Τα ζητηματα της συμφωνιας με την ΠΓΔΜ απο συνταγματικη σκοπια
Απαντήσεις στα ζητήματα που ανέκυψαν στον δημόσιο διάλογο, είτε μεταξύ πολιτικών εκπροσώπων είτε και πολιτών, μετά την ανακοίνωση για την συμφωνία Ελλάδας και ΠΓΔΜ για το ονοματολογικό.
Οι δύο πλευρές κατέληξαν σε συμφωνία, η οποία περιλαμβάνει μεταξύ άλλων πως το επίσημο όνομα θα είναι «Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας», το οποίο θα είναι το συνταγματικό και θα χρησιμοποιείται ergaomnes, όπως προβλέπεται στη συμφωνία, συναντώντας ωστόσο σφοδρές αντιδράσεις από το εσωτερικό των δύο χωρών και τα κόμματα της αντιπολίτευσης.
Χαρακτηριστικές είναι οι αντιδράσεις της ΝΔ η οποία από την πρώτη στιγμή καταφέρθηκε κατά του Αλέξη Τσίπρα υποστηρίζοντας πως δεν διαθέτει τη νομιμοποίηση να υπογράψει την σχετική συμφωνία, ενώ από τα «πυρά» της αντιπολίτευσης δεν ξέφυγε και ο προερχόμενος από το κόμμα της ΝΔ, Πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. Προκόπης Παυλόπουλος ο οποίος στην συνάντησή του με τον Πρωθυπουργό έκανε λόγο για μία «καλή συμφωνία» η επίτευξη της οποίας «εναπόκειται στην γείτονα χώρα» η οποία θα πρέπει να τηρήσει τα όσα αυτή προβλέπει για την κύρωσή της.
Δια στόματος του Βασίλη Λεβέντη της Ένωσης Κεντρώων αλλά και των Παμμακεδονικών οργανώσεων ακούσαμε επίσης εκ νέου το αίτημα για διενέργεια δημοψηφίσματος, ούτως ώστε να εισακουστεί η άποψη του ελληνικού λαού.
Σε όλα τα προαναφερθέντα αλλά και στα όσα προηγούνται και ακολουθούν της ενδεχόμενης υπογραφής της συμφωνίας αυτής, αναφέρθηκε μιλώντας στο «Ράδιο Παρατηρητής 94fm» ο Συνταγματολόγος και Λέκτορας της Νομικής Σχολής του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης κ. Στυλιανός Κουτνατζής.
Ο λόγος στον ίδιο…
ΠτΘ: κ. Κουτνατζή ξεκινώντας τα όσα κατατίθενται στον δημόσιο διάλογο μετά και την ανακοίνωση της συμφωνίας. Με βάση τη ρητορική της αξιωματικής αντιπολίτευσης περί νομιμοποίησης ή όχι της ελληνικής κυβέρνησης να υπογράψει την συμφωνία, τελικά τι ισχύει;
Σ.Κ.: Θα πρέπει να διακρίνουμε δύο ζητήματα. Το πρώτο είναι το συνήθως συμβαίνον. Ο συνταγματικός κανόνας ως προς τη διαδικασία, η οποία ακολουθείται, και εν γένει κατά την άσκηση της κυβερνητικής δραστηριότητας και πιο συγκεκριμένα σε σχέση με τη συνομολόγηση διεθνών συνθηκών, που είναι το ζήτημα που εδώ μας αφορά. Ο συνταγματικός κανόνας είναι ότι η κυβέρνηση απολαμβάνει την εμπιστοσύνη της Βουλής, από τη στιγμή κατά την οποία δεν έχει ακολουθηθεί η συνταγματικά προβλεπόμενη διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας η Βουλή αίρει την εμπιστοσύνη προς την κυβέρνηση. Η διαδικασία αυτή προϋποθέτει είτε την κατάθεση από την κυβέρνηση μιας πρότασης εμπιστοσύνης, η οποία εάν καταψηφιστεί τότε αίρεται η εμπιστοσύνη της βουλής προς την κυβέρνηση ή από την άλλη πλευρά την πρόταση δυσπιστίας την οποία μπορεί να καταθέσει η αντιπολίτευση και η οποία εάν υπερψηφιστεί επίσης αίρεται η εμπιστοσύνη της Βουλής προς την κυβέρνηση. Μέχρι την στιγμή που δεν υπάρχει κάτι από τα δύο, η κυβέρνηση απολαμβάνει την εμπιστοσύνη της Βουλής και συνεπώς ασκεί, σύμφωνα με το Σύνταγμα, τις αρμοδιότητές της και κατ’ επέκταση μπορεί να προχωρήσει στη διαπραγμάτευση και εν τέλει στην υπογραφή μιας διεθνούς συνθήκης.
