Απο την Α΄ Βουλγαρικη κατοχη στην ενσωματωση της Θρακης στον Ελληνικο Εθνικο κορμο

Γράφει ο θεολόγος, εκκλησιαστικός ιστορικός και νομικός Ιωάννης Σιδηράς

Ενενήντα ένα χρόνια μετά την ενσωμάτωση της Θράκης στον Ελληνικό Εθνικό κορμό περιδιαβαίνοντας τα ιστορικά γεγονότα της εποχής, από την απελευθέρωση της Θράκης, την επακολουθήσασα πρώτη και δεύτερη βουλγαρική κατοχή μέχρι και την Διασυμαχική κατοχή, ο «ΠτΘ» συζητά με τον θεολόγο, εκκλησιαστικό ιστορικό και νομικό Ιωάννη Σιδηρά, εν πολλοίς άγνωστες πτυχές της ιστορικής εκείνης περιόδου.

Να σημειώσουμε ότι πολλά από τα ιστορικά στοιχεία υπάρχουν καταγεγραμμένα στην Μεταπτυχιακή διατριβή του κ. Ιωάννη Σιδηρά, υπό τον τίτλο: «Ο Μητροπολίτης του Οικουμενικού Πατριαρχείου Νικόλαος Σακκόπουλος και η εποχή του (1862-1927)»

Α΄ βουλγαρική κατοχή

«Η πρώτη Βουλγαρική κατοχή της Θράκης διήρκησε ελάχιστους μήνες και συγκεκριμένα από το Νοέμβριο του 1912 έως τον Ιούλιο του 1913. Ήταν λίγο πριν, αλλά κυρίως μετά την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν οι Βούλγαροι άρχισαν να εισέρχονται σταδιακά στην ενδοχώρα του σημερινού Νομού Ροδόπης, τότε Καζάς Γκιουμουλτζίνας, όπως και στους δύο όμορους νομούς Ξάνθης και Έβρου, προβαίνοντας σε κάθε είδους βαρβαρότητες εναντίον του χριστιανικού και μουσουλμανικού στοιχείου της περιοχής.
Στις 8 Νοεμβρίου του 1912 Σύνταγμα του Βουλγαρικού στρατού υπό τον Σεραμίφοβ, αναχώρησε από την Ξάνθη και κατευθύνθηκε στον Καζά Γκιουμουλτζίνας, όπου το πρωί της επόμενης ημέρας κατέλαβε την πόλη της Κομοτηνής. Είναι πάντως γεγονός ότι οι Έλληνες της Δυτικής Θράκης υποδέχθηκαν με χαρά και ενθουσιασμό τους ομόδοξους Βουλγάρους ως ελευθερωτές και λυτρωτές από το μακραίωνο οθωμανικό ζυγό. Πολύ γρήγορα όμως οι Βούλγαροι άρχισαν να αποκαλύπτουν τις πραγματικές τους διαθέσεις και τα επεκτατικά τους σχέδια».

Βιαιοπραγίες κατά μουσουλμάνων

«Αρχικά στράφηκαν εναντίον των μουσουλμανικών κοινοτήτων και χωρίς καμία εξαίρεση εξολόθρευσαν όλους τους προκρίτους τους. Τους μουσουλμάνους τους εξανάγκασαν αθρόα και με τη βία να βαπτισθούν, να αλλάξουν τα ονόματά τους και να μετατρέψουν τα τζαμιά τους σε εκκλησίες. Στην πόλη της Κομοτηνής κατέλαβαν τα δύο μουσουλμανικά τεμένη από τα οποία το ένα το μετέτρεψαν σε ναό των αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου και το άλλο σε αποθήκη».

