Αγγελικη Τσαγκουριδου (Αgg Tsagg) «Εμεις δεν γραφουμε ουτε οπως ο Ελυτης, ουτε οπως ο Καβαφης»

Μία διαφοροποιημένη ποίηση από την Αγγελική Τσαγκουρίδου

Ι. Who is Who

Η Αγγελική Τσαγκουρίδου, γνωστή με το ποιητικό ψευδώνυμο Αgg Tsagg,  κατάγεται από τη Δράμα, σπουδάζει δε στη Σχολή Επιστήμης Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης.

Κινητήρια δύναμη για την ενασχόλησή της με τη σύγχρονη ποίηση ήταν ο πολύ αγαπημένος φίλος της, ο Παναγιώτης Βασιλείου[1], ο οποίος, όπως ανέφερε η Αγγελική, διατηρεί στην Αθήνα την ποιητική ομάδα The Bad poetry Social Club[2], τα ποιήματα του οποίου διάβασε αλλά και άκουσε, επικοινώνησε μαζί του και της έδωσε θερμή υποστήριξη – ένα boost, σύμφωνα με την ίδια.

Η Αγγελική ανακάλυψε τον δρόμο προς την ποίηση, όταν στα δεκαεφτά της χρόνια, έχασε έναν πολύ καλό της φίλο. Τα δυο τελευταία χρόνια, και με την υποστήριξη του Π. Βασιλείου, γράφει όμως συστηματικά.

Η ίδια έχει συνείδηση ότι αυτό που υπηρετεί «είναι η σύγχρονη ποίηση. Εμείς δεν γράφουμε ούτε όπως ο Ελύτης, ούτε όπως ο Καβάφης, και χρησιμοποιούμε λέξεις και εκφράσεις που ξενίζουν ίσως τους μεγαλύτερους», διευκρινίζει∙ έχει δε, ήδη, εκδώσει την πρώτη της ποιητική συλλογή, που είναι αυτοέκδοση με τίτλο «Γράμματα προς…», που «είναι  ουσιαστικά», όπως εξηγεί, «τρία ερωτικά κείμενα συν ένα γράμμα, που επιλέγεις εσύ πού θα το δώσεις».

«Δεν μπορώ να γράψω για κάτι που δεν έχω βιώσει»

Γράφει στηριζόμενη στα βιώματά της, «δεν μπορώ να γράψω για κάτι που δεν έχω βιώσει, είτε αυτό είναι ερωτικό, είτε κοινωνικό, είτε πολιτικό• και κάποιες φορές γράφω με αφετηρία μια εικόνα, μια φωτογραφία». Δεν γράφει εύκολα και συνήθως διορθώνει τα κείμενά της, η διαδικασία όμως αυτή της προσφέρει χαρά.

Γράφει όχι με καθημερινή συχνότητα, αν κι αυτό μπορεί να συμβεί, αλλά εξίσου μπορεί να μη γράψει για μήνες. Αναρτά τα κείμενά της στο Instagram και γενικά στα social media και απολαμβάνει τα σχόλια των φίλων της, που συχνά της αναφέρουν ότι βρίσκουν στους στίχους της, στις λέξεις και τις προτάσεις τους, τον εαυτό τους, περισσότερο οι συνομήλικοί της, οι νέοι άνθρωποι, αλλά και οι μεγαλύτερης ηλικίας, οι οποίοι συχνά της αποτείνονται με μπράβο.

«Τα παιδιά του The Bad poetry Social Club είναι οι αγαπημένοι μου ποιητές»

Διαβάζει ποίηση και πρότυπά της είναι «τα παιδιά του The Bad poetry Social Club», που είναι οι αγαπημένοι της ποιητές, «τόσο για τον τρόπο που γράφουν όσο και για τον τρόπο που τα ερμηνεύουν στη σκηνή στις live βραδιές».

«Αυτό θα ήθελα να κάνω κι εγώ. Αγαπώ, επίσης, τον τρόπο που γράφει η Κατερίνα Γώγου», αναφέρει, εκφράζοντας τέλος τη χαρά της που η ομάδα των τεσσάρων ποιητών κατάφερε να πραγματοποιήσει στην Κομοτηνή, με εφαλτήριο το Χοροτάξιο, της Γιούλης Ιωαννίδου, αυτό που είχε στο μυαλό της.

