Χαρης Μιχαλοπουλος,* «“Τα κοκκινα πουλια” του Πασχαλη Κατσικα αποτελουν καταθεση ωριμης ποιησης, που γνωριζει καλα τα υλικα και τα μεσα της»

Πασχάλης Κατσίκας, «Τα κόκκινα πουλιά (ποίηση)», εκδόσεις Δρόμων, Αθήνα 2022, σ. 48

«Τα κόκκινα πουλιά» του Πασχάλη Κατσίκα αποτελούν την τέταρτη χρονολογικά ποιητική δουλειά του και δεν το αναφέρω έτσι τυπικά. Το σημειώνω, γιατί θεωρώ πως αποτελεί μια ιδιαίτερη στιγμή στην ποιητική του εξέλιξη. Πρόκειται για μια δουλειά, όπου ο ποιητής νιώθει πιο στέρεα τα βήματά του, έχοντας πλέον κατακτήσει τους τρόπους και τα μέσα της ποιητικής του ιδιοπροσωπίας. Πρόκειται για μια συλλογή από σύντομα (ο Κατσίκας αγαπά τη μικρή φόρμα), πυκνά, απαιτητικά και υπαινικτικά ποιήματα που προ(σ)καλούν σε πολλαπλές αναγνώσεις. Η συλλογή, η όποια είναι αφιερωμένη στη Σοφία, διακρίνεται για τη σαφή δομή της. Αποτελείται από τέσσερις ενότητες, οι οποίες ορίζονται αντίστοιχα από τέσσερα ποιήματα, των οποίων η στοίχιση γίνεται στο δεξί μέρος της σελίδας. Εδώ να σημειώσω και την χαρακτηριστική απουσία στίξης: εντόπισα μόλις 5 ερωτηματικά, 11 κόμματα και καμία τελεία! Η απουσία αυτή λειτουργεί αποσταθεροποιητικά τις περισσότερες φορές με δημιουργικό τρόπο για τον αναγνώστη.

Όπως συνήθως συμβαίνει στην ποίηση, στις πρώτες συλλογές [στην περίπτωση του Κατσίκα αυτό βρίσκει εφαρμογή κυρίως στα «Τεταρτημόρια» (2019) και στα «Ρετάλια» (2020)], κεντρική θέση έχει η εικόνα ως μέσο και ως θεματική σε μια προσπάθεια του δημιουργού να χτίσει, να συγκροτήσει το ποιητικό του σύμπαν. Στα «Κόκκινα πουλιά» η εικόνα, δίχως να χάνει τον καταλυτικό της ρόλο, παραχωρεί το προσκήνιο στην αφήγηση. Τα ουσιαστικά και τα επίθετα υποχωρούν έναντι των ρημάτων, και το ποιητικό υποκείμενο από παρατηρητής μετατρέπεται πρωτίστως σε αφηγητή. Έτσι, ενώ προηγουμένως το ερέθισμα που συνήθως κινητοποιούσε τη γραφή προερχόταν από την παρατήρηση του εξωτερικού κόσμου, τώρα η κίνηση είναι από μέσα προς τα έξω. Είναι αυτή ακριβώς η ψυχική κίνηση που σκηνοθετεί τον κόσμο, μεταβάλλοντας συχνά το αίσθημα σε αίσθηση. Χαρακτηριστικό είναι το ποίημα «ΟΙ Θλιβεροι χειμώνες» (σ. 15):

Δένουν με κάτι σύρματα τα χρόνια

εμπρός σ’ έναν καθρέφτη

με μαύρο μίνιο βάφουν τα μαλλιά

Όμως τα σύρματα σκουριάζουν

Μπαίνουν βαθιά στα μάγουλα

Δεν τριγυρνούν πια στο κρεβάτι τα φιλιά

Κι οι πεταλούδες που έσπρωχναν

τα σώματα στον έρωτα γίνονται νυχτερίδες

να σκεπάσουν το φεγγάρι

Η μνήμη, ο έρωτας, ο θάνατος, το παραμύθι, η πτήση, η προσγείωση αποτελούν βασικές θεματικές της συλλογής. Ο ποιητής σε ήσυχους τόνους αλλά με γενναίες δόσεις ειρωνείας και χιούμορ διαγράφει τις λιγότερο ή περισσότερο φωτεινές και σκοτεινές τροχιές του στο ποιητικό του σύμπαν. Ο χρόνος που έχω στη διάθεσή μου δεν επιτρέπει εκτεταμένες αναφορές. Ωστόσο θα ήθελα να σταθώ, για παράδειγμα, στο ιδιαίτερα αισθαντικό, γλυκό και πικρό συνάμα, τελείωμα του ποιήματος «ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ»(σ. 10):

