Ελενη Ανδρεου*: «Με μοναδικη μαεστρια η συγγραφεας μας χαριζει δημιουργιες γεματες μουσικη και ποιηση και μας καθιστα κοινωνους σε μια εξαιρετη αισθητικη απολαυση»

Βάντα Παπαιωάννου-Βουτσά, «Με πούδρα ΤΟΚΑΛΟΝ», εκδ. Παρατηρητής της Θράκης, Κομοτηνή 2022

Όταν η αγαπητή Πένη μού πρότεινε να συμμετέχω στην παρουσίαση  αυτού του βιβλίου, δεν γνώριζα ούτε το βιβλίο ούτε την συγγραφέα του. Όμως μόλις άκουσα τον τίτλο του  και φυσικά εμπιστευόμενη την Πένη, απάντησα ανεπιφύλακτα καταφατικά. Ο τίτλος του βιβλίου εξαρχής με ενθουσίασε, επειδή και στις δικές μου αναμνήσεις υπάρχει ως κάτι ιδιαίτερο και γοητευτικό η πούδρα Tokalon που χρησιμοποιούσε η μητέρα μου, το μικρό χάρτινο κουτί με τα χρυσά και μαύρα χρώματα, με τη σχηματοποιημένη γυναικεία μορφή πάνω του. Αργότερα, διαβάζοντας το βιβλίο, ανακάλυψα πως υπάρχουν και πολλά άλλα που μας συνδέουν με τη Βάντα. Θα μείνω σε ένα δύο, όπως η εποχή που ζήσαμε τη νιότη μας, η κοινή πάνω κάτω περίοδος των σπουδών μας και του διορισμού μας, κυρίως όμως η λατρεία μας για την αρχαιολογία και οι σπουδές μας περί αυτήν. Εκείνη στο ΕΚΠΑ κι εγώ στο Αριστοτέλειο…. Υπάρχουν και πολλά άλλα κοινά μας, φαινομενικά ασήμαντα, στην πραγματικότητα όμως πολύ σημαντικά κατά τη γνώμη μου, πράγματα που στοιχειοθετούν κοινές νοητικές και ψυχικές διαδρομές. Διαπιστώνω μάλιστα ότι τουλάχιστον μέχρι ένα σημείο ζήσαμε παράλληλους βίους και χαίρομαι που άλλο ένα κοινό μας, η αγάπη μας για την τέχνη του λόγου τώρα που μεγαλώσαμε μας έφερε κοντά.

Άλλωστε εκείνη ήρθε να κατοικήσει στην πάτρια γη μου, τη Θρακική, κι εγώ, τα χρόνια που ζούσα στην Αθήνα, έκανα συχνά πυκνά σύντομες αποδράσεις στη δική της πατρίδα, το Λαύριο, όπου απολάμβανα να πίνω τον απογευματινό καφέ μου δίπλα στο κύμα υπό την μουσική υπόκρουση των ιστίων των ιστιοφόρων….

Το Λαύριο είναι ένας τόπος μαγευτικός, που εκπέμπει μια μοναδική ενέργεια. Πέρα από τη φυσική ομορφιά, που περιλαμβάνει το πράσινο (πεύκα, ελιές και φοίνικες) και το γαλάζιο της θάλασσας, όταν περπατάς εκεί έχεις την αίσθηση ότι περπατάς μέσα στο χρόνο και την ιστορία, γιατί είναι σα να βρίσκεσαι μέσα σε ένα ανοικτό μουσειακό χώρο: μεταλλευτικές στοές, πηγάδια και βάραθρα, μοναδικά βιομηχανικά αρχιτεκτονήματα από την εποχή της επαναλειτουργίας των μεταλλείων στον 19ο αιώνα(της εποχής του Serpieri και αργότερα, μετά τα γνωστά λαυρεωτικά, της Ελληνικής Εταιρείας Μεταλλουργείων Λαυρίου). Και η σύγχρονη πόλη πανέμορφη, όπου συνυπάρχει το παλιό με το καινούριο, πλαισιωμένη με το σύγχρονο λιμάνι της και τις μαρίνες για τα ιστιοφόρα. Δεν μπορώ να φανταστώ πώς ήταν η πόλη όταν μεγάλωνε η Βάντα εκεί, κυρίως δεν μπορώ να φανταστώ πώς ήταν το λιμάνι. Υποθέτω πως θα ήταν πολύ διαφορετική η προσέγγιση της θάλασσας. Μπορώ όμως να φανταστώ πώς ένα τέτοιο τοπίο μπορεί να επηρέασε τη σκέψη και το θυμικό ενός έξυπνου και ευαίσθητου παιδιού με ερευνητική διάθεση, που έμελλε κάποτε να γίνει η συγγραφέας του βιβλίου που κρατώ στα χέρια μου: «Με πούδρα TOKALON», έκδοση του ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗ της Θράκης, του 2022. Κι επειδή πρέπει να αποδίδουμε τα του καίσαρος τω καίσαρι, θέλω να επισημάνω την εξαιρετική εκδοτική εργασία του ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗ, τόσο σε αυτό, όσο και σε άλλα βιβλία που έχω υπόψη μου. Βιβλία υψηλής αισθητικής, προσεγμένα από κάθε άποψη, που απολαμβάνει κανείς να κρατά στα χέρια του, πράγμα που με κάνει να σκέφτομαι πόσο τυχεροί είμαστε για την παρουσία και τη δραστηριοποίηση του ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗ  στην ακριτική περιοχή μας.

