Διαγραφοντας Κυκλους

Βασιλικής Κοντογιάννη, «Κύκλοι», Εκδόσεις Γκοβόστη, Τα Ποιητικά, 2016

Είναι για μένα μεγάλη χαρά να γράφω για την Βασιλική Κοντογιάννη ως ποιήτρια**. Όχι μόνον γιατί είναι ένας πολύ ξεχωριστός πνευματικός άνθρωπος, όχι γιατί οι τροχιές μας έχουν συγκλίνει για χρόνια, και γιατί είναι φίλη μου, αλλά γιατί το βιβλίο της είναι ένα όμορφο δώρο.

Το βιβλίο είναι τετράπλευρο. Μοιάζει με ποιητικό κουτί, μία χάρτινη θήκη κειμένων: η μία της πλευρά τα Νερά, η άλλη το Σώμα, η τρίτη η Μητέρα, η τελευταία η Ποίηση. Γι αυτό και όταν το διαβάζω νιώθω ότι πλένομαι, ότι ξεκουράζομαι, ότι αγκαλιάζομαι και ότι διαβάζω. Γι’ αυτό λαμβάνω αυτό το βιβλίο ως δώρο.  Συγχρόνως, είναι και Κύκλος. Το ποίημα, άλλωστε, είναι πάντα στρογγυλό, όπως θα έλεγε και ο Ελύτης. Μία προστατευτική γραμμή γύρω μας, ένα φυλαχτό που περικλείει την ψυχή μας.
Η δε «Κύκλοι» είναι κρίκοι, ενώτια και δεσμοί, συνδέσεις της αλυσίδας, φουσκάλες, καμπύλα περάσματα και κοίλα μέρη, γράμματα, σελήνες και έμμηνοι ρύσεις. Τα 4 μέρη του βιβλίου, που δημιουργούν την Στρογγυλάδα του Ποιήματος, έχουν, νομίζω, Γιουγκιανή καταγωγή: είναι η Γέννηση και η κάθαρση (Νερό), η Σκιά (Σώμα), η Ψυχή (Μητέρα), και ο Εαυτός (Ποίηση). Σκοπός της ποίησης, των κύκλων που κάνουμε, είναι αυτό που ο Λακάν ονόμαζε «Το Πραγματικό». Η δημιουργία του εαυτού είναι μια διαδικασία εξατομίκευσης, όπου όλες οι πτυχές φέρονται μαζί ως μία. Έτσι, η «αναγέννηση» επιστρέφει στην ολότητα της γέννησης, πριν αρχίσουμε να διαχωρίζουμε τον εαυτό μας σε πολλά μέρη. Ο κύκλος, μάλιστα είναι το σύμβολο, η αρχετυπική εικόνα της ψυχικής ολότητας, του εγώ.

Στο πρώτο μέρος του βιβλίου, τα Νερά, ανιχνεύουμε ό,τι δεν άλλαξε μέσα στην αλλαγή. Γράφουμε με τα θεμέλια της γραφής, όπως ανασυστήθηκαν και ανοικοδομήθηκαν οι βάσεις και τα ρεύματά τους μέσα στη μοντέρνα ποιητική ιστορία. θεμέλια όμοια με τις όχθες και τα περάσματα, τις διαβάσεις του νερού. Το ενστικτώδες déjà vu, που ξυπνά την αταβιστική μνήμη της φύσης ως τόπου της ανθρώπινης ζωής, οργανώνει την εκτεταμένη μεταφορά των ποιημάτων της Βασιλικής Κοντογιάννη  για τη φύση με τις βαθιά ρομαντικές της πηγές. Το νερό, όπως στον Σολωμό, κρύβει τα θάματα και τον τρόμο.