Επιστολή Πρωτοσύγκελου Μαρωνείας, Αρχιμανδρίτη Νικολάου στο Πατριαρχείο για τις βιαιοπραγίες εναντίον των Ελλήνων

«Στη συνέχεια εστράφησαν κατά των Ελλήνων. Ο πρωτοσύγκελος και αρχιερατικός επίτροπος της Μητροπόλεως Μαρωνείας, αρχιμανδρίτης Νικόλαος με επιστολή του προς το Πατριαρχείο ενημέρωσε για την επικρατούσα κατάσταση τον Πατριάρχη Γερμανό Ε΄ και το μητροπολίτη Μαρωνείας Νικόλαο, ο οποίος από το Σεπτέμβριο του 1912 βρισκόταν ως συνοδικός στην Κωνσταντινούπολη.
Στην επιστολή αυτή ο αρχιμανδρίτης Νικόλαος αναφερόμενος στο επεισόδιο που είχαν προκαλέσει οι Βούλγαροι στη μητρόπολη Μαρωνείας έγραφε επί λέξει ότι … «Τη 13η ισταμένου Μαρτίου, Βούλγαροι στρατιώται και νοσοκόμοι του Ερυθρού Σταυρού παρουσιασθέντες εις το τρίτον πάτωμα της Τσανακλείου σχολής, όπου είναι εγκαταστημένη η Ιερά Μητρόπολις, απήτησαν ίνα κενωθή τούτο εντός ημισείας ώρας, διότι είχεν ήδη δόξει τω αρχιάτρω του Ερυθρού Σταυρού να χρησιμοποιήση και το πάτωμα τούτο χάριν των τραυματιών του πολέμου».

 

Σε άλλο σημείο της επιστολής τονίζεται ότι «…οι αξιωματικοί και οι νοσοκόμοι, καθ’ ην είχον διαταγήν ήρχισαν εκκενούντες την Ιεράν Μητρόπολιν, ης τα σκεύη και έπιπλα μετά των αρχείων, κωδίκων κ.λ.π. έρριπτον εις την αυλήν, άλλα μεν δια των παραθύρων, άλλα δε κατακυλίοντες δια των κλιμάκων. Δηλαδή εξέωσαν εκ της σχολής της Ιεράς Μητροπόλεως κατά τον βιαιότατον και εξευτελιστικώτατον τρόπον. Έκτοτε περιπλανώμεθα από οικίας εις οικίαν, ουδεμίαν έχοντες ησυχίαν δια τας εργασίας ημών…».

Αποχώρηση των Βουλγάρων

«Το Μάιο του 1913 πραγματοποιήθηκε στο Λονδίνο η συνδιάσκεψη των εμπόλεμων μερών και υπογράφηκε η Συνθήκη Ειρήνης, σύμφωνα με την οποία η Θράκη, εξαιρουμένης της εδαφικής ζώνης νοτιοανατολικά της γραμμής Αίνου – Μηδείας κατακυρώθηκε στους συμμάχους. Οι Βούλγαροι κατά την αποχώρησή τους από τον Καζά Γκουμουλτζίνας πυρπόλησαν το πολεμικό υλικό που είχαν αποθηκευμένο στο σιδηροδρομικό σταθμό της Κομοτηνής. Χαρακτηριστικό όμως είναι το γεγονός ότι ο εξαρχικός αρχιμανδρίτης της πόλεως μια ημέρα πριν από την αποχώρηση των Βουλγάρων είχε προειδοποιήσει μυστικά τους Έλληνες κατοίκους να εγκαταλείψουν την πόλη επειδή οι Βούλγαροι στρατιωτικοί είχαν αποφασίσει την πυρπόλησή της και την εξόντωσή τους.
Τα ξημερώματα της 14ης Ιουλίου του 1913 και αφού από την προηγουμένη ημέρα οι Βούλγαροι είχαν αρχίσει να εγκαταλείπουν την Κομοτηνή και τις πέριξ περιοχές του Νομού Ροδόπής, το 1ο τάγμα του Συντάγματος Κρητών υπό τον ίλαρχο Κατεχάκη εισέρχεται στην πόλη της Κομοτηνής όπου οι κάτοικοί της «…χριστιανοί και μουσουλμάνοι υπεδέχθησαν μετ’ απεριγράπτου ενθουσιασμού τον απελευθερωτήν Ελληνικόν Στρατόν. Οι άνδρες, συν γυναιξί και τέκνοις, ανεξαρτήτως θρησκεύματος εξήλθον μετά Ελληνικών σημαιών, όπως υποδεχθώσι τον προελαύνοντα στρατόν».