Το εξώφυλλο του βιβλίου κοσμεί ένα επεξεργασμένο γραφιστικά μοντέλο από διαφημιστική καταχώριση της πούδρας TOKALON πάνω σε μωβ και λευκό φόντο. Μία γοητευτική κομψή κυρία πουδράρεται, ρίχνοντας ένα λοξό βλέμμα στο καθρεφτάκι της.

Στα περιεχόμενα του βιβλίου διαβάζουμε 68 ευρηματικούς τίτλους που αναφέρονται σε 60 μικρής φόρμας πεζά και σε οκτώ ποιήματα, από τα οποία τα επτά τοποθετούνται στην αρχή των αντίστοιχων ενοτήτων, στις οποίες διακρίνονται τα πεζά, προϊδεάζοντας για τη θεματολογία τους, ενώ το τελευταίο λειτουργεί ως επιμύθιο του βιβλίου.

Παρά το γεγονός ότι η συγγραφέας υποστηρίζει ότι τα κείμενα του βιβλίου της γράφηκαν εική και ως έτυχεν, είναι προφανές ότι στη συνέχεια έγινε μία σοβαρή επιλογή κατάταξης των κειμένων ώστε να υπακούν στη λογική της χρονικής ακολουθίας των ανθρώπινων εμπειριών της συγγραφέως. Από τις πιο  απομακρυσμένες χρονικά ως τις πιο πρόσφατες. Και όχι μόνο. Δεν είναι μόνο η χρονική αλληλουχία που τα συνδέει μεταξύ τους και τα εντάσσει σε ξεχωριστές ενότητες. Πολύ σημαντικός είναι ο νοηματικός ιστός των κειμένων της κάθε ενότητας, γιατί αυτός, ως κάποιο είδος τραγικής ειρωνείας μας προετοιμάζει γι’ αυτά που πρόκειται να ακολουθήσουν

Αναζητώ μέσα στους επιμέρους τίτλους τον τίτλο του βιβλίου. Υπέθετα ότι θα υπήρχε κάποιο ομότιτλο κείμενο, για να ξεκινήσω από αυτό την ανάγνωση. Διαπιστώνω ότι δεν υπάρχει. Σίγουρα θα υπάρχει κάποια αναφορά. Θα πρέπει να περιμένω μέχρι να τη βρω. Μέχρι τότε μόνο υποθέσεις μπορώ να κάνω για τη σημασία του τίτλου. Μήπως πρόκειται για ειρωνεία; Μήπως η «πούδρα» είναι μία φενάκη; Ή μήπως είναι ένα πασπάλισμα απαλής αρωματικής σκόνης πάνω από τα κείμενα του βιβλίου, που λειτουργεί ως ένα φίλτρο στο φωτογραφικό φακό της Βάντας, για να στρογγυλέψει τις γωνίες και τις αιχμές, να απαλύνει τα χρώματα του πόνου, να θεραπεύσει τα τραύματα, να ενισχύσει τις αντοχές που απαιτούνται για να ξανασυναντηθεί με τα του βίου της, τρυφερά κι αγαπησιάρικα; Ελπίζω ότι η ανάγνωση του βιβλίου θα μου τα φανερώσει όλα.

Προχωρώ στην αφιέρωση του βιβλίου: Στην οικογένειά μου πάντα, σύντροφο, παιδιά κι εγγόνια και σε όποιον βρει το ρόλο του. Υπογραμμίζω τις λέξεις οικογένεια, πάντα, ρόλος. Λέξεις κλειδιά οι δύο πρώτες για την κατανόηση της συγγραφέως, η τρίτη κλειδί για την ανάγνωση του βιβλίου.

