«Της γης το μυστικο»

Η τύχη τους έφερε κοντά και συγκεκριμένα η στρατιωτική τους θητεία. Η τύχη ήθελε να ακούσουμε στο διαδίκτυο μερικά κομμάτια που ήταν αδύνατο να μην σου κινήσουν το ενδιαφέρον. Σε μια «στιγμή στο άπειρο» κατεβήκαμε στην Αθήνα να γνωρίσουμε τον Βαγγέλη Καζαντζή και τον Γιώργο Γκώνια. Ο πρώτος συνθέτει και ερμηνεύει, ο δεύτερος γράφει τους στίχους. Μαζί, αποκαλύπτουν σε μας «Της γης το μυστικό» σ’ έναν δίσκο μαγικό. Σε κλίμα ζεστό και φιλικό, στις αρχές του Απρίλη, συζητήσαμε για πολλά, αφήνοντας την κουβέντα να κυλήσει αβίαστα όπως συμβαίνει και με το άκουσμα της μουσικής τους. Ήταν η πρώτη τους συνέντευξη και τους ευχαριστούμε! Όταν τότε μας ρώτησαν ποιοι είναι οι αγαπημένοι μας δίσκοι δεν ξέραμε πως μετά από δεκάδες ακούσματα, ο δίσκος σίγουρα κατέκτησε μια θέση ανάμεσα σ’ αυτούς.
Στις 24 Μαρτίου 2010 κυκλοφόρησε η πρώτη σας δισκογραφική δουλειά με τίτλο «Της γης το μυστικό». Έντεκα τραγούδια σε μουσική Βαγγέλη Καζαντζή και στίχους Γιώργου Γκώνια. Στο σημείωμα του δίσκου αναφέρετε ότι η τύχη σας έφερε κοντά και συγκεκριμένα η στρατιωτική σας θητεία. Πείτε μας περισσότερα για το πώς προέκυψε η συνεργασία σας.

 

Β.Κ: Βρέθηκα στον Έβρο, στον Καβυσσό Φερρών, ένα χωριό στο Δέλτα του Έβρου και γνώρισα έναν τύπο που ακούγαμε την ίδια μουσική και είπε ότι υπάρχει και άλλος ένας που κυκλοφορεί στο στρατόπεδο και ακούει έντεχνο- καταστάσεις, Μάλαμα και τέτοια και κάπως έτσι γνωριστήκαμε. Μου λέει που είναι και πήγα μέσα και τον βρήκα. Λέω είναι εδώ ο Γιώργος ο Γκώνιας;
Γ.Γκ.: Εγώ ήμουν στο υγειονομικό στο στρατό και ήρθε στο χώρο που ήταν το ιατρείο. Βρήκε τον άλλον έναν. Και φανταστείτε ότι μπορεί να ήμασταν 1000 στρατιώτες και ήταν μετρημένοι στα δάχτυλα αυτοί που άκουγαν αυτού του είδους τη μουσική.

Και μετά πώς αποφασίσατε να κάνετε κάτι μαζί;
Γ.Γκ.: Στην αρχή δεν ξέραμε ότι ο ένας γράφει μουσική και ο άλλος στίχους. Ήπιαμε καφεδάκι, λέγαμε τα μουσικά…
Β.Κ: Είχα εγώ την κιθάρα πάνω, τους μπαγλαμάδες και έπαιζα και του είπα ότι γράφω μουσική, μου λέει και ο Γιώργος ότι γράφει στίχους, του είπα να μου φέρει κανέναν, μου έφερε…
Γ.Γκ.: Όπου τότε είχα πρωτοαρχίσει κι εγώ, να είχα κανέναν χρόνο από τότε που είχα γράψει τα πρώτα πέντε.

Η σχέση μας με τη μουσική

Ποια ήταν η σχέση του καθενός με τη μουσική πριν από αυτά τα 4 χρόνια οπότε και συναντηθήκατε; Βαγγέλη, εσύ εκτός από τη σύνθεση και την ενορχήστρωση των τραγουδιών, ερμηνεύεις ο ίδιος τα περισσότερα κομμάτια ενώ έχεις κάνει και σπουδές πάνω στη μουσική, έτσι δεν είναι;

Β.Κ.: Όταν ήμουν Τετάρτη δημοτικού με πήγαν οι γονείς μου στη Φιλαρμονική Λαμίας. Εκεί είχα μια αποτυχημένη γνωριμία με το κόρνο. Μας βάλανε με τον αδερφό μου να παίξουμε αυτό το όργανο και κάθε φορά που πηγαίναμε να φυσήξουμε μας πιάνανε τα γέλια. Μετά έκανα τύμπανο, ταμπούρο κι ο αδερφός μου, που έχει παίξει σ΄ένα κομμάτι του δίσκου, στο «Ρωγμές στους χάρτες», κλαρίνο. Στην έκτη δημοτικού ξεκίνησα κιθάρα με μέθοδο Berclay, δηλαδή σύγχρονη κιθάρα με πένα. Μετά πήγα και στο ωδείο και σπούδασα κλασσική κιθάρα φτάνοντας στην ανωτέρα, δηλαδή λίγο πριν πάρω το δίπλωμα αλλά τα παράτησα. Επίσης, ασχολήθηκα με βυζαντινή μουσική δυο χρόνια. Τα θεωρητικά τα είχα παρατήσει και τα συνέχισα στο πανεπιστήμιο οπότε έκανα μέχρι κι αντίστιξη. Βέβαια, το πρώτο όργανο που έμαθα κι άρα κι η πρώτη πρώτη μου επαφή ήταν φυσαρμόνικα την οποία σε ηλικία Τρίτη προς Τετάρτη δημοτικού άκουσα να παίζει μέσα από το δωμάτιο των γονιών μου ένα απόγευμα, πήγα μέσα και είδα τον πατέρα μου να παίζει φυσαρμόνικα και μου έκανε τέτοια εντύπωση`ώστε ζήτησα να μου αγοράσουν αλλά δεν ασχολήθηκα και πολύ. Επειδή είχα μπλέξει και με ηλεκτρικές και συγκροτήματα, μετά την κιθάρα το πρώτο όργανο που έπαιξα ήταν ο μπαγλαμάς. Μετά πήγα στη Σχολή Λαϊκής και Παραδοσιακής Μουσικής στην Άρτα την οποία ακόμα δεν έχω τελειώσει, χρωστάω την πρακτική και την διπλωματική. Την ανακάλυψα αφού τελείωσα τη γυμναστική ακαδημία. Είναι νεοϊδρυθείσα σχετικά σχολή κι εκεί έμπλεξα με το σάζι που είναι τούρκικο όργανο στην ουσία και με ούτια. Με νέι και τέτοια είχα μπλέξει πιο πριν.

Σπουδές φωνητικής έχεις κάνει καθόλου;
Β.Κ.: Όχι, φωνητική δεν έχω κάνει. Γενικά, εγώ δεν τραγούδαγα. Τα τελευταία χρόνια τραγουδάω. Κιθαρίστας ήμουνα και γενικά στην ενασχόληση με τη μουσική οι γονείς μου με παρότρυναν σε όλα, στη φιλαρμονική, στην κιθάρα μόλις άνοιξε το ωδείο. Η μάνα μου ερχότανε: «έχει και μαθήματα κιθάρας, θέλεις να πας;» κι έλεγα εγώ: «άντε, πάμε».

Τελικά πόσα όργανα ξέρεις να παίζεις;
Β.Κ.: Αρκετά. Είναι όμως σχετικό το ότι ξέρω να παίζω γιατί δεν παίζω με την τεχνική αλλά με τον δικό μου τρόπο. Για παράδειγμα, εσείς πάνω στην Κομοτηνή θα έχετε ακούσει γκάιντα θρακιώτικη. Εγώ δεν παίζω γκάιντα έτσι. Παίζω αλλιώς. Λίγα πράγματα για τις ανάγκες των κομματιών, των πραγμάτων που κάνω εγώ. Δεν μπορώ να πω ότι τα κατέχω όλα.