Το συνήθως συμβαίνον είναι ότι η Βουλή θα παρέμβει σε ένα μεταγενέστερο στάδιο, στο στάδιο της λεγόμενης κύρωσης της συμφωνίας, προκειμένου η διεθνής συμφωνία να καταστεί, όπως λέει χαρακτηριστικά το Σύνταγμα, αναπόσπαστο μέρος της εσωτερικής έννομης τάξης και να έχει την υπερνομοθετική ισχύ που λέει το Σύνταγμα, να να υπερέχει δηλαδή σε σχέση με τους τυπικούς νόμους. Τότε, εκ των υστέρων, μετά από την υπογραφή της διεθνούς συμφωνίας, θα πρέπει αυτή να κυρωθεί από τη Βουλή. Υπό την έννοια αυτή η πρακτική η οποία φαίνεται να ακολουθείται, ανταποκρίνεται σε αυτό. Το ζήτημα είναι ότι συντρέχουν μια σειρά από ειδικές συνθήκες, οι οποίες έχουν οδηγήσει σε ένα προβληματισμό προς το αν θα πρέπει για την προκειμένη περίπτωση να δεχτούμε μια εξαίρεση από τον συνταγματικό κανόνα.
Οι συνθήκες αυτές είναι: πρώτον, ότι υπάρχει μια εκπεφρασμένη διαφωνία μεταξύ των δύο κυβερνητικών εταίρων ως προς το ζήτημα της συγκεκριμένης συμφωνίας. Αυτό δεν είναι κάτι το οποίο συμβαίνει για πρώτη φορά. Αντιθέτως, στην παρούσα κυβέρνηση, από το 2015 και μετά, έχει συμβεί αρκετά συχνά. Στη νεότερη συνταγματική ελληνική ιστορία οι κυβερνήσεις συνεργασίας είναι η εξαίρεση, δεν είναι ο κανόνας, αλλά από το 2012 και μετά είναι αυτό που έχουμε να αντιμετωπίσουμε στην ελληνική πολιτική και συνταγματική πραγματικότητα. Αυτό που μέχρι το 2015 συνέβαινε, είναι ότι ακόμα και για πολύ τεχνικά και λεπτομερειακά ζητήματα που προϋπέθεταν συμφωνία μεταξύ των δύο ή των περισσοτέρων κυβερνητικών εταίρων, εάν δεν υπήρχε συμφωνία, αυτά δεν προχωρούσαν. Από το 2015 και μετά αυτό έχει μεταβληθεί και υπάρχει μια προσπάθεια, η οποία με διάφορα νομοθετήματα το τελευταίο διάστημα έχει εκδηλωθεί, τα οποία τελικά υπερψηφίζονται από τη Βουλή χάρη στις ψήφους, είτε μεμονωμένων βουλευτών, είτε και κομμάτων της αντιπολίτευσης, χωρίς να υπάρχει απαραίτητα συμφωνία μεταξύ των κυβερνητικών ετέρων. Αυτό από μόνο του δεν δημιουργεί βεβαίως κάποιο συνταγματικό ζήτημα, αλλά είναι κάτι που πρέπει να σημειώσουμε, ιδίως επειδή έχουμε και μια σειρά από άλλους παράγοντες που έχουν κάποια σημασία. Δεν είναι μόνο εν προκειμένω, ότι έχουμε να κάνουμε με μια διάσταση μεταξύ των δύο κυβερνητικών ετέρων, είναι και ότι ο ένας εκ των δύο, οι ΑΝΕΛ στη προκειμένη περίπτωση, αντιμετωπίζει το συγκεκριμένο θέμα ως ένα μείζονος σημασίας θέμα και όχι ως ένα επιμέρους ζήτημα χωρίς κάποια ειδικότερη σημασία.