Ακολουθεί το μότο του βιβλίου, δύο στίχοι από το «χρυσό αμάξι» του Νικηφόρου Βρεττάκου: «Σ’ έναν κόσμο που τίποτα δεν ξέρει από φως, / ήταν βέβαιο πως δεν θα με γνώριζαν.» Παρά το γεγονός ότι οι στίχοι εκφράζουν κάτι πικρό, βρίσκω το μότο ωραίο και δυνατό. Έχουμε εδώ να κάνουμε με έναν άνθρωπο που παρά τα όσα μπορεί να του έχουν συμβεί, κοιτάζει με εμπιστοσύνη τον εαυτό του, γνωρίζει την αξία του και εκτίθεται. Όσοι τον είδαν και  δεν τον  κατάλαβαν, εκείνοι υπολείπονται σε φως.

Τόσο τα ποιήματα, όσο και τα πεζά είναι πολύ σύντομα. Από μία σελίδα έως τέσσερις το πολύ. Και είναι να απορείς για το πόσο πολλά μπορούν να χωρέσουν μέσα σ’ αυτές τις μικρές ιστορίες χάρη στο ταλέντο της συγγραφέως τους. Μοιάζουν με μικρά  φωτογραφικά στιγμιότυπα που εναλλάσσονται με ταχύτητα μεταξύ τους. Καρτ-ποστάλ θυμίζουν στη συγγραφέα τους αυτά τα μικρής φόρμας κείμενα κι όπως δηλώνει, της αρέσουν. Κι εμάς μας αρέσουν πολύ, Βάντα. Στο σύνολό τους, έτσι όπως τα έχεις διατάξει, μου θυμίζουν ταινία με πολύ λεπτοδουλεμένο και απροσδόκητο μοντάζ. Οι εικόνες σου, ιδιαίτερα από τον πάτριο τόπο, το Λαύριο,  μου έφεραν στο μυαλό το «Χάος» των αδελφών Ταβιάνι. Και η τυχαιότητα των εικόνων σου, μου θύμισε μια άλλη ταινία: «Ένα περιστέρι έκατσε σ’ ένα κλαδί συλλογιζόμενο την ύπαρξή του», του Σουηδού Ρόη Άντερσον –βραβεύτηκε με το χρυσό λιοντάρι στο φεστιβάλ Βενετίας, το 2014–, που με καλειδοσκοπικό τρόπο παρουσιάζει εκδοχές του ανθρώπινου πεπρωμένου.

Αξιοπρόσεκτη είναι η δομή του περιεχομένου: παρά το γεγονός ότι η συγγραφέας υποστηρίζει ότι τα κείμενα του βιβλίου της γράφηκαν εική και ως έτυχεν, είναι προφανές ότι στη συνέχεια έγινε μία σοβαρή επιλογή κατάταξης των κειμένων ώστε να υπακούν στη λογική της χρονικής ακολουθίας των ανθρώπινων εμπειριών της συγγραφέως. Από τις πιο  απομακρυσμένες χρονικά ως τις πιο πρόσφατες. Και όχι μόνο. Δεν είναι μόνο η χρονική αλληλουχία που τα συνδέει μεταξύ τους και τα εντάσσει σε ξεχωριστές ενότητες. Πολύ σημαντικός είναι ο νοηματικός ιστός των κειμένων της κάθε ενότητας, γιατί αυτός, ως κάποιο είδος τραγικής ειρωνείας μας προετοιμάζει γι’ αυτά που πρόκειται να ακολουθήσουν. Επιπλέον, αυτός ο νοηματικός άξονας δεν παραμένει συμπαγής, σταθερός και απαραβίαστος στην εξέλιξη του βιβλίου. Σπάει συνεχώς με παρεμβολές, συχνά απροσδόκητες, που μετατοπίζουν την προσοχή μας από το μέρος στο όλον ή το αντίστροφο.

Επτά ενότητες λοιπόν ή επτά ομαδοποιήσεις μικροϊστοριών περιλαμβάνει το βιβλίο. Ένα ποίημα στην αρχή της κάθε ενότητας θέτει το γενικό θεματικό πλαίσιό της.

Η «Πρό(σ)κληση» διατυπώνει το ερώτημα κατά πόσο μπορούμε ή όχι, να σκηνοθετήσουμε τη ζωή μας, αναλαμβάνοντας και μοιράζοντας ρόλους. Είναι προφανές ότι η συγγραφέας θεωρεί πως αυτό δεν είναι εφικτό. Το σενάριο της ζωής μας είναι κατοχυρωμένο και οι ρόλοι μας δώρα της Λάχεσης.

