Ιωαννης Πατσωνης, «Αρχη Ινδικτου»

Πρώτη Σεπτεμβρίου στη Μαξιμιανούπολη, εφτά χιλιόμετρα από την Κομοτηνή, στα ερείπια ενός ναού του 11ου αιώνα, ο εσπερινός της εκκλησιαστικής πρωτοχρονιάς

Μεγάλη η χαρά μας που ο εκλεκτός μας φίλος, ιατρός και συγγραφέας, Ιωάννης Πατσώνης  μας επέτρεψε να αναδημοσιεύσουμε το διήγημά του «Αρχή Ινδίκτου», το οποίο αναφέρεται στο πόλισμα  που προηγήθηκε των Κουμουτζηνών, της σημερινής Κομοτηνής δηλαδή. Των Κουμουτζηνών, που δημιουργήθηκαν αμέσως μετά την καταστροφή της βυζαντινής  Μαξιμιανούπολης, η οποία και πρωταγωνιστεί στο περί ου ο λόγος διήγημα με τον ναό  του 11ου αιώνα, στα ερείπια του οποίου πραγματοποιείται  ο εσπερινός της εκκλησιαστικής πρωτοχρονιάς.

Τη Μαξιμιανούπολη, την πόλη στους πρόποδες του Παπικίου όρους, που εφέτος μας γνωστοποιήθηκε ότι θα αρχίσουν τα έργα ανάδειξής της από την Εφορεία Αρχαιοτήτων του νομού μας… Μαξιμιανούπολη όμως, και εν ευρεία εννοία Θράκη, δια χειρός Ιωάννη Πατσώνη.

Πρώτη Σεπτεμβρίου στη Μαξιμιανούπολη, εφτά χιλιόμετρα από την Κομοτηνή, στα ερείπια ενός ναού του 11ου αιώνα, ο εσπερινός της εκκλησιαστικής πρωτοχρονιάς.

Βλέπουμε στο Ιερό ένα τραπέζι με καντήλες, δυο αναλόγια στη θέση του υποτιθέμενου τέμπλου. Έξω από την περίφραξη υψώνεται ένας στύλος, κι εκεί ανάβουν δυο λαμπτήρες. Ακούγονται δοκιμές στην ένταση του ήχου, καλώδια σέρνονται, φωτογράφοι, παράσιτα στα μικρόφωνα.

Στον κυρίως ναό έχουν τοποθετήσει για δεσποτικό ένα στασίδι. Πιο κάτω, δυο ψάλτες με ράσα αναγνώστου. Σωροί με οικοδομικά υλικά οριοθετούν το βαπτιστήριο, τον πλινθόστρωτο νάρθηκα, τον άμβωνα με διπλή κλίμακα.

Οι περισσότεροι όρθιοι, μερικοί κάθονται σε περιτοιχίσματα ή σε σωρούς με πέτρες και τσακισμένα μάρμαρα. Κατά τόπους, βουναλάκια με άμμο, πλαγιασμένες κολόνες… Στο βάθος, έξω από την περίφραξη, απλώνονται χωράφια με καπνά –μπασμά τα λένε· τα πιο εκλεκτά στο είδος, ωραία φυτά· στην κορυφή τους ένα μικρό πορτοκαλί μπουκετάκι, που περικλείει τους σπόρους και στο λιγνό κορμάκι τους τα πολύτιμα φύλλα… Έχουν έρθει και ντόπιοι από τα γύρω χωριά.