«Μπορεί κανείς να υποστηρίξει πως σε πολιτικό επίπεδο δεν θα ήταν απαραίτητα προς το εθνικό συμφέρον να υπάρξει μια διεθνής συμφωνία η οποία θα υπογραφεί μεν, δεν θα υλοποιηθεί δε»
Αυτό που επίσης έχει τη σημασία του και είναι μια σημαντική ιδιαιτερότητα, είναι ότι έχουμε να κάνουμε με μια διεθνή συμφωνία η οποία στο βαθμό που υπογράφεται από την αρμόδια κυβέρνηση, επισύρει ορισμένες συνέπειες. Οι συνέπειες αυτές οριοθετούνται στη Σύμβαση της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών του 1969, η οποία κωδικοποιεί αρχές του εθιμικού διεθνούς δικαίου. Η διεθνής αυτή σύμβαση λέει επίσης ότι για να ολοκληρωθεί η διεθνής δέσμευση της χώρας απαιτείται εν τέλει η επικύρωσή της. Η επικύρωση είναι κάτι διαφορετικό από την κύρωση, καθώς η κύρωση είναι αυτό που συμβαίνει σε εθνικό επίπεδο από την εθνική Βουλή, η οποία θα ψηφίσει τον κυρωτικό νόμο, εκ των υστέρων. Η επικύρωση είναι μια πράξη η οποία διενεργείται στο διεθνές επίπεδο. Αφού έχει ολοκληρωθεί η κύρωση, έρχεται το κράτος και καταθέτει το λεγόμενο πρωτόκολλο επικύρωσης με το οποίο τίθεται κατ' αρχήν η σύμβαση σε ισχύ σε διεθνές επίπεδο.
Το θέμα είναι ότι ήδη από την υπογραφή, η οποία θα γίνει στις Πρέσπες εντός των ημερών, ενεργοποιείται μια σειρά από συνέπειες, αφενός μεν νομικές, αφετέρου πολιτικές. Οι συνέπειες έγκεινται στο ότι σύμφωνα με τη σύμβαση της Βιέννης γιατο Δίκαιο των Συνθηκών, η χώρα η οποία έχει υπογράψει μια διεθνή συνθήκη υποχρεούται να μην συμπεριφέρεται κατά τρόπο αντίθετο προς το αντικείμενο και το σκοπό αυτής.
Υποχρεούται να επιχειρεί, καλή τη πίστει, να κάνει ό,τι είναι σε θέση, προκειμένου η διεθνής αυτή σύμβαση να τεθεί σε ισχύ. Με την υπογραφή της Διεθνούς Συνθήκης η χώρα μας υποχρεούται να μην αντιστρατεύεται πλέον το αντικείμενο και το σκοπό της συμφωνίας, σε επίπεδο νομικό, και επίσης σε επίπεδο πολιτικό μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι δεν θα ήταν απαραίτητα προς το εθνικό συμφέρον να υπάρξει μια διεθνής συμφωνία, η οποία θα υπογραφεί μεν, δεν θα υλοποιηθεί δε, αν στο στάδιο της κύρωσης φτάσουμε στο ότι δεν υπάρχει η απαιτούμενη πλειοψηφία για την κύρωση.