Έτσι σε αυτή την πρώτη ενότητα του βιβλίου της καταγράφει ρόλους προσωπικούς και ρόλους άλλων, στο περιβάλλον των παιδικών χρόνων κυρίως στο Λαύριο και στην Αθήνα αλλά και άλλους μεταγενέστερους ρόλους της ζωής της. Ρόλοι γλυκείς και ρόλοι πικροί εναλλάσσονται μέσα στις μικροϊστορίες της ακριβώς όπως συμβαίνει και στην πραγματική ζωή. Άλλωστε το παιγνίδι των ρόλων συνεχίζεται και σε όλο το υπόλοιπο βιβλίο. Επειδή όμως εδώ έχουμε αναφορά στα παιδικά  και εφηβικά χρόνια, είναι κυρίαρχες οι εικόνες της ομορφιάς και της χαράς. Ξεχωρίζω το θαυμάσιο διήγημα με τίτλο «Μινωική τοιχογραφία η αυλή μας», ύμνο στην χαρά και στην ομορφιά του απλού βίου. Περιγράφεται η αυλή του πατρικού σπιτιού στο Λαύριο, ο παράδεισος των παιδικών χρόνων, με κάθε λεπτομέρεια, φαινομενικά ασήμαντη, που η μνήμη σε πείσμα του χρόνου και των τετελεσμένων διατηρεί. Το στρωμένο με ακατέργαστες πλάκες δάπεδο, το σημείο που το νερό λιμνάζει σε μια γούβα κι εκεί που η μαρμαρόπλακα καμπουριάζει και μαγκώνει η σκούπα. Τριγύρω τοιχία ασοβάντιστα με γρουμπούλια που κοντεύουν να χαθούν κάτω από τα αλλεπάλληλα ασβεστώματα. Τα κλουβιά με τις καρδερίνες, η κληματαριά και η περικοκλάδα. Και αμέτρητες γλάστρες φτιαγμένες από τενεκέδες (Φέτα τα Βαρδούσια, Σαρδέλες Καλλονής) βαμμένες όλες το ίδιο χρώμα, κεραμιδί. Σπαράγγια, φτέρες, τριανταφυλλιές, βιγόνιες, βασιλικοί, χρυσάνθεμα, ζουμπούλια, φρέζες… Με επιμέλεια η συγγραφέας αναφέρει τα χρώματα της αυλής τους: κίτρινος τοίχος, κεραμιδιές γλάστρες, λουλακιά αυλόπορτα, διάσπαρτες πινελιές άσπρου, χάλκινου, μαβιού, πράσινου, μια μινωική τοιχογραφία η αυλίτσα τους.

Και παράλληλα η ζωή της οικογένειας, τα μαγειρέματα στην γκαζιέρα της μάνας, υποψήφιας για δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, τα τραπέζια και τα τραπεζώματα, η φιλοξενία πλήθους οδοιπορούντων… Ένας παράδεισος κοινωνικής ζωής, γεμάτης με χαρά και φως, που σε τίποτε δεν υπολειπόταν από τη ζωή των μινωικών ανακτόρων.

Στα «Κληρονομημένα», ανακαλύπτω μαζί με τη συγγραφέα, στην τσάντα της μητέρας της την πούδρα Tokalon. Εδώ είμαστε λοιπόν! Να η αναφορά που περίμενα! Διαβάζοντας το διήγημα, δεν έχω καμία αμφιβολία πια. Σωστά κατανόησα τον τίτλο του βιβλίου! Μεγαλώνοντας οι γυναίκες γινόμαστε όλο και περισσότερο σαν τις μανάδες που μας μεγάλωσαν. Κι όλο προσπαθούμε να ξαναφτιάξουμε γύρω μας ένα περιβάλλον σαν εκείνο στο οποίο μεγαλώσαμε. Η Βάντα εντατικά προσπαθεί να μεταμορφώσει τη μικρή της επικράτεια σε εικονικό περιβάλλον του πατρικού της σπιτιού, της αυλής τους, της γειτονιάς τους, και φαίνεται ότι τα καταφέρνει, ακόμα και στο αντίξοο ψυχρό κλίμα του τόπου που διεκδίκησε και κατέκτησε τη ζωή της. Όλα ένα τρυφερό πασπάλισμα πούδρας Tokalon στην πραγματικότητά της για να την ομορφύνουν.

Με λόγο πλούσιο, κινούμενο με ευλυγισία σε ένα ευρύ λεξιλογικό φάσμα, διαχρονικό, κοινωνικό, γεωγραφικό, που ωστόσο κατορθώνει να παραμείνει εντελώς σύγχρονος, με χιούμορ και νεανική σπιρτάδα, με πυκνότητα και διαυγή ακρίβεια, αναλυτικός όπου χρειάζεται κι αλλού αφαιρετικός, παράγοντας μία εντυπωσιακή εικονοπλασία. Με μοναδική μαεστρία η συγγραφέας ενορχηστρώνει τα διαμάντια του λεκτικού της θησαυρού, για να μας χαρίσει δημιουργίες γεμάτες μουσική και ποίηση και να μας καταστήσει κοινωνούς σε μία εξαίρετη αισθητική απόλαυση