Διαβάσαμε μάλιστα στο myspace ότι ήσουν μέλος και δύο metal συγκροτημάτων, ακούσαμε κι ένα τραγούδι, το dream valley και αναφερόταν ότι με μια αμερικάνικη εταιρία είχατε βγάλει cd.
B.K.: Θα μπήκατε λογικά στους northern breeze. Ναι, ισχύουν αυτά που διαβάσατε αν και μακρινά πλέον. Πριν την Άρτα, ως μαθητής εγώ ασχολιόμουν πολύ με τη metal μουσική. Όσο και για το τραγούδι που ακούσατε και για όλο το cd, είναι πολύ ακραίο, είναι black metal.

Η συνάντησή μας

Είχατε πάντα ως απώτερο σκοπό κάποια στιγμή στη ζωή σας να το κοινοποιήσετε όλο αυτό, δηλαδή τους στίχους σου εσύ Γιώργο και τη μουσική σου εσύ Βαγγέλη; Πώς μπορεί κάποιος να καταλάβει ότι έχει έρθει εκείνο το σημείο που θα πει είναι αρκετά ώριμη η δουλειά μου ώστε να τη βγάλω προς τα έξω και μάλιστα σε μια εποχή πολύ μεγάλου ανταγωνισμού στη μουσική όπως αυτή που διανύουμε;

Γ.Γκ.: Εγώ από την πρώτη στιγμή που άρχισε ο Βαγγέλης να μελοποιεί αυτά που είχα γράψει, μου άρεσαν τόσο πολύ που θέλησα να τα δω κάποια στιγμή να κυκλοφορούν έξω και να τα ακούν άνθρωποι. Έβαζα και φίλους να τα ακούνε κι ήταν κι αυτοί της ίδιας άποψης. Ύστερα το θεώρησα δεδομένο και μπήκαμε στη διαδικασία να δούμε πώς θα γίνει αυτό. Περάσαμε από χίλια κύματα και στο τέλος έγινε.

Δηλαδή μετά τη συνάντηση σας, προέκυψε ότι θα βγάλετε προς τα έξω τη δουλειά σας.
Β.Κ.: Εγώ είχα ξαναβγάλει πράγματα κι είναι κι άλλα cd χωρίς εταιρία αλλά αυτό που ήθελα να πω είναι ότι έχοντας πολύ υλικό, έχοντας πολλά τραγούδια, πολλές μουσικές κάποια στιγμή όντως το ένιωσα κι εγώ αυτό το σημείο, το ότι τώρα μπορώ να βγάλω κάτι. Εμένα με βοήθησε ο Γιώργος γιατί εγώ δεν ξεκουνάω και πολύ! Αν δεν ήτανε ο Γιώργος, εγώ δε νομίζω ότι θα έκανα κάτι.

Εσύ, Γιώργο, πριν φτάσουμε στο χρονικό σημείο της συνάντησης, έγραφες, διάβαζες;
Γ.Γκ.: Στο σημείο της συνάντησης μπορεί να είχα μόνο 5 στίχους που να ήταν έμμετροι. Από το γυμνάσιο με θυμάμαι να γράφω είτε ημερολόγια είτε κάποιες γραμμές που μπορεί να μοιάζανε με ποιήματα, ήταν όμως ημερολόγια για μένα. Σήμερα πλέον οι στίχοι έχουν αυτό το ρόλο. Κάθε στιχάκι είναι μία ιστορία, είναι ημερολόγιο για μένα.

Η επιλογή των συνεργατών

Συνοδοιπόροι στο ταξίδι σας στην δισκογραφία είναι η Μαρίνα Δακανάλη, που χαρίζει τη φωνή της στο ντουέτο «Της γης το μυστικό», ο Απόστολος Ρίζος, που ερμηνεύει «Το αύριο που χάνεται» και ο Ψαραντώνης, ο οποίος ερμηνεύει το «Της μοναξιάς», ένα τραγούδι κομμένο και ραμμένο στο ύφος του και τραγουδάει μαζί σου Βαγγέλη το «Φαντασία». Πώς επιλέξατε τους συγκεκριμένους καλλιτέχνες;
Β.Κ.: Συγκεκριμένα για τον Ψαραντώνη και ειδικά το τραγούδι «Της μοναξιάς» όταν το έγραψα είπα πως αυτό το κομμάτι πρέπει να το πει ο Ψαραντώνης. Βέβαια, εγώ παραμυθιαζόμουν. Αλλά τελικά συνέβη.

Ήταν τόσο εύκολο να επικοινωνήσετε μαζί του; Ήταν προσιτός;
Γ.Γκ.: Πήγαμε σε μια συναυλία του και του δώσαμε δύο τραγούδια με την ελπίδα να πει το ένα. Μετά από κάποιο διάστημα επικοινωνήσαμε μαζί του και μας είπε ότι του άρεσαν πολύ και ήθελε να πει και τα δύο! Κι ενώ ο Ψαραντώνης μας έδινε την εντύπωση ότι στη συνέχεια θα ήταν δύσκολο να συνεννοηθούμε, ήταν το εντελώς αντίθετο. Ήταν συνεπέστατος και μπήκε στο στούντιο κι έγραψε με πολύ καλή διάθεση.

Τη Μαρίνα και τον Απόστολο τους είχατε σκεφτεί από πριν; Ή η συνεργασία προέκυψε από κάποια σχέση ή φιλία;
Β.Κ.: Με τον Αποστόλη είμαστε φίλοι τα τελευταία χρόνια οπότε ήρθε κυρίως λόγω φιλίας, όχι όμως ότι δεν τον εκτιμάμε και δεν τον θαυμάζουμε πολύ και ως καλλιτέχνη.

Γ.Γκ.: Όσο για τη Μαρίνα, την ήξερα εγώ πριν ακόμα συνεργαστεί με τον Μάλαμα. Γνωριζόμασταν μέσω κοινών φίλων, τη Μαρία τη Λούκα κι άλλα παιδιά. Την εκτιμάμε και τη θαυμάζουμε και οι δύο και της προτείναμε να πει αυτό το ντουέτο. Κι ένα άλλο που ήταν να συμπεριληφθεί στο δίσκο αλλά τελικά δεν έγινε ήταν η συνεργασία με τον Χαρούλη στο τραγούδι «Άδης».
Β.Κ: Ακόμα κι η ζωγραφιά που υπάρχει στο album όπως ανοίγεις στην αριστερή πλευρά είναι η πιο πετυχημένη πάνω στους στίχους στο τραγούδι αυτό.

Είναι καλύτερες οι ανεξάρτητες παραγωγές

Αυτή η δουλειά που έχετε κάνει τώρα είναι χωρίς την κάλυψη κάποιας δισκογραφικής, έγινε στο studio pazzle και στο studio praxis. Ο κόσμος των δισκογραφικών σας φαίνεται δύσκολος; Είναι καλύτερο να είσαι ανεξάρτητος και να στηρίζεσαι στις δικές σου δυνάμεις;
Γ.Γκ.: Με τις δισκογραφικές είναι πολύ περίεργα τα πράγματα. Τις τελευταίες μέρες μάλιστα ακούω πολλά πράγματα για το τι συμβαίνει. Εκτός από το ότι δεν πάνε πολύ καλά, που αυτό είναι ένα άλλο θέμα, απαιτούνε και πολύ περισσότερα πλέον. Για παράδειγμα έμαθα ότι απαιτούνε και το πνευματικό δικαίωμα να ανήκει στην εταιρεία. Εμείς η αλήθεια είναι ότι δεν μπήκαμε στη διαδικασία να πάμε τον δίσκο σε εταιρία επειδή είδαμε ότι οι φίλοι μας που πήγανε δεν κάνανε κάτι το ιδιαίτερο, δηλαδή η εταιρία δεν έκανε κάτι το απίστευτο που να αξίζει τον κόπο να πάει κανείς σε εταιρία. Παράλληλα, επειδή μας δόθηκε η δυνατότητα μέσω του φίλου μας του Δημήτρη Καρρά, ο οποίος μας έδωσε το label του, προτιμήσαμε να το κάνουμε μόνοι μας με τις όποιες δυσκολίες. Το καθένα έχει τα θετικά και τα αρνητικά του. Σε εμάς η ζυγαριά έγειρε στο να το κάνουμε μόνοι μας.

