Ζωη Γαβριηλιδου*, «Ο Αλεξης Κοκκος πετυχαινει να μεταμορφωσει το παρον βιβλιο σε εναν πολυδιαστατο χωρο, εντος του οποιου αναδεικνυονται δυνητικοι συσχετισμοι μεσα στο συστημα νοηματος του Mezirow»

Αλέξη Κόκκου & Συνεργατών, «Διευρύνοντας τη Θεωρία του Μετασχηματισμού: Η συμβολή δέκα σημαντικών στοχαστών», Επιστημονική Ένωση Εκπαίδευσης Ενηλίκων, Αθήνα 2019

Αποτελεί ιδιαίτερη τιμή για μένα η συμμετοχή μου στο σημερινό πάνελ που παρουσιάζει τον συλλογικό τόμο «Διευρύνοντας τη Θεωρία Μετασχηματισμού: Η συμβολή δέκα σημαντικών στοχαστών» και θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά τον Αλέξη Κόκκο, τον Μπάμπη Πουλόπουλο και την Τζένη Κατσαρή που με συμπεριέλαβαν στο πάνελ.

Ο τόμος σε 260 σελίδες σε χαρτί ιλουστρασιόν, δέκα κεφάλαια, εισαγωγή και ένα κεφάλαιο κατακλείδα-αναστοχασμό δομείται σε τρία βασικά μέρη: Το μέρος πρώτο αναφέρεται στις ισχυρές επιρροές (Dewey, Freire, Gould, Marsick), το δεύτερο μέρος περιλαμβάνει τις εκλεκτικές συγγένειες (Σωκράτης, Kegan, Greene, Argyris) και το τρίτο κάνει μνεία στους ευρωπαίους συνομιλητές (KnudIleris και Jarvis).

Το βιβλίο αντιπαραβάλλει –διαβάζω από το οπισθόφυλλο– την άποψη του Mezirow με εκείνη δέκα σημαντικών στοχαστών, οι οποίοι επηρέασαν το έργο του ή επηρεάστηκαν από αυτό και όλοι μοιράζονται την ιδέα της μάθησης που αποβλέπει στην αλλαγή προβληματικών αντιλήψεων και συμπεριφορών: Argyris, Dewey, Freire, Gould, Greene, Illeris, Jarvis, Kegan, Marsick και Σωκράτης.

Η προθετικότητα που κρύβεται πίσω από τον τόμο είναι:

  • να αναδειχθούν σημεία σύγκλισης, απόκλισης ή σύνθεσης ανάμεσα σε αυτές τις θεωρήσεις επάνω στα θέματα του κριτικού στοχασμού, των σχέσεων μεταξύ εκπαιδευτών και εκπαιδευόμενων, της διεργασίας του μετασχηματισμού και της σχέσης της με τη δράση, όπως επίσης της συμβολής της μετασχηματίζουσας μάθησης στην ανάπτυξη της δημοκρατίας,
  • να γίνει μία επανεκτίμηση του έργου του Mezirow με στόχο να εντοπιστούν τόσο οι διαστάσεις που φαίνεται ότι είναι θεμελιωμένες και αντέχουν στον χρόνο όσο και εκείνες που χρειάζονται αναθεώρηση ή περαιτέρω διερεύνηση,
  • να εξεταστεί πώς η αναζήτηση συγκλίσεων μεταξύ των υπό μελέτη θεωρήσεων μπορεί να συμβάλει ώστε το θεωρητικό πεδίο της μετασχηματίζουσας μάθησης να διευρύνεται και εξελίσσεται χωρίς ωστόσο να χάνει τη συνεκτικότητά του.

Η ιδέα συγκέντρωσης σε έναν τόμο των απόψεων δέκα σημαντικών στοχαστών γύρω από το ζήτημα της μάθησης αποτελεί αφεαυτή μια πρωτότυπη διακειμενική σύνθεση. Και αναπόφευκτα αξιοποιώντας τη φιλολογική-γλωσσολογική μου σκευή θα ήθελα να σταθώ λιγάκι παραπάνω σε αυτό. Στη διακειμενικότητα.

Θα επιχειρήσω λοιπόν δύο πράγματα σήμερα:

  • Μία ανάγνωση του βιβλίου με βάση τα εργαλεία της διακειμενικότητας
  • Μία σύγκριση της θεωρίας του μετασχηματισμού με το διδακτικό μοντέλο του κριτικού γραμματισμού.