Συνθήκη Βουκουρεστίου

«Η απελευθέρωση όμως της Δυτικής Θράκης δεν διήρκησε για πολύ. Παρόλες τις μαραθώνιες διαπραγματεύσεις ανάμεσα στις Μεγάλες Δυνάμεις οι πρωταγωνιστές των δύο Βαλκανικών πολέμων, υπογράφηκε η Συνθήκη του Βουκουρεστίου, 28 Ιουλίου /10 Αυγούστου 1913, σύμφωνα με την οποία η Δυτική Θράκη παραχωρήθηκε στην Βουλγαρία. Όταν οι κάτοικοι της Δυτικής Θράκης πληροφορήθηκαν την παραχώρηση της περιοχής τους στους Βουλγάρους άρχισαν να εγκαταλείπουν κατά χιλιάδες τις εστίες τους και μέσα σε τρεις ημέρες είχαν φθάσει στους Τοξότες από τους Καζάδες της Γκιουμουλτζίνας και της Ξάνθης 25.000 πρόσφυγες από τους οποίους 21200 ήταν χριστιανοί και περίπου 3.000 μουσουλμάνοι».

Στις 7 Αυγούστου του 1913 ο πρωτοπρεσβύτερος Κυπριανός, προϊστάμενος του Μητροπολιτικού Ναού Κοιμήσεως της Θεοτόκου Κομοτηνής, εξ ονόματος της χριστιανικής κοινότητος και ο μουφτής Γκιουμουλτζίνας Μεχμέτ Αρήφ εξ ονόματος της μουσουλμανικής κοινότητος της Κομοτηνής απέστειλαν τηλεγράφημα στους βασιλείς της Αγγλίας και της Ιταλίας, στους αυτοκράτορες Ρωσίας, Γερμανίας και Αυστροουγγαρίας και προς τον πρόεδρο της Γαλλικής Δημοκρατίας με το οποίο διαμαρτυρήθηκαν για την απόφασή τους να παραχωρήσουν την Δυτική Θράκη στους Βουλγάρους και τους ζητούσαν «…όπως υπερασπισθώσι τα ανθρώπινα δίκαιά τους».

Ανακήρυξη αυτονομίας της Γκιουμουλτζίνας από τους Τούρκους

«Πριν την αποχώρηση του ελληνικού στρατού από τη Δυτική Θράκη οι αντάρτες και οι εθελοντές Τούρκοι αξιωματικοί του Εμβέρ Πασά ανακήρυξαν μονομερώς στις 8/9 Αυγούστου του 1913 την αυτονομία της Γκιουμουλτζίνας. Οι πρώτοι που αντέδρασαν συνειδητοποιώντας τις σκοπιμότητες και τις επερχόμενες συνέπειες αυτής της πρωτοβουλίας και αντέδρασαν άμεσα ήταν οι Μητροπολίτες των επαρχιών της Δυτικής Θράκης.
Ύστερα από τη μονομερή ανακήρυξη της αυτονομίας της Δυτικής Θράκης από τους μουσουλμάνους, ο Μητροπολίτης Μαρωνείας Νικόλαος με ορισμένους από τους εκπροσώπους του μουσουλμανικού στοιχείου κατέβαλαν προσπάθειες, το τελευταίο κυρίως δεκαήμερο του Αυγούστου, προκειμένου να υπάρξει συνεργασία ανάμεσα στα δύο μέρη για τη διατήρηση του αυτόνομου πολιτικού και διοικητικού καθεστώτος της Δυτικής Θράκης.
Οι προσπάθειες όμως των Χριστιανών και των μουσουλμάνων για τη μη διατήρηση του αυτόνομου πολιτικού και διοικητικού καθεστώτος της Δυτικής Θράκης έπεσαν στο κενό. Η Τουρκία που αρχικά είχε υποκινήσει και υποστηρίξει την πρωτοβουλία αυτή των μουσουλμάνων, μετέβαλε αργότερα τη στάση της και το Σεπτέμβριο του 1913 υπέγραψε με τη Βουλγαρία τη Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως με την οποία η Δυτική Θράκη επιδικαζόταν οριστικά στη Βουλγαρία».