Έχετε απογοητευτεί καθόλου στην προσπάθεια;
Γ.Γκ.: Όχι. Ίσα ίσα το αντίθετο. Μέχρι τώρα είμαστε πολύ ευχαριστημένοι. Καταρχήν δεν περιμέναμε ότι θα πήγαιναν τα πράγματα όπως έχουνε πάει. Ωστόσο θεωρώ ότι ο δίσκος είναι μια πολύ επαγγελματική δουλειά. Είμαστε πολύ ευχαριστημένοι από το τελικό αποτέλεσμα. Είναι το καλύτερο που μπορούσαμε να ονειρευτούμε. Από εκεί και πέρα οι εμφανίσεις είναι επίσης ό,τι καλύτερο μπορούσαμε να ονειρευτούμε, δεν περιμέναμε αυτό που έχει γίνει ως τώρα, δηλαδή ότι θα ερχόταν τόσος κόσμος. Επίσης, όπως είπε και ο Βαγγέλης, η μπάντα που φτιάξαμε είναι πολύ καλή. Έχουμε μαζί μας τη Μαρίνα Δακανάλη, τον Νίκο Παραουλάκη και τα υπόλοιπα παιδιά που είναι όλοι έμπειροι και φανταστικοί μουσικοί.

Πείτε μας λίγο για την αίσθηση που απ’ την αρχή έχετε απ’ τον κόσμο. Πώς σας έχουνε δεχτεί; Εσύ, Βαγγέλη που τραγουδάς μπροστά σε κοινό, πώς αισθάνεσαι; Είναι μεγάλο βήμα.
Β.Κ.: Όχι, εντάξει με τον κόσμο είναι πολύ καλά τα πράγματα. Έχω ακούσει τα καλύτερα. Γενικά, τους αρέσει η δουλειά, περνάνε καλά στα live. Δεν ξέρω τώρα αν μου λένε ψέματα (γέλια). Αυτό είναι πολύ σημαντικό για εμάς κι εμένα προσωπικά με βοηθάει πολύ, με σπρώχνει.

Η Κρήτη κι εμείς…

Η Μαρίνα Δακανάλη που αναφέραμε προηγουμένως, η νεαρή τραγουδίστρια που γνωρίσαμε στο πλευρό του Σωκράτη Μάλαμα κατάγεται απ’ την Κρήτη. Ο Ψαραντώνης ενσαρκώνει, θα λέγαμε, τη λεβεντιά της Κρήτης. Ο ήχος ορισμένων κομματιών, ακόμα κι η προφορά σου Βαγγέλη, φανερώνει μια σχέση αγάπης με την Κρήτη. Σωστά το καταλάβαμε ή είναι σύμπτωση όλα αυτά;
Β.Κ.: Ναι, ξέρω μου το έχουνε πει κι άλλοι αλλά να σας πω την αλήθεια, πιστεύω πως είναι σύμπτωση (γέλια). Δεν έχω κανένα κόλλημα εγώ με την Κρήτη αλλά όντως βγαίνει αυτό και δεν ξέρω πώς τυχαίνει. Οι περισσότεροι κι απ’ τους καλλιτέχνες που εκτιμώ είναι απ’ την Κρήτη. Κάτι έχω με τους κρητικούς καλλιτέχνες μάλλον, όχι με την Κρήτη. Όχι, ότι δε μου αρέσει η Κρήτη. Το καλοκαίρι διακοπές εκεί ήμουνα.

Μήπως έχεις επηρεαστεί ασυνείδητα ή έχεις ασχοληθεί και με την κρητική λαϊκή παράδοση;
Β.Κ.: Ναι, ίσως να γίνεται κάτι ασυνείδητα. Με τα κρητικά όχι δεν έχω ασχοληθεί.
Γ.Γκ.: Και στο συγκρότημα τώρα που το λέτε, εκτός από τη Μαρίνα, ο Ν. Παραουλάκης είναι απ’ την Κρήτη, ο Κωστής Μανουσάκης είναι απ’ την Κρήτη.

Το συγκρότημα «μυρίζει» Κρήτη δηλαδή (γέλια). Αυτή την περίοδο εμφανίζεστε κάθε Σάββατο μέχρι 17 Απριλίου σε μια νέα, ζεστή, μουσική σκηνή, τον Πυρήνα στο κέντρο της Αθήνας με σταθερή παρέα την Μαρίνα Δακανάλη και φίλους, τον Γιάννη Χαρούλη, τον Γιάννη Οικονόμου, τον Απόστολο Ρίζο και τον Γιάννη Κασσωτάκη. Αισθανθήκαμε κι εμείς σαν «ταξιδευτές» εκεί που μας οδηγήσατε με τα δικά σας τραγούδια κι άλλων συναδέλφων όπως του Σωκράτη Μάλαμα και του Θανάση Παπακωνσταντίνου. Ποιο είναι το μουσικό σύμπαν του καθενός; Ποιες είναι οι επιρροές σας;
Β.Κ.: Εμένα είναι χαοτικό το σύμπαν μου (γέλια)! Πιο μικρός ξεκινάμε από ροκ, πάρα πολύ metal μουσικές, ψυχεδελικό ροκ, γενικά σε αυτό το χώρο και πιο προς country, Neil Young και τέτοια.

Άρα, πιο πολύ ξένα ακούσματα.
Β.Κ.: Ναι, μέχρι 19-20 ήμουν πιο πολύ σε ξένα ακούσματα. Από ελληνικά δηλαδή άκουγα ελάχιστα πράγματα. Τρύπες που ήταν της εποχής, Ξύλινα Σπαθιά ούτε καν. Πιο μετά τους εκτίμησα. Για παράδειγμα, τον Παύλο Παυλίδη τον εκτίμησα με τα καινούρια του, τα προσωπικά που έκανε. Μετά δοκίμασα και ρεμπέτικα. Σιγά-σιγά δηλαδή, από τότε που έγινα φοιτητής και μετά με γύρισαν εκεί οι μουσικές που έβγαζα. Δεν ξέρω πως έγινε αυτό αλλά άρχισαν να μου βγαίνουν άλλες μουσικές. Στο να ανακαλύψω τον ελληνικό χώρο, Ιωαννίδη, Μάλαμα, Παπακωνσταντίνου, όλους αυτούς, με πήγε η μουσική που έβγαζα και μόλις άκουσα αυτές τις μουσικές, λέω ώπα, δικοί μας είναι. Και σιγά-σιγά έμπλεξα κι εγώ με παραδοσιακές μουσικές, με ανατολίτικες μουσικές.
Γ.Γκ.: Τα ονόματα που αναφέρατε είναι πολύ αγαπημένα και πράγματα που ακούω και μου αρέσουν πολύ. Έχω επίσης πολύ έντονες επιρροές από παράδοση και δημοτικό τραγούδι και γενικά παραδοσιακά πράγματα και Ανατολής, για παράδειγμα Haig Yazdjian. Τώρα αν πάμε στο γυμνάσιο και στο λύκειο άκουγα πολύ Κατσιμιχαίους και Παπάζογλου.

Διαβάσματα και μουσική

Μπορείς να μας πεις Γιώργο, αφού εσύ γράφεις κιόλας, μια επιρροή από κάποιον δημιουργό άσχετα με τη μουσική, έναν λογοτέχνη, έναν ποιητή;
Γ.Γκ.: Δεν έχω συνειδητοποιήσει κάτι τέτοιο. Απλώς, κατά καιρούς διαβάζω διάφορα κι υπάρχουν κάποια που μου δημιουργούν μια τάση να γράψω. Ας πούμε, το «Ιατρείον Ασμάτων» της Στέλλας Βλαχογιάννη, το οποίο είναι ουσιαστικά ο ραδιοφωνικός της λόγος που έχει μεταφερθεί σε βιβλίο, εμένα μου δημιουργούσε μια έντονη τάση να γράφω. Μάλιστα υπάρχει κι ένα τραγούδι που δεν είναι ακόμα σε δίσκο στο οποίο περιέχεται η φράση «η θλίψη του σώματος» που είναι ο τίτλος του βιβλίου αυτού και το έχω πει στην Κα Στέλλα ότι την έχω χρησιμοποιήσει.