«Πιο δόκιμο το να προχωρήσει η κυβέρνηση με δική της πρωτοβουλία στο ερώτημα της παροχής ψήφου εμπιστοσύνης από τη βουλή προς την κυβέρνηση»
ΠτΘ: Στην περίπτωση της υπογραφής, αλλά όχι της κύρωσης της συμφωνίας αυτής, αυτό δημιουργεί κάποιο κακό προηγούμενο για την χώρα μας;
Σ.Κ.: Στο βαθμό κατά τον οποίο δεν θα πληρωθούν οι προϋποθέσεις που τίθενται από τη συμφωνία σε σχέση με την άλλη πλευρά, τότε δεν τίθεται ζήτημα υποχρέωσης, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο προκειμένου η χώρα μας να κυρώσει τη συγκεκριμένη συμφωνία. Γιατί η συμφωνία προβλέπει μια χρονική αλληλουχία των ενεργειών που απαιτούνται και πρώτα θα πρέπει να ολοκληρωθούν οι ενέργειες από την άλλη πλευρά και στη συνέχεια θα κυρωθεί η συμφωνία από την Ελλάδα. Πρόβλημα δημιουργείται στην περίπτωση κατά την οποία η άλλη πλευρά κάνει όσα προβλέπονται από τη συμφωνία, κάνει το δημοψήφισμα εάν το επιλέξει, ολοκληρώσει την αναθεώρηση του συντάγματος, προχωρήσει στην κύρωση της συμφωνίας από την εθνική Βουλή και στη συνέχεια, όταν θα έρθει πλέον η συμφωνία προς κύρωση στην Ελλάδα, δεν συγκεντρωθεί η απαιτούμενη πλειοψηφία στην ελληνική βουλή. Τότε θα υπάρχει ένα ζήτημα αφενός μεν νομικό, σε σχέση με την υποχρέωση που έχουμε να κάνουμε ό,τι απαιτείται προκειμένου να μην αντιστρατεύεται η Ελλάδα το αντικείμενο και το σκοπό της συμφωνίας.
Από την άλλη πλευρά, ιδίως στη συγκεκριμένη περίπτωση, θα υπάρχει και ένα ζήτημα εθνικού συμφέροντος, με την έννοια ότι στο πλαίσιο του “blamegame” και της προσπάθειας επίρριψης ευθυνών για την αποτυχία μιας συμφωνίας, αυτό θα φαίνεται ότι περιορίζεται στην ελληνική πλευρά. Αυτά τα επιχειρήματα, η διάσταση μεταξύ των δύο κυβερνητικών εταίρων για ένα θέμα μείζονος σημασίας, οι νομικές και πολιτικές συνέπειες που θα έχει ενδεχόμενη μη κύρωση της συμφωνίας εν τέλει στην Ελλάδα, είναι τα επιχειρήματα που προβάλλονται στη συγκεκριμένη περίπτωση από την αντιπολίτευση προκειμένου να ζητηθεί ένα επιπλέον στάδιο. Να υπάρξειδηλαδή όχι μόνο μετά την υπογραφή η κύρωση της συμφωνίας από την ελληνική Βουλή, αλλά να υπάρξει και ένα στάδιο πριν από την υπογραφή, στο πλαίσιο της οποίας θα παράσχει η ελληνική Βουλή μία ειδική νομιμοποίηση και θα οριοθετήσει το πλαίσιο εντός του οποίου μπορεί να υπογραφεί μία τέτοια συμφωνία.
