Κυριακη(Κυρα) Τεντολουρη: «Γραφω πολυ για μενα και γραφοντας για μενα, καταθετω την ψυχη μου»

Ι. Who is Who

Η Κυριακή (Κύρα) Τεντολούρη κατάγεται από τα Τρίκαλα, τον τόπο του Τσιτσάνη, με τη βαριά πολιτισμική κληρονομιά. Σπουδάζει στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης, χωρίς, όπως ομολογεί, να ξέρει με τι θα ασχοληθεί  αργότερα, θεωρώντας ότι «η διαχείριση του δημόσιου χώρου, από την άποψη της πολιτικής ως αντικείμενο του επιστητού που σπουδάζει, «απαιτεί να είσαι ετοιμόλογος, να έχεις θράσος –καλό θράσος– και θάρρος και να είσαι λίγο διπλωμάτης, να ξέρεις να εξελίσσεσαι».

«Γράφω όταν πρέπει να βγάζω την έντασή μου στο χαρτί»

Ξεκίνησε να ασχολείται με την ποίηση από το 2013, μετά από τη συνεχή παρότρυνση της καθηγήτριας του θεάτρου, με το οποίο ασχολήθηκε για πολλά χρόνια, αλλά και από κάποια   ερεθίσματα που είχε από την οικογένειά της.

«Γράφω», όπως λέει, «όταν πρέπει να βγάζω την έντασή μου στο χαρτί, εξ ου και γράφω κατά περιόδους∙  μπορεί δηλαδή  να έχει περάσει και ένας ολόκληρος  χρόνος που δεν έχω γράψει τίποτα, γιατί δεν  έχω κάτι να πω».

«Διαβάζω πολύ  και την “παλιά” ποίηση, έτσι ώστε να μεταφέρονται και οι “παλιοί” της ποίησης στον σύγχρονο κόσμο”

Της αρέσει πολύ η ποίηση και, όπως εξηγεί, «μου αρέσει πολύ ο Ναζίμ Χικμέτ, υπέροχος τούρκος ποιητής,  ο Τάσος Λειβαδίτης που μου τον είχε δώσει η καθηγήτριά μου του θεάτρου, ο Ελύτης, ο Καββαδίας… Διαβάζω πολύ δηλαδή και την “παλιά” ποίηση, έτσι ώστε να μεταφέρονται και οι “παλιοί” της ποίησης στον σύγχρονο κόσμο, αλλά διαβάζω και τους νέους καλλιτέχνες που υπηρετούν  την ποίηση».

Όσο για την αφορμή της ποίησής της, αναφέρει: «Γράφω πολύ για μένα, κυρίως, γιατί θέλω να μου δώσω ένα μάθημα, να του πω ότι μπορείς ν’ αλλάξεις κάτι απ’  αυτό που είσαι. “Κάν’ τo”, γράψ’ το στο χαρτί αυτό που νιώθεις, για να μην σου βγει σε κάτι άλλο. Και γράφω πολύ και για τη μαμά μου που είναι η αδυναμία μου, και ο μεγαλύτερος– μεταφορικά, προς Θεού–  «εχθρός» μου.

Γράφοντας, εκείνη τη στιγμή, και, γράφοντας για μένα, καταθέτω την ψυχή μου, αφού γράφω για τα συναισθήματά μου, προτιμώντας να “θίξω” εμένα. Γιατί έχω την υπερβολή στον λόγο μου, στις κινήσεις, στην έκφρασή μου ως άτομο, και αυτό ενδεχομένως  αποστασιοποιεί. Αν δεν σου αρέσει όμως η ποίησή μου, απομακρύνσου, αν σου αρέσει έλα κοντά. Έλα κοντά μου και θα σε αγκαλιάσω τότε με δύο τρόπους».

«Μου αρέσει  το μοίρασμα της ποίησης με τον κόσμο»

Για το μέλλον η Κύρα δηλώνει ότι θα ήθελε να  συνεχίσει να γράφει, «αλλά δεν ξέρω», όπως λέει, «αν θα μου επιτρέψουν η οικονομική μου κατάσταση, ή το κοινωνικό μου υπόβαθρο, να ασχοληθώ με αυτό. Θέλω,  επίσης, εδώ και δύο χρόνια, να εκδώσω κι έχω σκεφτεί και το όνομα της ποιητικής συλλογής: “Στο όνομα των απωθημένων μου”. Μου αρέσει εξάλλου το μοίρασμα της ποίησης με τον κόσμο, μ’ αρέσει πολύ το να βγαίνεις στη σκηνή. Μ’ αρέσει δηλαδή  όχι η προβολή, η σκηνή. Ξέρω έτσι ότι ο άλλος  μπορεί να νιώσει τη χαρά μου, να νιώσει τον πόνο μου».

