«Επιθυμιες και αισθησεις εκομισα εις την Τεχνην…»

Ο Χαράλαμπος Πουλόπουλος συνομιλεί με την εικαστική θεραπεύτρια και γλύπτρια Κλειώ Μακρή για τον Μέμο και τη Ζιζή Μακρή, αλλά και τη θεραπευτική χροιά της τέχνης

«Η τέχνη δίνει την δυνατότητα να παίρνεις απόσταση και διακινεί το υγιές κομμάτι του ανθρώπου»

Ένα χρόνο πριν, λίγες ημέρες μετά την επέτειο του Πολυτεχνείου, στα μέσα του Νοέμβρη ο Καθηγητής του Τμήματος Κοινωνικής Εργασίας του ΔΠΘ κ. Χαράλαμπος Πουλόπουλος φιλοξένησε στην ραδιοφωνική εκπομπή «Μαθήματα Αναπνοής» την Κλειώ Μακρή. Η εκπομπή μεταδίδεται στο διαδίκτυο από το «Beton7 Art Radio” και το «Ράδιο Παρατηρητής 94fm” στη Θράκη.

Εικαστική θεραπεύτρια και γλύπτρια, με την δική τη προσωπική πορεία στον χρόνο τον οποίο όπως είχε δηλώσει σε συνέντευξή της με αφορμή την έκθεσή με τίτλο «Ο χρόνος που θεωρείται χαμένος» στην γκαλερί Astra στην Αθήνα λίγα χρόνια πριν, διεκδικεί μέσα από τα έργα της, αλλά και κόρη ενός εκ των σπουδαιότερων γλυπτών του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα της χώρας μας Μέμου Μακρή – την υπογραφή του οποίου φέρει το άγαλμα – κεφαλή στην είσοδο του Πολυτεχνείου – και της επίσης σπουδαίας χαράκτριας, Ζιζή Μακρή.

Η Κλειώ Μακρή μίλησε στον Χαράλαμπο Πουλόπουλο ξετυλίγοντας τη ιστορία μιας οικογένειας καλλιτεχνών,  αλλά και την θεραπευτική χροιά της τέχνης στις ζωές όλων.

Χαράλαμπος Πουλόπουλος και Κλειώ Μακρή όμως…

Χ.Π.: κ. Μακρή χρονικά η συνομιλία μας συμπίπτει με την επέτειο της εξέγερσης του Πολυτεχνείου. Ας ξεκινήσουμε από το άγαλμα – κεφαλή, ένα σημείο όπου όλοι φοιτητές, πολιτικοί, μαθητές καταθέτουν ένα λουλούδι και ένα στεφάνι κάθε χρόνο. Όλοι γνωρίζουν πως αυτό το γλυπτό, η κεφαλή, είναι έργο του Μέμου Μακρή, αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης, ο οποίος πολέμησε τους Γερμανούς, έδωσε αγώνες, έφυγε από την Ελλάδα και παρά το πλούσιο έργο, την προσφορά και την αγωνιστικότητα του, αφαιρέθηκε το 1964 η υπηκοότητα του και φτάσαμε στην μεταπολίτευση να επιστρέψει. Μιλήστε μας για το γλυπτό αυτό και την ιστορία του.

Κ.Μ.: Η αλήθεια είναι πως έχει να μας πει πολλά. Η δημιουργία του ξεκίνησε στην Ουγγαρία, χωρίς τότε να ξέρει ότι η θέση του θα ήταν στο Πολυτεχνείο. Το έκανε με γύψο και αφορούσε στους νέους που έχουν χάσει τη ζωή τους σε μάχες. Σκεφτόταν την αντίσταση και εμπνεύστηκε από άλλη μάχη, αυτή που έλαβε χώρα στην Ουγγαρία εναντίον των Τούρκων που ήταν μία μεγάλη εξέγερση. Σκεφτόταν λοιπόν πως ήταν ένα έργο συνολικά για την νεολαία. Όταν έκανε την αναδρομική έκθεση στην πινακοθήκη το 1979, το δώρισε στην ΕΦΕΕ και αυτή ζήτησε να μπει στο Πολυτεχνείο. Αυτά ήταν τα πρώτα βήματα του κεφαλιού. Διαβάζοντας το αρχείο, βρήκα άλλες αντιδράσεις, του τύπου ποιος είναι αυτός, το κεφάλι είναι άσχημο κλπ.