Το υπόμνημα των αρχιερέων

«Την ίδια περίοδο ο εκ Κομοτηνής καταγόμενος Τραπεζούντος Χρύσανθος Φιλιππίδης, επειδή είχε συνειδητοποιήσει τους επερχόμενους κινδύνους για τα εθνικά συμφέροντα της Ελλάδος εξαιτίας της εγκαταλείψεως της Δυτικής Θράκης από τον γηγενή πληθυσμό της, προσπάθησε να πείσει ο ίδιος τον Ελευθέριο Βενιζέλο να υποστηρίξει την κοινή πρωτοβουλία χριστιανών και μουσουλμάνων για την αυτονομία της Δυτικής Θράκης προκειμένου ν’ αποφευχθεί η μεταφορά και η εγκατάσταση των Βουλγάρων εποίκων. Παρόλες όμως τις προσπάθειες του Χρυσάνθου, ο Βενιζέλος θεωρούσε το ζήτημα λήξαν και αμετάκλητη την απόφαση της παραχωρήσεως της Δυτικής Θράκης στους Βουλγάρους.

 

Σε απάντηση της επίμονης αρνήσεως του Ελευθερίου Βενιζέλου, ο Χρύσανθος συνέταξε από κοινού με τους υπόλοιπους μητροπολίτες της Δυτικής Θράκης ένα υπόμνημα προς τις Μεγάλες Δυνάμεις. Το κείμενο του υπομνήματος συντάχθηκε κατά πάσα πιθανότητα το δεύτερο δεκαήμερο του Αυγούστου του 1913 στη Θεσσαλονίκη, όπου ο Χρύσανθος συνάντησε τους μητροπολίτες Μαρωνείας Νικόλαο και Διδυμοτείχου Φιλάρετο Βαφείδη οι οποίοι και το υπέγραψαν.

 

Στο υπόμνημα αυτό οι τρεις μητροπολίτες απευθυνόμενοι στην πολιτική ηγεσία των Μ. Δυνάμεων ανέφεραν τα παρακάτω: «… Η είδηση ότι οι Μεγάλες Δυνάμεις κατηγορούν για παράβαση την οθωμανική κυβέρνηση και διαμαρτύρονται εναντίον της επειδή ώρισε ως σύνορα της Τουρκίας την γραμμή Αίνου – Μηδείας, δεν παύει από το να μας εκπλήττει. Βρισκόμαστε σε τέτοια κατάσταση απελπισίας λόγω του επί μήνες ζυγού των Βουλγάρων, ώστε η απαλλαγή μας απ’ αυτόν, αδιακρίτων τρόπων και μέσων, να σημαίνει την υλοποίηση της σωτηρίας.

 

Εξετάζοντας βαθύτερα τα κίνητρα της ενεργείας αυτής των Δυνάμεων, θέλομεν να πιστεύομε ότι δεν οφείλεται παρά στηνμέριμνά τους για τη βελτίωση της μοίρας των κατοίκων του μεγαλυτέρου τμήματος της περιοχής μας, που, μια και ελευθερώθηκαν από προαιώνια δουλεία θα ήταν δίκαιο να μην ξαναπέσουν σε ξένη κυριαρχία. Ξεκινώντας απ’ αυτή τη σκέψη εκφράζουμε στις Μεγάλες Δυνάμεις την βαθεία μας ευγνωμοσύνη για το ενδιαφέρον τους προς την Θράκη. Ίσως, όμως, είναι τώρα η κατάλληλη ευκαιρία να εξετάσομε μήπως μια αποτελεσματική παρέμβαση από μέρους των Δυνάμεων θα συντελούσε στη λύση του Θρακικού ζητήματος κατά τρόπο πιο σύμφωνο προς τα συμφέροντα του πληθυσμού αυτής της επαρχίας.

