Το νεο πλαισιο που διαμορφωνει στις διεθνεις σχεσεις η συμφωνια AUKUS

Γιώργος Τζογόπουλος, διδάσκων Διεθνών Σχέσεων στη Νομική του ΔΠΘ «Η Κίνα βλέπει τις διεθνείς σχέσεις τελείως διαφορετικά από αυτό το οποίο εμείς νομίζουμε στη δύση ότι τις βλέπει»

«Η κρίση στις διατλαντικές σχέσεις, η οποία ξεκίνησε από το Αφγανιστάν και συνεχίζεται σήμερα με τη συμφωνία ΗΠΑ-Αυστραλίας-Ηνωμένου Βασιλείου, θα συνεχιστεί»

Την αλλαγή των δυνάμεων αλλά και των συμμαχιών στο παγκόσμιο γεωπολιτικό σκηνικό φέρνει το AUΚUS. Ο νέος όρος που προστέθηκε, στην δημοσιογραφική, και όχι μόνο, αργκό και αφορά στην τριμερή συμφωνία που ανακοίνωσαν προ ολίγων εικοσιτετραώρων οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, με την Αυστραλία και το Ηνωμένο Βασίλειο, πυροδοτώντας μία σειρά αντιδράσεων, η τελευταία των οποίων αφορά στο μήνυμα υποστήριξης των Ευρωπαίων ΥΠΕΞ προς την «έξαλλη» και «ακυρωμένη» Γαλλία.

Σε τηλεδιάσκεψη μεταξύ του Αμερικανού Προέδρου Τζο Μπάιντεν και του Βρετανού Πρωθυπουργού Μπόρις Τζόνσον, ο πρωθυπουργός της Αυστραλίας Σκοτ Μόρισον ανακοίνωσε ότι θα επιδιώξει την ανάπτυξη οκτώ πυρηνικών υποβρυχίων, ανακοίνωση η οποία συνεπάγεται με την διάθεση των ΗΠΑ να «μοιραστούν» ιδιαίτερα ευαίσθητη πυρηνική τεχνολογία αλλά και την ακύρωση από πλευράς της Αυστραλίας μια γιγαντιαίας όπως χαρακτηρίστηκε σύμβασης με την Γαλλία, που μετρά ήδη από το 2016, για την προμήθεια συμβατικών υποβρυχίων.

Και αν στην επικαιρότητα πρωταγωνιστεί η αντίδραση από πλευράς της Γαλλίας, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η νέα συμμαχία στοχεύει πρώτα και κύρια τις περιφερειακές βλέψεις του Πεκίνου και την προσπάθεια ανακοπής τους από τον Αμερικανό Πρόεδρο.

Ο Διδάσκων Διεθνών Σχέσεων στη Νομική Σχολή του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης, κ. Γιώργος Τζογόπουλος μίλησε στο «Ράδιο Παρατηρητής 94fm» για το AUKUS, τα σημαινόμενα και τα υποσημαινόμενα αυτού, το πώς αναμένεται να επηρεάσει τους συσχετικούς των «μεγάλων παικτών» σε γεωπολιτικό επίπεδο και τον μεγάλο κίνδυνο που απορρέει από αυτό για την παγκόσμια κοινότητα.

Ο λόγος στον ίδιο…

«Η εκκίνηση νέας κούρσας εξοπλισμών και δη πυρηνικών στην περιοχή Ινδικού – Ειρηνικού ωκεανού είναι μια εξέλιξη εξαιρετικά αρνητική»

ΠτΘ: κ.Τζογόπουλε σε τι συνεπάγεται και πώς ξεκίνησε το AUKUS  ή αλλιώς αυτή η τριμερής συνεργασία ΗΠΑ-Αυστραλίας-Ηνωμένου Βασιλείου;