Το βιβλίο μας εξηγεί πώς ο Mezirow δεν «επηρεάζεται» απλά, ούτε «αναπροσαρμόζει» ιδεολογικά τα κείμενα των 10 στοχαστών που προανέφερα, οδηγούμενος σε μια σύνθεση που εκφράζει τη δική του ιστορική, κοινωνική, πολιτιστική και πολιτισμική πραγματικότητα.

Αντίθετα, «διαλέγεται» με θεωρητικά κείμενα της προγενέστερης και σύγχρονης παράδοσης, που έχουν βέβαια κοινό άξονα και θέμα τη μάθηση. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το έργο του Mezirow αποτελεί αφομοιωμένη σύνθεση, από την προγενέστερη κληρονομιά πάνω στο ίδιο θέμα.

Ο τόμος μας βοηθά να αντιληφθούμε πως θα ήταν ερμηνευτικό σφάλμα να θεωρήσουμε το έργο του Mezirow ως «μίμηση», «απόηχο», ή έστω και «επίδραση» κάποιων προγενέστερων θεωριών. Αυτή η μηχανιστικού τύπου επιδρασιολογία, μόνο σε εσφαλμένα συμπεράσματα μπορεί να οδηγήσει, αφού ο Μezirow, γράφοντας το κείμενό του, δεν είχε αποκλειστικά και μόνο κατά νου μία και μόνο προγενέστερη θεωρία, που λειτουργεί ως πρότυπο. Συνειδητά ή μη, αντιμετωπίζει σφαιρικά τη διαχρονική παρουσία και μετεξέλιξη προγενέστερων θεωριών για τη μάθηση μέσα στην παγκόσμια ερευνητική παρακαταθήκη, με την οποία διαλέγεται. Ο αναγνώστης λοιπόν, ουσιαστικά επικοινωνεί (είτε το γνωρίζει είτε όχι), με τον «κοινό τόπο» ή «το ενοποιητικό στοιχείο» που διαθέτει το συγκεκριμένο θέμα, εν προκειμένω η μάθηση, με την προγενέστερη παράδοση.

Γιατί η μετασχηματιστική μάθηση, σε μια μεταστρουκτουραλιστική λογική, δεν είναι απλά το δημιούργημα του Mezirow, αλλά είναι επίσης και το αποτέλεσμα της σχέσης με άλλα κείμενα, είναι με άλλα λόγια ένα μωσαϊκό που συγκροτείται από υπομνήσεις καθώς αφομοιώνει και μεταμορφώνει μια σειρά άλλων κειμένων. Σ’ αυτήν τη διαδικασία, δεν υπάρχει πια άμεση, ευθεία αναφορά και εξάρτηση του νεότερου, από το προγενέστερο έργο, όπως λανθασμένα νομίζω αναφέρεται στο οπισθόφυλλο του βιβλίου.

Ο Μezirow, δεν προτείνει με το έργο του μία καινοφανή θεωρία για τη μάθηση, ούτε αναπαράγει ιδέες και μοτίβα ήδη γνωστά από προγενέστερους δημιουργούς και εποχές. Αντίθετα, διακόπτει την άμεση επαφή του σύγχρονου αναγνώστη του με τα αρχετυπικά κείμενα, επεμβαίνοντας «διορθωτικά», «εκ των υστέρων», στη θεωρία για τη μάθηση μεταλλάσσοντας το περιεχόμενό της. Με μια τέτοια διεργασία, προκύπτει ένα «νέο» έργο, το οποίο συναπαρτίζεται από άλλα, που αποσπασματικά, θραυσματικά ή και υπαινικτικά εμπεριέχονται στο δικό του, χωρίς ο Mezirow να αποκρύπτει, ή να αποσιωπά την παρουσία τους.

Κάθε παγιωμένη σημασιοδότηση ανατροφοδοτείται και επανερμηνεύεται όχι πια «καθ’ εαυτή», σε συνάρτηση με το τι ειπώθηκε πριν, αλλά «προς έτερο», δηλαδή ως προς τον επανακαθορισμό του αρχικού μηνύματος από το οποίο απορρέει, όπως αυτό έχει διαχρονικά κωδικοποιηθεί από την προσλαμβάνουσα συνείδηση των αναγνωστών. Και είναι γεγονός πως στο έργο του Mezirow υπάρχει αυτό που αποκαλούμε ετερογλωσσία, υπό την έννοια ότι περιλαμβάνει ήδη αφομοιωμένες πολλές φωνές.