Χ.Π.: Είναι το κεφάλι του Νίκου Σβορώνου;

Κ.Μ.: Αυτό λέγεται, αλλά κατά τη γνώμη μου δεν νομίζω πως ισχύει. Όντως είχε κάνει το πορτρέτο του Σβορώνου που προοριζόταν για μία παραγγελία που είχε κάνει ο ίδιος, με έναν ιατρικό σκούφο και μία ιατρική μάσκα. Φαινόταν και ξεχώριζε όμως από τα μάτια του. Όντως έμοιαζε στον Σβορώνο, αλλά μοιάζει σε οποιοδήποτε νέο, επομένως δεν πιστεύω ότι είναι αυτός, παρά την φιλία τους.

Χ.Π.: Το 1945, το «Ματαρόα», ένα πλοίο σαλπάρει από τον Πειραιά πριν τα Χριστούγεννα μεταφέροντας δεκάδες ταλαντούχους Έλληνες που έχουν εξασφαλίσει υποτροφία για το Παρίσι, διαφεύγοντας τον κίνδυνο να συλληφθούν ως αριστεροί και να περάσουν το υπόλοιπο της ζωής τους σε εξορία ή φυλακές με την μεσολάβηση  του Διευθυντή του Γαλλικού Ινστιτούτου στην Αθήνα Μερλιέ. Ανάμεσα τους και ο πατέρας σας Μέμος Μακρής, από τους σημαντικότερους έλληνες γλύπτες του 20ου αιώνα με αντιστασιακή δράση. Εκεί θα παντρευτεί την Ζιζή, μια πολυτάλαντη χαράκτρια και μαζί θα απελαθούν από την Γαλλία λόγω πολιτικών πεποιθήσεων για να εγκατασταθούν στην Βουδαπέστη μέχρι να επιστρέψουν στην Ελλάδα. Κάπου εκεί γεννηθήκατε εσείς…

Κ.Μ.: Η μητέρα μου γεννήθηκε στο Βελιγράδι από μητέρα Γαλλίδα και είχε μπει στην Σχολή Καλών Τεχνών παίρνοντας υποτροφία από το Γαλλικό κράτος. Έφτασε στη Γαλλία, στο Παρίσι με τρένο μαζί με μια ομάδα Γιουγκοσλάβων φοιτητών και εκεί συναντήθηκε με τον Μέμο. Ήταν μαθήτρια του Γαλάνη, ενός πολύ μεγάλου χαράκτη. Έφυγαν από το Παρίσι το 1950, για την Ουγγαρία και συγκεκριμένα τη Βουδαπέστη όπου τους υποδέχθηκαν οι Ούγγροι. Αρχικά ήθελαν να πάνε Ιταλία, αλλά τελικά έμειναν εκεί και πλαισιώθηκαν από άλλους Έλληνες, που ήρθαν εκεί μετά τον εμφύλιο συγκροτώντας κοινότητα. Μείνανε σε ένα πολύ ωραίο μέρος όπου ήταν κάτι σαν πάρκο, στο οποίο έμεναν μόνο καλλιτέχνες. Εκεί γεννήθηκα εγώ, ανάμεσα σε εργαστήρια ζωγραφικής, γλυπτικής, χαρακτικής, ξυλογλυπτικής, με μία τεράστια παιδική χαρά στη μέση, όπου μεγαλώσαμε και έζησα τα πρώτα μου χρόνια. Έπειτα μετακομίσαμε στην παλιά πόλη.

Χ.Π.: Πώς ήταν εκείνα τα χρόνια; Τι αναμνήσεις έχετε;

Κ.Μ.: Σαν παιδί ήταν πολύ ωραία, γιατί μπαίναμε από το ένα σπίτι στο άλλο, σαν ένα μικρό χωριό. Μου έχουν μείνει οι ήχοι, οι μυρωδιές και η ακαταστασία που έχει το κάθε εργαστήριο. Είχαν όλοι παιδιά και σε εμάς έρχονταν πολλοί Έλληνες, φίλοι και γενικά ήταν ένα πολύ ανοιχτό και ζωντανό σπίτι.

Χ.Π.: Η μητέρα σας Ζιζή Μακρή,  ήταν χαράκτρια, ζωγράφος και εργαζόταν και με ψηφιδωτά με διεθνή αναγνώριση και βραβεία.