Β. Tέσσερα ποιήματα

(Ι)

ΥΠΟΣΧΟΜΑΙ είναι η τελευταία φορά που πίνω. Μουδιασμένη από αφόρητους πόνους στην αριστερή μου μεριά, κουλουριασμένη στο μπάνιο μόλις είχα αδειάσει όλο μου το στομάχι ή μάλλον είχα ξεράσει όλες μας τις αναμνήσεις. Όλες μου τις αναμνήσεις για να μιλάμε με όρους δίκαιους και για τους δυο.

Μετράω τα δάχτυλά μου πάλι από την αρχή και κάθε φορά βγαίνουν λιγότερα. Βαριές ανάσες, κοφτές αναπνοές, αργά, το πιο δύσκολο πράγμα είναι να μπορείς να μετρήσεις τα μεγάλα σου δάχτυλα, τις μέρες, τους μήνες, τις νύχτες, τα μηνύματα, τα κρεβάτια. Δεν βρίσκω λόγους να μιλάω. Αυτό απλά θέλω να τελειώσει. Άγχος μου είπανε μου παίρνει την αναπνοή, μου κόβει την ανάσα σαν θρίλερ, κάν’ το να τελειώσει. Αν απλά δεν μπορείς φύγε, αφού αυτό ξέρεις να κάνεις καλύτερα και μετά να λες πως αυτή έφυγε πρώτη.

ΔΕΥΤΕΡΗ ΜΠΥΡΑ, στριμμένο τσιγάρο και το μυαλό σε μια πλάνη! Μου λείπουν

οι φίλοι μου με αυτούς μπορούσα να κοιμηθώ ήσυχα τα βράδια να γυρίσω

πλευρό  και να νιώσω ασφάλεια. Ακόμη και αν τις περισσότερες φορές δεν

κοιμόμουν. Οι νύχτες μου πλέον συνοδεύονται με μέτρημα δαχτύλων και

λίγο πριν με πάρει ο ύπνος μου έρχεται ξανά στην μνήμη εκείνο το κρεβάτι. Τόσο ζεστό, τόσο ασφαλές και εμένα κουλουριασμένη όχι αυτή τη φορά  στο μπάνιο, αλλά δίπλα τους. Καμιά φορά εύχομαι να έρθει πιο γρήγορα η άνοιξη να με πας να δω τη θάλασσα, τη θάλασσα που είναι μέρες ήρεμη και μέρες αγριεμένη. Μου θυμίζει εσένα, εμένα , κανέναν.

ΦΥΓΕ, σε παρακαλώ, φύγε! Να δούμε ποιος θα θρηνήσει πιο πολύ. Η μπύρα μου τελειώνει, και εγώ μάλλον το ίδιο.

(ΙΙ)

ΣΥΓΓΝΩΜΗ ΜΑΜΑ που δεν μπόρεσα να γίνω αυτό που θες.Που καπνίζω, μεγαλώνοντας τη μαύρη τρύπα στο κεφάλι μου. Που έτρωγα βουλιμικά και μετά ξερνούσα στο μπάνιο μέχρι που κατέστρεψα το στομάχι μου.

ΣΥΓΓΝΩΜΗ που δεν μπορώ να διατηρήσω καμιά διαπροσωπική σχέση, γιατί μου έμαθες πως έτσι είναι το φυσιολογικό. Που δεν αφήνω κανέναν άνθρωπο να έρθει κοντά μου  και τον διώχνω, γιατί κάτι θα θέλει από εμένα. Ναι, έχεις δίκαιο, σίγουρα κάτι ήθελαν από εμένα.

ΣΥΓΓΝΩΜΗ που δεν έχω κανένα φίλο άνδρα, γιατί τους έχω γαμήσει. Εξάλλου, μαμά, «δεν υπάρχει φιλία ανάμεσα σε άντρα και γυναίκα».

ΣΥΓΓΝΩΜΗ! Που δεν ήσουν εκεί όταν μου κοβόταν η ανάσα. Όταν έκλαιγα στο μπαρ και έλεγα θα περάσουν οι μέρες Θλίψης. Που δεν θέλω να γυρνάω στο σπίτι σου, γιατί είναι κόκκινο και το φοβάμαι.

ΜΑΜΑ! ΣΥΓΓΝΩΜΗ!

(ΙΙΙ)

ΠΛΕΟΝ ΣΤΗΝ ΕΡΩΤΗΣΗ που μου κάνουν «είσαι καλά» απαντώ πάλι με την ερώτηση «τι κάνεις;». Δεν ξέρω τι να απαντήσω, ίσως είμαι ίσως πάλι όχι.

