Tα εκλογικα δικαιωματα Των κρατουμενων

1. 1. Η ανάδειξη νέων πτυχών στην προστασία των πολιτικών δικαιωμάτων και η κριτική προσέγγισή τους αποτελούν συνεχή πρόκληση για την επιστήμη και την Πολιτεία, ιδίως, όταν σχετίζονται με αρχαϊκές και φοβικές εκτιμήσεις σχετικά με την πολιτική δύναμη της ψήφου, τόσο στη διάσταση της «ελεύθερης» και «ανόθευτης» άσκησης του σχετικού δικαιώματος (άρθρ. 52 Συντ.) όσο και στην παραγωγή και διαμόρφωση της πολιτειακής βούλησης.

Αυτή, λοιπόν, η πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα επιβάλλει την αναζήτηση νέων προτάσεων με σκοπό τη συνεχή βελτίωση των σχετικών ρυθμίσεων (σε εθνικό, ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο) και απώτερη επιδίωξη την αρραγή δόμηση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Τούτο καθίσταται προφανές, δεδομένου ότι η διεύρυνση των ενεργών πολιτών συνέχεται με τον γενικότερο εκδημοκρατισμό μιας Πολιτείας, αλλά και παράδοξο διότι τα πολιτικά δικαιώματα (= θεμελιώδη δικαιώματα δεύτερης γενιάς) εξακολουθούν να συνιστούν διεκδίκηση των λαϊκών μαζών δύο περίπου αιώνες μετά την αρχική αναγνώρισή τους.

1. 2. Παρά τη ρητή κατοχύρωση της καθολικής ψηφοφορίας, ως θεμελιώδους συνταγματικής αρχής, από το Ελληνικό Σύνταγμα του 1864 (άρθρ. 66) –θεμελιωμένης στην καταστατική αρχή της λαϊκής κυριαρχίας (άρθρ. 1 παρ. 2, 3 ισχύοντος Συντάγματος)-, μόλις το 1996 ο έλληνας νομοθέτης ρύθμισε την πραγματική ικανότητα άσκησης του δικαιώματος της ψήφου των εκλογέων–κρατουμένων ή υποδίκων (με την οργάνωση ειδικών εκλογικών τμημάτων εντός των σωφρονιστικών καταστημάτων) και τους αναγνώρισε τη δυνατότητα συμμετοχής τους στην εκλογική αναμέτρηση της 22ας Σεπτεμβρίου 1996.

Η μη ρύθμιση των μηχανισμών άσκησης του ενεργητικού εκλογικού δικαιώματος των κρατουμένων –ατόμων με «ακρωτηριασμένη» πολιτική και κοινωνική αυθυπαρξία- υπήρξε αναχρονιστική και ανεξήγητη εμμονή του έλληνα νομοθέτη, αν και η σχετική διαδικασία: α) είχε αναγνωρισθεί, ρητώς, στην ευρωπαϊκή και διεθνή δικαιοταξία, β) έχει λειτουργικό χαρακτήρα (που τεκμηριώνει την υποχρεωτική άσκησή της και αξιώνει ενεργό πολιτική συμμετοχή), γ) συμβάλλει στον σεβασμό και την προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας (άρθρ. 2 παρ. 1 Συντ.), δ) συνιστά θεσμό σημαντικό στον πολιτικό αυτοπροσδιορισμό των κρατουμένων (= πραγμάτωση της πολιτικής τους ελευθερίας υπέρ της δημοκρατικής λειτουργίας της Πολιτείας) (άρθρ. 5 παρ. 1 Συντ.) και κατʼ επέκταση στην κοινωνική τους επανένταξη, ε) συντείνει στην πληρότητα του νοηματικού περιεχομένου και της κανονιστικής ισχύος των

θεμελιωδών αρχών της ψήφου και της ψηφοφορίας (άρθρ. 51 παρ. 3 εδ. α΄, 5 Συντ.), στ) υπήρξε θέμα διαρκούς επικαιρότητας στις εκλογικές αναμετρήσεις της μεταπολίτευσης, ζ) αποτελούσε ένα από τα βασικά αιτήματα στις εξεγέρσεις των κρατουμένων, και η) οι επιτροπές, που συστήθηκαν για την αναμόρφωση της σωφρονιστικής και εκλογικής νομοθεσίας, επιχειρώντας βαθιές και εκσυγχρονιστικές τομές στο σύστημα των σχετικών κανόνων, είχαν διατυπώσει λεπτομερώς πρόσφορες προς τούτο προτάσεις.