Το βιβλίο που παρουσιάζουμε σήμερα ακριβώς μας εξηγεί με τον καλύτερο τρόπο πώς η θεωρία του Mezirow είναι κατασκευασμένη από έναν ήδη (προ)υπάρχοντα διάλογο. Πάνω στη θεωρία λαμβάνει χώρα μια διακίνηση κειμένων. Πραγματώνεται δηλαδή αυτό που ορίζουμε ως διακειμενικότητα. Τα κείμενα και οι ιδέες των Argyris, Dewey, Freire, Gould, Greene, Illeris, Jarvis, Kegan, Marsick και Σωκράτη διασχίζουν το ένα το άλλο και αλληλοεξουδετερώνονται. Με αυτήν τη θέση ακυρώνονται έννοιες όπως οι πηγές, η επιρροή, το υπόβαθρο, το συγκείμενο. Το νόημα βρισκόμενο εντός τόσο του γραπτού κειμένου όσο και του ιστορικού και κοινωνικού κειμένου μπαινοβγαίνει μέσα στο κείμενο.

Η πρωτότυπη σύλληψη του επιμελητή του βιβλίου να αντιπαραβάλλει την άποψη του Mezirow με εκείνη δέκα σημαντικών στοχαστών αναδεικνύοντας το διακείμενο, ουσιαστικά πετυχαίνει να μεταμορφώσει το βιβλίο που κρατάμε στα χέρια μας σε έναν πολυδιάστατο χώρο εντός του οποίου αναδεικνύονται δυνητικοί συσχετισμοί και καταγράφεται η σχετικότητα της θέσης των σημείων και άλλων κειμένων μέσα στο σύστημα νοήματος που ύφανε ο Mezirow. Από το βιβλίο εκπορεύεται ένα ριζοσπαστικά πλουραλιστικό πολυφωνικό νόημα. Και αυτό είναι κάτι που απόλαυσα ως αναγνώστρια γιατί μου έδωσε την απόλυτη ελευθερία να ξεφύγω από τη θέση του δέκτη που καταναλώνει ένα κείμενο κατανοώντας ένα και μοναδικό νόημα.
Με αυτό το σύντομο, πυκνογραμμένο κείμενο προσπάθησα να δώσω μια παρότρυνση να δώσουμε ως αναγνώστες του βιβλίου ένα εύρος στην ανάγνωσή μας.

Και ουσιαστικά η διακειμενική ανάγνωση που προτείνω δεν διαφέρει και πολύ από αυτά που μας λέει ο Mezirow όταν γράφει: «Η μάθηση είναι μια διαλεκτική διαδικασία ερμηνείας (μιας νέας εμπειρίας), στην οποία αλληλοεπιδρούμε με αντικείμενα και γεγονότα, καθοδηγούμενοι από ένα υπάρχον σύνολο προσδοκιών. Φυσικά, όταν μαθαίνουμε κάτι, αποδίδουμε ένα παλιό νόημα σε μια νέα εμπειρία. Με άλλα λόγια, χρησιμοποιούμε τις παγιωμένες προσδοκίες μας για να επεξηγήσουμε και να ερμηνεύσουμε αυτό που αντιλαμβανόμαστε ως τη φυσική μορφή των παραμέτρων μιας εμπειρίας, που μέχρι τώρα δεν είχε αποσαφηνιστεί πλήρως ή είχε παρεξηγηθεί. Στη μετασχηματιστική μάθηση, ωστόσο, επανερμηνεύουμε μια παλιά εμπειρία (ή και μια νέα), κατευθυνόμενοι από ένα νέο σύνολο προσδοκιών, δίνοντας νέο νόημα και αντιλαμβανόμενοι εκ νέου την παλιά εμπειρία». (J. Mezirow, 1991:11)

Θα ήθελα να σταθώ και σε ένα ακόμη στοιχείο: διαβάζοντας το βιβλίο και τα όσα ο Mezirow γράφει για τον κριτικό στοχασμό και τα στάδιά του, μου ήρθε στον νου ό,τι διδάσκω στους φοιτητές μου για τον κριτικό γραμματισμό.