ΙΙ. Έξι ποιήματα

⁞ ΚΡΕΒΑΤΙΑ

Από μικρή μου έμαθαν ότι από τα πιο σημαντικά πράγματα σε ένα σπίτι είναι τα κρεβάτια.

Δίπλα κρεβάτια, μονά κρεβάτια, υπέρδιπλα κρεβάτια.

Πώς κοιμάται κανείς μόνος του σε ένα διπλό κρεβάτι;

Πώς γεμίζεις όλο αυτό τον χώρο;

Πώς ζεσταίνεσαι;

Πώς κρύβεσαι;

Πώς αγκαλιάζεις το σώμα σου;

Πώς χαϊδεύεσαι;

Πώς κλαις;

Γιατί να έχει κανείς ένα υπέρδιπλο κρεβάτι;

Δεν τους καταλαβαίνω.

Μου θυμίζουν την γιαγιά μου που πάντα έφτιαχνε φαγητό για άλλους δυο.

Ποτέ δεν ξέρεις μου έλεγε ίσως πεινάσουμε πολύ σήμερα.

Τι σκατά;

Νυστάζετε πολύ και δεν σας φτάνει ο χώρος;

Δεν νιώθετε την μοναξιά εσείς;

Δεν έχει ανάγκη κανένας σας μια αγκαλιά;

Τόσος χώρος και είστε μόνοι.

Μόνο εγώ φοβάμαι;

Χρειάζομαι συντροφιά το ξέρω.

Φροντίδα, πολύ φροντίδα.

Χαδια, χάδια πολλά, παρά πολλά μέχρι να αρχίσει το σώμα μου να καίει.

Κάτι ξέρω .

Κάτι ξέρω βλέπεις.

Κάτι ξέρω και το δικό μου το στρώμα, το δικό μου το κρεβάτι είναι μόνο.

Είναι μόνο και χωράω ίσα ίσα.

Στο μόνο μου κρεβάτι αν βρεθούμε δυο θα πρέπει να κοιμηθούμε αγκαλιά.

Ίσως είναι καλύτερα έτσι ξέρεις.

Θα μπορώ να κάνω την καρδιά σου δική μου.

Αλλά ίσως θα σου είναι πιο εύκολο να με σπάσεις σε χίλια κομμάτια σφίγγοντας με στην αγκαλιά σου.

Τότε δεν θα μου φτάνει κανένα στρώμα και κανένα κρεβάτι.

Η μόνη ηρεμία που θα βρίσκω θα είναι στο σανίδι.

Κάτω από αυτό το κρεβάτι που διαλύσαμε ο ένας τον άλλο, αλλά και το ίδιο.

⁞ ΡΟΟΥΖ

Είμαι στο σαλόνι μου,

Κοιτάζω έξω από το παράθυρο και βλέπω έναν άνθρωπο.

Σίγουρα δεν είσαι εσύ.

Αν είμαι για κάτι σίγουρη αυτήν την στιγμή,

είναι ότι σίγουρα,

δεν είσαι εσύ.

Χτυπάει το κουδούνι.

Κοντοστέκομαι,

παίρνω μια ανάσα και σηκώνομαι να ανοίξω.

―Ορίστε, αυτά είναι για εσάς.

―Ποιος τα έστειλε;

―Συγγνώμη δεν μπορώ να σας πω.

―Έχετε δίκιο με συγχωρείτε, καλή συνέχεια

εε και ευχαριστώ.

Με σοκάρουν περισσότερο τα τριαντάφυλλα παρά τα τσιγάρα πάνω στο τραπέζι.

Φαντάσου πόσο με τρομάζει η αγάπη σου.

Στρίβω ένα τσιγάρο και το βάζω στο στόμα μου.

Πιάνω τον αναπτήρα και δεν ξέρω αν θέλω να ανάψω το τσιγάρο ή να βάλω φωτιά στα λουλούδια.

Μάλλον ζαλίστηκα από την μυρωδιά τους

και δεν ξέρω τι κάνω

ή και τι λέω.

Και δεν ξέρω τελικά αν πρέπει και κάτι να πω.

Θα έπρεπε να έχω τα τριαντάφυλλα στην αγκαλιά μου τώρα,

να τα μυρίζω

και να γελάω.

Όμως εγώ καπνίζω το τσιγάρο μου

και απλά τα κοιτάω,

νιώθω ξαφνικά ότι το σώμα μου δεν είναι δικό μου.