ΝΑ ΕΙΜΑΙ γιατί αντικαθιστώ εσένα με πρόσωπα απρόσωπα που κυνηγάνε κάτι το εφήμερο, μια γνωριμία ή έστω ένα χλιαρό σεξ. Είμαι γιατί, δεν σε σκέφτομαι, δεν πηγαίνω πλέον στις πρώτες αναμνήσεις μας. Τότε που σκάλωνα σε κάθε σου λέξη, τότε που ήμουν εγώ μέσα στα μάτια σου, τότε που μιλούσαμε ώρες και ώρες, ανακαλύπτοντας τα μυστικά του άλλου. Ίσως πάλι να μην είναι, γιατί κάθε φορά που πνίγομαι μέσα στις σκέψεις καταφεύγω σε όσα μέρη μπορούσα να πάω και στο ορκίζομαι τίποτα δεν είναι ίδιο. Ούτε καν τα ρούχα που φοράω. Δεν έχουν πια τη μυρωδιά σου, τα άγγιγμά σου, τα μάτια σου, έχουν μόνο ματαιοδοξία και μια επιτηδευμένη χαρά. Τα νύχια μου μεγάλωσαν απλά για να τσιμπάω τον εαυτό μου κάθε φορά που εύχομαι να ήσουν εδώ και εσύ. Και όχι απλά να είσαι δίπλα μου, αλλά να είσαι όντως εκεί. Τις ώρες που στριφογυρίζω μέσα στα σεντόνια μου που η ίδια μου η μάνα έπλυνε με στάχτη για να καθαρίσουν από όσα μου είπες. Για να ξεχάσω ότι πλέον δεν είσαι εδώ είσαι αλλού. Ακόμη και η μπύρα μου δεν έχει την ίδια γεύση, πικρίζει και με κάθε γουλιά νομίζω πως πίνω δηλητήριο. Και όχι αυτό το φαρμάκι που με πότισες εσύ, αλλά αυτό που βγάζει από μέσα μου ο κορτιζονούχος οργανισμός μου. Μου κατασπαράζει κάθε μέρα τον πνεύμονά μου και στο τέλος θα με τελειώσει δίπλα στον σταθμό των τρένων. Θα γίνω ένα με το τσιμέντο, γκρι, άοσμο, αδιάφορο, και θα είμαι το σημείο εκείνο που οι άνθρωποι βάζουν τις βαλίτσες του όταν φεύγουν από εδώ.

ΠΛΕΟΝ όταν με ρωτούν αν είμαι καλά θα τους λέω, ρωτήστε τον ίδιο, εγώ λείπω!

(IV) Εκείνη δίπλα μου

ΝΑ ΑΝΑΣΑΙΝΕΙΣ γράφει.

ΤΗΝ ΦΥΛΑΚΗ που χτίζεις μέρα με την μέρα,

κομμάτι κομμάτι, πότε θα την γκρεμίσεις;

Είναι εκεί, δίπλα μου, φωνές γκρίνιας και

χαράς φτάνουμε στα αυτιά μου.

Σαν κάθε φορά που την ακούω αντιλαμβάνεται

ο εγκέφαλός μου την φωνή της.

Κάθε μέρα είναι μια περιπέτεια, αλλά εσύ γιατί

δεν ζεις;

ΑΥΤΟΚΑΤΑΣΤΡΕΦΕΣΑΙ και κλείνεσαι στην φυλακή που εσύ φτιάχνεις.

Κανείς όμως δεν σε ρωτά πόσο όμορφα περνάς εκεί, τι σκέψεις κάνεις όταν είσαι μόνη εκεί μέσα, με ποια τέρατα πολεμάς τα βράδια που δεν είναι κάποιος να σε σώσει, τι όνειρα πλάθει η φαντασία σου.

Είναι ένας μικρόκοσμος που έχεις χτίσει με τα χέρια σου.

Είναι η ανάγκη να ανασαίνεις.

Μόνο μέσα σε αυτόν μπορείς να αναπνεύσεις,

να ρουφήξεις όλο τον αέρα μέχρι να μην έχει

άλλο χώρο το στομάχι σου.

Να πονάς όταν εκπνέεις σαν να μην θες να

βγάλεις από μέσα σου αυτά που κρύβεις ή αυτά

που σε φοβίζουν.

Νομίζεις ότι όλα καταρρέουν, ότι δεν είσαι

σημαντική, ακούς σε λούπες την Αριάδνη

Όχι, όχι αυτή που έβγαλε και έσωσε τον Θησέα

από τον Μινώταυρο, αλλά αυτή που ταυτίζεται

με εσένα γιατί περιμένεις κάποιος να έρθει

μέσα στην νύχτα να σε σώσει.

Πόσο καιρό έχεις να κοιμηθείς ήρεμα χωρίς

καμία σκέψη να σε βασανίζει;

Πόσο καιρό είσαι κλεισμένη σε αυτόν τον

λαβύρινθο;

Από τα απόνερα που είχαν μείνει μέσα σε αυτόν

κοίταξες τον αντικατοπτρισμό σου, τρόμαξες,

έκλαψες φώναξες «Βοήθεια»

Μα το τέρας όλο και περισσότερο σε πλησίαζε,

σε άγγιξε, δεν τρόμαξες…

ΉΞΕΡΕΣ ότι το τέρας που έπρεπε να νικήσεις

ήσουν εσύ η ίδια.

Δείτε το ρεπορτάζ για την Poetry Performance και τους άλλους ποιητές που συμμετείχαν εδώ

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.