 

Ο Γλάδστων έλεγε ότι κανένας λαός δεν είναι τόσο εξωνημένος, ώστε να μην επιθυμεί την σύνταξή του σε κράτος ομοιογενές. Αν αυτό είναι καθολοκληρία αληθινό, κανείς δεν θα πρέπει να εκπλήσσεται από το γεγονός ότι οι γηγενείς πληθυσμοί της Θράκης – οι οποίοι παρά τις συνεχείς βαρβαρικές επιδρομές από παλαιότατους καιρούς εξικνούμενους μέχρι τις ημέρες μας, μαζί με τους μουσουλμάνους συγκροτούν και σήμερα στην Θράκη το πολυαριθμότερο στοιχείο και συγχρόνως το πιο πολιτισμένο – διακηρύσσουν ότι η φλογερότατη και δικαιότερη επιθυμία τους είναι να ενωθούν με το Βασίλειο της Ελλάδος που κατοικείται από τους ομοεθνείς και τους ομοθρήσκους τους.

 

Μια τέτοια λύση θα ήταν η πιο δίκαιη και η μόνη ικανή να χαρίσει την ησυχία και την ολοκληρωτική ευημερία στην τλήμονα αυτή γη. Αν μολοταύτα δεν θα μπορούσε σε τούτη την (κρίσιμη) ώρα να πραγματωθεί, κάνομε έκκληση στις δυνάμεις παρακαλώντας τες να καταστήσουν την χώρα μας, κράτος απόλυτα αυτόνομο, ανεξάρτητο και ουδέτερο, που θα μπορούσε κατά το δυνατόν, να εξασφαλίσει στους χριστιανικούς και μουσουλμανικούς πληθυσμούς, συνθήκες ζωής τουλάχιστον υποφερτές. Αν η Ευρώπη εμφανίσθηκε εμπερίστατη για την ανεξαρτησία των Αλβανών, λαού στερημένου από κάθε σφραγίδα πολιτισμού, είναι έξω από κάθε λογική να θέλει την εγκατάλειψη της Θράκης, μήτρα αρχαιότατου πολιτισμού, σ’ έναν κυρίαρχο με τον οποίο τίποτε δεν την συνδέει εκτός από επιδρομές και βάρβαρες ερημώσεις που η ανάμνησή τους και μόνο μας παγώνει.
Με την ελπίδα ότι δεν προστρέχομε μάταια στις φωτισμένες κυβερνήσεις των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων, διατελούμε με τιμή.

 

Χρύσανθος Φιλιππίδης, Μητροπολίτης Τραπεζούντος, γεννημένος στην Γκιουμουλτζίνα. Νικόλαος, Μητροπολίτης Γκιουμουλτζίνας, Φιλάρετος, Μητροπολίτης Διδυμοτείχου».

Στο τέλος του υπομνήματος παρατηρούμε ότι ο μητροπολίτης Χρύσανθος υπογράφει μνημονεύοντας ως τόπο της γεννήσεώς του την Γκιουμουλτζίνα με την πρόθεση, προφανώς, να νομιμοποιήσει το μέγεθος του ενδιαφέροντός του για την περιοχή της Δυτικής Θράκης. Χαρακτηριστικό είναι επίσης ότι ο Νικόλαος υπογράφει εσκεμμένα όχι με τον ιστορικό τίτλο του μητροπολιτικού του θρόνου, αλλά ως μητροπολίτης Γκιουμουλτζίνας, με σκοπό και αυτός να προσδιορίσει σαφέστερα τον τόπο και την ευρύτερη περιοχή της Δυτικής Θράκης που αποτελούσε την περίοδο εκείνη το επίκεντρο των γενικότερων εθνικών συμφερόντων της Ελλάδος στη Βαλκανική».

