Διαλογος με το τραυμα

Βασιλική Κοντογιάννη, «εκείνες, εμείς», Εκδόσεις Πληθώρα, Αθήνα 2021, σελ. 84

«…γυναίκες του ανέμου, της βροχής, του κουρνιαχτού,

νιώσαμε το φόβο που κρύβεται καμιά φορά

πίσω από την αγνότητα […].

Αν μας έβλεπε κανείς το βράδυ, όταν μένουμε μονάχες…»

 Τάσος Λειβαδίτης, «Γυναίκες»

Η έναρξη παραγωγικού διαλόγου με το τραύμα και η προσπάθεια δημιουργίας μιας βιώσιμης σχέσης με το ένδον. Η διάσπαση της άρθρωσης των σημαινόντων (βλ. Ζακ Λακάν «Τα τρία πεδία στην ψυχική εμπειρία του ανθρώπου») ή αλλιώς, η λαβωματιά της πρωταρχικής απώλειας και το χάσμα που αφήνει στο συμβολικό, γίνεται ο δείκτης της προσγείωσης στο πραγματικό, που συμβολίζει όχι πλέον την απόλαυση, αλλά την αλλοτρίωση και τον αποχωρισμό («ΟΤΑΝ ΤΟ ΤΡΑΥΜΑ»).

Η Βασιλική Κοντογιάννη στο τελευταίο της βιβλίο επικεντρώνεται στον δομισμό της ανδρικής ψυχολογίας και στη δραματική αλλαγή που αυτός επιφέρει στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Στην ανάλυση, δηλαδή, αυτού που ορίζεται σαν το τελικό σύνολο της εμπειρίας του ατόμου από τη γέννησή του μέχρι σήμερα, το αναγνωρισμένο και το προσδιορισμένο, όπως και στην περιγραφή της ενσυνείδητης λειτουργίας, μέσω της αίσθησης και του συναισθήματος. Η Κοντογιάννη, όμως, με την ποιητική τεχνική, υπερβαίνει την επιστήμη, καταδυόμενη στα σκοτεινά βάθη του ψευδο-συναισθήματος και της ανεπαρκούς ενσυναίσθησης. Η Ομότιμη Καθηγήτρια του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης επιλέγει poésie pure, γιατί μόνο η «καθαρή ποίηση» μπορεί να αναπαλαιώσει τον ερειπωμένο από τον βίαιο εξαναγκασμό της φαντασίας λόγο. Μόνο αυτή μπορεί να σκάψει τα μέσα μεταλλεία· πέρα και μέσα από τα ερείπια να ανακουφίσει τις οδύνες της άχρονης ασθένειας της έμφυλης ανισότητας, της πάντα επίκαιρης και μεροληπτικής· κι ας βαυκαλίζουμε τη συνείδησή μας ότι αυτή συνδέεται μόνο με κάποιες γεωγραφικές συντεταγμένες ή με κάποιον περίγυρο ή με αυτό που λέμε «άλλη εποχή»:

«Οι γυναίκες σκύβουν το κεφάλι ήσυχα

όταν βλέπουνε την ώρα τους να περνάει

[…]

προστατεύουν τον προδότη

[…]

Μίλησε στη νόησή τους

[…]

Μίλησε στη βούλησή τους

βίαια

ανελέητα

χωρίς αγάπη πια…»

(«ΜΗΔΕΙΑ»)

Εμφανής στο εξώφυλλο (που φιλοτέχνησε ο Νίκος Καμπασελέ) μια απότομα φρεναρισμένη ανάπτυξη του δένδρου της ζωής· τα μικρά κλαδιά ακόμα ασχημάτιστα, ξεριζωμένες οι ρίζες, ξεθαμμένοι οι βολβοί, ερμητικά κλειστοί… Το εναρκτήριο ποίημα είναι εκτός των τριών ενοτήτων του βιβλίου, γιατί προφανώς αφορά και στις τρεις· περιγράφει το γυναικείο σώμα σαν χτυπημένο υποβρύχιο, αφημένο στο αέναο (απουσιάζει η τελεία στον καταληκτικό στίχο) βύθισμά του. Ιδιοφυής απεικόνιση της απέλπιδος, ψυχολογικής καθόδου. Σκοτάδι και λήθη της λάμψης της επιφάνειας:

«Το βάρος του νερού

στο σώμα του υποβρύχιου

Κλεισμένες όλες οι θυρίδες ασφαλείας

κλεισμένες οριστικά

να μην περνάει τίποτα

Το σκάφος βυθίζεται αργά

σκοτεινά διαστήματα

ήχου αδιάλειπτου

Ταξιδεύοντας στο σκοτάδι»

(«ΣΑΝ ΥΠΟΒΡΥΧΙΟ ΣΤΟΝ ΩΚΕΑΝΟ»)

Οι «ΑΝΑΤΑΡΑΞΕΙΣ» της γαλήνης επιφέρουν οδυνηρές αναθεωρήσεις και νέες επώδυνες αναγνώσεις του οικείου περιβάλλοντος και των αγαπημένων εμβλημάτων. Οι φλόγες στο τζάκι γίνονται λεπίδες μαχαιριών και ψαλιδιών, η χρυσή βέρα ένα τέλειο, απόλυτο μηδέν, το φεγγάρι προβάλλει μόνο το άρτιο τμήμα της περιφέρειας, της σκοτεινής του πλευράς. Κυκλοφορώντας ανάμεσα στα συστήματα, ανάμεσα σε μιαν ανάπηρη διαπολιτισμικότητα, κληρονομείς εύκολα την ίδια αναπηρία. Την αναπηρία της ανοχής και της ασέβειας του ίδιου σου του εαυτού. Μόνο εάν είσαι ζωηρό και πονηρό «ΦΙΔΑΚΙ», κινείσαι «…ανάμεσα στις ρωγμές / που αφήνουν τα συστήματα / […] / εκεί μια μικρή ρωγμή του υλικού / έβγαζε στον άλλο κόσμο / Κόσμο του άλλου συστήματος…»

Κάποια στιγμή, όμως, το άδικο γίνεται λόγγος αδιάβατος, κλείνουν οι ρωγμές: «…το άδικο / […] / φούντωσε / θέριεψε / έκλεισε με πράσινη και μαύρη βλάστηση / όλους τους δρόμους.»

Το «ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ» πίσω στην πατρίδα είναι ο καημός και το πρόσχημα της συνεχούς φυγής (νοητής και ουσιαστικής) του μικρού πρίγκηπα του Saint Exupery. Το βιβλίο του διάσημου συγγραφέα και πιλότου, γεμάτο συμβολισμούς, ταιριάζει με τη νοοτροπία της «γκρίνιας, των απαιτήσεων και συναισθηματικών εκβιασμών» της «κρυφής» της «άλλης» ζωής πίσω από τη Μάσκα. Το πιο τρομακτικό προσωπείο είναι εκείνο που, μετακινούμενο λίγο από τη θέση του, με τη στιγμιαία θέαση του αληθινού προσώπου, συνταράσσει τους «μικρούς και καθημερινούς αγώνες» όταν «το βλέμμα αδειάζει / για να κοιτάξει άλλους ουρανούς / άλλους ανθρώπους.» («ΜΑΣΚΕΣ»). Και είναι πάντα «ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΟΥ» πατέρα που οδηγούν το μικρό χεράκι και την νυχτωμένη ψυχή στο φως.