—Εμείς γείτονες είμαστε με τ’ αρχαία αυτά –από τον Ασώματο. Τότε που ερχόμασταν με κάρα, χαράματα να σπάσουμε καπνό, βλέπαμε καταδώ κάτι λοφάκια, κάτι κουμούλες πάνω στη γης, μια τούμπα πάνω απ’ τα μπαΐρια και λέγαμε α, εκεί είναι τα βασίλεια! Ύστερα είπανε πως κάτι Βούργαροι ξέχωσαν λίρες· ποιος τα ’δε; Ποιος τα μέρασε;… Μπας και ήταν τίποτες τενεκέδια, μπακίρια; Βρήκαν χαλκαδάκια και τα κρεμούσαν χαμούτια, στολίδια στ’ αλόγατα. Άλλοι τα έβαζαν καπάκια στις τσότρες που ρούφαγαν τις ρακές. Τα βόδια μουκανίζανε νυσταγμένα μες στην κάψα, εμάς ίδρως μάς εκόφτε, τ’ αρχαία θα νουνίζαμε;

—Και πώς, μπρε, στηρίζονταν αυτές οι βουνίσιες πέτρες μεταξύ τους, αθάνατα ντουβάρια! Μαστορικά δεμένα, νε τσιμέντα, νε σίδερα υπήρχαν τότε, μόνο κορασάνι βάζανε, που ήταν ασβέστης με κεραμιδόσκονη.

—Βρήκαν και αρχαίες ζωγραφιές κάτω από τα τείχη, μα μόλις τις είδε το φως, χαθήκαν. Τα χώματα προστατεύουν τα σκέδια. Αν τα ξεθάψεις, σβήνουν και διαλύονται, σκόνη γένονται, θες οι αέρηδες, θες οι βροχές…

—Πόσα κρύβει η γη μας! Στο Διδυμότειχο, με τις ανασκαφές φάνηκε μια ξεχασμένη πολιτεία, η Πλωτινούπουλη, που την ίδρυσε ο Τραϊανός ο αυτοκράτορας για να τιμήσει τη γυναίκα του την Πλωτίνη. Βρήκαν μια έπαυλη που τη λένε τρικλίνιο, με λυχνάρια, πιθάρια, νομίσματα, λουτρό, μα κι ένα μοναδικό ψηφιδωτό, που δείχνει τον Έβρο ποταμό σα νέο παλικαράκι να βγαίνει μέσα από τα νερά. Αυτή η παράσταση, Νηρηίδες, ξωτικά και δελφίνια είναι ο θαλάσσιος θίασος!

Πορτραίτο του Ρωμαίου αυτοκράτορα Σεπτίμιου Σεβήρου, ακρυλικό με άμμο σε καμβά, της Randa Hijazi (Προέλευση φωτογραφίας: www.singulart.com)

—Όταν σκάβανε στρατιώτες χαρακώματα στο Διδυμότειχο, το ’65, τότες δεν είχαν βρει τη χρυσή προτομή; Και σε τι βάθος, όσο το μπόι ενός μεγάλου παιδιού. Ήταν του αυτοκράτορα Σεβήρου…

Σεπτίμιος Σεβήρος!… Με το διωγμό στα χρόνια της βασιλείας του μαρτύρησε το 209 ο Αϊ-Χαραλάμπης. Θυμόμουν στο Διδυμότειχο, όπου είχα υπηρετήσει, το βυζαντινό κάστρο, το λόφο της Αγίας Πέτρας, τις εκκλησίες, τους μιναρέδες… Όμως για μια πόλη που ανεβαίνει από τα βάθη με συντροφιά τον ποταμό της δεν περίμενα πως θα άκουγα στα ερείπια μιας άλλης, σβησμένης μετά το 1200 πολιτείας, αυτής της Μαξιμιανούπολης. Στη θέση της άνθισε ένα οχυρό, που το προστάτευαν τα τείχη του Θεοδοσίου, τα Κουμουτζινά, η Κομοτηνή, που μόλις το 1920 άλλαξε το παλιό της όνομα το Γκιουμουλτζίνα…

Ο υπαίθριος εσπερινός αρχίζει με τον προοιμιακό ψαλμό, την προετοιμασία του δρόμου, δηλαδή (οίμου), γιατί είναι η πρώτη ακολουθία στη νυχθήμερη τάξη; Ευλόγει η ψυχή μου τον Κύριο και φτάνει η επιλύχνιος ευχαριστία Φως ιλαρόν, χαρούμενο φως της δόξας και της δύναμης, καθώς πέφτουν οι τελευταίες ακτίνες.