Τι γίνεται όταν τα μάτια της ποιήτριας είναι κενά όπως των αγαλμάτων; Κενά όχι γιατί δεν βλέπουν , αλλά γιατί δεν φαίνεται η πυκνή στρωματογραφία των εικόνων τους. Με μάτια λευκά των κρυμμένων εικόνων, η όραση γυρνά προς τα πίσω και μέσα. Έτσι μπορεί μία χαμένη υδρορροή να γεννήσει το αρχαίο ποτάμι, μία διστακτική γραμμή, ένας μικρός στίχος, να μας οδηγήσει πίσω στο μεγάλο ποίημα. Στο «Finnegans Wake» του James Joyce η Anna Livia Plurabelle επιστρέφει ως ποτάμι τρεχοποταμώντας, πίσω στον πατέρα της, τον Ωκεανό, δημιουργώντας την δική της ελευθερία και μυσταγωγική σχέση με τις ρίζες της γλώσσας της.
Το νερό είναι το αίμα της γης, η ροή του, η ρύμη του λόγου, ο ειρμός των λέξεων, δίνει ζωή στην ξερή και δυσπρόσιτη ύλη της γραφής. Αυτή ακριβώς είναι η υπόσταση του γυναικείου λόγου: ως ροή της αιμάτινης μνήμης, ρύμης και ρύσης «γράφει τη δύναμή του μέσα μου». Οι τύποι της γης και του σώματος έχουν την ίδια συμπεριφορά. Τι σημαίνει «βλέπω το νερό»;  Αυτό βλέπουν τα λευκά μάτια της γυναίκας που γράφει και μιλάει σα νερό λέγοντας «νεράκι» την ρυθμική και φυσική της γλώσσα.

Το αρχετυπικό όνειρο του θεού-ποταμού (το σφηνωμένο βαθιά στον πυρήνα) που διασώζει την αρχαία ψυχή της γυναίκας συνδυάζεται και πάλι μετωνυμικά με την κειμενική της επιλογή. Ο στοχασμός και η λογική αποτελούν ένα μόνο μέρος, καθώς ολόκληρο το σώμα αναδύεται δια της ροής του κειμένου. Διαμεσολαβημένο από κείμενα, το όνειρο του νερού, που ανεβαίνει προς τον ουρανό ως ανάποδος καταρράκτης, παίρνει μαζί του σώματα και ψυχές, ενώνεται το εξωτερικό με τα εσωτερικά του υγρά μέρη.

Το μαύρο νερό ως συμβολικό σώμα, το σκοτεινό νερό, η σκοτεινή ύλη: η δύναμη, ο φόβος, το μυστήριο, η εξουσία, η επανάσταση. Το μαύρο ως απουσία χρώματος, απαραίτητο ώστε τα άλλα χρώματα να έχουν βάθος και διαβάθμιση είναι το άγνωστο και μαζί το γνωστό. Η κίνηση των υδάτων μοιάζει με μία γέννα. Τα κύματα μπορεί να είναι μαζί εξωτερικά και εσωτερικά, ο υδρολογικός κύκλος, οι κύκλοι της Σελήνης, κατεξοχήν γυναικείο σύμβολο, οι φάσεις της οποίας συμβολίζουν την αθανασία και την αιωνιότητα, την διαφώτιση και την σκοτεινή πλευρά της φύσης.  Μέσα από τους κυματισμούς έρχονται στιγμές αφαίρεσης, όπου μελετώνται σχήματα και χρώματα και αντιπαραβάλλονται με την γραφή και την γλώσσα. Η τέχνη διδάσκει εικόνες στην ποίηση. Η ποίηση της γυναίκας λέει ολόκληρο ένα τραγούδι με σώμα, ανάμνηση, ένστικτο, αρχετυπική μνήμη.