Ας είμαι μόνο μια λακκούβα στο μαξιλάρι

το πρωί σαν ανοίγεις τα μάτια

Εδώ το ερωτικό αντικείμενο του ποιητή εισβάλλει στο ποίημα ως βλέμμα, ενώ το ίδιο το ποιητικό υποκείμενο μεταβάλλεται σε ανάγκη, σε υποψία παρουσίας, όπως υποδηλώνεται από το ίχνος που αφήνει το βούλιαγμα του κεφαλιού στο μαξιλάρι. Πέρα από το παιχνίδι παρουσίας-απουσίας και την έμφαση στο βλέμμα ομολογώ πως ξαφνιάστηκα ιδιαίτερα διαβάζοντας αυτό το δίστιχο, μια και ανακάλεσα στη μνήμη μου τον Ρωμαίο ποιητή Τίβουλλο, ο οποίος σε μια ελεγεία του κάνει μια παρόμοια αναφορά σε ερωτικά ίχνη στο κρεβάτι της αγαπημένης του (1.9.57).

Ο έρωτας στη συλλογή διαγράφει ενίοτε φυγόκεντρες πορείες, ειδικά όταν στην άκρη ενός δύσκολου και αιμάτινου «τώρα» ελλοχεύει ένα προδομένο και απογοητευτικό «ύστερα». Διαβάζω το ομώνυμο ποίημα «ΥΣΤΕΡΑ» (σ. 14), ένα από τα καλύτερα κατ’ εμέ ερωτικά ποιήματα της συλλογής, όπου ο Κατσίκας με αφοπλιστική ειλικρίνεια δίνει σχήμα και φωνή στο τέλος μιας σχέσης:

Από τα σατέν βλέμματα

Τα αιχμάλωτα χάδια

Τα υγρά με απόκρυψη αποτυπώματα

Τους ανεπιτήδευτους οργασμούς

Ύστερα, στο αφιλόξενο ντους,

μισήσαμε τους εαυτούς μας

Όπως στις προηγούμενες συλλογές, έτσι και σε αυτήν, ο ποιητής επιφυλάσσει θερμή υποδοχή στον μύθο και το παραμύθι. Μορφές από την αρχαία ελληνική (όπως ο Σίσυφος) αλλά και την ετρουσκική μυθολογία (όπως η Βανθ) κρατούν παρέα στον κακό λύκο του παραμυθιού και τον Μικρό Πρίγκιπα, ενώ η τελευταία ενότητα της συλλογής σηματοδοτείται από το ποίημα με τίτλο «ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ» (σ. 39), που αφιερώνει ο ποιητής στον γιο του (ενδεχομένως σε διακειμενικό διάλογο με το περίφημο ποίημα του Μ. Αναγνωστάκη «Στο παιδί μου δεν άρεσαν ποτέ τα παραμύθια»). Παρ’ όλα αυτά, έχω την αίσθηση πως σε σχέση με την προγενέστερη χρήση της μυθολογίας από τον ποιητή που εστίαζε κυρίως στην επίκληση/χρήση μυθολογικών συμβόλων, τώρα έμφαση δίνεται στην παρηγορητική δύναμη του μύθου, στη μαγεία αλλά και την απαντοχή που προσφέρει το παραμύθι ως μέσο αντιμετώπισης της σκληρής πραγματικότητας. Το παραμύθι δεν είναι απλώς ένας άλλος τρόπος να μιλήσει κανείς για τον κόσμο· είναι κι αυτό ένα ποίημα και ως ποίημα «απαιτεί» από εκείνον που το ακούει ή το διαβάζει να δείξει την απαιτούμενη πίστη στη μαγεία της κάθε δημιουργίας, της κάθε μυθοπλασίας. Κι όταν πάψει αυτή η πίστη, ο θάνατος (του δημιουργού) καραδοκεί, όπως διαβάζουμε στο τέλος του ποιήματος «ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ» (σ. 41):

Μόλις αρχίσεις ν’ αμφισβητείς

της αλεπούς το παραμύθι

ας με δαγκώσει και το φίδι

Ο θάνατος ρίχνει βαριά τη σκιά του στη συλλογή. Μάλιστα η τρίτη ενότητα της συλλογής που ορίζεται από το ποίημα «ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΠΟΥΛΙΑ», επικεντρώνεται εξ ολοκλήρου σε αυτή τη θεματική. Διαβάζουμε στο ποίημα «ΟΙ ΑΡΑΧΝΕΣ»(σ. 33):