Στο διήγημα «Ρόλος πρωτεύων» πρόκειται να μας ιστορήσει μια δύσκολη στιγμή της ζωής της. Πρωτοχρονιά 1998, γύρω η πρωτεύουσα που γιορτάζει με φως, χρώμα και ήχο στη διαπασών κι αυτή να συντροφεύει την υπερήλικη χειρουργημένη μητέρα στο κρεβάτι του πόνου. Προτού μας ιστορήσει τα του νοσοκομείου, με τους ασθενείς, τα παυσίπονα, τους ορούς, την αιωρούμενη φαρμακίλα και τις φιλότιμες προσπάθειες του νοσηλευτικού προσωπικού να καταφέρουν ώστε οι ασθενείς και οι συνοδοί τους να συμμεριστούν το εορταστικό πνεύμα, η συγγραφέας μάς «πασπαλίζει» μία παράγραφο-πούδρα Tokalon, μνήμη μοσχομυριστή από κάποιο παλιό ταξίδι στην Ικαρία. Αλλιώς πώς να αντέξει να αγγίξει τα δύσκολα που θα ακολουθήσουν;

Στην αρχή της δεύτερης ενότητας το ποίημα με τίτλο «Μετατροπές» σηματοδοτεί μια μικρή μεταστροφή της αρχικά άτεγκτης θέσης της συγγραφέως ως προς την επιλογή των ρόλων. Εδώ αφήνει ένα μικρό περιθώριο να σκεφτεί και να υπολογίσει το «συν Αθηνά και χείρα κίνει».

 Στα ένδεκα μικροδιηγήματα αυτής της ενότητας κυριαρχούν οι εμπειρίες των φοιτητικών χρόνων: οι ατελείωτες μετακομίσεις, καινούριες γειτονιές, νέοι συγκάτοικοι, τα δύσκολα και άχαρα διαβάσματα, η φιλία, οι τρελοί ρυθμοί της πρωτεύουσας, οι ξένες γλώσσες, οι ατελείωτοι περίπατοι στους αρχαιολογικούς χώρους, θέατρα και παραστάσεις, κινηματογράφοι και γουέστερν σπαγγέτι, δυσκολίες, τρικλοποδιές, στερήσεις και διαψεύσεις αλλά και νεανικές υπερβάσεις, ατελείωτα όνειρα, που δεν θα ευοδωθούν, γιατί κάποτε και το «συν Αθηνά και χείρα κίνει» αποδεικνύεται αναποτελεσματικό, αναγκαστική μετατόπιση των προσωπικών επιλογών (other options το λένε σήμερα), η διεκδίκηση διορισμού στο Δημόσιο και τελικά ο διορισμός στο νομό Ροδόπης (Πού στα κομμάτια είναι αυτός ο νομός Ροδόπης; )

Στην τρίτη ενότητα, στο εισαγωγικό ποίημα με τίτλο «Δραματική ποίηση» (Λειτουργεί και ως επιμύθιο στην προηγούμενη ενότητα και ως συνδετικός κρίκος με τα επόμενα), υιοθετώντας τον ρόλο της θυσιαζόμενης Ιφιγένειας, επανακάμπτει στην αρχική της θέση. Εκφράζοντας βαθιά απογοήτευση κλείνει το ποίημά της με το ερώτημα: «πιστεύεις ακόμη πως τη μοίρα σου τη φτιάχνεις;»

Σ’ αυτή την ενότητα, βρισκόμαστε στην πιο λαμπρή στιγμή της νιότης της συγγραφέως. Όλα στο φόρτε τους. Η ακμή του σώματος και του πνεύματος, η ένταση του συναισθήματος, ο έρωτας, η ένωση με τη φύση και με το σύμπαν. Μία σφαίρα από ύλη και πνεύμα που εκτοξεύτηκε και δεν έχει πια γυρισμό, είτε φτάσει είτε δεν φτάσει στο στόχο της. Είναι η εποχή των ταξιδιωτικών αναζητήσεων. Τολό, Παύλιανη, Μυστράς, Κρήτη … Κάθε διαδρομή μία αποκάλυψη, κάθε διαδρομή μία κατάκτηση.