Περνώντας στο Σώμα, η δικαιοσύνη υπερβαίνει την ζυγαριά των χρεών και κερδών, τα αιχμηρά τρίγωνα των απρόσωπων στόχων. Όταν γυρνά πίσω στο σώμα γίνεται θερμή, ισχυρή, υλική.  Το Σώμα μας μαθαίνει και του μαθαίνουμε, μας συμφιλιώνει με την φύση και την φύση μας. Η ποιητική άσκησή του μας διδάσκει την αγάπη. Μας δίνει προσωπικά σημειώματα, που μας συντροφεύουν στις διαδρομές,  που μας βοηθούν να τοποθετηθούμε απέναντι στις «διορθώσεις, φροντίδες/ παραινέσεις, υποταγή/ στέρηση και καλλωπισμούς». Το σώμα, αναδιαρθρώνοντας τα σχήματα με τα οποία το επένδυσαν, λουλούδια αναμνηστικά της άνοιξης και του φθινοπώρου, χορεύει παρακολουθώντας τους φυσικούς κύκλους των πουλιών που γράφουν στον αέρα: τα μαυροπούλια, που αναλαμβάνοντας τους σχηματισμούς τους στον χάρτινο ουρανό, προκαλούν την ανάγνωσή τους, που δεν είναι μία εγκεφαλική διαδικασία αλλά μία ολόσωμη, ενθουσιώδης και φωτεινή συμμετοχή στα ρεύματα και της πτήσεις της γραφής:

Αρμονική και ακριβής κίνηση
αποστάσεις, ισορροπίες που κρατιούνται προσεκτικά
μέσα στη μουσική του
το σμήνος
έχει άτομα που βλέπουν, προσέχουν,
στρίβουν, ελίσσονται,
ακολουθούν την ορμή της ομάδας,
κατεβαίνουν μαλακά προς το χώμα  και τα δέντρα
ξεχύνονται ενθουσιασμένα
στον ανοιχτό γαλάζιο ουρανό. (σ.30)
 
Το σώμα είναι το κείμενο και δεν είναι. Είναι αυτό που διαβάζει γράφοντας, «συνεχίζοντας να χαράζει ρωγμές/ σημάδια στον δικό του χρόνο». Τα γράμματα είναι τα σημάδια που ακολουθούμε προς την πορεία του ανοίγματος, που μας μαθαίνουν την ίαση, την μύηση, την εύρεση της θερμής κεντρικής φωτιάς. Το δάσος του εαυτού μας, που περιηγούμαστε κινούμενοι από τις ωθήσεις του συλλογικού μας ασυνειδήτου, μας ζητά να περάσουμε από την ψυχή στην Σκιά μας και από αυτή στον πραγματικό εσώτερο εαυτό.

Το σώμα της γυναίκας είναι ένα συμβολικό μεγάλο δέντρο: σε τραγικά πιο σύντομο από το πραγματικό δέντρο κύκλο ζωής μεταφέρει από τον τρυφερό του κορμό, σταδιακά, την δύναμη και το θαλερό του καρπό στα κλαδιά και τα φύλλα. Μπορεί η κοιλιά να αδειάζει και να μοιάζει με κουφάλα, αλλά σηκώνει και τροφοδοτεί στις πλάτες τα παιδιά του:
 
Μικρό σπιτάκι,
μαλακό πάτωμα από στεγνά φύλλα
εκεί που χάσκει
το άνοιγμα της ηλικίας
 
Κι όμως
τόσο θαλερά κι ωραία τα κλωνάρια
τόσο τρυφερά τα καινούρια φύλλα
με την άνοιξη (σ.35)
 
Το σώμα αντανακλά διαρκώς κάποιο άλλο στη γενεαλογική αλυσίδα των γυναικείων σωμάτων, συνδέεται μαζί του αναπαράγοντας την οικειότητα, κυοφορώντας την σε μία σειρά προγόνων και επιγόνων: τα χέρια ακουμπούν άλλα χέρια, το πρόσωπα κρύβουν μέσα τους άλλα βλέμματα, η ακοή άλλες φωνές. Όλα αυτά τα ενώνουν καλοπλεγμένοι ομφάλιοι λώροι, που μπορεί να είναι ρεύματα νερού, αυλές, φυτά που απλώνουν από γυναίκα σε γυναίκα τα φύλλα τους.
 
