλοι πενήντα δυο
ήταν στην τσόχα εγκλωβισμένοι
Απόγευμα πήγαινες στο γήπεδο
μονάχος
Στις νίκες γευόμουν μανταρίνια
λεμόνια στη χασούρα
Στα πάγια σου, υγείας με άρωμα ούζο
Τρεις καραμέλες «ΙΟΝ», η παιδική μου ηλικία
σε ένα μπλοκ βρεγμένο
με αυτοκόλλητα χαρτάκια ποδοσφαιριστών
Οι συνθήκες της ενήλικης ζωής, ωστόσο, περικλείουν μοναξιά κι απομόνωση. Συνοδεύονται δε κι από μια εντύπωση αδιέξοδου κύκλου, που προκαλεί μια τάση αυτοκαταστροφής: «Μες στον επίγειο λαβύρινθο/ κυνηγάω την ουρά μου/ χωρίς νήμα/ Τον ήχο σου αφουγκράζομαι/ ώσπου να λιώσουμε μαζί στο χώμα». Η ζωή αντιμετωπίζεται σαν μια μικρή μόνο αναλαμπή μέσα στη γενικευμένη ανυπαρξία, καθώς φανερώνουν οι ποικίλες αποφθεγματικές αποφάνσεις, όπως η «Σπίρτα είμαστε στο σκοτάδι». Ακόμη και το κόκκινο, το χρώμα του πάθους και της ζωής, σβήνει όταν ο άνθρωπος γέρνει στο δικό του δειλινό («Λες και δεν ήξερες/ πως σβήνει αυτό το χρώμα κάθε δείλι»). Ο θάνατος του πατέρα, στο τέλος της κοινής πορείας («Ψήλωνα εγώ, κι εσύ μεγάλωνες»), σηματοδοτεί και την άρνηση του ποιητικού υποκειμένου απέναντι στη ζωή: «Μια κηδεία θα ’ναι από σήμερα η ζωή/ Μην απορείς γιατί δεν ήρθα στη δική σου». Η απώλεια του πατέρα, προκαλώντας τη μελαγχολική απόσυρση του ποιητικού αφηγητή από τη ζωή, η οποία πια εκλαμβάνεται σαν «κηδεία», αποδεικνύει τον «μεθοριακό σταθμό» μεθόριο όχι τοπική, παρά μεταφορική στα σύνορα ζωής και θανάτου.
ΜΕΘΟΡΙΑΚΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ
Πέρναγε απ’ τη μεθόριο το τρένο
Βέννα, Μέστη, Συκορράχη
Όσοι είναι για Κίρκη ας ετοιμάζονται
Μαζί διασχίζαμε βουνά, χαράδρες
τα καταπράσινα του Νέστου Τέμπη
Ψήλωνα εγώ, κι εσύ μεγάλωνες
Μια κηδεία θα ’ναι από σήμερα η ζωή
Μην απορείς γιατί δεν ήρθα στη δική σου
Οι θάνατοι που βιώνει το ποιητικό υποκείμενο επεκτείνονται και σε άλλους τομείς του βίου, υπονοώντας μέχρι και την ίδια τη χώρα. Ο έρωτας, όταν είναι ο παγωμένος του «Βορρά» και του «Πολικού Αστέρα», ο ανεκπλήρωτος έρωτας, επιφέρει τον «θάνατο από αγάπη», δι’ αυτοπυροβολισμού που βάφει τ’ αστέρια κόκκινα. Με τις ανθρώπινες σχέσεις η κατάσταση δεν είναι καλύτερη. Η πληθώρα «φίλων» στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αποδεικνύεται πλασματική. Στο μνημόσυνο δεν εμφανίζεται κανείς, γεγονός που αποκαλύπτει την αβαθή κι ανειλικρινή επαφή. Στην γκρίζα αυτή συνθήκη δεν καταφέρνει να αντιταχθεί ούτε το «Γαλανόλευκο» (ομότιτλο ποίημα) του αιγαιοπελαγίτικου τοπίου. Ο βεβαρυμένος από το καταπιεστικό άστυ φίλος του ποιητικού αφηγητή έχει αφήσει εδώ και καιρό άβαφο το σπίτι στο νησί, καθώς έχει εγκαταλείψει τα εγκόσμια αυτοκτονώντας. Το άσπρο και το γαλάζιο που δεν θα εφαρμόσει όμως ο εν λόγω πρωταγωνιστής στο νησιώτικό του σπίτι φρεσκάροντάς το, θα τα συναντήσει διαφορετικά, καθώς θα αντικρίζει, πέφτοντας από την γκρίζα αστική πολυκατοικία, τη λευκή πλάκα του πεζοδρομίου και το γαλάζιο του ουρανού. Κι έτσι τα χρώματα, για άλλη μια φορά, και παρά τη γενικότερη αισιοδοξία που τα συγκεκριμένα διακινούν συμβολικά, θα βρεθούν να υποκρύπτουν τον θάνατο. Απομένει ίσως μόνο να σκεπαστεί το φέρετρο τούτο και με την ελληνική γαλανόλευκη σημαία, υποδεικνύοντας όχι μόνο τον θάνατο ενός ανθρώπου αλλά μιας ολόκληρης χώρας, που πεθαίνει εγκλωβισμένη στο γκρίζο της αστυφιλίας της. Το αιγαιοπελαγίτικο νησί, αδυνατώντας να αναστρέψει τη θανατερή πορεία, έρχεται εντέλει να συναντήσει τη «νήσο Κίρκη», ερμηνεύοντας την απομόνωση, την εγκατάλειψη και την πορεία της προς μια αδιάλειπτη φθορά.