Γ.Τ.: Να δούμε τη μεγάλη εικόνα η οποία είναι ότι αυτή τη στιγμή ότι οι ΗΠΑ προσπαθούν να βρουν έναν τρόπο έτσι ώστε να εμποδίσουν την ανάπτυξη της Κίνας. Στην προσπάθειά τους αυτή επιλέγουν διάφορες τακτικές και στο στρατιωτικό πεδίο, μια εκ των οποίων είναι η συμφωνία τους με την Αυστραλία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Η Αυστραλία, βάσει όσων γνωρίζουμε, θα αποκτήσει τεχνογνωσία για πυρηνικά υποβρύχια τα επόμενα χρόνια, τα οποία θα πλέουν στη ζώνη η οποία ονομάζεται περιοχή Ινδικού – Ειρηνικού, με σκοπό προφανώς την ένταξη του εγχειρήματος στην αμερικανική προσπάθεια ανάσχεσης της επιρροής και της δύναμης της Κίνας. Αυτή είναι η λογική της συμφωνίας, η οποία υπάρχει. Ωστόσο κατά τη δική μου άποψη το πιο ανησυχητικό όλων είναι ο κίνδυνος διάδοσης πυρηνικών στην περιοχή Ινδικού – Ειρηνικού Ωκεανού. Διότι σε μια περίοδο όπου ο πλανήτης ταλανίζεται από προβλήματα όπως η πανδημία, η τρομοκρατία, η φτώχεια, η κλιματική αλλαγή κ.α. το να ξεκινήσει μια καινούργια κούρσα εξοπλισμών, και δη πυρηνικών στην περιοχή, είναι μια εξέλιξη εξαιρετικά αρνητική. Νομίζω αυτό είναι το πιο σημαντικό το οποίο πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας και το οποίο θα πρέπει να οδηγήσει τους ηγέτες των χωρών, κυρίως των ΗΠΑ και της Κίνας, προς μια συνεννόηση, ώστε να επιτευχθεί η σταθερότητα, διότι σε περίπτωση κρίσης πλέον η κατάσταση θα είναι τεταμένη, και ένα πυρηνικό ολοκαύτωμα θα οδηγήσει τον πλανήτη σε καταστροφή.

«Η φωνή της Ε.Ε., φωνή της λογικής, μέσα σε αυτό το πανδαιμόνιο το οποίο δημιουργείται»

ΠτΘ: Πέραν του γεγονότος ότι οι ΗΠΑ εμφανίζονται διατεθειμένες να μοιραστούν μια τόσο ευαίσθητη τεχνολογία, έχουμε και την δριμεία αντίδραση της Γαλλίας. Πάνω στην δική σας τοποθέτηση ίσως το αρνητικότερο όλων έγκειται στις δηλώσεις του πρωθυπουργού της Αυστραλίας, ότι η απόφαση έχει να κάνει με την αλλαγή ανάγκης και όχι νοοτροπίας. Είναι ανάγκη χώρες να διαθέτουν πυρηνική τεχνολογία;