Β΄ βουλγαρική κατοχή

«Με την υπογραφή της Συνθήκης οι Βούλγαροι άρχισαν σταδιακά να καταλαμβάνουν τα διαμερίσματα της Δυτικής Θράκης και στις 8 Οκτωβρίου του 1913 ο Έλληνας φρούραρχος παρέδωσε την πόλη της Κομοτηνής στον Βουλγαρικό στρατό. Οι Βούλγαροι με την είσοδό τους στη πόλη της Κομοτηνής κατέλαβαν τις εκκλησίες, τα σχολεία, το μητροπολιτικό μέγαρο. Στη συνέχεια απέλασαν τους προκρίτους της χριστιανικής κοινότητος, αφού προηγουμένως τους υποχρέωσαν να παραχωρήσουν στο βουλγαρικό στρατό όλη την κινητή και ακίνητη περιουσία τους.

 

Από την «Εκκλησιαστική Αλήθεια» του Δεκεμβρίου του 1913 πληροφορούμαστε ότι «τοιούτος εξερράγη διωγμός, ώστε να μη μείνωσιν εν μεν Γκιουμουλτζίνη περισσότεροι των 40 Ελλήνων, αναχωρούντων και τούτων οσονούπω, μετά την εκκαθάρισιν λογαριασμών και περιουσιών, εν δε Μαρωνεία, Μάκρη και Χαρκά σχεδόν ουδείς. Και ούτε δύνανται να μένωσιν, αφού ούτε περιουσίαι ιδιωτικαί και κοινοτικαί εισίν ασφαλείς, αφού εν ναοίς ιεροίς εγκαθίστανται Βούλγαροι, αφού οι μητροπολιτικοί οίκοι καταλαμβάνονται, διαρπάζονται οι ναοί, αι αξιολογώτεραι οικίαι μεταβάλλονται εις δημόσια καταστήματα (τηλεγραφείον, φρουραρχείον, γραφεία στρατιωτικά), λαμπραί δ’ οικοδομαί διαιωνίζουσαι την ελληνικήν φιλομουσίαν και φιλογένειαν, μετατρέπονται εις Ιδρύματα αλλοίας φύσεως, ως η εν τη Γκιουμουλτζίνη Σχολή Τσανακλή, εις νοσοκομείον και η εν Μαρωνεία Σχολή Χατζέα εις πανδοχείον».

Όταν οι Βούλγαροι επέβαλαν τον στρατιωτικό νόμο στον Καζά Γκουμουλτζίνας απαγόρευσαν στους Έλληνες να μετακινούνται ελεύθερα, ενώ προκλητικά επέτρεπαν στους Αρμενίους και τους Ισραηλίτες να μεταβαίνουν σε οποιοδήποτε σημείο του Καζά. Υποχρέωσαν επίσης τα παιδιά τους να τα εγγράψουν στα βουλγαρικά σχολεία και επέβαλαν μεγάλα χρηματικά πρόστιμα κάθε φορά που αυτά απουσίαζαν από τις σχολικές παραδόσεις. Επειδή όμως οι Βούλγαροι είχαν εξαναγκάσει τους Έλληνες δασκάλους να εγκαταλείψουν τον Καζά Γκιουμουλτζίνας και τα σχολεία παρέμειναν κλειστά το Πατριαρχείο έδωσε εντολή στο Νικόλαο να διορίσει Έλληνες δασκάλους στα σχολεία της επαρχίας του, ανεξαρτήτως αν σε αυτά υπήρχε τουρκική ή βουλγαρική διοίκηση, προκειμένου να φοιτούν έστω και οι ελάχιστοι ελληνόπαιδες που είχαν εναπομείνει. Στις ελληνικές εκκλησίες λειτουργούσαν στη βουλγαρική γλώσσα εξαρχικοί ιερείς, ενώ στους Έλληνες ιερείς είχαν απαγορεύσει την τέλεση οποιασδήποτε ιεροπραξίας και όσοι ελάχιστοι είχαν απομείνει στη Θράκη τους εξανάγκαζαν σε εκπατρισμό.