Είσαι από αυτούς που διαβάζουν και σημειώνουν δίπλα ή απλά εντυπώνουν στο μυαλό τους;
Γ.Γκ.: Όχι, δε σημειώνω. Έρχεται σαν αίσθηση. Γενικά, γράφω ασυναίσθητα. Δεν καταλαβαίνω, δεν ξέρω τι να πω.

Ψάχνοντας ήχους και μουσικά όργανα

Στην ενορχήστρωση των τραγουδιών χρησιμοποιείς όργανα που είναι πρωτάκουστα για τον μέσο ακροατή, όργανα όχι μόνο από περιοχές της Ελλάδας αλλά και της Μ. Ανατολής όπως για παράδειγμα το μπεντίρ, το νέι, το σάζι. Αυτό δείχνει ότι συνδυάζεις την μουσική παράδοση του τόπου μας με την παράδοση άλλων τόπων. Πιστεύεις ότι ένας σωστός μουσικός πρέπει να ψάξει στην παράδοση, να έχει ανοιχτά αυτιά και διασυνοριακά;
B.K.: Σίγουρα πρέπει αλλά όπως προκύπτει στον καθένα. Για μένα όμως αυτό ισχύει και τελικά νομίζω ότι το απόσταγμα όλων αυτών είναι η μουσική που βγάζω. Γενικά, για έναν Έλληνα, για έναν κάτοικο του ελλαδικού χώρου μου φαίνεται ό,τι πιο φυσικό το να ακούει εντέλει μετά από κάποια χρόνια αυτή τη μουσική γιατί εμπεριέχει τα δικά μας στοιχεία, το λαϊκό στοιχείο, το παραδοσιακό, το ροκ που είναι πλευρά της Δύσης αλλά και το ανατολιτίκο. Είμαστε στη μέση εμείς και γι’ αυτό νομίζω είναι πολύ φυσικό να γίνεται αυτό το μπλέξιμο.

Είχες πάντα αυτήν την τάση να ψάχνεις, να σου βγαίνει αυτή η αγάπη για την παράδοση ή κάποια στιγμή σκέφτηκες ότι προκειμένου να εξελίξεις τη μουσική σου πρέπει να γυρίσεις πίσω στην παράδοση και να την εξερευνήσεις, να λειτουργήσει δηλαδή η τελευταία λίγο «σαν δεξαμενή» όπως χαρακτηριστικά είχε πει ο Ορφέας Περίδης;
Β.Κ.: Περισσότερο έτσι. Εγώ ποτέ δεν κάθισα να ακούσω με τις ώρες παραδοσιακά τραγούδια πέρα από τα τούρκικα. Τα τούρκικα τα ακούω πιο εύκολα. Όσον αφορά στις παραδοσιακές μουσικές της Ελλάδας, δεν ήμουν ποτέ φανατικός. Πάντα, βέβαια τις εκτιμούσα αλλά τις έψαχνα κυρίως για να μπω εγώ σε καινούρια κατατόπια.

Εσύ, Γιώργο, όταν γράφεις, για να μιλήσουμε πιο τεχνικά, ακολουθείς μια συγκεκριμένη διαδικασία; Έχεις γράψει κανένα τραγούδι απ’ αυτά πολύ γρήγορα ή είναι κάποιο που να σε παίδεψε πολύ; Εσύ, Βαγγέλη έχεις βάλει το χέρι σου σε κάποιον στίχο του;
Γ.Γκ.: Όσα έχω γράψει μέχρι σήμερα, που δεν είναι πολλά, ή αν όχι όλα, το 90% αυτών, έχουν γραφτεί μέσα σε χρόνο πέντε λεπτών το πολύ. Σοβαρά σας μιλάω, μου έρχεται δηλαδή μια φλασιά, η πρώτη φράση και μετά το υπόλοιπο τελειώνει αυτόματα.

Βγαίνει δηλαδή το τραγούδι συνεχόμενα; Δεν μπαίνεις στην διαδικασία να το κοιτάς και να το ξανακοιτάς;
Γ.Γκ.: Εντάξει, μπορεί να το ξαναδώ μετά από μια εβδομάδα και ν’ αλλάξω μια λέξη επειδή δεν ήταν η κατάλληλη αλλά είναι αυτόματη γραφή πραγματικά.

Ποιοι στίχοι σου μελοποιήθηκαν πρώτοι; Ποιοι είναι το πρώτο τραγούδι που έγραψες;
Γ.Γκ.: Το πρώτο που έφτιαξε ο Βαγγέλης ήταν «Το αύριο που χάνεται».
Β.Κ.: Είναι το πρώτο που μου έδωσε ο Γιώργος τους στίχους και το έκανα τραγούδι. Είπα χθες και στο live την ιστορία. Εγώ πάνω στο στρατό, είχα έναν μπαγλαμά. Μια φορά που έκανα σκοπιά, είχα πάρει και τον μπαγλαμά, είχα πάρει και τους στίχους και τι να κάνω κι εγώ, ήθελα να σκοτώσω την ώρα μου. Δεν ήμουνα κι απ’ τους καλύτερους φαντάρους, τουλάχιστον όμως έκανα άλλη δουλειά, δεν κωλοβάραγα. Το έφτιαξα λοιπόν το κόμματι στη σκοπιά.

Ως προς τη σειρά των τραγουδιών στον δίσκο, αυτή είναι τυχαία ή βασίζεται σε κάποια λογική; Για παράδειγμα, το πρώτο τραγούδι, το «Ριζιμιό», βλέποντας κανείς τη σημασία του επιθέτου ριζιμιός που σημαίνει αυτός που ριζώνει, μας έδωσε την εντύπωση ότι λογικό κι επόμενο είναι το συγκεκριμένο τραγούδι να ξεκινάει το cd βοηθώντας σας να ριζώσετε στη μουσική. Αυτή είναι μια προσωπική μας εντύπωση και προέκταση βέβαια.
Γ.Γκ.: Μου αρέσει πάρα πολύ αυτό που περιγράψατε. Μου αρέσει που ο καθένας μπορεί να δει άλλα πράγματα. Δε μου αρέσει δηλαδή το να εξηγήσω τους στίχους αλλά προτιμώ ο καθένας να πάρει αυτό που θέλει. Στον Βαγγέλη ποτέ δεν είπα ότι εδώ λέω αυτό. Στην Δήμητρα που έκανε τις ζωγραφιές, επίσης, ποτέ δεν της είπαμε ότι εδώ θέλουμε αυτή τη ζωγραφιά. Είναι ωραίο καθένας να βλέπει ό,τι βάζει το μυαλό του. Ένα θέμα είναι αυτό. Τώρα για τη σειρά που ρωτήσατε, δεν έχει να κάνει με αυτό που είπατε. Η σειρά των τραγουδιών ήταν ο καλύτερος κατά την κρίση μας τρόπος να είναι στημένα τα κομμάτια ώστε ο δίσκος να έχει μια ωραία αίσθηση ακούσματος, να μην κουράζει και να έχει εναλλαγές. Όσο για το «Ριζιμιό», είχα ακούσει τη Μαρία τη Λούκα να τραγουδάει ένα παραδοσιακό κρητικό που περιέχει τη φράση: «σε ψηλό βουνό, σε ριζιμιό καθόταν αητός». Ακούγοντας τη λέξη ριζιμιό κι εμένα μου πήγαινε κάτι με ρίζες και επειδή μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση προσπάθησα να μάθω τι σημαίνει. Έμαθα λοιπόν από τη Μαρία κι έναν άλλο Κρητικό ότι το ριζιμιό είναι η άκρη του γκρεμού, ο βράχος που είναι βαθιά ριζωμένος στην άκρη του γκρεμού. Από αυτή την εικόνα κι από αυτή τη λέξη βγήκε αυτό το τραγούδι. Είχε πει ο Βαγγέλης ότι η εικόνα που είχε στο μυαλό του γράφοντας τη μουσική για το «Ριζιμιό» ήταν κάποιος άνθρωπος που κάθεται στην άκρη ενός γκρεμού κι ατενίζει το πέλαγος σκεπτόμενος διάφορα.