Το καλοκαίρι του ΄15, στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης που είχαμε τότε, είχε περάσει από την ελληνική Βουλή με μια διαδικασία η οποία ήταν αρκετά πρωτόγνωρη, μία διάταξη με την οποία παρείχε η Βουλή την εξουσιοδότηση της διαπραγμάτευσης προς την κυβέρνηση εντός ορισμένων ορίων. Αυτό που θα θεωρούσα το πιο δόκιμο, θα ήταν να προχωρήσει η κυβέρνηση με δική της πρωτοβουλία ενόψει της επικείμενης σύναψης μιας τέτοιας διεθνούς συμφωνίας, στο ερώτημα της παροχής ψήφου εμπιστοσύνης από τη Βουλή προς την κυβέρνηση. Ουσιαστικά θα επιτυγχανόταν έτσιτο ίδιο αποτέλεσμα με αυτό, το οποίο τονίζεται από την αντιπολίτευση τώρα, απλώς θα επιτυγχανόταν ίσως με την τήρηση μιας διαδικασίας η οποία προβλέπεται στο σύνταγμα. Ενώ η προληπτική οριοθέτηση της εξουσίας της διαπραγμάτευσης είναι κάτι το οποίο έγινε μεν το 2015, δεν προβλέπεται όμως, ούτε είναι απαραιτήτως ο πιο δόκιμος τρόπος για να φτάσουμε στο ίδιο αποτέλεσμα. Το αποτέλεσμα και μέσα από τη διαδικασία ψήφου εμπιστοσύνης θα ήταν το ίδιο. Θα υπήρχε δηλαδή μια νομιμοποίηση της Βουλής προς την κυβέρνηση και θα υπήρχε και η εξασφάλιση στο μέτρο του δυνατού ότι θα αποφύγουμε τις αρνητικές συνέπειες που ενδεχομένως θα είχε η υπογραφή η οποία δεν θα συνοδευτεί στη συνέχεια από κύρωση μιας διεθνούς συμφωνίας.
«Η μοναδική δυνατότητα που προβλέπει το Σύνταγμα προκειμένου να διενεργηθεί ένα δημοψήφισμα για κρίσιμο εθνικό θέμα, είναι να υπάρχει μια πρόταση του υπουργικού συμβουλίου»
ΠτΘ: Στον δημόσιο διάλογο έχει τεθεί και το ζήτημα δημοψηφίσματος. Προβλέπεται κάτι τέτοιο από το Σύνταγμα για την συγκεκριμένη περίπτωση;
Σ.Κ.: Το Σύνταγμα προβλέπει δύο κατηγορίες δημοψηφισμάτων. Αφενός το δημοψήφισμα για κρίσιμο εθνικό θέμα, αφετέρου το δημοψήφισμα για ψηφισμένο νομοσχέδιο που ρυθμίζει σοβαρό κοινωνικό ζήτημα. Η συμφωνία με τη γειτονική χώρα, ως προς το ζήτημα της ονομασίας της και των μεταξύ μας σχέσεων, ασφαλώς αποτελεί ένα κρίσιμο εθνικό θέμα, υπό την έννοια της συγκεκριμένης συνταγματικής διάταξης. Το ζήτημα όμως είναι ως προς την ακολουθητέα διαδικασία και αυτό γιατί το Σύνταγμά μας δεν προβλέπει κάποια δυνατότητα προκειμένου να επιτευχθεί η διενέργεια δημοψηφίσματος, είτε με πρωτοβουλία της αντιπολίτευσης, είτε με τη συγκέντρωση ενός ελάχιστου αριθμού υπογραφών πολιτών, είτε με πρωτοβουλία, για παράδειγμα, του Προέδρου της Δημοκρατίας. Η μοναδική δυνατότητα που προβλέπει το Σύνταγμα προκειμένου να διενεργηθεί ένα δημοψήφισμα για κρίσιμο εθνικό θέμα, είναι να υπάρχει μια πρόταση του υπουργικού συμβουλίου, δηλαδή της κυβέρνησης, και να υπάρχει στη συνέχεια μια απόφαση της απόλυτης πλειοψηφίας του όλου αριθμού των βουλευτών. Η συνταγματική δυνατότητα για τη διενέργεια δημοψηφίσματος υπάρχει, αλλά η αποφασιστική αρμοδιότητα ως προς την αξιοποίηση στην προκειμένη περίπτωση αυτής της δυνατότητας, επαφίεται αποκλειστικά στην κοινοβουλευτική πλειοψηφία, η οποία, εφόσον το επιθυμεί,μπορεί να ακολουθήσει τη διαδικασία που προβλέπεται από στο άρθρο 44 παρ. 2 του Συντάγματος.