Όλα δείχνουν ότι η εκτοξευμένη σφαίρα θα μπορούσε να φτάσει τον στόχο της. Ωστόσο… υπάρχει κι εκείνη, η άλλη πλευρά των πραγμάτων, η σκληρά αδιάφορη, η μυωπική, που δεν βλέπει και δεν νοιάζεται να δει τη δύναμη της επιθυμίας, τον αγώνα, την εργατικότητα, τη γνώση, την αξία και ρίχνει πάνω σε όλα με κυνισμό τη σφραγίδα ΑΚΥΡΟΝ, κατά συρροή δολοφόνος των νεανικών ονείρων. ΑΚΥΡΟΝ. Οι ακυρώσεις ξεκινούν από τα πιο μικρά και φτάνουν στα πιο μεγάλα. Το όνειρο της νεαρής φοιτήτριας να συμμετέχει με κάποιο τρόπο στις ανασκαφές στη Ζάκρο διαγράφεται. Η συμφοιτήτριά της, κόρη Αρεοπαγίτου, που συμμετέχει στην ανασκαφική ομάδα, δεν της ρίχνει ούτε μισή ματιά. Δεν την αναγνωρίζει, δεν την έχει προσέξει ποτέ στα μαθήματα. Εκείνη μπορεί να είναι σίγουρη για τον εαυτό της και την εξέλιξή της. Έχει «ένα ισχυρό βιογραφικό, όχι δικό της, του μπαμπά της…»

«Πιστεύεις ακόμη πως τη μοίρα σου τη φτιάχνεις;»

Στην τέταρτη ενότητα μας εισάγει το ποίημα με τίτλο «Αντοχές». Τα όνειρα ακυρώνονται, όχι όμως και οι άνθρωποι. Καμιά ακύρωση δεν μπορεί να διαγράψει τον άνθρωπο που επιμένει και αντέχει «στου κύκλου τα γυρίσματα». Οι τέσσερις μικροϊστορίες της ενότητας μας μεταφέρουν μαζί με τη συγγραφέα τους στην Κομοτηνή.

«Με τη μαγεία παραμυθιού αποθαλασσώθηκε και σε βουνίσιο τόπο προσγειώθηκε» σαν το «τρελοβάπορο» του Ελύτη. Ακολουθούν η αναμέτρηση με το άγνωστο, η αγωνιώδης αναζήτηση κατοικίας, η προσαρμογή στην πολυπολιτισμικότητα του τόπου, η αφοσίωση στη διδακτική πρακτική… οι συνάδελφοι να περνούν και να φεύγουν για νοτιότερα κι εκείνη όλο ν’ αναβάλλει, με το σήμερα με το αύριο, η μεταφύτευση πέτυχε, έριξε ρίζες γερές, «τον νόστο τον διέγραψε. Ας μη δοκίμαζε λωτό».

Στην επόμενη, την πέμπτη, ενότητα μας εισάγει το ποίημα με τίτλο «Πολίτης του κόσμου». Θα μπορούσε να έχει εισαγωγικό ρόλο και στην τρίτη ενότητα. Πρόκειται για ένα θαυμάσιο ποίημα που αποτυπώνει μια μετέωρη στιγμή χαράς, ισχύος, απόλαυσης της ζωής, έρωτα, εξερευνήσεων, ταύτισης με τη φύση. Το διαβάζω και είναι σαν ν’ ακούω τον Ύμνο στη χαρά του Μπετόβεν. Το ίδιο θαυμάσια και τα κείμενα που ακολουθούν. Μέσα σ’ αυτή τη μέθη της χαράς, του έρωτα, της ένωσης με τον κόσμο και τη φύση «κρατώντας από το χέρι έναν Διόνυσο ή έναν Ποσειδώνα/ή ένα κουπί σαν τον προφήτη Ηλία,/πλάτυνε την τοπιογραφία της,/τη γέμισε κόκκινες βούλες αγάπης

Με βαθιά μπηγμένο το κουπί της τώρα στη Θρακική γη, πλημμυρισμένη από αγάπη για τον καινούριο τόπο, τη φύση και τον άνθρωπο, μας δίνει μερικά από τα πιο λαμπρά μικροδιηγήματα του βιβλίου της, όπου η φύση έχει τον κυρίαρχο ρόλο, χωρίς να λείπουν και τα ανθρώπινα με τις ανατροπές και τα σκοτάδια τους. Ξεχωρίζω τον λαμπρό «Αριστόδικο των αγρών», μια θαυμάσια εικόνα σύνδεσης του ανθρώπου με τον φυσικό κόσμο.

Ακολουθεί το ποίημα με τίτλο «Αντίδοτο»: Αντίδοτο στο φαρμάκι της απώλειας το «καινούριο»: Ο κόσμος, το τοπίο, η πόλη, οι γειτονιές, οι άνθρωποι που πρέπει να εξερευνηθούν. Θαυμάσια μικροκείμενα φυσιολατρικά και υψηλού ανθρωπισμού και σε αυτή την ενότητα μας συναρπάζουν. Εντωμεταξύ μια νέα ζωή κυοφορείται, συμβάλλοντας με τον δικό της καταλυτικό τρόπο στην κατάφαση στον νέο τόπο, στις καινούριες συνθήκες διαβίωσης.