Γ.Τ.: Θίγουμε τώρα τη δεύτερη παράμετρο της πρόσφατης συμφωνίας Αμερικής-Αυστραλίας-Αγγλίας, η οποία αφορά την ενόχληση της Γαλλίας, για το γεγονός ότι ακυρώθηκε η συμφωνία την οποία είχε υπογράψει η χώρα για την παροχή συμβατικών υποβρυχίων. Αυτή είναι η οικονομική πτυχή της όλης συζήτησης, όμως το πιο σημαντικό έχει να κάνει ξανά με τον τρόπο με τον οποίο θα επιλέγει η δύση να αντιμετωπίσει την Κίνα. Και εδώ ακριβώς φαίνεται ότι υπάρχει μια εντονότατη διαφωνία μεταξύ της Ε.Ε., γιατί η Αγγλία δεν είναι πια χώρα της Ε.Ε. και των ΗΠΑ. Δηλαδή η Ε.Ε. έχει τις δικές της αρχές, και επιλέγει έναν τρόπο αντιμετώπισης του προβλήματος το οποίο υπάρχει, με περισσότερο ήπιο τρόπο, σε σχέση με τις ΗΠΑ. Όταν ο Μπάιντεν ήρθε στην εξουσία είχε ελπίσει ότι θα μπορέσει να πετύχει μια πολύ καλή συνεργασία με την Ε.Ε. κατά της Κίνας, αλλά φαίνεται πλέον ότι η Ε.Ε. θεωρεί πολύ περισσότερο την Κίνα εταίρο, και όταν λέμε εταίρο μιλάμε για δυνατότητες συνεργασίας για την αντιμετώπιση των ουσιαστικών προβλημάτων του πλανήτη αυτή τη στιγμή. Δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν διαφωνίες μεταξύ της Ε.Ε. και Κίνας. Το ερώτημα όμως είναι αν με τον τρόπο τον οποίον επιλέγει η Αμερική μπορεί να επιτευχθεί μια συμβίωση μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων του πλανήτη. Η φωνή της Ε.Ε., κατά τη δική μου άποψη, είναι η φωνή της λογικής, μέσα σε αυτό το πανδαιμόνιο το οποίο δημιουργείται και κυρίως βλέποντας τον τεράστιο κίνδυνο ο οποίος υπάρχει για τη διάδοση των πυρηνικών στην περιοχή Ινδικού-Ειρηνικού Ωκεανού.

«Στην Ε.Ε. είχε καλλιεργηθεί η προσδοκία μιας καλή συνεννόησης με τι ΗΠΑ υπό την προεδρία του Μπάιντεν, που φαίνεται ότι στην πράξη δεν ισχύει»

ΠτΘ: Στο πλαίσιο αυτό τοποθετείτε και την ανακοίνωση από πλευράς των υπουργών εξωτερικών της Ε.Ε. προς τη Γαλλία;

Γ.Τ.: Προφανώς. Η επιλογή είναι των ΗΠΑ, η Γαλλία είναι η χώρα που συνεργάζεται με τις ΗΠΑ, υπήρχε μια ελπίδα στην Ευρώπη, ειδικά μετά τα τέσσερα χρόνια του Τραμπ, ότι θα μπορούσε η Ε.Ε. και οι ΗΠΑ να συνεργαστούν καλύτερα. Ωστόσο για δεύτερη φορά μέσα σε ενάμιση μήνα – θυμίζω η πρώτη φορά ήταν η κρίση στις διατλαντικές σχέσεις για την αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων από το Αφγανιστάν – φαίνεται ότι εξακολουθούν να υπάρχουν πάρα πολλές διαφωνίες μεταξύ των δύο πλευρών. Αυτό που ενοχλεί πάρα πολύ την Ε.Ε. είναι το γεγονός ότι επί Τραμπ λίγο-πολύ περίμενε τέτοιες αμερικανικές πρακτικές. Επί Μπάιντεν όμως είχε καλλιεργηθεί η προσδοκία μιας καλής συνεννόησης, που φαίνεται ότι στην πράξη δεν ισχύει. Νομίζω ότι οι ανακοινώσεις που βγαίνουν τουλάχιστον από την ευρωπαϊκή πλευρά, καθρεφτίζουν ακριβώς αυτή την ενόχληση. Προσφέρουν προφανώς τη στήριξη στη Γαλλία, αλλά κυρίως προσπαθούν να περάσουν το μήνυμα ότι η Ε.Ε. πρέπει να δράσει πάνω στη λογική αυτού του οποίου ονομάζει «στρατηγική αυτονομίας». «Στρατηγική αυτονομίας» σημαίνει ότι πρέπει να δράσει η Ε.Ε. ως ένας αυτόνομος πόλος στο διεθνές σύστημα. Ναι μεν παραδοσιακά οι ΗΠΑ είναι εταίρος, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η Ε.Ε. δεν πρέπει να κάνει τα βήματά της μόνη και κυρίως με γνώμονα τις αξίες, και με βάση την υπεράσπιση της ειρήνης.