Σκέφτομαι πως ίσως το πήρε μαζί του ο άνθρωπος που μου έφερε τα λουλούδια.

Σαν αντάλλαγμα.

Τίμιο.

Έτσι κι αλλιώς και τα δυο με πονάνε.

Θελω αύριο το πρωί που θα ξυπνήσω

να μην έχω στην αγκαλιά μου τίποτα.

Ούτε λουλούδια, ούτε τσιγάρα, ούτε ποτά.

Την αγάπη σου ήθελα και αυτήν άργησες να μου την δώσεις .

Δεν είμαι αχάριστη, όχι.

Απλά ίσως είμαι λίγο βιαστική.

Σηκώνομαι, παίρνω τα τριαντάφυλλα και τα βάζω στο νερό.

Δίπλα από το παράθυρο,

που έχω μείνει να κοιτάζω λες και δεν έχω κάτι καλύτερο να κάνω.

Από τότε που έφυγες συμβαίνει αυτό,

κοιτάζω μήπως και κάποτε γυρίσεις.

Όσο αυτά θα προσπαθούν να παραμείνουν ζωντανά για λίγο ακόμα,

εγώ θα προσπαθήσω να βρω τον άνθρωπο με τα λουλούδια.

Νομίζω πως άρχισε να μου λείπει το σώμα μου σιγά σιγά,

και νιώθω λειψή χωρίς αυτό.

Στο τέλος αυτά θα έχουν πεθάνει,

μα θα έχω ζήσει εγώ.

Κάπως έτσι η αγάπη σου,

ίσως να με έχει κρατήσει ζωντανή.

(Χτυπάει το τηλέφωνο)

―Έλα μπαμπά.

―Έλα αγάπη μου τα πήρες τα λουλούδια;

―Α, εσύ τα έστειλες;

―Ναι, γιατί;

―Τίποτα, πολύ όμορφα, τα έβαλα στο βάζο.

Ευχαριστώ.

ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ[3]

Α.:  Αν κοιτάς το φεγγάρι τώρα

Και βλέπεις την πανσέληνο, τότε βλέπουμε με τα ίδια μάτια

Και δεν λέω τα δικά σου ή τα δικά μου μάτια

Λέω ένα δικό σου

Και ένα δικό μου

Έτσι θα έχουμε ξεριζώσει και οι δύο μας από κάτι και ο πόνος αυτός θα είναι ίσως πιο ανώδυνος

Β.: Αν κοιτάς το φεγγάρι τώρα και βλέπεις την πανσέληνο

Να ξέρεις πως θυμάμαι τη νύχτα που δώσαμε ύλη στη φθορά

Και την κόψαμε στα δύο

Μισή δική σου μισή δική μου

(Μισή δική μου;)

Α.: Πάντα μου άρεσε ο ουρανός,  τα αστέρια και το φεγγάρι έχουν αυτό το μυστήριο που πάντα έψαχνα να βρω σε κάποιον, ποτέ δεν ξέρεις τι θα δεις

κάθε βράδυ κοιτάω ψηλά ποτέ δεν βλέπω το ίδιο

κάθε πρωί ξυπνάω ποτέ η ίδια

Μπορεί να φταις εσύ μπορεί να φταίνε και τα αστέρια

Β.: Αν κοιτάς το φεγγάρι τώρα και αν με ακούς

Δεν ξέρω γιατί συμφώνησα να μοιραστούμε τη φθορά

Εγώ μοιράζομαι το σπίτι μου

Μοιράζομαι τους φίλους μου

Και για κάποιο λόγο έχω μοιραστεί κάθε άνθρωπο που έχει ξαπλώσει δίπλα μου

Α. : Δεν ακούω τι μου λες, αυτό που ξέρω σίγουρα είναι ότι θα ήθελα να ήμασταν αστέρια τώρα,

Ισως τότε να πέφταμε μαζί,

θα ήθελα να με έχεις ανάγκη τώρα είμαι σίγουρη πως τότε θα χορεύαμε μαζί

Β.: Αν κοιτάς το φεγγάρι τώρα

Και αν με νιώθεις έστω λίγο

Να ξέρεις πως

Δεν ευθύνομαι εγώ που δεν έχεις μάθει να ισορροπείς

Και πως όταν εν τέλει πέσεις

Η φθορά θα είναι όλη δική σου

Α. : Μην μου μιλάς έτσι,

δεν σου ζήτησα ποτέ να γίνεις το φεγγάρι.