Κατά την Julia Kristeva, η επιστήμη και ο Χριστιανισμός (αλλά και η φροϋδική ψυχανάλυση) είναι ανεπαρκείς για να εξηγήσουν την μητρότητα. Αυτό που καμία παράδοση δεν γνωρίζει είναι ότι η κυοφορία και ο τοκετός επανασυνδέουν την γυναίκα με την μητέρα της, καθώς βιώνει την ερωτική ευφροσύνη του μητρικού σώματος. Αυτή η χαρά στην ποίηση απηχεί τις σημειωτικές πλευρές της γλώσσας, αλλά και τις διαδικασίες συμβολοποίησής τους: το μητρικό σώμα είναι ο τόπος του διχασμού, βιολογικού και κοινωνικού, φύσης και πολιτισμού. ένα φίλτρο μέσω του οποίου το ένα διαπερνάει και διαχέεται στο άλλο. Κοντύτερα στην ενστικτώδη της μνήμη, πλησιέστερη στην ψύχωσή της, πιο επαναστατική απέναντι στο κοινωνικό και το θεσμικό, η γυναίκα που γράφει εντάσσει στο συμβολικό λόγο την αρχετυπική απορρύθμιση του τραγουδιού και της αγάπης.
 
 Από εκεί προέρχεται και η Ποίηση. Το ποίημα είναι κυκλικό, ρουφήχτρα με αναπόδραστη δύναμη απορρόφησης. Και γράφεται δια της ανάγνωσης. Η ανάγνωση της ποίησης γίνεται μέσω της φύσης και της φύσης μέσω της ποίησης. Παρακολουθώντας τα ποιητικά τοπία, τραβώντας τα σχοινιά των στίχων, οι αναγνώσεις προχωρούν. Και ώρα είναι να κατατεθεί η Ποιητική:  η ωριμότητα, η απελευθέρωση και χαρά της γραφής  μέσα από το πλήρωμα των χρόνων τρομάζει τα αστεία σκιάχτρα της καταπίεσης και του εκφοβισμού που δημιουργούσαν για χρόνια τις αναστολές του γυναικείου λόγου:  η δευτερογένεια, η αδυναμία και ανεπάρκεια που πάντα αποδίδονται στην γυναικεία πρωτοβουλία γραφής, δεν είναι παρά περασμένοι τρόμοι, φτενοί, μπροστά στις ολοκόκκινες παπαρούνες της δημιουργίας: άφοβη η ποιήτρια πια, και με επίγνωση του μηχανισμού των φόβων, καταθέτει το έργο της. Το εγώ της είναι εσύ, η άλλη ποιήτρια,  μητέρα και κόρη που συμπληρώνει και συμπληρώνεται από αυτή. μία πράξη υγρή προσφοράς και θερμότητας που γίνεται μέσα στους οικογενειακούς δεσμούς της γλώσσας. Τελικά το ποίημα είναι μία  μυστηριώδης στρογγυλή μορφή έντονη, περίπλοκη, κινητική, επιθυμητή, περαστική και οικεία, συγχρόνως απρόσιτη και βιαστική.
Γι’ αυτό και το επιθυμούμε χωρίς να το χορταίνουμε…
 
*Η Ελισάβετ Αρσενίου είναι  Καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Ελληνικής Φιλολογίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης.
 
** Το κείμενο είναι η εισήγηση της κ.Αρσενίου στην εκδήλωση βιβλιοπαρουσίασης της ποιητικής συλλογής της Βασιλικής Κοντογιάννη «Κύκλοι» που έγινε στο Καφέ-Μπαρ Σβούρα στην Κομοτηνή στις 8/5/2018 (Δείτε εδώ).

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.