Τα »Πάθη φθόγγων» μας εισάγουν ποιητικά στην τελευταία ενότητα μικροκειμένων του βιβλίου. Η μεταφύτευση, το ρίζωμα στον ξένο τόπο, οι διαρκείς αναφορές στα απολεσμένα και η συνακόλουθη σύγκριση «δεν είχε η πατρώα γη αγροκαλλιέργειες, δεν είχε αφράτα χώματα, μόνο σκληρές κοκκινοχώματες εκτάσεις για αμπέλια. Πεύκα ψηλά στις πλαγιές, κλήματα στα χαμηλά. Οίνος να ευφραίνει θεούς κι ανθρώπους. Από τους θρακιώτικους κάμπους ως τα αττικά ακρογιάλια μια Ελλάδα δρόμος», κρατούν ψηλά τη σημαία της μνήμης, ζωηρά ανεμίζουσα, με σθένος αντιστεκόμενη σε κάθε είδους υποστολές.

«Δοκίμασε λωτό» μας λέει η συγγραφέας στο τελευταίο ποίημα-επιμύθιο του βιβλίου. Αλλά «από θέση ισχύος» «πατούσε, βλέπεις, πια στη γη των Κικόνων» και δεν ξέχασε. Η μνήμη πάντα δυνατή και κυρίαρχη. Και εκείνη αγκυροβολημένη πια και δεμένη με χίλιους τρόπους στην καινούρια πατρίδα, με προσοχή, υπομονή και τρυφερότητα θησαυρίζει τις μνήμες της  στο θησαυροφυλάκιο της ζωής της, βέβαιη πως είναι «Αόρατος ο πλούτος των αναμνήσεων».

Είναι πολύ δύσκολο σε ένα τέτοιο πολυθεματικό βιβλίο να αγγίξεις έστω και ελάχιστα όλο το θεματικό του φάσμα. Στέκομαι λοιπόν αναγκαστικά λίγο περισσότερο σε ένα από τους κεντρικούς θεματικούς άξονές του: τη λατρεία της συγγραφέως για την αρχαιολογία, το πάθος, την ένταση και την αφοσίωσή της σ’ αυτήν στη διάρκεια των σπουδών, τα όνειρα για περαιτέρω σπουδές στο εξωτερικό, την αναγκαστική υποχώρηση στην απαιτητική πραγματικότητα, την συνακόλουθη απογοήτευση και πικρία, και τέλος, επειδή τίποτε δεν πάει χαμένο στη χαμένη μας ζωή, την επιτυχή και χρήσιμη, όπως εκ των υστέρων αποδεικνύεται, μετατόπιση από το πεδίο της αρχαιολογικής έρευνας στη διδακτική πρακτική, που γοητεύει και εμπνέει τους μαθητές της να ακολουθήσουν ανάλογους δρόμους στις σπουδές τους.

Όλα αυτά με λόγο πλούσιο, κινούμενο με ευλυγισία σε ένα ευρύ λεξιλογικό φάσμα, διαχρονικό, κοινωνικό, γεωγραφικό, που ωστόσο κατορθώνει να παραμείνει εντελώς σύγχρονος, με χιούμορ και νεανική σπιρτάδα, με πυκνότητα και διαυγή ακρίβεια, αναλυτικός όπου χρειάζεται κι αλλού αφαιρετικός, παράγοντας μία εντυπωσιακή εικονοπλασία. Με μοναδική μαεστρία η συγγραφέας ενορχηστρώνει τα διαμάντια του λεκτικού της θησαυρού, για να μας χαρίσει δημιουργίες γεμάτες μουσική και ποίηση και να μας καταστήσει κοινωνούς σε μία εξαίρετη αισθητική απόλαυση.

Άλλωστε η ποίηση είναι πανταχού παρούσα μέσα στο βιβλίο. Εκτός από τα 8 ποιήματα της ίδιας της συγγραφέως σε καίρια σημεία της δομής του, συχνά η ελληνική ποίηση γίνεται η λυδία λίθος πάνω στην οποία τολμά να δοκιμάζεται η δική της τέχνη  του λόγου. Με τρόπο φυσικό και αβίαστο «δένει» τα λογοτεχνικά της υλικά με στίχους μεγάλων Ελλήνων δημιουργών, από τον Όμηρο, τον Σολωμό και τον Παπαδιαμάντη, ως τον Καζαντζάκη, τον Σικελιανό, τον Γκάτσο, τον Ρίτσο, τον Σαχτούρη και τον Βρεττάκο, που άλλοτε χρησιμοποιούνται ως πύκνωση των νοημάτων της και άλλοτε ως κατακλείδες των ιστοριών της.