Και δεν θα σου ζητήσω ποτέ να γίνεις το αστέρι.

Μπορείς απλά να είσαι ο ουρανός.

Και εγώ θα είμαι εκεί.

Είτε με τον έναν τρόπο είτε με τον άλλο.

Αλλά εγώ, θα είμαι εκεί.

ΘΑΛΑΣΣΑ

Με ηρεμεί η θάλασσα.

Το μπλε και το κύμα.

Σαν να παίρνουν τα κύματα κάθε μου σκέψη και να την εξαφανίζουν.

Μ’ αρέσει να βουτάω στα βαθιά.

Αποπνικτική ησυχία.

Ίσως η μοναδική στιγμή που νιώθω ότι ζω.

Εκεί κάτω στον βυθό της θάλασσας, χωρίς κανέναν θόρυβο, χωρίς κανέναν άνθρωπο.

Μονάχα εγώ.

Και εκεί έρχεσαι εσύ.

Εκεί έξω.

Ξαπλωμένος στην άμμο να με κοιτάς.

Πιο θαρραλέος από εμένα.

Βουτάς στην παγωμένη θάλασσα,

με κοιτάς και σε κοιτώ.

Και εκεί που νόμιζα πως μ’ άρεζε να πηγαίνω μόνη στη θάλασσα,

τώρα κάθε φορά που θα βρίσκομαι εκεί θα θέλω εσένα.

Ή θα σε φέρνω στο μυαλό μου όσο κολυμπάω.

Φοβάμαι όμως.

Φοβάμαι,

 πως όταν θα βγαίνω και θα ξαπλώνω στην αμμουδιά,

 το αεράκι που θα με ακουμπάει,

θα μου θυμίζει το άγγιγμά σου.

Και στο ορκίζομαι,

το άγγιγμά σου με καίει πιο πολύ από τον ήλιο το μεσημέρι.

Νόμιζα πως θα φοβόμουν μόνο τη θάλασσα

όταν δεν θα είσαι εκεί.

Τελικά με τρομάζει και η πόλη.

Ναι το τρομάζω ίσως είναι πιο σωστό ρήμα

για την πόλη.

Τρομάζω όταν βλέπω αντρικές πλάτες,

γιατί περιμένω τη δική σου και δεν είναι εκεί.

Τρομάζω όταν ακούω χροιές

σαν τη δική σου,

αλλά δεν ανατριχιάζω στο άκουσμά τους, οπότε ξέρω ότι ούτε πάλι είσαι εκεί.

Φοβάμαι να κοιμηθώ και τρομάζω όταν ξυπνάω

γιατί δεν είσαι εκεί να μου πεις καλημέρα.

Και η σιωπή καμιά φορά, ξέρεις,

είναι εκκωφαντική.

Θέλω μια πόλη και μια θάλασσα μαζί σου.

Θέλω να χτίσουμε μια πόλη και μια θάλασσα από την αρχή.

Δεν ξέρω πώς θα τις ονομάσουμε,

το αφήνω πάνω σου αυτό.

Έτσι θα ξέρω,

 πως σε τρόμαζαν και εσένα όταν δεν ήμουν εκεί.

Ελπίζω να μην τρομάξω και να μην φοβηθώ στην πόλη και τη θάλασσά μας.

Από εκεί δεν ξέρω την έξοδο.

ΒΕΝΤΑΛΙΑ

Έχω χαράξει μια βεντάλια πάνω στο σώμα μου.

Έχω χαράξει μια όμορφη βεντάλια με τρία λουλούδια πάνω στο χέρι μου.

Για να θυμάμαι,

κάθε φορά που πνίγομαι,

που ζεσταίνομαι τόσο πολύ,

από τους ανθρώπους ή από τον καιρό

και παίρνουν ξαφνικά αυτό το χρώμα τα μάγουλά μου κατακόκκινα,

σαν να σφύζω από υγεία αλλά εγώ μόνο υγιής δεν είμαι και σχεδόν πεθαίνω .

Παίρνουν αυτό το κόκκινο χρώμα όχι του μήλου,

ούτε του αυγού το Πάσχα.

Αυτό το χρώμα που παίρνει ο ουρανός και η θάλασσα όταν δύει ο ήλιος.

Αυτό το κόκκινο που το βλέπεις και λες τώρα διάολε θα πεθάνουμε όλοι επιτέλους.