Κ.Μ.: Η τελευταία έκθεση έγινε στην γκαλερί Άστρα. Φτιάχνοντας το αρχείο των γονιών μου, τακτοποιούσαμε μαζί κάποια από τα έργα που έκανε στις φυλακές Αβέρωφ. Ήταν ευκαιρία να βάλουμε στα σκίτσα και τα χαρακτικά που είχε φτιάξει καθώς και κάποια άρθρα εκείνης της εποχής, που εγώ ανακάλυψα. Θυμάμαι αυτά τα έργα μικρή, αλλά πάντα αναρωτιόμουν ως προς το τι ήταν πίσω από αυτήν την ιστορία. Πάνω κάτω ήξερα την ιστορία αλλά δεν ήξερα τι ακριβώς είχε γίνει. Ανακάλυψα όλη την ιστορία της Δίκης, της φυλακής, θυμήθηκα ιστορίες του παρελθόντος.

Χ.Π.: Πώς είχε βρεθεί όμως εκεί η Ζιζή Μακρή;

Κ.Μ.: Είχε εντολή το κόμμα να στείλει ανθρώπους πίσω στην Ελλάδα. Ήταν δύο ζευγάρια Γάλλων, τους οποίους πιάσανε και βρέθηκε η Ζιζή στις φυλακές Αβέρωφ μαζί με τους πολιτικούς κρατούμενους. Δεν έπρεπε να καταλάβουν ότι γνωρίζει ελληνικά, είχε μία διερμηνέα στην φυλακή για να συνεννοηθεί. Όλοι λίγο πολύ γνώριζαν ότι ήξερε ελληνικά αλλά δεν μπορούσαν να το αποδείξουν. Οι συγγενείς και ο δικηγόρος βρήκαν τρόπο να της μεταφέρουν υλικά και κατάφερε να κάνει σκίτσα αλλά η προσοχή της ήταν στις ποινικές. Όταν την ρώτησα, μου απάντησε πως για αυτήν ήταν κάτι καινούργιο. Μεγαλώνοντας επίσης ξεκίνησα να παρατηρώ διαφορετικά  τις εικόνες που είχα από μικρή και να καταλαβαίνω τι ήταν αυτό που την έσωσε. Η Τέχνη μπορεί να βοηθήσει. Ήταν έγκλειστη, δεν ήξερε πότε και αν θα βγει. Δεν ήξερε πως ήμασταν εμείς, αλλά έκανε χαρτικά με ένα παράθυρο από όπου μπαίνει φως. Τα έργα δεν έχουν τραγικό υπόβαθρο παρότι αισθανόταν αυτήν την δυσκολία. Την ενδιέφεραν οι ποινικές, το περίφημο δέντρο στο κέντρο της φυλακής. Θυμάμαι που λέγανε πως όταν μία πήγαινε για εκτέλεση οι άλλες χόρευαν και τραγουδούσαν γύρω από το δέντρο. Έχουν όλα μία αισιοδοξία και αυτό οφειλόταν στην φύση, αλλά και την πειθαρχία και την αγάπη της για το έργο και την δουλειά της. Επίσης είχε δημιουργηθεί αλληλεγγύη γύρω από την δουλειά. Οι άλλες κρύβανε τα υλικά για να μην τα βρουν. Αυτά ήταν και η πρώτη έκθεση που έκανε στην Ελλάδα και ενέπνευσε τον Γιάννη Ρίτσο να κάνει αυτό το ποίημα.

Τα πρώτα χρόνια στην Ελλάδα

Χ.Π.: Περάσατε τα παιδιά σας χρόνια στη Βουδαπέστη. Ποια η μετέπειτα πορεία σας;