«Η απαραίτητη πλειοψηφία για την κύρωση της συμφωνίας από την Ελληνική Βουλή είναι η απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών»
ΠτΘ: Στο πλαίσιο της συμφωνίας προβλέπεται και η ρήτρα αιρεσιμότητας. Υπάρχει η περίπτωση, ως χώρα, να βρεθούμε προ τετελεσμένων, ακόμα και με τη ρήτρα που προβλέπεται στη συμφωνία; Γιατί μια βασική παράμετρος για την τελική κύρωση της συμφωνίας, αποτελεί και η συνταγματική αναθεώρηση της γείτονος, μια διαδικασία η οποία σε κάθε χώρα είναι μια μέγιστη κοινωνική και πολιτική διαδικασία, η οποία απαιτεί και την πλειοψηφία των πολιτικών κομμάτων να τάσσονται υπέρ, κάτι το οποίο δεν συμβαίνει και στην πλευρά των Σκοπίων.
Σ.Κ.: Εδώ η συμφωνία προβλέπει μια συγκεκριμένη αλληλουχία ενεργειών, οι οποίες πρέπει να γίνουν, προκειμένου η συμφωνία να τεθεί σε ισχύ. Προβλέπεται υπό την έννοια αυτή ότι πρώτα θα πρέπει να γίνουν οι προβλεπόμενες ενέργειες από πλευράς της ΠΓΔΜ και στη συνέχεια ενεργοποιείται η υποχρέωση κύρωσης εκ μέρους της Ελλάδας. Αν οι ενέργειες οι οποίες προβλέπονται για να διενεργηθούν από την άλλη πλευρά, δεν διενεργηθούν εντός του χρονοδιαγράμματος που προβλέπει η συμφωνία, δεν τίθεται ζήτημα κύρωσης της συμφωνίας εκ μέρους της Ελλάδας. Αυτό που είναι ένα ανοιχτό σημείο, το οποίο μένει να διευκρινιστεί, αφορά στο ενδεχόμενο μια τέτοια συνταγματική αναθεώρηση στην ΠΓΔΜ, να ανακληθεί στο μέλλον με μια νέα αναθεώρηση. Πάντως καταρχήν πρόβλημα ως προς την κύρωση της συμφωνίας εκ μέρους της χώρας μας δεν υφίσταται, υπό την έννοια ότι πρέπει προηγουμένως να γίνουν οι απαραίτητες ενέργειες από την άλλη πλευρά.
Όσον αφορά στην απαραίτητη πλειοψηφία για την κύρωση της συμφωνίας από την ελληνική Βουλή, πρέπει να σημειωθεί ότιη απαιτούμενη πλειοψηφία για την κύρωση της συμφωνίας από την ελληνική Βουλή, δεν είναι η αυξημένη πλειοψηφία των 180 ή των 200 βουλευτών. Δεν είναι καν η απόλυτη πλειοψηφία των 151, αλλά απλώς η απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι αν για παράδειγμα ο μικρότερος κυβερνητικός εταίρος επιλέξει να απέχει από τη σχετική κοινοβουλευτική διαδικασία, με την αποχή από την ψηφοφορία των ΑΝΕΛ δηλαδή, ο ΣΥΡΙΖΑ που έχει σήμερα 145 κοινοβουλευτικές έδρες, θα χρειαζόταν ένα μόνο ακόμα βουλευτή άλλου κόμματος, ο οποίος θα συμφωνήσει και θα υπερψηφίσει τη συγκεκριμένη συμφωνία.