«Η περιδιάβαση στα ποιήματα της συλλογής φέρνει τον αναγνώστη αντιμέτωπο με τις συνθήκες που υπονοεί ο τίτλος, καθώς και με πρόσθετους προβληματισμούς, εφόσον στα τέσσερα μέρη της Νήσου Κίρκης ο ποιητής πραγματεύεται τα θέματα της καταγωγής, του έρωτα, του θανάτου και της ποίησης»
Είναι σαφές πως το ακανθώδες τοπίο εμποδίζει τη λύτρωση, στην οποία δυσκολεύεται να συμβάλει ακόμη και η ίδια η ποίηση, ως τέχνη: κανείς «δεν διαβάζει πλέον ποίηση». Η ωριμότητα που ’χει επέλθει ωστόσο στον ποιητικό ήρωα μέσα από μια μακρά κι επίπονη διαδικασία ενηλικίωσης, του επιτρέπει πια να αντιμετωπίζει με συγκατάβαση όχι μόνο τους προγόνους και τους απογόνους, μα εντέλει και τον ίδιο του τον εαυτό, ο οποίος καθίσταται πια ικανός να παραδεχτεί τις οφειλές του προς πάσα κατεύθυνση και να αναφωνήσει «Ευχαριστώ που μ’ έκανες άνθρωπο», αποχωρώντας από την ξύλινη, υποκριτική του υπόσταση του Πινόκιο.
ΜΙΑ ΣΕΛΦΙ
Απέτυχα τα χείλη να σουφρώσω
ξύλινο το χαμόγελο εμπρός στον καθρέφτη
Ανφάς δεν μου άρεσε η μύτη
Γύρισα προφίλ
μου φάνηκε πιο μεγάλη
Ίσως δεν έβαλα ψυχή
Δύσκολο να έχεις άκαμπτα δάχτυλα
προέκταση ενός χεριού
με βίδες για αρθρώσεις
Έστειλα μόνο την αφιέρωση
Δίχως φωτογραφία
Ευχαριστώ που μ’ έκανες άνθρωπο
Σ’ αγαπώ,
Πινόκιο
Φορτίζοντας πολύσημα τις διατυπώσεις του, ο Κατσίκας δεν βλέπει στον ήρωά του απλώς μια ξύλινη κούκλα που αποκτά πνοή και μετατρέπεται σε έμψυχο ον· οι ευχαριστίες του ήρωα για τη μετατροπή του σε άνθρωπο είναι κι ευχαριστίες του ποιητικού αφηγητή προς τους δικούς του γονείς, που του εμφύσησαν ακριβώς την αξία της ανθρωπιάς. Έτσι, η προγονική και καταγωγική Κίρκη επενεργεί πράγματι στον ποιητικό ήρωα, και με τις μαγικές της παρεμβολές επιφέρει μεταβολές και μια διαφορετική θέαση του βίου, ικανή για μια νηφαλιότερη, πραότερη αντιμετώπιση αυτού. Αξίζει να σημειωθεί εδώ και η οπτική του ζωγράφου Γιάννη Τσατσάγια, ο οποίος, στο σχέδιο στο εξώφυλλο της συλλογής, αντιμετωπίζει την Κίρκη σαν τη μεταστοιχειωτική ποίηση που κατευθύνει τους πρωταγωνιστές της ζωής στο ταξίδι προς την πολυπόθητη Ιθάκη.
*Ο Γιάννης Στρούμπας είναι φιλόλογος και συγγραφέας. Το παρόν κείμενο είναι η ομιλία του στην εκδήλωση παρουσίασης της ποιητικής συλλογής του Πασχάλη Κατσίκα «Νήσος Κίρκη» στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Κομοτηνής στις 7/6/2024.
[Δείτε το ρεπορτάζ της παρουσίασης εδώ]
Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.