Αυτή την ημέρα ήλθε ο Ιησούς στη συναγωγή της Ναζαρέτ και όταν του δώσανε το βιβλίο του Ησαΐα, ξετύλιξε το χειρόγραφο και βρήκε τον τόπο όπου ήταν γραμμένο: «Ο Κύριος με έχρισε και μ’ έστειλε να φέρω το χαρμόσυνο μήνυμα στους φτωχούς, να γιατρέψω τους συντετριμμένους, να κηρύξω λύτρωση στους αιχμαλώτους, να ελευθερώσω τους τυραννισμένους, να αναγγείλω την αρχή του καιρού αυτού, που ο Κύριος θα φέρει τη σωτηρία… Γιατί καλάμι τσακισμένο δε θα συντρίψει και λυχνάρι που καπνίζει και σιγοτρέμει δε θα το σβήσει μ’ ένα του φύσημα».

Ο ήλιος βασιλεύει, οι βουνοκορφές αλλάζουν χρώματα· απέναντί μας η οροσειρά Ρίλα, στα όρια της Βουλγαρίας· οι βαθυπράσινες πλαγιές γλυκαίνουν μ’ ένα απαλό γαλάζιο, στις κορυφογραμμές μια τελευταία αναλαμπή. Κι έτσι που ανάβανε δειλά τ’ αστέρια στον ουρανό, θυμήθηκα τους στίχους του ποιητή Γ. Λίκου: Τ’ άστρα είναι κεριά/που τα κρατούν οι Αγγέλοι.

Στο βάθος, το όρος Παπίκιον, όπου υπήρχαν αρχαία ασκηταριά· άγνωστος ο βίος, αφανής η πολιτεία αναρίθμητων αναχωρητών. Εκεί ζούσαν σε άβατους και απαράκλητους τόπους, μην έχοντας τίποτα, παρά μόνο τα ράκη τους που περιζώνονταν. Εδώ, ο μέγας ζουπάνος, ο Σέρβος, ο Στέφανος Νεμάνια, ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, όπως αναφέρει ο Φιλόθεος Κόκκινος, ο Μάξιμος ο Καυσοκαλύβης,ο χλευαστής της σαρκός, που πολλοί τον θεωρούσαν παράξενο άνθρωπο γιατί πυρπολούσε τις καλύβες του (καλύβες από χόρτα και κλαδιά, που έκαιγε όταν άλλαζε τόπο, φυγαδεύοντας το νέφος των παθών). Στη μονή αυτή, τουδιά Χριστόν σαλού, για να πας περνάς χωριά με μουσουλμανικά τεμένη. Στην εικόνα του, αυτόν που παρίστανε τον πλανεμένο και εκαμώνετο πως είναι μωρός για να αφανίσει την ανθρωπαρέσκεια, τον βλέπεις να κρατά ειλητάριο, όπου διαβάζουμε: «Θα απαλλαγείς γρήγορα από τους λογισμούς που σε κυρίεψαν με άσκηση και προσευχή».

Το Παπίκιον σβήνει μες στο σκοτάδι, ο κόσμος αραιώνει: Γιωταχί, λίγα δίτροχα στο χωματόδρομο, σύννεφα σκόνης…

—Παιδιά, φύγαμε! ακούω… Ποια παιδιά; –ούτε ένα για δείγμα. Ίσως οι αταξίες και οι σκανταλίες τους να ήταν τώρα αντίβαρο στο σκοτάδι που απλώνεται. Κάποτε όμως αυτά που είναι σήμερα μικρά μπορεί να βρουν και τ’ όνομα της εκκλησίας αυτής, που μέχρι τώρα παραμένει άγνωστο.