Και μου γελάνε τα μαλακισμένα

και με τσιμπάνε,

σαν να είμαι λούτρινο.

Από αυτά που βάζεις ένα ευρώ και προσπαθείς να τα κερδίσεις.

Και Θεέ μου έχω χαράξει αυτή την όμορφη βεντάλια πάνω στο σώμα μου, για να θυμάμαι να μου κάνω αέρα καμία φορά.

Να παίρνω καμία ανάσα γιατί μια μέρα θα σκάσω.

Και τότε ορκίζομαι,

πως θα βγούνε από μέσα μου πολλά κόκκινα μήλα και πασχαλινά αυγά.

Τόσα που θα χορτάσατε όλοι σας επιτέλους.

Και έτσι για άλλη μια φορά εγώ,

θα έχω καταφέρει να σας αφήσω όλους σας ικανοποιημένους.

Και ας μην μου δώσατε ποτέ σας ούτε ένα ευρώ.

Γελάνε τα μαλακισμένα, γιατί δεν ξέρουν.

ΟΛΑ ΜΟΥ ΤΑ «ΜΟΥ»

Το σώμα μου, τα ρούχα μου, τα μαλλιά μου τα μάτια μου, τα βρακιά μου, τα βυζιά μου και τα πόδια μου.

Τα πόδια μου, καμία φορά θα ευχόμουν να μην υπήρχαν.

Τα δάχτυλά μου, τα νύχια μου, τα αυτιά μου, τα σορτσάκια μου, τα κραγιόν μου και όλα μου τα μου.

Ό,τι είναι πάνω μου είναι δικό μου.

Θέλω να κόψω τα πόδια μου,

για να μην απλώνετε τα χέρια σας πάνω τους χωρίς να με ρωτάτε.

Αλλά υπάρχει και ο κώλος μου.

Ας τον κόψω και αυτόν.

Τα βυζιά μου;

Είναι και αυτά σωστά.

Θα τα κόψω και αυτά να πάνε στο διάολο.

Τώρα;

Τώρα είμαι αρκετά απωθητική για να μην με ξανά ακουμπήσετε;

Μα τα ρούχα μου,

σωστά.

Τα ρούχα μου είναι προκλητικά.

Τι να κάνω να τα βγάλω;

Ας τα βγάλω,

μα μετά θα είμαι γυμνή,

ξετσίπωτη γυναίκα.

Τα κραγιόν μου;

Τέλος τα κραγιόν,

τέλος τα μανό και οι σκιές ματιών.

Είμαι έντονα βαμμένη και προκαλώ.

Λευκό πανί,

χωρίς χρώματα, χωρίς καμπύλες και μαλακίες.

Ποιος θα βάλει τα χέρια του σε ένα λευκό πανί;

Ή μάλλον ας τα βάλει καλύτερα,

τα βρωμόχερά του θα λερώσουν το πανί μου.

Ίσως τότε να πιστέψουν πως κάποιος με ακούμπησε.

Πώς στο διάολο να πιστέψω ότι το σώμα μου είναι δικό μου με τόσα ξένα χέρια πάνω μου;

Συνέχεια,

συνέχεια χωρίς την άδειά μου.

Πώς στο διάολο να πάω να αγκαλιάσω τον παππού μου,

όταν στο λεωφορείο ένας γέρος έκατσε δίπλα μου και μου έπιανε το μπούτι;

Και πώς στο διάολο να πιστέψω ξανά στον έρωτα,

όταν ο έρωτάς μου μού έστελνε λουλούδια και έγραφε επειδή μου παίρνεις καλές πίπες,

στις Χειλάρες μου, σ’ αγαπώ.

Το μόνο που μπορώ να κάνω με τις χειλάρες μου τώρα είναι να μασήσω αυτά τα λουλούδια και να τα φτύσω στην άσφαλτο.

Γαμημένοι ,

«το σώμα μου και τα ρούχα μου θα τα κάνω ό,τι θέλω εγώ»

φωνάζω συνέχεια στο κλαμπ την ώρα που μου πιάνει ένας τύπος τα βυζιά και ο φίλος του τον κώλο μου.

Μα τι στο διάολο πρέπει να γίνει σε αυτόν τον κόσμο τέλος πάντων;

Θέλω να μπαίνω σε λεωφορεία και σε κλαμπ ανενόχλητη,

χωρίς ποτέ κανένα από τα ηλίθια βλέμματά σας να φτάνει πάνω μου και κανένα χέρι σάπιο και κρύο να με ακουμπάει.