Μέσα σ’ αυτόν τον αμετάκλητο νόμο της Φθοράς, του γηρασμού των όλων, η ποιήτρια βλέπει να περιστέλλεται και να σβήνει αστραπιαία η μία, η μόνη γενεσιουργή δύναμη της φύσης κι ο ισοδύναμος ανανεωτικός της ρόλος. Το θαύμα της ένωσης δύο διαφορετικών ιδιοσυγκρασιών, πλαισιωμένων από την ίδια αναγκαιότητα, σκάει σαν μπαλόνι· καταρρέει ο μηχανισμός της ονειρικής λειτουργίας, η ενορχήστρωση της σφιχτής αρμονίας, η πίστη στην αθανασία των αισθημάτων και στο ακατάλυτο σύμβολο της ύπαρξης. Το ιδανικό ξεθωριάζει ακυρώνοντας κάθε λέξη και ουσία, κάθε φράση και επίγραμμα, κάθε ποίημα που μπορεί να ζεστάνει το παγωμένο σώμα. Αυτό που κάνει πιο αισθητή την εξαφάνιση ενός ατόμου –λέει ο Πατρίκ Μοντιανό– είναι οι κώδικες που υπήρχαν στις κουβέντες μαζί του και που ξαφνικά γίνονται λέξεις άχρηστες και κενές.

Η ποιήτρια βλέπει την εικόνα της να ταυτίζεται με το δράμα όλων των γυναικών ανά τους αιώνες. Συγκριτικές αναγωγές και θλιβερές ομοιοτυπίες η Δηιάνειρα, η Κλυταιμνήστρα, η Πηνελόπη, η Μήδεια, η Thérèse Levasseur, η Αλισάβα…

Θα περίμενε κανείς διαβάζοντας με τη σειρά τα ποιήματα του βιβλίου, «Η ΒΑΡΙΑ» να είναι ο επιτονισμός και η κατακλείδα, το ποίημα που επιφέρει τη λύτρωση, αλλά η Βασιλική Κοντογιάννη επέλεξε να μπει στη μέση, θέλοντας να καταστήσει σαφές το γεγονός ότι η πληγή δεν σταματά να αιμορραγεί ακόμα και μετά θάνατον. Το τελευταίο βιβλίο της Βασιλικής Κοντογιάννη είναι μια ελεγεία οδυνηρών κοσμογονικών αλλαγών της ενδοχώρας, μέσα στις οποίες καταστρέφεται αλλά δεν λησμονιέται η καίρια αίθρια στιγμή.

Με τη συνειδητοποίηση της μη εξαίρεσης του θλιβερού κανόνα, αυτός ο μεταθανάτιος ζόφος, τραγικός στην υπαρξιακή του ουσία, κορυφώνεται με μια βεβαίωση ερείπωσης και μια ελάχιστη, βασανιστική θέα ουρανού, διαμέσου των ρωγμών. Αυτό το αιώνιο απομεινάρι που «…οι πέτρες ισορροπούν / μαγικά / σαν να μην έχουν βάρος» στέκει εκεί σαν αεικίνητο τόξο εμπρός στο παραδομένο βλέμμα και εκτοξεύει δηλητηριώδη βέλη στην πληγή, συνοδεία του αργόσυρτου, χορικού ψιθύρου του αφαλκίδευτου έρωτα:

μ’ ακούς;

*Ο Βασίλης Παπαβασιλείου γεννήθηκε στην Καλλιθέα Αττικής. Σπούδασε Οικονομικά και Διοίκηση Επιχειρήσεων. Έχει εκδώσει τέσσερις ποιητικές συλλογές και μία συλλογή διηγημάτων στις εκδόσεις Ιωλκός: «Άγνωστες πύλες» (ποιήματα, 2014), «Χωρίς σημαίες» (ποιήματα, 2016), «Ενόραση» (χαϊκού, 2016), «Η μνήμη της ίριδας» (ποιήματα, 2021) και «Μερικές μικρές μαχαιριές» (διηγήματα, 2023). Έχει αποσπάσει αρκετά βραβεία σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς, ενώ τον Ιούνιο του 2022 αναρτήθηκε χαϊκού του (μαζί με άλλα 29 επιλεγμένα) στην πόλη της Λευκωσίας. Το παρόν κείμενό του δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στην ιστοσελίδα fractalart.gr στις 05/07/2023.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.