Στο πλαίσιο αυτό ο λόγος, το discourse (που εν προκειμένω δεν ταυτίζεται με τον στοχαστικό διάλογο, δηλαδή το discourse του Mezirow) είναι μια κατηγορία γλώσσας που σχετίζεται με εξειδικευμένες κοινωνικές πρακτικές. Οι λόγοι διαμορφώνουν στάσεις, συμπεριφορές και σχέσεις εξουσίας των ατόμων που ενέχονται σ’ αυτές τις πρακτικές.

Είναι κοινωνικά αποδεκτός συνδυασμός ανάμεσα σε τρόπους που χρησιμοποιούμε τη γλώσσα, που σκεφτόμαστε, αισθανόμαστε, πιστεύουμε, αξιολογούμε και δρούμε. Οι τρόποι αυτοί μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να προσδώσουν σε κάποιον την ταυτότητα του μέλους μιας κοινωνικά σημαντικής ομάδας ή ενός κοινωνικού δικτύου ή να επισημάνουν ότι κάποιος διαδραματίζει έναν κοινωνικό ρόλο με σημασία (J. Gee, 1990).

Υπό αυτή την έννοια η γλώσσα αποτελεί πηγή κοινωνικά οριοθετημένων νοημάτων και όχι μέσης έκφρασης ατομικών ιδεών.

  • Η γλώσσα εκλαμβάνεται ως ένα σύνολο επιλογών.
  • Οι επιλογές αυτές δεν είναι τυχαίες, αλλά ιδεολογικά καθορισμένες, μια και οικοδομούν διαφορετικές αναπαραστάσεις της πραγματικότητας.
  • Η γλώσσα προσφέρει επιλογές με τις οποίες κατασκευάζουμε διαφορετικές οπτικές του κόσμου.

Κριτικός γραμματισμός: είναι ένα πρόγραμμα με το οποίο οργανώνουμε και διδάσκουμε γλώσσα με στόχο να συνδέσουμε το πώς μέσα από τη γλώσσα μεταδίδουμε ή αμφισβητούμε νοήματα που κυριαρχούν στο ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο –και άρα εδώ υπάρχει το σημείο διεπαφής με τη θεωρία του μετασχηματισμού του Mezirow. Ο κριτικός γραμματισμός προτείνει τρόπους επεξεργασίας αυθεντικών κειμένων (δηλαδή ανάγνωσης) και γραφής (προτείνει, δηλαδή, τρόπους με τους οποίους τα παιδιά θα δημιουργήσουν κείμενα και θα επεξεργαστούμε τα κείμενα αυτά στην τάξη) που δίνουν έμφαση στο πώς τα κείμενα λειτουργούν σε σχέση με την κοινωνική πραγματικότητα – τι ιδεολογικές θέσεις μεταδίδουν, τι υπονοούν κλπ.

Το σημείο εκκίνησης είναι ότι με τη γλώσσα υποστηρίζουμε κάποιες θέσεις, διατυπώνουμε κάποια ιδεολογικά νοήματα που έρχονται σε σύγκρουση ή όχι με την κοινωνική πραγματικότητα. Δηλαδή, όταν μιλάω για το περιβάλλον, παρουσιάζω το περιβάλλον μέσα από κάποιους τρόπους θέασης του θέματος ή ιδεολογικές θέσεις – ότι, δηλαδή, ο άνθρωπος καταστρέφει το περιβάλλον ή ότι οι βιομηχανίες καταστρέφουν το περιβάλλον.

Αυτές οι θέσεις υπάρχουν στην κοινωνία και όταν εγώ καλούμαι να μιλήσω για το θέμα αυτό, ουσιαστικά καλούμαι να διατυπώσω το επιχείρημά μου με τέτοιο τρόπο ώστε να δείχνω με ποια θέση συντάσσομαι. Άρα, δεν μπορώ να διατυπώσω ένα αποτελεσματικό επιχείρημα παρά μόνο αν ξέρω και με ποια θέση θα συνταχθώ. Μέσα από αυτήν τη διαδικασία επιλέγω και τα γλωσσικά στοιχεία (λεξιλόγιο, σύνταξη κλπ.).