Β.Κ.: Κι εδώ είναι η απάντηση στην παραπάνω ερώτηση, κατά πόσο βάζω το χέρι μου στους στίχους. Σ’ αυτό το κομμάτι, η μουσική με το στίχο είναι αυτό ακριβώς που έπρεπε να είναι κι είναι το τελευταίο τραγούδι που κάναμε, είναι δηλαδή το ακριβώς αντίθετο από αυτό που είπατε. Το ριζιμιό ήταν το κομμάτι που δεν το είχα. Όλα τα υπόλοιπα που γράφτηκαν πρώτα τα έκανα demo, μετά τα ενορχήστρωσα μόνος μου, δεν γράφτηκαν έτσι. Αντίθετα, το «Ριζιμιό» δεν το είχε ακούσει κανείς. Το είχα εγώ κι έλεγα στα παιδιά ότι είχα άσσο στο μανίκι! Ευτυχώς, τελικά βγήκε γιατί το φοβόμουνα πολύ. Ήταν το τελευταίο κομμάτι και μπήκε πρώτο.

Στο χωριό και τη μαγεία του Ελικώνα

Είστε κι οι δύο παιδιά που μεγαλώσατε μακριά απ’ την πρωτεύουσα. Εσύ, Βαγγέλη γεννήθηκες στην Αθήνα και μεγάλωσες στη Λαμία. Εσύ, Γιώργο γεννήθηκες στο Κυριάκι Βοιωτίας. Πείτε μας λίγο τι σας προσέφερε η ζωή στην επαρχία, τι ενδεχομένως σας στέρησε κι αν η λίγο πιο στενή σας σχέση με τη φύση, ειδικά εσένα Γιώργο που το χωριό σου είναι πάνω στον Ελικώνα, επηρέασε τη σχέση σας με τη μουσική και τη στιχουργική. Ο Ψαραντώνης σε μια συνέντευξη του ανέφερε ότι πηγαίνει σε τοπία που του αρέσουν για να γίνει καλή η μουσική του κι ότι συγκεκριμένα εμείς οι άνθρωποι δεν έχουμε τίποτα, η φύση τα έχει όλα, αυτή είναι ο θεός, αυτή μας δίνει και τη μουσική. Ο ίδιος στέκεται απέναντι από τον Ψηλορείτη με τις ώρες, τον κοιτάει και αυτός του λέει τη μουσική.
Β.Κ.: Ναι, έτσι είναι. Εγώ στέκομαι απέναντι από την Οίτη… Ψηλορείτη-Οίτη (γέλια). Η Λαμία είναι πόλη. Απλά εμένα με εμπνέει η θέα. Θέλω να είμαι ψηλά. Στη Λαμία ευτυχώς μένουμε ψηλά κι απέναντι είναι βουνά μεταξύ των οποίων είναι κι η Οίτη. Τα περισσότερα τραγούδια παλιότερα -όταν ήμουν στη Λαμία γιατί έχω και 10 χρόνια που έφυγα- τα οφείλω στη θέα αυτή αλλά κι όποτε πηγαίνω πάλι είναι πηγή έμπνευσης. Κάθομαι στο δωμάτιο και πάντα κοιτάζω έξω, τα βουνά απέναντι. Τη φύση την αγαπώ πάρα πολύ γι’ αυτό αγαπώ και το χωριό μου, το Κρίκελο Ευρυτανίας το οποίο βρίσκεται σε υψόμετρο 1150 – 1200μ. Κι είναι μέσα στα έλατα.
Γ.Γκ.: Θεωρώ ότι στο χωριό μπορεί να στερήθηκα κάποια πράγματα μικρός, να μην είχα τον κινηματογράφο, το θέατρο αλλά είμαι πολύ σίγουρος ότι δεν μου έλειψε τίποτα παρόλο που δεν είχα εκεί τα παραπάνω, τα γνώρισα μετά και τι έγινε; Όλα καλά. Αυτά που μου προσέφερε όμως ήταν απίστευτα. Δε θα άλλαζα τα παιδικά μου χρόνια και τη ζωή μου στο χωριό με το να είμαι σε μια πόλη και να έχω τα καλά της πόλης. Τώρα, για τον τόπο, το Κυριάκι που μεγάλωσα είναι ένα χωριό 2.000 κατοίκων περίπου. Ξέρουμε ο ένας τον άλλο, είμαστε μες στα έλατα. Εγώ δεν έχω απέναντι το βουνό, είμαι μες στο βουνό (γέλια). Επίσης, ο Ελικώνας είναι το βουνό όπου ζούσαν οι Ελικωνιάδες μούσες, οι εννέα μούσες οι οποίες ήταν η έμπνευση των ποιητών της Αρχαίας Ελλάδας κι ίσως -δεν ξέρω- ακόμη να κυκλοφορούν εκεί γύρω. Είναι αυτό που σας έλεγα ότι μου συμβαίνει με την αυτόματη γραφή, νιώθω μερικές φορές ότι είναι κάποιος δίπλα στο αυτί μου και μου ψιθυρίζει: «γράψε».

Η φύση ζωντανεύει μέσα από τους στίχους σου Γιώργο: ωκεανοί, γη, γύρη λουλουδιών, ουρανός κι άστρα. Δίνεις πνοή σε πλάσματα της μυθολογίας, στον Σίσυφο το νικητή του Άδη, στον Ήφαιστο, στην Ήρα, τον Μορφέα ή σε πλάσματα λαϊκών δοξασιών όπως τα ξωτικά. Ο Ελικώνας στο τραγούδι «Ηλιαχτίδα» είναι το βουνό πάνω στο οποίο είναι το χωριό σου. Ποια η σχέση σου με την παράδοση γενικότερα;
Γ.Γκ.: Η παράδοση μου αρέσει πάρα πολύ και με εμπνέει κι από τις δύο απόψεις, δηλαδή από τη μουσική άποψη με τα παραδοσιακά ακούσματα όπως αναφέραμε πριν δημοτικά, ανατολίτικα τραγούδια κι από την άποψη των ιστοριών με τα παραμύθια, τους μύθους. Το είδατε ότι οι εικόνες αυτές κινούνται εκεί γύρω.

Διαρκής αφορμή έμπνευσης το “βιβλίο της φύσης”

Γράφεις απλά και λυρικά ταυτόχρονα. Έχεις γράψει για τον έρωτα, τον θάνατο, τη μοναξιά. Υπάρχει κάποιο θέμα που σε κυνηγάει περισσότερο στιχουργικά;
Γ.Γκ.: Νομίζω τα αναφέρατε! Βασικά, πηγή έμπνευσης είναι η καθημερινότητα την οποία εγώ τη μεταφέρω με αυτόν τον τρόπο. Μέχρι τώρα είχα μια δυσκολία και την έχω ακόμα νομίζω, περιέγραφα την καθημερινότητα με έναν τρόπο που ενώ μοιάζει να μην έχει σχέση με την καθημερινότητα, όλα είναι καθημερινές ιστορίες. Γι’ αυτό θα πρέπει σιγά σιγά να βάζω κι άλλα πράγματα κι άλλες λέξεις σε αυτό που κάνω. Για μένα αυτά τα τραγούδια είναι ημερολόγιο.

Εμπνέεσαι λοιπόν και από την προσωπική σου ζωή, γράφεις βιωματικά.
Γ.Γκ.: Ακριβώς, είναι όλα δικές μου ιστορίες καθημερινές όσο κι αν δε φαίνεται και πίσω από αυτά κρύβονται πρόσωπα δικά μου.