Δεν είναι τυχαίο που ζω πίσω από σταυρούς

Τις νύχτες με ξεκουφαίνουν φτερά αγγέλων

Μια μυρωδιά από λιβάνι τα καλοκαίρια φράζει

Αγγίζω καντήλια ηλεκτροφόρα

Μ’ άφωνο πένθος βιβλία συλλέγω

αμάραντα και χαρταετούς

όταν φοβούνται οι αράχνες

να λουφάζουν

Όπως γίνεται αντιληπτό, ο θάνατος σε αυτή την εκδοχή του δεν είναι αναιρετικός της ζωής. Κάθε άλλο. Αποτελεί μια άλλη διάσταση, μια άλλη κατάσταση, θα έλεγα καλύτερα, η οποία δεν διαρρηγνύει, αλλά αντίθετα αποκαθιστά την επικοινωνία με τους αγαπημένους που έχουν φύγει από κοντά μας, όπως συμβαίνει στο ποίημα «ΡΑΝΤΕΒΟΥ»(σ. 38), το οποίο είναι αφιερωμένο στον πατέρα του ποιητή, ενώ το ποίημα «ΤΟ ΤΑΓΚΟ ΤΟΥ ΘΕΡΙΣΤΗ» (σ. 33) τελειώνει ως εξής:

Όλοι καταγόμαστε

από ετοιμόρροπα κοιμητήρια

δίχως πατζούρια

Τόπος μας είναι εκεί

όπου έχουμε την τελευταία ανάμνηση

Θα ήθελα να ολοκληρώσω τη σύντομη αυτή περιδιάβαση της νέας συλλογής του Πασχάλη Κατσίκα με μια αναφορά στο ένα από τα δύο πολύ σημαντικά ποιήματα ποιητικής, με τα οποία ολοκληρώνεται η συλλογή, «ΤΑ ΑΔΙΗΓΗΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ»: (σ. 44)

Όσο ωριμάζουν πληγώνονται απ’ τον χρόνο

κι εγώ τα περιθάλπω με στοργή

Πρωί και βράδυ από μια δυνατή εκφώνηση

μού έχουν συστήσει οι γιατροί

Τις λέξεις τους αλλάζω τακτικά

Προτού κακοφορμίσουν

Κι όταν πια είναι ικανά να εργαστούν

λιγάκι πριν γεράσουν, σ’ εσάς τα παραδίδω

Εδώ ο ποιητής με μπόλικη ειρωνεία, αποστασιοποίηση, μακάβριο χιούμορ αλλά και στοργή θίγει ζητήματα που σχετίζονται με τη φύση, το περιεχόμενο και τη λειτουργία της ποίησής του. Τα ποιήματα, όπως και οι ποιητές, είναι ζωντανά. Ωριμάζουν, πληγώνονται, περιθάλπονται, εργάζονται, γερνούν, στήνουν παγίδες, ξεγελούν, εξασφαλίζουν αθανασία αλλά μπορούν να προκαλέσουν και θάνατο, είναι αθώα μαζί και επικίνδυνα.

«Τα κόκκινα πουλιά» του Πασχάλη Κατσίκα αποτελούν κατάθεση ώριμης ποίησης, που γνωρίζει καλά τα υλικά και τα μέσα της. Ο έρωτας, ο χρόνος, η επιθυμία, η φθορά, ο θάνατος, η παραμυθία της τέχνης αποτελούν ψηφίδες ενός ποιητικού συνόλου που ξέρει να ισορροπεί με μοναδικό τρόπο ανάμεσα στη φαντασία και την πραγματικότητα, ανάμεσα στον μύθο και την απομάγευση, ανάμεσα στην επιθυμία και τη διάψευση. «Τα κόκκινα πουλιά» του Πασχάλη Κατσίκα ξέρουν πώς να αποφεύγουν τις ξόβεργες της καλλιτεχνικής ευκολίας, ανοίγοντας τα φτερά τους για πτήσεις σε μεγάλα ύψη, ακριβώς επειδή έχουν βαθειά επίγνωση της χοϊκής καταγωγής τους και της διασύνδεσή τους με τη γη της ποίησης.

*Ο Χάρης Μιχαλόπουλος είναι Αναπληρωτής Καθηγητής του ΤΕΦ/ΔΠΘ. Το κείμενο είναι η ομιλία του στην εκδήλωση παρουσίασης της ποιητικής συλλογής του  Πασχάλη Κατσίκα, «Τα κόκκινα πουλιά (ποίηση)» (εκδ. Δρόμων, Αθήνα 2022), που διοργανώθηκε την Πέμπτη 19 Μαΐου, από τις εκδόσεις Δρόμων, το Εργαστήριο Γλωσσολογίας του ΤΕΦ/ΔΠΘ «ΣυνΜόρΦωΣη», το Δημοκρίτειο Βιβλιοχαρτοπωλείο και τον «Παρατηρητή της Θράκη», στην αυλή του καφέ Gecko.

Μπορείτε να βρείτε το ρεπορτάζ της παρουσίασης εδώ

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.