Γιαγκουλογραφιες

Short story

«Και απ’ τον φεγγίτη της σκεπής

τον είδε που γλιστρούσε –

άγγελος με τα δόντια στο μαχαίρι»

Χρήστος Μπράβος, «Α. Μάνθος»

Του Κώστα Δρουγαλά*

Ανάμεσα στους ποικίλους κι ευφάνταστους τρόπους που έκπαλαι μηχανεύονται οι μεγαλύτεροι για να ταΐσουν τα παιδιά, ξεχωρίζω την ευρηματικότητα της γιαγιάς μου της Σταματίας. Φύλαγε σκοπιά στο τραπέζι της κουζίνας όσο το πιρούνι μου χόρευε άτσαλα πάνω από κάποιο λαδερό φαγητό, κι ύστερα από κάμποση ώρα βουτηγμένη σε φιλόφρονα γλυκόλογα και κούφιες παραινέσεις από πλευράς της, ο αέρας αιφνίδια ηλεκτριζόταν από το πρόσταγμα:

Φάε το φαγητό σου γιατί θα έρθει ο Γιαγκούλας.

Είναι απαραίτητο στο σημείο αυτό να διευκρινίσω ότι ο τόνος της φωνής της δεν άφηνε το παραμικρό ίχνος φοβέρας, μόνο την προσήμανση μιας πρωτόγονης αιτιοκρατίας –κι ο συγκεκριμένος προϊδεασμός αιτίου κι αιτιατού έκανε τα φασολάκια ή το μπριάμ μπροστά στο πιάτο μου να φαντάζουν ξάφνου δελεαστικά σαν τηγανητές πατάτες. Όσο για το δυσοίωνο όνομα «Γιαγκούλας», μου θύμιζε τον Δράκουλα, τον άρχοντα των Καρπαθίων, ίσως εξαιτίας της πανομοιότυπης διαδοχής των καταληκτικών γραμμάτων. Να τι ήταν στο παιδικό μου μυαλό ο Φώτης Γιαγκούλας: ένας εν Ελλάδι βρικόλακας που διψούσε για αίμα, και δη το δικό μου.

Μου πήρε λίγα χρόνια ακόμη ωσότου ανακαλύψω, με μια κρυφή ανακούφιση, πως ο κόμης Γιαγκούλας δεν θα παρουσιαζόταν ποτέ αυτοπροσώπως για να μου ρουφήξει το αίμα, μιας κι ήδη μετρούσε μία εξηκονταετία άπνους από τη γέννησή μου. Χώρια που δεν τον είχε σκοτώσει ο Κουίνσι Μόρις μπήγοντας ένα μαχαίρι μπόουι στην καρδιά, όπως στο μυθιστόρημα του Μπραμ Στόκερ, αλλά ένας καταδιώκτης ενωμοτάρχης, οπλισμένος με ασημωμένο μάνλιχερ στην Κλεφτόβρυση Πιερίας, κατόπιν διαταγής του μοίραρχου Ιωάννη Πετράκη.

Μεγαλώνοντας ωστόσο, αντελήφθην πως ο Φώτης Γιαγκούλας, ο διαβόητος «βασιλεύς των ορέων», είχε τυλιχτεί στην ομίχλη του θρύλου: σε κάθε περιστατικό του ταραχώδους βίου του αντιστοιχούσαν δύο και τρεις, καμιά φορά και περισσότερες εκδοχές των γεγονότων. Βλέπετε, δεν ήταν μόνο οι αγράμματοι τσομπάνηδες κι οι καρβουναραίοι που στόλιζαν με μυθεύματα τον διαβόητο λήσταρχο· πολύ περισσότερο ήταν οι δημοσιογράφοι εξ Αθηνών που, βλέποντας τα ημερήσια φύλλα των εφημερίδων που περιέγραφαν τη ληστρική του δράση να ξεπουλιούνται από πρωίας από τους τελάληδες γαβριάδες, άρχισαν να σκαρφίζονται με πρωτόφαντη συγγραφική φαντασία, απαγωγές κι έρωτες, αρπαγές ζώων και δολοφονίες. Οι «Γιαγκουλογραφίες», ευκρινέστατος όρος του μελετητή Βασίλη Τζανακάρη, έγιναν αναγνωστική μόδα στην υψηλή κοινωνία της Αθήνας.