Πανταχού παρούσες επίσης είναι οι αναπαραστατικές τέχνες: για παράδειγμα, αντλώ από το θαυμάσιο «Μεγάλο Πεύκο» αφενός την κυβιστική εικονοπλασία του, αφετέρου μια εξαιρετικά σύντομη στιγμή, όπου οι λεπίδες από τα άδεια στάχια της αγριοβρώμης, καθώς φυσάει, ανεμίζουν οριζόντια, σαν μαλλιά σε πίνακα του Φασιανού.

«Βλέπω» κονστρουκτιβισμό και ντεκονστρουκτιβισμό σε λίγες μόνο αράδες, στην κατακλείδα του ίδιου μικροδιηγήματος. «Εδώ θα ξεκαλοκαιριάσει συντροφιά με ένα κολάζ από αγαπημένα υλικά σε ποικίλους γεωμετρικούς σχηματισμούς, εδώ θα αγαπήσει την πολυπρόσωπη φύση μέσα από τη γεωμετρία ουρανού και γης, έναν κύλινδρο, ένα παραλληλόγραμμο, έναν κύκλο, μια ευθεία, έναν κώνο. Θα καταφύγει στην τέχνη διάλυσης και αναδημιουργίας, όπως έκανε με τα παιδικά της παιγνίδια.»

Στο επίσης θαυμάσιο «Ο Αριστόδικος των αγρών» συναντώ τον αυτόκλητο μπολιαστή και μάμο των αυτοφυών δενδρυλλίων της περιοχής της, με το ηλιοψημένο πρόσωπο, το χαρακωμένο γεωμετρικά, που της θυμίζει τον κούρο Αριστόδικο του Αρχαιολογικού Μουσείου της Αθήνας, που φέρει πάνω του τις χαρακιές από το υνί του γεωργού που όργωνε χρόνια τη γη πάνω του, πριν έρθει στο φως…

Κλείνοντας θα επανέλθω σε ένα από τα θέματα του βιβλίου που παρουσιάζουμε σήμερα και στο οποίο ήδη έχω αναφερθεί, το θέμα της μεταφύτευσης. Σκέφτηκα λοιπόν, με αφορμή το βιβλίο, πως συχνά τα μεταφυτευμένα φυτά, ρίχνουν πιο δυνατές ρίζες να ριζώσουν στον ξένο τόπο, να βγάλουν κλαδιά, άνθη και καρπούς, από ό,τι τα εντόπια φυτά που απολαμβάνουν τις ευκολίες του οικείου περιβάλλοντος, που είναι βολεμένα, τα θεωρούν όλα δεδομένα και αδρανούν. Σκέφτηκα ακόμα πως απόψε, εδώ στην συντροφιά όσων συμμετέχουμε στην παρουσίαση, έχουμε την τύχη και την χαρά να απολαμβάνουμε τους καρπούς δύο επιτυχημένων μεταφυτεύσεων. Της αγαπητής μας Πένης Καμπάκη-Βουγιουκλή και της αγαπητής μας Βάντας Παπαϊωάννου-Βουτσά. Υποθέτω ότι και ανάμεσα σε όσες-όσους μας τιμήσατε απόψε με την παρουσία σας, θα υπάρχουν ίσως μεταφυτεύσεις. Όλες και όλους εσάς λοιπόν, σας ευχαριστούμε που κουβαλήσατε μέχρι τον τόπο μας το κουπί σας, να το κοιτάξουμε με απορία, ευχαριστούμε που το καρφώσατε εδώ στη θρακική γη μας. Ευχαριστούμε που μας κάνατε πιο πλούσιους. Είμαστε ευγνώμονες και σας αγαπάμε.

*Η Ελένη Ανδρέου είναι φιλόλογος και συγγραφέας.  Το κείμενο είναι η ομιλία της  στην εκδήλωση παρουσίασης του βιβλίου της Βάντας Παπαϊωάννου-Βουτσά, «Με πούδρα ΤΟΚΑΛΟΝ» (εκδ. Παρατηρητής της Θράκης, Κομοτηνή  2022), που διοργανώθηκε από το Εργαστήριο Γλωσσολογίας +ΜόρΦωΣη του ΤΕΦ/ΔΠΘ, το Ίδρυμα Θρακικής Τέχνης και Παράδοσης, το βιβλιοπωλείο Σπανίδης και τις  εκδόσεις «Παρατηρητής της Θράκης», στην Αίθουσα Βιργινία Τσουδερού του Ιδρύματος Θρακικής Τέχνης και Παράδοσης, την Τετάρτη 15 Μαρτίου 2023, εντασσόμενη στον κύκλο Νεότερες Θράσσες συγγραφείς που εγκαινίασε σε Κομοτηνή και Ξάνθη η ομότιμη καθηγήτρια του ΤΕΦ/ΔΠΘ κ. Πηνελόπη Καμπάκη.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.