«Η Κίνα είναι ένας παίκτης που όχι μόνο δεν θα καταρρεύσει, αλλά διαρκώς ενισχύεται»

ΠτΘ: Η συζήτηση μας επί του θέματος συμπίπτει και με την κυκλοφορία του νέου σας βιβλίου με τίτλο «Το θαύμα της Κίνας». Ποιες είναι οι βλέψεις της Κίνας σε ό,τι αφορά τόσο την επίμαχη περιοχή του Ινδικού – Ειρηνικού και γιατί;

Γ.Τ.: Έγραψα αυτό το βιβλίο με τη λογική να προσπαθήσω να συμβάλλω στην κατανόηση της Κίνας στη δυτική κοινή γνώμη, δηλαδή στην Ε.Ε., σε χώρες της Ευρώπης γενικότερα και στις ΗΠΑ. Η Κίνα βλέπει τις διεθνείς σχέσεις τελείως διαφορετικά από αυτό το οποίο εμείς νομίζουμε στη δύση ότι τις βλέπει. Η Κίνα έχει στόχο την ανάπτυξή της. Ήταν μια πάρα πολύ φτωχή χώρα μετά το 1949, όταν και δημιουργήθηκε, έχει ένα διαφορετικό καθεστώς, καθώς το κόμμα που κυβερνάει την Κίνα είναι το κομμουνιστικό κόμμα, και με τον τρόπο αυτό προσπαθεί να εξασφαλίσει ευημερία και καλές συνθήκες διαβίωσης για τους πολίτες της. Αυτό είναι η βασική προτεραιότητα και από κει και πέρα η Κίνα ασχολείται κυρίως με τη γειτονιά της. Δηλαδή με θέμα τα οποία αφορούν αυτό το οποίο ονομάζει το Πεκίνο ως «ζωτικά, εθνικά  τους συμφέροντα». Δεν ενδιαφέρεται η Κίνα να εγκαθιδρύσει έναν δικό της τρόπο διακυβέρνησης στον κόσμο, όπως συνέβαινε στην εποχή της Σοβιετικής Ένωσης, αντίθετα είναι πλήρως ενταγμένη στο παγκοσμιοποιημένο οικονομικό σύστημα, και αυτό είναι που τη διαφοροποιεί πλήρως στη σημερινή περίοδο από την περίοδο του ψυχρού πολέμου. Χρειάζεται δηλαδή ιδιαίτερη προσοχή και στην ανάλυση της Κίνας, αλλά και στη χάραξη στρατηγικής για την αντιμετώπιση της, διότι η Κίνα είναι ένας παίκτης που όχι μόνο δεν θα καταρρεύσει, αλλά διαρκώς ενισχύεται. Και γι’ αυτό έγραψα και το βιβλίο προτρέποντας σε έναν τρόπο συμβίωσης μεταξύ της δύσης και της Κίνας, όπου η Ε.Ε. και οι ΗΠΑ θα υπερασπιζόμαστε τις αξίες μας, αλλά την ίδια στιγμή θα πρέπει να αναγνωρίζουμε την ύπαρξη ενός άλλου παίκτη, με τον οποίο χρειάζεται συνεργασία για την αντιμετώπιση των μεγάλων προβλημάτων.

«Το πρωτεύον αυτή τη στιγμή είναι να υπάρξει σταθερότητα και συνεννόηση»

ΠτΘ: Θεωρείτε ότι αυτό είναι ένα σενάριο που μπορεί να επιτευχθεί; Είδαμε και τις πρώτες αντιδράσεις από πλευράς του Πεκίνου, συγκεκριμένα από την πρεσβεία της Κίνας στην Ουάσιγκτον, η οποία με μια πολύ λιτή ανακοίνωση από πλευράς του εκπροσώπου της, επί της συνεργασίας αυτής, έκαναν λόγο για μια ψυχροπολεμική νοοτροπία και μια ιδεολογική προκατάληψη, από πλευράς των τριών αυτών δυνάμεων.