Θέλω να κρατάω ένα Μπουκέτο λουλούδια και να μην ξερνάω πάνω τους.

Επρεπε να είμαστε όλοι ψάρια τώρα, γυμνά, με λέπια, γυαλιστερά ψάρια.

Ελεύθερα.

Σε αυτήν τη ζωή είμαι γυναίκα, ίσως και ψάρι.

Αλλά σίγουρα δεν είμαι ελεύθερη.

Και αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν πολλά δίχτυα.

ΑΥΤΗ Η ΠΟΛΗ

Αυτή η πόλη με υποδέχεται πάντα με ένα καλό άρωμα και με διώχνει κλωτσώντας με στις ράγες του τρένου.

Δεν ξέρω ακόμα αν με μισεί ή αν με προστατεύει.

Κάθε φορά με έκρυβε κάτω από τα σκέλια της σαν την χειρότερη μητέρα που θα μπορούσα να έχω.

Με έβαζε κάτω από την φούστα της, μου τραγουδούσε τα αγαπημένα μου τραγούδια και μου έβαζε το αγαπημένο μου άρωμα.

Νόμιζε πως ίσως έτσι θα με κάνει να ξεχαστώ.

Στην πόλη των πιο σκληρών ανθρώπων.

Νόμιζα πως θα μου κλέψουν τα λεφτά και στο τέλος έφυγα χωρίς καρδιά.

Πουτάνα Αθήνα.

Οι δρόμοι σου μου έκαιγαν τα πόδια και τα μπαράκια στα στενά μού έκαναν παγωμένες αγκαλιές.

Πάρε την καρδιά μου, βούτηξε τα χέρια σου στο αίμα και κρέμασέ την στο πιο κεντρικό σημείο της πόλης.

Άστην εκεί, να την θαυμάσουν όλοι και στο τέλος κρύψτην στον Παρθενώνα, κάτω και μέσα βαθιά.

Να μην ξανά χτυπήσει ποτέ γι’ αυτόν τον έρωτα στην Αθήνα.

Αυτή η πόλη έκανε την καρδιά μου να χτυπάει πιο δυνατά και από τα μπάσα στις συναυλίες.

Τώρα, ήρθε η στιγμή να την προστατεύσω.

Και έρχομαι ξανά σε αυτήν την πόλη.

Διασχίζω ξανά αυτούς τους δρόμους που κάποτε είχα ξανά περπατήσει βράδια αξημέρωτα.

Με μια διαφορά,

σε εκείνους τους περιπάτους υπήρχε ένα χέρι να κρατάει σφιχτά το δικό μου,

τα δάχτυλά μου δεν ήταν μόνα τους και τα κενά ανάμεσά τους ήταν γεμάτα.

Το μόνο που ακουμπάει τώρα τα δάχτυλά μου είναι το αεράκι όπως περπατώ,

τίποτα άλλο.

Μα τι κάνω;

Δεν έχει μείνει τίποτα να μου θυμίζει εμάς,

εκτός από τα χαζά ονόματα στις οδούς που αλλάζαμε και βάζαμε δικά μας.

―Θυμάσαι; Θυμάσαι ρε;

Σίγουρα θυμάσαι ρε μην πεις ψέματα.

Περπατάω ακόμα στους δρόμους μας.

Προσπερνάω τα μαγαζιά που βγήκαμε,

τα προσπερνώ δεν τα περνώ.

Φοβάμαι να κοιτάξω μέσα,

είμαι δειλή.

Ξέρω ότι αν κοιτάξω κάπου εκεί μέσα στην γωνία θα δω εμάς.

Να χορεύουμε σαν τους τρελούς,

να με κοιτάς με λαχτάρα και σχεδόν θα ακούω τα γέλια μας κάπου εκεί.

Ναι θα μας ακούω αλήθεια.

Συνεχίζω όμως τώρα βιαστικά.

Το ένα πόδι μπροστά από το άλλο.

Έλα είναι εύκολο,

ένα βήμα τη φορά,

ένα βήμα τη φορά και έφτασες.

Χαζή.

Τι χαζή που είμαι.

Αφού δεν θέλω.

Απόψε δεν θα πάω σπίτι μου.

Θα κάτσω στο μπαρ μας,

να πιω τα ποτά που πίναμε οι δυο μας.

Θα πιω και τα δικά σου.