Η πιο αγαπημένη μου από τις ιστορίες του απέθαντου Γιαγκούλα σχετίζεται με την αιφνιδιαστική εμφάνισή του στη Θεσσαλονίκη, στο σπίτι του Περικλή Γιαννούση, δημοσιογράφου της εφημερίδας «Ταχυδρόμος Βορείου Ελλάδος». Ο Γιαννούσης, για να προφταίνει την αναγνωστική φρενίτιδα γύρω από τον λαοφίλητο λήσταρχο, σκαρφίστηκε την κάτωθι ιστορία: ο Γιαγκούλας, μια φορά τον μήνα άφηνε το λημέρι του στην κορυφή του Ολύμπου για να μεταβεί στην Αθήνα, όπου διατηρούσε κρυφό δεσμό με μια διάσημη αρτίστα της εποχής.

Ο λήσταρχος τρύπωσε στο σπίτι του δημοσιογράφου από τον φεγγίτη με την «Παρδάλα», το ονομαστό γιαταγάνι του, ανάμεσα στα δόντια, απειλώντας τον δημοσιογράφο πως θα τον πελεκούσε σε σαράντα κομμάτια αν δεν ανασκεύαζε τα μυθεύματα γύρω από το πρόσωπό του. Ο δημοσιογράφος αυτομάτως συμφώνησε, λες και μπορούσε να κάνει κι αλλιώς, αλλά θες από περιέργεια, θες από άγνοια κινδύνου, ρώτησε τον Γιαγκούλα γιατί ανάμεσα στα τόσα ψέματα που γράφονταν για εκείνον, αυτό τον πείραξε περισσότερο. Κι ο λήσταρχος απάντησε:

Αρραβωνιασμένος είμαι μωρέ τομάρι, κι η Βαγγελιώ είναι στη φυλακή επειδή την κάρφωσε ένας απ’ τους σταυρωτήδες! Να τη δω δεν μπορώ, να την έχω και να μαραζώνει μ’ αυτά τα άθλια που γράφεις; Τον νου σου, για να μην περάσεις της ελιάς τα φαρμάκια!

Έτσι, την επόμενη μέρα ο Γιαννούσης άλλαξε άρδην τη διήγηση, προς απογοήτευση του μαγεμένου αναγνωστικού κοινού, επανασυστήνοντας την αρτίστα ως ξαδέρφη του λήσταρχου που επισκεπτόταν, υποτίθεται, για να μαθαίνει τα σχέδια του δικτάτορα Πάγκαλου σχετικά με την πάταξη της ληστείας.

Μετά την 20η Σεπτεμβρίου του 1925, ημέρα θανάτου του Γιαγκούλα, ξεκίνησε η απομάγευση: οι εφημερίδες έπαψαν να εφευρίσκουν ληστρικές ιστορίες, οι άντρες σταμάτησαν να ονειρεύονται παληκαρισμούς κι οι γυναίκες να βασανίζονται με υγρά ενύπνια. Μόνη η γιαγιά μου έμεινε να αναπαράγει τις παλιές ιστορίες με τους λήσταρχους.

Παρότι χρόνια ορφανός από μυθεύματα, δυο φορές τον χρόνο ακούω στον ύπνο μου κουδουνίσματα από ασημένια τσαπράζια· η νύχτα είναι πάντοτε ασέληνη. Τον βλέπω να γλιστρά από τον φεγγίτη της σκεπής, έρχεται για μένα, ένας λερός φουστανελοφόρος, με το σελάχι περασμένο στη μέση, με τα φλουριά και τα μετζίτια στο στήθος, χωρίς όμως μαχαίρι στα δόντια, μόνο με έναν λόγο ξερό σαν πρόσταγμα:

Έχεις χαιρετίσματα κάποιας Σταματίας.

Ύστερα, ο άγγελος εξάγγελος, κλέβοντας τα δάκρυά μου, καταφεύγει στο λημέρι των απόντων ως το επόμενο Ψυχοσάββατο.

*Ο Κώστας Δρουγαλάς είναι φιλόλογος και συγγραφέας. Το παρόν κείμενο δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό «Αρνί». Το 2022  κυκλοφόρησε η συλλογή διηγημάτων του «Από πού έρχεται η νύχτα» από τις εκδόσεις Παρατηρητής της Θράκης, με διηγήματα, που αντλούνται από τα παράδοξα της μετανεωτερικής καθημερινότητας, όπως η διαδικτυακή σεξεργασία, η μετανάστευση, οι πνιγμοί στη Μεσόγειο, τα τείχη που ορθώνονται και εμποδίζουν τη διακίνηση προσώπων και δολοφονούν τα όνειρα για μια ανθρωπινότερη ζωή στον «νέο» κόσμο, η κατάθλιψη και οι κάθε είδους «φυγές» από έναν κόσμο «που τρίζει σαν το γέρικο μπαστούνι της γιαγιάς  μας».

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.