Γ.Τ.: Θέλω να ελπίζω ότι πέρα από το επίπεδο των δημόσιων δηλώσεων θα υπάρξουν βήματα μεταξύ των δυο πλευρών και σε επίπεδο οικοδόμησης μέτρων εμπιστοσύνης, έτσι ώστε να αποφευχθεί ένα ατύχημα στη γειτονιά της Κίνας. Νομίζω όπως εξελίσσονται τα πράγματα, το βασικό το οποίο μας ενδιαφέρει, είναι να μην φτάσουν τα πράγματα στα άκρα. Δηλαδή αντιπαράθεση σε επίπεδο δηλώσεων μπορεί να υπάρχει, οικονομική αντιπαράθεση μπορεί να υπάρχει, διαφωνίες να υπάρχουν, το θέμα είναι να μην φτάσουμε σε στρατιωτικό ατύχημα, το οποίο ίσως αργότερα οδηγήσει σε πυρηνικό ολοκαύτωμα. Νομίζω ότι η πολιτική και της Κίνας και των ΗΠΑ είναι αρκετά έμπειρη για να αποφευχθεί κάτι τέτοιο, όμως πάντοτε όταν υπάρχουν εντάσεις και σε χαμηλή κλίμακα, το είδαμε πέρυσι και στην Ανατολική Μεσόγειο. Δηλαδή αυτά που γίνονται στη νότια κινεζική θάλασσα και γενικότερα στον Ινδικό και Ειρηνικό Ωκεανό, τα είδαμε σε μικρογραφία στις εντάσεις Ελλάδας-Τουρκίας. Καταλαβαίνουμε τι μπορεί να συμβεί, ακόμα και όταν γενικά σε επίπεδο πολιτικής υπάρχει διάθεση να μην γίνει ένα ατύχημα. Αλλά με τόσες εντάσσεις υπάρχει αυτός ο κίνδυνος ατυχήματος που δεν ξέρουμε πού μπορεί να οδηγήσει. Νομίζω το πρωτεύον αυτή τη στιγμή είναι να υπάρξει σταθερότητα και συνεννόηση, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, για να αποφευχθεί αυτό που όλοι φοβόμαστε.

«Η κρίση μεταξύ ΗΠΑ και Γαλλίας θα οδηγήσει το Παρίσι να πιέσει περισσότερο προς την κατεύθυνση της δημιουργίας μια αυτόνομης και ανεξάρτητης ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής»

ΠτΘ: Στην περίπτωση της Γαλλίας και δεδομένου ότι αποτελεί «μεγάλο παίκτη» σε επίπεδο Ευρωπαϊκών τουλάχιστον δυνάμεων, που κρίνεται ότι θα καταλήξει το AUKUS σε σχέση με την Ευρώπη;