Κ.Μ.: Στα 15 μου πήγα στο Παρίσι, όπου τελείωσα το σχολείο και πήγα στην Σχολή Καλών Τεχνών. Όταν αρχίσαμε να ερχόμαστε στην Ελλάδα, αποφάσισα πως θέλω να ζήσω για πάντα εδώ. Οι γονείς μου πηγαινοέρχονταν. Ο πατέρας μου έκανε μία μεγάλη έκθεση το 1979, μετά την οποία τέθηκε το δίλημμα αν θα πρέπει να μείνουμε ή να φύγουμε. Εγώ ήθελα να ριζώσω κάπου. Μεγάλωσα με ανθρώπους άλλων εθνικοτήτων, που έμεναν αλλού από εκεί που θα ήθελαν να είναι. Ήταν πολιτικοί πρόσφυγες και τους έλειπε η πατρίδα τους, με πολύ έντονο το στοιχεία της νοσταλγίας. Τα πρώτα χρόνια στην Ελλάδα, ήμουν σαφώς πολύ χαρούμενη, ωστόσο αισθάνθηκα έντονα πως δεν μεγάλωσα εδώ. Είχα τελειώσει ψηφιδωτό στην Γαλλία, και ξεκίνησα με μία έκθεση για να αναλάβω μετά ένα μεγάλο ψηφιδωτό στον Βόλο και ακολούθως ένα ψηφιδωτό στο κτήριο του Κομμουνιστικού Κόμματος με τον Νίκο Ευγενίδη, από το χαρακτικό του Τάσσου «Τα παιδιά της ασφάλτου». Έπειτα ξεκίνησα τη γλυπτική. Όταν είχα μπει στη Σχολή Καλών Τεχνών δεν το γνώριζαν οι γονείς μου, αλλά και στην σχολή δεν ήξεραν ότι είμαι παιδί καλλιτεχνών. Ήθελα να δω τα δικά μου όρια. Άρχισα να κάνω ελλειπτική και πορτρέτα, ούσα μάλιστα εμπνευσμένη από μία γλύπτρια φίλη των γονιών μου, η οποία με έχει σημαδέψει και η οποία έκανε πιο μικρά γλυπτά και σκηνές, προγλυπτική. Όταν έκανα τα πρώτα μου γλυπτά ο πατέρας μου και ο σύζυγος της κυρίας έλεγαν πως αυτό που κάνω μοιάζει πολύ με την Έρζη. Ήταν μία ενδιαφέρουσα γυναίκα και μεγάλη γλύπτρια. Από τότε με απασχολούσε πολύ η σχέση της γυναίκας με την γλυπτική. Είναι ταυτισμένη με άνδρα γιατί είναι δύσκολη, θέλει χτίσιμο. Πώς θα βγει όμως η λεπτότητα που είναι πιο θηλυκό χαρακτηριστικό;

Χ.Π.: Έρχεστε στην Ελλάδα και ξαναφεύγετε όμως στο Παρίσι για να σπουδάσετε εκ νέου;

Κ.Μ.: Πήγα να σπουδάσω ψυχολογία και θεραπεία, κάτι σαν ψυχοπαιδαγωγική, σε επίπεδο μεταπτυχιακό. Έκανα την πρακτική μου στην Ελλάδα και πήγαινα εκεί για σεμινάρια και μαθήματα. Έπρεπε να κάνουμε πρακτική πολλές ώρες σε δημόσιους χώρους και έτσι βρέθηκα στο «18 ΑΝΩ» με την Κατερίνα Μάτσα και ενθουσιάστηκα με τον τρόπο που δούλευαν. Μου είχαν πει πως τον πρώτο χρόνο δεν θα έκανα τίποτα αλλά θα περιέγραφα το πού είμαι για να καταλάβουν πώς μπορεί να προσφέρει η τέχνη.

«Είμαι πεπεισμένη πως η τέχνη μπορεί να βοηθήσει»

Χ.Μ.: Ξεκινήσατε από εκεί και σήμερα μετράτε 23 και πλέον χρόνια στον χώρο της απεξάρτησης, παράλληλα με την ιδιότητά σας ως γλύπτρια, ως ιστορικός με την έννοια της ανάδειξης της ίδιας της οικογένειας. Τι ακριβώς κάνετε στο 18 ΑΝΩ;