Όσον αφορά στον έρωτα, πόσο εύκολο είναι να γράφεις γι’ αυτόν ή να τον τραγουδάς με τρόπο που να αγγίζει; Για να αγγίξει πρέπει να τον έχεις αισθανθεί, να τον έχεις βιώσει;
Β.Κ.: Εμένα από άποψη εκτέλεσης, το να τραγουδήσω ερωτικό τραγούδι όντως μου φαίνεται δύσκολο. Μου είναι, ας πούμε, πιο εύκολο να τραγουδήσω το «Της μοναξιάς» που είναι ένα τραγούδι που τα χώνει κι είναι πιο εσωτερικό. Λόγια πιο ερωτικά μου είναι δύσκολα γιατί κι ο ίδιος ως άνθρωπος είμαι πιο δύσκολος σε τέτοια θέματα και θέλουν έναν πιο ανάλαφρο, έναν περίεργο τρόπο, δεν ξέρω πώς να το προσδιορίσω…
Γ.Γκ.: Εγώ ευτυχώς που δε χρειάζεται να τραγουδήσω (γέλιο). Όσο για το τι μου είναι πιο εύκολο επειδή όπως είπα πριν, όλα λειτουργούν αυτόματα σε μένα, δεν έχω κάτσει να σκεφτώ ότι τώρα θα γράψω ένα ερωτικό ή θα γράψω αυτό. Όταν μου έρχεται κάτι, γράφεται.

Το δημιούργημα ενός καλλιτέχνη πάντα φανερώνει κάτι απ’ τον ψυχισμό του. Αυτό συχνά γίνεται μετά από χρόνια ενασχόλησης με την τέχνη οπότε και λέμε ότι κάποιος έχει ωριμάσει καλλιτεχνικά. Ωστόσο, ο καλλιτέχνης είναι και μια οντότητα που εξελλίσσεται κι αυτή την εξέλιξη την επιδιώκει. Πιστέυετε ότι εσείς είστε σε διαδικασία αναζήτησης ή ο δίσκος αυτός είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό εσείς;
Β.Κ.: Η αναζήτηση δε σταματάει ποτέ. Ο δίσκος είναι ο εαυτός μας αλλά δε σημαίνει ότι είναι κι ο ώριμος εαυτός μας (γέλια). Δεν ξέρω για τον Γιώργο, εγώ είμαι ανώριμος ακόμα!
Γ.Γκ.: Κι εγώ επίσης. Νομίζω είναι στιγμιότυπο αυτός ο δίσκος. Είναι στιγμές. Δεν υπάρχει η λογική ότι έχουμε ωριμάσει και πλέον έχουμε φτάσει σ’ ένα επίπεδο που γράφουμε καλά ή ότι τα πρώτα μας είναι μέτρια. Απλά, είναι ένα στιγμιότυπο αυτής της περιόδου.

Δίσκος αφορμή για νέο ξεκίνημα

Ως προς το είδος της μουσικής, έχετε κατασταλλάξει; Αυτός ο τόνος που βγαίνει, δηλαδή ο παραδοσιακός κατά κάποιον τρόπο, ο έντεχνος, αν μπορούμε να τον πούμε έτσι, θα παραμείνει;
Γ.Γκ.: Εγώ νομίζω ότι δεν υπάρχει μέσα μόνο ένα είδος. Υπάρχει το ζεϊμπέκικο, η «Ηλιαχτίδα» που είναι ένα άλλο πράγμα, η «Φαντασία» η οποία είναι επίσης άλλο περίεργο πράγμα. Νομίζω ότι υπάρχουν όλα μες στον Βαγγέλη.
Β.Κ.: Όχι, δε νομίζω. Πιστεύω ότι κι ο επόμενος δίσκος θα έχει κάτι άλλο. Δεν νομίζω ότι θα είναι πάλι έτσι παρόλο που θα έχει κάποια κοινά στοιχεία. Δε σημαίνει ότι κατασταλλάξαμε και τώρα γράφουμε έτσι ας πούμε, ότι το έχω βρει κι είμαι αυτό. Όχι, όχι.

Όλος ο δίσκος μουσικά και στιχουργικά καταφέρνει να σε ταξιδεύει με τις μαγικές φωνές, τις όμορφες εικόνες που φανερώνονται μέσα από τους στίχους και τις υπέροχες μελωδίες. Πώς έχετε φανταστεί το ταξίδι σας στη μουσική; Φανταζόμαστε ότι τώρα ξεκινάει ένα νέο κεφάλαιο στη ζωή σας.
Β.Κ.: Εγώ ακόμα δεν έχω συνειδητοποιήσει τι γίνεται. Αυτό έλεγα και χθες στον Γιώργο. Κάνουμε τα live, έρχεται κόσμος, έρχονται τα παιδιά, ο Χαρούλης, ο Αποστόλης, ο Γιάννης Οικονόμου, βλέπω τα παιδιά, τον Παραουλάκη, τον Επίκουρο, όλους, να μας στηρίζουν και δεν συνειδητοποιώ ακόμα ότι όλο αυτό γίνεται για τα τραγούδια που γράψαμε. Αυτό που ισχύει και για μένα και για τον Γιώργο είναι ότι στόχος μας δεν είναι ότι τώρα θα ζούμε απ’ αυτό, θα βγαίνουμε, θα κάνουμε live και θα βγάζουμε δίσκους. Προσωπικός μου στόχος τώρα είναι να τελειώσω τις εκκρεμότητες με τη σχολή, να πάρω το πτυχίο μου και να γίνω δάσκαλος μουσικής σε μουσικά σχολεία. Προτιμώ αυτό το πράγμα με τα cd και τις εμφανίσεις να είναι σε πιο χαλαρό ρυθμό. Φοβάμαι ότι άμα μπει το «πρέπει», ότι δηλαδή πρέπει να βγω να παίξω γιατί πρέπει να βγάλω χρήματα θα είναι περίεργο. Εγώ την κιθάρα, τη μουσική, το να παίξω ένα όργανο το θέλω όταν πάω να ξεκουραστώ. Αν χωθείς όμως και παίζεις συνέχεια, όταν θα θες να ξεκουραστείς, δε θα πιάνεις το όργανο και κάπως έτσι το αφήνεις.

Το επόμενο βήμα ποιο είναι; Γιώργο, μας είπες ότι έχετε πολλά τραγούδια έτοιμα. Η συμπραξή σας σκέφτεστε ότι θα λειτουργεί ως βάση με διάφορες συμμετοχές όπως κάνατε στον πρώτο δίσκο ή σκέφτεστε το ενδεχόμενο συνεργασίας του καθενός χωριστά με άλλους καλλιτέχνες
Γ.Γκ.: Η μορφή της επόμενης δουλειάς δεν είναι ακόμη σίγουρη. Η λογική πάντως λέει πως ένα μέρος θα είναι με δικούς μου στίχους, ένα άλλο μέρος με στίχους άλλων στιχουργών κι ένα μέρος με στίχους του Βαγγέλη. Παράλληλα με αυτό, υπάρχουν κι άλλα τραγούδια στα οποία λέμε να γίνουν συνεργασίες με άλλους τραγουδιστές με τους οποίους ήδη έχουμε μιλήσει, με νέους ανθρώπους.
Β.Κ.: Ναι, οι συμμετοχές μου αρέσουν. Νομίζω ότι και στον επόμενο δίσκο θα υπάρχουν δύο ή τρεις. Ας πούμε για τον Ψαραντώνη υπάρχει κι άλλο κομμάτι. Δεν ξέρω τι γίνεται με τον Ψαραντώνη (γέλια)!