Ναι,

μην με ρωτήσεις γιατί και μην μου φωνάξεις που θα είμαι πάλι μεθυσμένη.

Μα τι λέω η χαζή.

Αφού δεν είσαι εδώ πώς θα μου φωνάξεις .

Ανόητη.

Συγκεντρώσου.

Είσαι μόνη σου τώρα.

Πάμε.

Πάμε σου λέω,

πάμε.

Ένα βήμα τη φορά.

Δεξί αριστερό, δεξί αριστερό.

Φτάνεις σε λίγο.

Ξεκουράσου.

Σε λίγο ξημερώνει δύσκολη μέρα.

Και το ποτό σου έχει τελειώσει.


[1] Ο Παναγιώτης Βασιλείου είναι ηθοποιός, σκηνοθέτης, θεατρικός συγγραφέας-ποιητής και graffiti artist. Aπόφοιτος Ανώτερης δραματικής σχολής (2007-2010). Ιδρυτικό μέλος της θεατρικής ομάδας Πέντε Έβδομα(2010) με την οποία και έχει πραγματοποιήσει τρεις θεατρικές παραγωγές σε δύο χρόνια: Ημέρωμα της στρίγγλας του κυρίου Σαίξπηρ-σκηνοθεσία Γιάννης Μπέζος-2011, Πεθαίνω σαν Χώρα του Δημήτρη Δημητριάδη-σκηνοθεσία Πέντε Έβδομα-2011 και 2012, Ο άνθρωπος που τα έβαλε με τον Θεό του Παναγιώτη Βασιλείου-σκηνοθεσία ο συγγραφέας-2012. Έχει συμμετάσχει σε τρεις ακόμα θεατρικές παραγωγές ως ηθοποιός και στα περσινά βραβεία Αθηνοράματος. Έχει γράψει τρία θεατρικά έργα και μία ταινία μικρού μήκους (της οποίας τα γυρίσματα ξεκινούν στις αρχές του φθινοπώρου σε σκηνοθεσία του ιδίου) και έναν μεγάλο αριθμό ποιημάτων-πεζών. Το φθινόπωρο του 2012 πραγματοποιήσε μία έκθεση από καμβάδες και κατασκευές μαζί με το graffiti crew του (Shk-2005), οι οποίοι είναι και οι συντελεστές στις παραστάσεις του και στην ταινία που ετοιμάζει, ως προς το εικαστικό κομμάτι (σκηνικά, video, φωτογραφία), στο Αντώνης Παναγιωτόπουλος, «Παναγιώτης Ι. Βασιλείου»,  ηλεκτρονικό περιοδικό «αν», στη διεύθυνση http://anmag.gr/ (τελευταία πρόσβαση 1/7/2022).

[2] Για τη συγκεκριμένη ομάδα δείτε περισσότερα στο λογαριασμό της στο fb, στη διεύθυνση https://www.facebook.com › The Bad Poetry Social Club. Ο, μεταξύ  άλλων, «πρωταγωνιστών» εισηγητής της live παρουσίασης της ποίησης ως performance, Παναγιώτης Βασιλείου, και η Αλεξάνδρα Επίθετη, και γράφουν ποίηση και την παρουσιάζουν live ως performance  και σκηνοθετούν βιντιακές ποιητικές επιτελέσεις και διοργανώνουν στην Αθήνα βραδιές με άξονα την ποίηση παρουσιάζοντας νέους που γράφουν ποίηση, όπως συνέβη με όσους συμμετείχαν στο project  «Ο κύκλος των». Δείτε περισσότερα στο Κάλλια Βαβουλιώτη, «Αλεξάνδρα Επίθετη – Παναγιώτης Βασιλείου: Οι δύο ανατρεπτικοί ποιητές που επανέφεραν τις ποιητικές βραδιές στην Αθήνα»,  ηλεκτρονικό περιοδικό ii pause., στη διεύθυνση http://www.pause-artmag.gr/ (τελευταία πρόσβαση 1/7/2022).

[3] Στο ποίημα διαλέγονται οι στίχοι της Αγγελικής Τσαγκουρίδου και της Αρετής Καραφουλίδου. Οι στίχοι του/της Α. είναι της Αγγελικής Τσαγκουρίδου και του/της Β. της Αρετής Καραφουλίδου.

Δείτε το ρεπορτάζ για την Poetry Performance και τους άλλους ποιητές που συμμετείχαν εδώ

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.