«Ο μόνος τρόπος ο ΠτΔ να παρέμβει στην επίτευξη ή όχι μίας συμφωνίας είναι να επικαλεστεί λόγους αντισυνταγματικότητας, τυπικής ή ουσιαστικής»
ΠτΘ: Διαβάζουμε τίτλους που αφορούν στο πρόσωπο του Προέδρου της Δημοκρατίας, και το ενδεχόμενο το κόμμα της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, εν είδει «διαμαρτυρίας» για τη στάση που έχει κρατήσει για τη συμφωνία αυτή καθ' αυτή, να μην προτείνει εκ νέου ή να μην υποστηρίξει τον υφιστάμενο το 2020 για μια ανανέωση της θητείας του. Μπορεί και με ποιόν τρόπο ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας να επηρεάσει την πορεία της συμφωνίας;
Σ.Κ.: Η οριοθέτηση των αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας, κατά το ισχύον Σύνταγμα, είναι εξαιρετικά αυστηρή. Το Σύνταγμα προβλέπει το λεγόμενο αρνητικό τεκμήριο της αρμοδιότητας για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, σύμφωνα με το οποίο ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν έχει άλλες αρμοδιότητες πέραν εκείνων που αναγνωρίζονται κατά τρόπο ρητό και σαφή από το Σύνταγμα. Τα περιθώρια, τουλάχιστον τυπικής ή επίσημης παρέμβασης σε αυτό το στάδιο είναι πάρα πολύ περιορισμένα. Θεωρητικά υπάρχει η δυνατότητα ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας να αναπέμψει τη συμφωνία η οποία έχει τυχόν κυρωθεί από τη Βουλή, με την αρμοδιότητα της αναπομπής που έχει, όμως αυτή είναι μια αρμοδιότητα περισσότερο θεωρητική. Ουδέποτε στη μεταπολίτευση έχει κάνει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας χρήση της αρμοδιότητας της αναπομπής. Για να γίνει χρήση αυτής της αρμοδιότητας δεν αρκεί ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας να επικαλεστεί διαφωνία με ένα νομοσχέδιο ή με μια διεθνή συμφωνία για λόγους σκοπιμότητας, αλλά πρέπει να επικαλεστεί λόγους αντισυνταγματικότητας, τυπικής ή ουσιαστικής, στη συγκεκριμένη συμφωνία. Αυτό είναι εξαιρετικά δύσκολο να το φανταστεί κανείς.
Το ζήτημα της ανανέωσης της θητείας του σημερινού προέδρου είναι ένα ζήτημα το οποίο θα κριθεί τον Ιανουάριο του 2020, όταν συμπληρώνεται η θητεία του, συνεπώς θα τεθεί υπό τις τότε συνθήκες, οι οποίες δεν θα συμπίπτουν με τις σημερινές.
Θα πρέπει σε μια μελλοντική συνταγματική αναθεώρηση να πάμε σε μια κατεύθυνση λελογισμένης ενίσχυσης των αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας, προκειμένου να μπορεί να λειτουργεί ως ένα στοιχειώδες θεσμικό αντίβαρο στην κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Έχει γίνει πλέον ευρύτερα αντιληπτό, ότι ενδεχομένως η αναθεώρηση του 1986 με την οποία συρρικνώθηκαν οι αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας, ανταποκρινόταν στα δεδομένα της τότε εποχής, σήμερα όμως είναι ανάγκη να υπάρχει μια ενίσχυση, η οποία δεν θα φτάσει βεβαίως σε μεταβολή της μορφής του πολιτεύματος, η οποία είναι Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία και δεν είναι Προεδρική Δημοκρατία, αλλά πάντως θα πρέπει να αναγνωρίσει υπέρ του Προέδρου της Δημοκρατίας ορισμένες περαιτέρω αρμοδιότητες σε σχέση με αυτές οι οποίες σήμερα προβλέπονται.
Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.