Οι ζωγραφιές της Δήμητρας

Πάμε και στις περίφημες ζωγραφιές της Δήμητρας Ψυχογιού που δε θα μπορούσαν να είναι πιο αντιπροσωπευτικές των εικόνων και των νοημάτων που βγαίνουν απ’ τα τραγούδια σας. Πώς προέκυψε η συνεργασία σας;
Γ.Γκ.: Ήταν μια πανέμορφη, τυχαία συνάντηση. Πρώτη φορά την είδα σ΄ένα live ενός φίλου, του Γιάννη του Κασσωτάκη, όπου ανέβηκε και τραγούδησε. Μέχρι τότε δεν γνωριζόμασταν. Μετά από λίγες μέρες τη συνάντησα έξω από το σπίτι μου και μέχρι να καταλάβω ότι ήταν το πρόσωπο που είδα πριν λίγες μέρες στο live στο «μπαράκι του Βασίλη», δεν πρόλαβα να πω «γεια» γιατί είχε περάσει ήδη κι εγώ πήγαινα σε αντίθετη κατεύθυνση. Πήρα τηλέφωνο το Γιάννη τον Κασσωτάκη, τον ρώτησα αν ξέρει πού μένει η Δήμητρα, που είχε ανεβάσει κι είχε τραγουδήσει, και μου είπε πως έμενε στα Πετράλωνα. Του είπα να την πάρει τηλέφωνο. Την πήρε τηλέφωνο κι ανακαλύψαμε ότι μέναμε σε διπλανές πολυκατοικίες. Κανονίσαμε να βρεθούμε για καφέ. Ήπιαμε καφέ και της έδωσα να ακούσει τα τραγούδια. Της άρεσαν και προσφέρθηκε αφιλοκερδώς-να το τονίσουμε- να κάνει όλη τη δουλειά. Και όλοι οι μουσικοί που έχουν παίξει έχουν έρθει ως φίλοι.Όλοι προσφέρθηκαν αφιλοκερδώς.

Συνήθως, οι άνθρωποι που εκφράζονται μέσα από τη μουσική, είναι άνθρωποι μοναχικοί, ευαίσθητοι κι ίσως παραπάνω ρομαντικοί απ’ όσο σηκώνει η πραγματικότητα. Σας χαρακτηρίζει κάτι από αυτά; Τι είδους ανάγκη καλύπτεται μέσα από τη διαδικασία της σύνθεσης και της στιχουργικής αντίστοιχα; Ή μήπως κι η τέχνη απαιτεί λίγο τη μοναχικότητα, την αποστασιοποίηση;
Β.Κ.: Σίγουρα. Τώρα εγώ δεν μπορώ να σας πω ’’α, είμαι μοναχικός τύπος κι ευαίσθητος και τέτοια’’. Δεν ξέρω τι είμαι. Αυτό θα το πουν οι άλλοι. Η μοναχικότητα πάντως χρειάζεται. Εγώ μέχρι στιγμής λειτουργώ μόνος μου. Πολύ σπάνια έχω γράψει τραγούδι και να είναι κάποιος δίπλα μου. Στα επόμενα χρόνια δεν ξέρω κατά πόσο θα μπορώ να απομονώνομαι κι αυτό είναι κάτι που με φοβίζει. Για μένα, είναι έκφραση. Συνήθως δεν είναι χαράς γιατί τη χαρά την εκφράζεις πιο εύκολα κι αλλιώς, ενώ η τέχνη είναι πιο εσωτερική από μόνη της. Βγάζεις διάφορα πράγματα. Μπορεί να βγάλεις για παράδειγμα θλίψη, μοναξιά, έρωτα, τα πάντα. Εμένα μου βγαίνει συνήθως όταν πιέζομαι. Αν δεν υπήρχε η μουσική, το να παίζω κάποιο όργανο, τώρα μάλλον θα ήμουν ψυχάκιας, θα ήμουν άλλος άνθρωπος. Από μικρός, θυμάμαι, μόλις έρχονταν οι εξετάσεις στο σχολείο, μου έβγαινε να παίζω μουσική. Καθόμουνα, είχα την κιθάρα στη γωνία, προσπαθούσα να διαβάσω, κοίταζα από εκεί κι έλεγα: «όχι, ρε γαμώτο, δεν μπορώ» και τα παράταγα όλα. Είχα πάντα κασετοφωνάκι δίπλα μου και εξακολουθώ να έχω γιατί όταν μου έρχεται κάτι, πρέπει να βγει από μέσα μου αλλιώς θα σκάσω! Είναι ανάγκη κανονική για μένα η μουσική.
Γ.Γκ.: Κι εγώ όποτε λειτουργώ, όποτε γράφω, είμαι πάντα σε φάση μοναχικότητας και ηρεμίας. Μάλλον όχι ηρεμία, έξαρση είναι, μια περίεργη ψυχολογική κατάσταση. Και για μένα ανάγκη είναι. Μου έρχεται αυτό που έλεγα πριν. Έρχεται η στιγμή που θέλω να εξωτερικεύσω κάτι και το λέω στο χαρτί. Βασικά, το χαρτί είναι ο άνθρωπός μου. Εννοείται πως υπάρχουν οι φίλοι αλλά τη συγκεκριμένη στιγμή που νιώθω αυτό το πράγμα, τα λέω στο χαρτί.
Β.Κ.: Απλά, είναι διαφορετική έκφραση. Εσένα, σου βγαίνει στο χαρτί ενώ εμένα σε κάποιο όργανο. Και για το θέμα του πόσο γρήγορα μπορεί να βγει ένα τραγούδι, μια μουσική, είναι φορές που μπορεί να μου βγει κάτι χείμαρρος αλλά είναι άλλες φορές που μπορεί να βγάλω μισό τραγούδι, ένα ρεφραίν, ένα κουπλεδάκι και το υπόλοιπο να το βγάλω μετά από μια βδομάδα, από ένα μήνα, από πέντε χρόνια. Μες στο δίσκο, ας πούμε, είναι κάποια τραγούδια που δε βγήκαν κατευθείαν και μπορεί να μεσολάβησαν και δύο χρόνια.

Η έμπνευση και τα απρόοπτά της

Ένα τραγούδι που βγήκε σαν χείμαρρος;
Β.Κ.: Η «Μικρή αυταπάτη» είναι ένα κομμάτι που μου βγήκε σαν χείμαρρος και μπροστά στον Γιώργο κιόλας. Ωστόσο, η «Στιγμή στο άπειρο» ήταν το τραγούδι χείμαρρος. Ήταν όντως μια στιγμή στο άπειρο, αυτό το τραγούδι. Και τα δύο γράφτηκαν την ίδια βραδιά. Πίναμε τσίπουρο από τον Ελικώνα. Ο Γιώργος μου έλεγε ότι χρειαζόμασταν ένα ζεϊμπέκικο και με προκάλεσε τσαντίζοντας με, ισχυριζόμενος ότι δεν μπορούσα να γράψω. Αυτό είναι το μοναδικό τραγούδι που έχει βγει έτσι γιατί δε λειτουργώ ποτέ με αυτόν τον τρόπο.
Γ.Γκ.: Σκεφτείτε ότι ήταν ένα σαββατόβραδο που είχαμε κανονίσει με φίλους να βγούμε. Ήταν η ώρα 9, είχαμε πει να βγούμε στις 11 κι είπαμε να πιούμε κανένα τσιπουράκι. Μέχρι να πάει η ώρα, είχαμε ήδη πιει κάμποσα τσιπουράκια κι είχαμε φτιάξει ένα από αυτά τα τραγούδια. Τελικά, δε βγήκαμε αλλά εκείνο το βράδυ που κράτησε μέχρι τις τέσσερις το πρωί, γράφτηκαν τρία κομμάτια και συμπληρώθηκε άλλο ένα, ολοκληρώθηκαν δηλαδή τέσσερα κομμάτια.
Β.Κ.: Για μένα, η έμπνευση συνέχισε και την επόμενη μέρα. Κράταγα από το προηγούμενο βράδυ και μόλις σηκώθηκα, έφτιαξα ένα τραγούδι που δεν έχει βγει ακόμα, το «Με κουράζουν οι λέξεις» σε στίχους μιας φίλης μας. Ξύπνησα κι έιχα τη μελωδία στο μυαλό μου, πήρα την κιθάρα και το έβγαλα κατευθείαν. Μιλάμε, όμως, για δυσκολίες χρόνων σε άλλα κομμάτια.