Ο αείμνηστος Κομοτηναίος πανεπιστημιακός Στίλπων Κυριακίδης στο αξιόπιστο ιστορικό πόνημά του, «Η Δυτική Θράκη και οι Βούλγαροι» που εκδόθηκε το έτος 1919, αναφέρεται στους εξευτελισμούς και τις βαναυσότητες που υπέστησαν μουσουλμάνοι και χριστιανοί της Κομοτηνής και του Νομού Ροδόπης καθώς και των όμορων Νομών».

Από την Διασυμμαχική Διοικητική κατοχή στην ενσωμάτωση

«Όλα αυτά τα φρικτά και πρωτοφανή μαρτύρια συνεχίστηκαν μέχρι και τον Οκτώβριο του 1919, οπότε η Δυτική Θράκη βρέθηκε υπό Διασυμμαχική Διοικητική κατοχή με επικεφαλής τον αρχιστράτηγο Φρανσέ ντε Εσπερέ. Την περίοδο εκείνη εστάλη στην Κομοτηνή ως εκπρόσωπος της ελληνικής κυβερνήσεως ο Χαρίσιος Βαμβακάς που σε άριστη συνεννόηση με τον Ελευθέριο Βενιζέλο επέτυχε τελικά να αποδοθεί και να ενσωματωθεί η Δυτική Θράκη στην Ελλάδα. Έτσι, την 13η Μαΐου του 1920 ο ελληνικός στρατός υπό τον διοικητή Ζυμβρακάκη έλαβε την διαταγή να κατευθυνθεί στην πόλη της Κομοτηνής, ώστε την 14η Μαΐου να βρίσκεται στην πρωτεύουσα της Ροδόπης.
Χαρακτηριστική είναι η καταγραφή και περιγραφή των όσων συνέβησαν στην Κομοτηνή εκείνη την νύκτα της 13ης ξημερώματα 14ης Μαΐου όπως τα διασώζει με την γραφίδα του ο αείμνηστος Αντώνιος Ρωσίδης στο «Χρονικό της Απελευθερώσεως». «… Εκείνη την αξέχαστη νύχτα… κανένας δεν κοιμήθηκε. Όλη η πόλη έμοιαζε σαν να αγρυπνά σε ολονύκτια ακολουθία. Από βραδύς και όλη τη νύκτα, άνδρες και γυναίκες πηγαινοέρχονταν και με επικεφαλής τον δημαρχεύοντα Απόστολο Σούζο, προετοίμαζαν την υποδοχή του στρατού…τα συνεργεία που στήθηκαν σε κεντρικά σπίτια έκοβαν και έραβαν ασταμάτητα ελληνικές σημαίες. Και άκουγες παντού γέλια, ευχές και χαρούμενα τραγούδια. Και όταν οι πρώτες ηλιαχτίδες της 14ης Μαΐου του 1920 φώτισαν τον καταγάλανο ουρανό όλη η πόλη βρέθηκε να πλέει στα γαλανόλευκα. Και ο λαός της Κομοτηνής ξεχύθηκε να προϋπαντήσει τους ελευθερωτές με αλαλαγμούς και επιφωνήματα χαράς. Ο δε ελληνικός στρατός εισερχόμενος στην πόλη της Κομοτηνής τραγουδούσε «ξημέρωσε η χαραυγή και πήραμε την Θράκη»».

 

Ρεπορτάζ: Άννα Πατρωνίδου
 [email protected]

Επιμέλεια ενθέτου: Τ.Κ.-Β.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.