Το Νέο Πρόγραμμα Σπουδών αποσκοπεί στο να είναι οι μαθητές/-τριες σε θέση:
Να διαγιγνώσκουν την ιδεολογική διάσταση της γλώσσας και των κειμένων. Τι σημαίνει αυτό;

  • Να εντοπίζουν τον τρόπο που μέσα από τα γλωσσικά στοιχεία, τη γραμματική, το λεξιλόγιο και τον τρόπο οργάνωσης πληροφοριών κατασκευάζονται διαφορετικές οπτικές του κόσμου που εξυπηρετούν συγκεκριμένες ομάδες έναντι άλλων.
  • Να αναπτύξουν κριτική αντίσταση σε σαφή ή υπονοούμενα νοήματα που συμβάλλουν στην καταπίεση ομάδων, στη διαιώνιση έμφυλων στερεοτύπων, σε διαφοροποιήσεις με βάση το φύλο, τη διαφορετικότητα κλπ., άρα να μετασχηματίσουν, κατά Mezirow τις νοητικές τους συνήθειες και απόψεις (σ. 17).
  • Να αμφισβητούν ό,τι προβάλλεται ως κανονικό ή ουδέτερο και να είναι σε θέση να προτείνουν –μέσα από τα κείμενά τους– διαφορετικούς τρόπους θέασης ενός θέματος.
  • Να διεκδικούν με δημοκρατικό τρόπο τα δικαιώματά τους και να πολεμούν κάθε μορφής κοινωνικό αποκλεισμό.
  • Να μην αποδέχονται τον κόσμο που τους περιβάλλει ως στατικό πλαίσιο, δεδομένο ή ουδέτερο, αλλά ως πεδίο σε συνεχή αλλαγή και μεταβολή, ως πεδίο για τη διαπραγμάτευση ποικίλων σχέσεων εξουσίας.

 
Αναπόσπαστο μέρος του παρόντος προγράμματος είναι επομένως, η ενδυνάμωση όχι μόνο των μαθητών/-τριών αλλά και των ίδιων των εκπαιδευτικών, δηλαδή η καλλιέργεια της ικανότητας κριτικής αποτίμησης και αποδόμησης του τρόπου με τον οποίο τα κείμενα που ο/η εκπαιδευτικός και οι μαθητές/-τριες χρησιμοποιούν και οι πρακτικές ανάγνωσης και παραγωγής κειμένων που δομούν συμβάλλουν στο να αναδειχθούν συγκεκριμένα νοήματα ως κυρίαρχα.

 Ουσιαστικά ο κριτικός γραμματισμός, με τον οποίο δουλεύουμε εμείς από την πλευρά της γλωσσολογίας και της διδακτικής της γλώσσας είναι το εκπαιδευτικό εργαλείο στην τάξη που βοηθά στην καλλιέργεια τόσο του κριτικού στοχασμού (επί του περιεχομένου, της διεργασίας και των πρότερων αντιλήψεων) όσο και του στοχαστικού διαλόγου που αποτελούν τα βασικά μέσα μετασχηματισμού κατά Mezirow.

Διάβασα το βιβλίο απνευστί. Όλα τα κείμενα καλογραμμένα, διατηρώντας τη λεπτή ισορροπία ανάμεσα στην εκλαΐκευση και την επιστήμη, απόλυτα τεκμηριωμένα βιβλιογραφικά. Αυτό όμως που απόλαυσα –το ανέφερα ήδη παραπάνω– ήταν η ελευθερία που μου έδωσε ως αναγνώστη να μην εγκλωβιστώ σε ένα και μοναδικό νόημα αλλά να κάνω τις δικές μου συγκρίσεις και κρίσεις και να αναδείξω τις δικές μου αναλογίες.

Ας είναι καλοτάξιδο. Σας ευχαριστώ
 
 

* Το κείμενο είναι η ομιλία της κ. Ζωής Γαβριηλίδου στην εκδήλωση παρουσίασης της συλλογικής έκδοσης με τίτλο «Διευρύνοντας τη Θεωρία του Μετασχηματισμού: Η συμβολή δέκα σημαντικών στοχαστών» (Επιστημονική Ένωση Εκπαίδευσης Ενηλίκων, Αθήνα 2019) σε επιμέλεια Αλέξη Κόκκου, που έγινε στο Καφέ «Σβούρα», την Τετάρτη 20 Νοεμβρίου 2019.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.