Στοίχοι με όνειρα κι ελπίδα

Στους στίχους όπως είπαμε κυριαρχούν το όνειρο, η φαντασία κι η ελπίδα. Τι στάση κρατάτε απέναντι στα πράγματα, όχι μόνο στα προσωπικά αλλά και στα μουσικά και γενικότερα; Δηλώνετε ρεαλιστές κι απαισιόδοξοι ή είστε πιο ρομαντικοί κι επιμένετε να ονειρεύεστε, σαν «της ελπίδας ιδρυτές»;
Β.Κ.: Εγώ είμαι και τα δύο. Επειδή είμαι και δίδυμος (γέλιο), περνάω όλες τις φάσεις. Υπάρχουν φάσεις που είμαι πολύ ρεαλιστής αλλά γενικότερα είμαστε και πολύ ρομαντικοί τύποι. Ακόμη κι ο τρόπος που έχουμε κάνει το cd είναι πολύ ρομαντικός. Ρομαντικός με την έννοια ότι μόλις ήταν έτοιμος ο δίσκος, σκεφτόμασταν ότι θα το πάμε στο ραδιόφωνο και θα το παίξουν ενώ με τις εταιρίες και τους σταθμούς παίζονται διάφορα παιχνίδια. Γενικά ,όμως, κινηθήκαμε πολύ ήρεμα και χαλαρά και δεν είπαμε ότι τώρα θα βγάλουμε δίσκο. Το πήγαμε πιο ήρεμα. Δεν αγχωθήκαμε ποιος θα κάνει τις ζωγραφιές, ποιος θα έρθει να παίξει… Όταν βλέπεις τα πράγματα έτσι, θετικά κι απλά, όλα έρχονται ομαλά.
Γ.Γκ.: Συμφωνώ. Μάλιστα, κάθε φορά εμφανιζόταν από μόνος του αυτός που έπρεπε να έρθει. Εγώ πάλι είμαι τόσο πολύ αισιόδοξος που συχνά πυκνά τρώω καμιά σφαλιάρα αλλά συνεχίζω να είμαι αισιόδοξος. Και βέβαια, αυτό ισχύει ως γενικότερη στάση ζωής. Ο δίσκος είναι μόνο ένας τομέας.

Υπάρχει ένα κοινωνικό θέμα που σας ευαισθητοποιεί περισσότερο ως νέους ανθρώπους;
Γ.Γκ.: Ένα επίκαιρο θέμα που με έχει ενοχλήσει απίστευτα και θα ήθελα να πλακώσω στο ξύλο πολλούς είναι αυτό με του Μάριου Ζέρβα. Μα, είναι τραγικό, είναι απίστευτο. Ένα παιδί, ένας νορμάλ άνθρωπος πήγε σε μια πορεία κι είναι στη φυλακή τώρα ένα μήνα και ενώ δεν έχει κάνει τίποτα. Υπάρχουν φωτογραφίες, βίντεο τη στιγμή της σύλληψης που αποδεικνύουν ότι δεν έχει κάνει τίποτα κι ο ίδιος είναι ακόμα μέσα επειδή δεν έχουν ακόμη ολοκληρωθεί οι διαδικασίες. Και 15 του μηνός (σ.σ. αναφέρεται στα γεγονότα του Απριλίου) έχει μια πορεία γι’ αυτό το θέμα που ελπίζω να πάει καλά και να τον απελευθερώσουν.

Η πολιτική εκεί έξω

Η σχέση σας με την πολιτική ποια είναι;
Β.Κ.: Καμία. Εγώ, παρόλο που συμφωνώ με πολλές από τις συνάξεις και τις πορείες που γίνονται για τα κοινωνικά θέματα, επειδή μπλέκουνε πολύ τα κομματικά, δεν ασχολούμαι. Δε μου αρέσει αυτό καθόλου.
Γ.Γκ.: Γενικά, εγώ θεωρώ ότι ενημερώνομαι όσο το δυνατόν καλύτερα γι’ αυτά. Τα κομματικά είναι μια φάση πολύ περίεργη. Δυστυχώς, στην Ελλάδα τα έχουνε κάνει μην πω αλλά θέλω να πιστεύω ότι στην αριστερά υπάρχουν άνθρωποι που έχουν θετική και καλή άποψη για το πώς μπορούν να εξελιχθούν τα πράγματα. Βέβαια, η ελληνική αριστερά ως σύνολο τα έχει μπλέξει λίγο, δεν ξέρει πού να κοιτάξει και νομίζω ότι πάντα ίσχυε αυτό. Στον προηγούμενο αιώνα για παράδειγμα, κατοχή-εμφύλιος οι άνθρωποι που ηγούνταν ήταν πολύ κακοί άνθρωποι ενώ οι πολύ καλοί άνθρωποι ήταν αυτοί που ήταν από κάτω και τρώγαν τις σφαλιάρες. Αυτοί που πάλευαν πραγματικά ήταν οι από κάτω κι όταν ερχόταν η ώρα να ηγηθούνε, βγαίναν μπροστά οι άλλοι, οι πολύ κακοί άνθρωποι. Έτσι, μπορώ να τους χαρακτηρίσω και τα κάνανε χάλια.

Σε ορισμένα τραγούδια σας, κυριαρχεί η αναζήτηση της αλήθειας. Εσείς έχετε βρει την προσωπική σας αλήθεια σ’ ένα πρόσωπο, μια έννοια, μια αξία ή κάτι άλλο που σας κάνει «να μη ζείτε από συνήθεια»; Έχετε βρει κάτι που να λέτε ότι είναι η αλήθεια σας και στηρίζεστε εκεί;
Γ.Γκ.: Αυτό που ισχύει και το βλέπεις σε διάφορα κομμάτια και σε αυτή τη φράση που αναφέρατε, είναι η συνεχής αναζήτηση της αλήθειας η οποία έχει πολλές εκφάνσεις. Μπορεί να είναι η αλήθεια στον έρωτα, η αλήθεια στη φιλία, η αλήθεια στο τι συμβαίνει γύρω μας, η αλήθεια σε πάρα πολλά πράγματα. Είμαστε στην αναζήτηση. Εγώ πάντως αυτό που νιώθω να συμβαίνει στη ζωή μου είναι ότι βρίσκω αλήθειες οι οποίες δε σημαίνει ότι παραμένουν. Ανακαλύπτεις ότι κάτι που θεωρείς αλήθεια όντως είναι ή ότι είναι αλήθεια μόνο για την συγκεκριμένη περίοδο.

Η φιλία ως αλήθεια;
Γ.Γκ.: Ναι, μπορεί. Κάποια στιγμή βρίσκεις ένα φίλο που είναι για σένα αδελφός και σας συνδέει αληθινή φιλία. Στην πορεία όμως χάνεστε γιατί προχωράει η ζωή. Η αλήθεια αυτή δε σταματάει να ισχύει. Παραμένει, αλλά μετά υπάρχουν κι άλλες αλήθειες. Είναι μια συνεχής αναζήτηση η αλήθεια. Δε σταματάει πουθενά.

Υπάρχει κάποιο τραγούδι που να αγαπάει ο καθένας σας περισσότερο για κάποιο συγκεκριμένο λόγο ή να σου αρέσει, Βαγγέλη να το ερμηνεύεις περισσότερο;
Β.Κ.: Αχ, δύσκολη ερώτηση αυτή τώρα. Τι να πω… Τα τραγούδια τα αγαπάω όλα αλλά νομίζω ότι το «Ριζιμιό» είναι από τα πολύ αγαπημένα κομμάτια για μένα. Αντίθετα, το τραγούδι που μπορώ πιο εύκολα, ας πούμε, να δώσω σε άλλον και δεν με πειράζει αν θα το πω εγώ είναι η «Στιγμή στο άπειρο». Δεν ξέρω γιατί.
Γ.Γκ.: Για μένα, η «Ηλιαχτίδα» είναι πολύ ιδιαίτερη στιγμή. Από άποψη προσωπική, έχω χαρεί πολύ που το έχω γράψει. Από άποψη εκτίμησης στον εαυτό μου για το τί έγραψα. Αυτό ισχύει και για τους στίχους των δύο τραγουδιών του Ψαραντώνη.

Εμείς να σας ευχηθούμε τα καλύτερα στο μέλλον!

Ο Βαγγέλης Καζαντζής θα εμφανίζεται μαζί με τη Μαρίνα Δακανάλη από το Σάββατο 9 και κάθε Σάββατο του Οκτώβρη στη μουσική σκηνή «Πυρήνας» στην Αθήνα.

 

Συνέντευξη: Μάνια Σχοινά και Γιώτα Παπαλουκά

email: [email protected]

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.