Κ.Μ.: Η Κατερίνα Μάτσα, δεν ήταν μόνο η οντότητα, αλλά η σχέση με τους υπόλοιπους συναδέλφους, η ματιά της, η έννοια της κοινωνικής επανένταξης. Όχι τόσο η κλινική δουλειά, όσο η προσπάθεια να καταλάβω το πώς μπορώ να συμβάλλω σαν τέχνη σε αυτόν τον χώρο. Με ποιον τρόπο ο άνθρωπος μπορεί να συνδεθεί ξανά με τη ζωή, το έξω, την κοινωνία και την ιστορία. Είμαι πεπεισμένη πως η τέχνη μπορεί να βοηθήσει. Η Τέχνη μπορεί να δώσει απόσταση. Η Ζιζή, όχι επειδή ήταν μητέρα μου, μέσα από το παράθυρο δεν αντικατόπτριζε το πώς νιώθει αλλά βρήκε την διέξοδο της κάνοντας τα σχέδια, δίνοντας την αναγκαία απόσταση ώστε να αντέξει. Η δημιουργική πορεία ενός έργου θέλει μία διαδικασία. Όλο αυτό σε βοηθάει στο να κρατάς απόσταση και σου δίνει ένα φως, μία διέξοδο. Η τέχνη δίνει τη δυνατότητα να παίρνεις απόσταση και διακινεί το υγιές κομμάτι του ανθρώπου. Όλοι μέσα μας έχουμε δημιουργικότητα. Ο ρόλος της τέχνης και του καλλιτέχνη είναι να αρπάξει κάτι δημιουργικό, να συνδέσει την ομάδα, να βρει τον τρόπο και τα εργαλεία για να εκφραστεί κάποιος.

«Με τρομάζει και με ενοχλεί στην εποχή μας που σβήνουμε, όχι μόνο εδώ αλλά σε παγκόσμια κλίμακα, χωρίς να δώσουμε κάτι»

Χ.Π.: Τα δικά σας γλυπτά είναι χαρακτηριστικά ως προς τη μοναξιά και τη θλίψη που διαπνέουν. Ακόμα και όταν παίζουν τα παιδιά είναι σε φάση σκέψης. Είναι έτσι;

Κ.Μ.: Αναστοχασμός ναι, θλίψη όμως δεν ξέρω. Έχω εμπνευστεί από ιστορικά γεγονότα και με απασχολεί η μετάδοση της ιστορίας. Με τρομάζει και με ενοχλεί στην εποχή μας που σβήνουμε, όχι μόνο εδώ αλλά σε παγκόσμια κλίμακα, χωρίς να δώσουμε κάτι. Δεν υπάρχει η μετάδοση, πνευματική ή ιστορική, από τη μία γενιά στην άλλη. Σαν να μπαίνεις σε μία ομίχλη και να φεύγεις. Ο ρόλος της τέχνης σβήνει και αυτός. Η τέχνη είναι σημαντική σε έναν πολιτισμό. Μεγάλωσα σε εργαστήριο και έχω ζήσει το πόσο σημαντικός είναι ένας καλλιτέχνης. Στην Ουγγαρία τον Καλλιτέχνη και τον καθηγητή Πανεπιστημίου τους αποκαλούσαν «Μετρ». Ήταν ένα επάγγελμα. Βλέποντας το αρχείο των γονέων μου, από την μία νιώθω βάρος, αλλά από την άλλη ήταν μία σημαντική ανακάλυψη, βλέποντας καλλιτέχνες μίας άλλης εποχής. Γνώρισα μάλιστα τα παιδιά τους, ως μία άλλη υποχρέωση για να συνεχιστεί αυτό και να το μαθαίνουν οι νεότεροι. Είπα να εμπνευστώ από αυτά που έχω, όπως το Ματαρόα, την ιστορία της φυλακής και άλλα ακόμα πολλά. Ένα μεγάλο βάρος αποτελεί πηγή έμπνευσης και ανακάλυψης της ελληνικής ιστορίας. Επίσης στην έκθεση που έκανα με τα παιδιά, εμπνεύστηκα από την ιστορία βλέποντας μία πλάκα από μανάδες που πήραν τα παιδιά τους στην κατοχή και τα πήγαν σε στρατόπεδα. Τα συνέκρινα με πολλές πλάκες τέτοιου τύπου, στην Γαλλία και την Ουγγαρία. Δεν σκεφτόμουν μόνο τα παιδιά των Εβραίων, αλλά την παιδικότητα. Είδα φωτογραφίες από παιδιά στην Κατοχή που παίζανε με απλά πράγματα, χαμογελούσαν ξυπόλητα. Αυτή η αντίθεση μου έδωσε έμπνευση και πήρα την εικόνα της παιδικής χαράς. Μετά έγινε η έκθεση. Μου άρεσε πολύ αυτό που λένε «χρησιμοποιούμε αλλά δεν εκμεταλλευόμαστε, δεν ξεχνάμε, αλλά δεν εκμεταλλευόμαστε».

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.