Στις ποδιές των σκοτεινών πια βουνών τρεμοσβήνουν φώτα· χωριά με ονόματα ασυνήθιστα: Μέγα Πιστό, Μικρό Πιστό, Σώστης, Μίσχος, Πολύανθος, πιο κάτω ο Ίασμος… Και άλλα με όμορφα ονόματα παραπέρα: Πάνδροσος, Προσκυνητές, Αμβροσία, Λοφάριο, Ριζώματα, Σύμβολα, Αγίασμα.

Ιωάννης Πατσώνης, ο λογοτεχνικός «περιπατητής» της Μαξιμιανούπολης:

Ο Γιάννης Πατσώνης γεννήθηκε το 1950 στη Θεσσαλονίκη από γονείς πρόσφυγες και εργάστηκε ως παιδίατρος. Έχει εκδώσει τα πεζά έργα «Κυλιόμενες σκάλες» (εκδ. Κάλβος, 1982), «Τα μάτια των περαστικών» (εκδ. Κέδρος, 1999),  «Ανεμοδείκτες στην Επτάλοφο» (εκδ. Καστανιώτη, 2019), καθώς και ένα παραμύθι στον συλλογικό τόμο «17 ιστορίες που ξεχωρίζουν» (εκδ. Γνώση, 1988). Άρθρα του έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά και ιατρικά περιοδικά.

Κάτι άχαρα δέντρα, αυτά που βρομόδεντρα τα λεν (στη Μυτιλήνη τα ονομάζουν Γιάννηδες), στέκονται για να θυμίζουν πως στη συμμετρία, όσων απόμειναν, λαμπρών κτηρίων δε λείπουν κι αυτά που καταργούν το χώρο. Θέλετε δέντρα ανθίσετε, θέλετε μην ανθείτε,/στον ίσκιο σας δεν κάθουμι ουδέ και στη δροσιά σας.

Οι λάμπες τονίζουν πιο έντονα τα λείψανα της άλλης εποχής με το αφύσικο, για τον έρημο τούτο τόπο, εκτυφλωτικό φως τους και η γεννήτρια αδιάκοπα ακούγεται τόσα παράταιρα… Οι σκιές, με γωνίες αιχμηρές στα κουτσουρεμένα δάπεδα, παρασέρνουν προς τα κάτω τα ερείπια που τόλμησαν για λίγο να δείξουν κάτι απ’ το αλλοτινό τους μεγαλείο.

Μεταφέρουν έξω το στασίδι, κουβαλάνε τα αναλόγια, καλώδια σέρνονται, ένα μουρμουρητό ανεβαίνει, οδηγίες για προσανατολισμό, «και μη χαθούμε, όλο τέτοια να γίνονται», κι άλλες ευχές που δεν πολυπιστεύουμε, μαρσάρισμα μηχανών… Ό,τι απόμεινε, δυο χαλιά, ένας διάδρομος που τα κρόσσια του στο τελείωμα ανεμίζουν, κάτι άσπρες πλαστικές καρέκλες –αυτές οι μονίμως λερωμένες, με ανατριχιαστικό το σούρσιμό τους στα πλακάκια, που όσο φτηνιάρικες τόσο σπάνουν εύκολα σε ακανόνιστα κομμάτια– φορτώνονται στην καρότσα ενός αγροτικού, που από ώρα ακούγεται η αναμμένη μηχανή του.

Το Παπίκιον χάνεται, κρύβοντας τη χάρη του στις σπηλιές και στις χαράδρες του, στ’ απάτητα περάσματα και στα σεμνά του φωτός καταγώγια του.

Ναι, Κύριε, ο καιρούς και χρόνους ημίν, προθέμενος

Τα έργα των χειρών Σου ευλόγησον…

Ω και παλαιέ, και δι’ ανθρώπους Νέε…

—Το παρόν διήγημα δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο βιβλίο του Ιωάννη Πατσώνη, «Ανεμοδείκτες στην Επτάλοφο και άλλες ιστορίες», εκδ. Καστανιώτης, Αθήνα 2019, σ. 169-175.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.