Γ.Τ.: Νομίζω ότι η Γαλλία είναι μια χώρα η οποία έχει όραμα όσον αφορά την ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική, αλλά το βασικό πρόβλημα το οποίο υπάρχει είναι η γερμανική αντίσταση σε αυτά τα οποία προτείνει η Γαλλία, πράγμα που το έχουμε δει από το 2017 και μετά, όταν εκλέχθηκε ο πρόεδρος Μακρόν στην ηγεσία της Γαλλίας. Νομίζω ότι η πρόσφατη κρίση μεταξύ ΗΠΑ και Γαλλίας θα οδηγήσει το Παρίσι να πιέσει περισσότερο προς την κατεύθυνση της δημιουργίας μια αυτόνομης και ανεξάρτητης ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής, και πολιτικής άμυνας, αλλά χρειάζεται πολύ μεγάλη υπομονή για το συγκεκριμένο, διότι φέτος και του χρόνου είναι δυο εξαιρετικά κρίσιμες χρονιές για το μέλλον της Ευρώπης. Μην ξεχνάμε ότι την Κυριακή έχουμε εκλογές στη Γερμανία και τον Μάιο στη Γαλλία. Νομίζω ότι θα ξεκινήσουν ζυμώσεις, αλλά πριν σχηματιστούν οι κυβερνήσεις δεν μπορούμε να περιμένουμε κάτι συγκεκριμένο. Αυτό που εγώ θεωρώ δεδομένο, είναι ότι η κρίση στις διατλαντικές σχέσεις, η οποία ξεκίνησε από το Αφγανιστάν και συνεχίζεται σήμερα με τη συμφωνία ΗΠΑ-Αυστραλίας-Ηνωμένου Βασιλείου, θα συνεχιστεί, γιατί αυτά δεν είναι θέματα που μπορούν εύκολα να ξεπεραστούν. Δεν είναι δηλαδή μια κρίση ή μια διαφωνία σε επίπεδο δημοσίων δηλώσεων. Το συμπέρασμα είναι ότι η Ε.Ε. θα συνεχίσει την προσπάθειά της να δράσει αυτόνομα στο διεθνές πεδίο, και εκτός του ανταγωνισμού ΗΠΑ-Κίνας.

«Η Ελλάδα χειρίζεται την αντιπαράθεση αρκετά έξυπνα»

ΠτΘ: Η χώρα μας επηρεάζεται αυτή τη στιγμή ή αναμένεται να επηρεαστεί;

Γ.Τ.: Η Ελλάδα δεν είναι βασικός παίκτης στην Σινο-Αμερικανική αντιπαράθεση, αλλά προφανώς ως κράτος-μέλος του ΝΑΤΟ παρακολουθεί τις εξελίξεις και ως κράτος της Ε.Ε. επίσης παρακολουθεί τις εξελίξεις  σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Νομίζω ότι η Ελλάδα χειρίζεται αυτή τη στιγμή την Σινο-Αμερικανική αντιπαράθεση αρκετά έξυπνα, διότι τα δεδομένα δείχνουν ότι ξαναξεκινάει ένας ψυχρός πόλεμος, αλλά υπάρχουν ουσιαστικότατες διαφορές, σε σχέση με τον πραγματικό ψυχρό πόλεμο, και η Ελλάδα έχει μια εξαιρετικά ρεαλιστική αντιμετώπιση απέναντι της Κίνας. Η Κίνα είναι ένας παίκτης που είναι πολύ δυνατός, έχει μια πάρα πολύ επιτυχημένη επένδυση στο λιμάνι του Πειραιά που θα συνεχιστεί για τα επόμενα τριάντα χρόνια. Αυτό δεν σημαίνει ότι η Ελλάδα δεν ενισχύει τις σχέσεις με τις ΗΠΑ, αλλά και με άλλα ευρωπαϊκά κράτη. Νομίζω ότι το βασικό για την Ελλάδα είναι να παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις, χωρίς να κάνει επιλογές, ενώ ανήκει στη δύση, και ταυτόχρονα να μπορεί να υπερασπίζεται το εθνικό της συμφέρον έναντι της Τουρκίας. Αυτό είναι το βασικό που πρέπει να κοιτάμε: πώς η γενικότερη αμερικανική εξωτερική πολιτική επηρεάζει τις εξελίξεις στην ανατολική Μεσόγειο και αν η έμφαση την οποία οι ΗΠΑ γίνουν προς την Ασία, θα έχει κάποιο αντίκτυπο στην ανατολική Μεσόγειο. Δεν είναι δουλειά της Ελλάδας αυτή τη στιγμή να παίρνει θέσεις όσον αφορά την Σινο-Αμερικανική αντιπαράθεση.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.