1. 3. Η διαμόρφωση ειδικών διατάξεων ρυθμιστικών του πλαισίου άσκησης του εν λόγω δικαιώματος τόσο στη σωφρονιστική (άρθρ. 5 Ν. 2776/1996) όσο και στην εκλογική νομοθεσία (άρθρ. 69 παρ. 2 Π.Δ. 96/2007) επενήργησε, καταρχήν, θετικά στη βίωση εκ μέρους των κρατουμένων των εμπειριών της εκλογικής διαδικασίας, αλλά και στη μαζικότερη θεσμική σύμπραξη του Εκλογικού Σώματος στη διαμόρφωση και παραγωγή της κρατικής βούλησης. Ενώ, οι συνταγματικές αρχές της καθολικής (άρθρ. 51 παρ. 3 εδ. α΄ Συντ.) και υποχρεωτικής ψηφοφορίας (άρθρ. 51 παρ. 5 Συντ.) καθώς και οι καταστατικές διακηρύξεις των άρθρ. 1 παρ. 2, 3 Συντ. απέκτησαν ουσιαστικότερο περιεχόμενο σε μια ολιγάριθμη κατηγορία ενεργών πολιτών.

Το ανωτέρω μεταρρυθμιστικό μέτρο εξωποινικής παρέμβασης –κατάλληλα αξιοποιημένο- θα μπορούσε: α) να αποτρέψει την απορρόφηση των κρατουμένων από τη δίνη των εγκληματογόνων συνθηκών της φυλακής (που συμβάλλουν στην υποτροπή και ιδρυματοποίησή τους), β) να ενισχύσει τους δεσμούς τους με το ευρύτερο κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον, και γ) να ανασκευάσει την αρνητική στάση τους απέναντι στους κοινωνικούς και πολιτικούς θεσμούς.

Οι ανωτέρω συνιστώσες θα μπορούσαν να λειτουργήσουν, αποτελεσματικότερα, προς την κατεύθυνση της ευοίωνης προοπτικής του θεσμού, ιδίως μέσα από τις ενημερωτικές προσεγγίσεις των κρατουμένων με τους φορείς του πολιτικού γίγνεσθαι. Έτσι, ώστε να καταστεί ευχερέστερη η βίωση: α) της σημασίας που έχει η συγκεκριμένη συμμετοχική διαδικασία, μέσω της οποίας μετουσιώνεται η πολιτική του εκάστοτε πλειοψηφούντος κόμματος σε γενική πολιτική του κράτους, και β) της δυνατότητας των κρατουμένων να επηρεάσουν, έστω και αμυδρά, ως υποκείμενα του σχετικού δικαιώματος, τις γενικότερες πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις, ιδίως με την προβολή (μέσα από τη δική τους οπτική) των οξύτατων προβλημάτων που διαχέονται στο σωφρονιστικό σύστημα. Ωστόσο, κομβικό σημείο στη ρύθμιση αλλά και την εφαρμογή τουεξεταζόμενου θεσμού παρέμεινε η σύγκρουση ανάμεσα στο συνταγματικό δικαίωμα της πολιτικής συμμετοχής των εκλογέων-κρατουμένων και στους

περιορισμούς του, που συνέχονται με το πραγματικό γεγονός της έκτισης ποινών στερητικών της ελευθερίας εντός των σωφρονιστικών καταστημάτων. Έτσι, η συρρίκνωση του εν λόγω δικαιώματος παραμένει «εν δυνάμει ενδεχόμενο», στα πλαίσια: α) των εξουσιαστικών σχέσεων μεταξύ του προσωπικού των καταστημάτων κράτησης και των κρατουμένων, που αναπτύσσονται υπό καθεστώς αναγκαστικής, ομαδικής και πειθαρχημένης διαβίωσης, και β) των ανταγωνιστικών σχέσεων (αναφορικά με την κατοχύρωση της προτεραιότητάς τους), που διαμορφώνονται ανάμεσα στην ασφάλεια των σωφρονιστικών καταστημάτων και στην ουσιαστική κατοχύρωση των συνταγματικών δικαιωμάτων των κρατουμένων. Σʼ αυτό το πλαίσιο ασκούμενο, το θεμελιώδες δικαίωμα της συμμετοχής των κρατουμένων στις εκλογικές διαδικασίες κινδυνεύει να εγκλωβισθεί στην αυστηρή νοοτροπία των «διαχειριστών» του ποινικού συστήματος.

1. 4. Οι ανωτέρω περιορισμοί καθίστανται προφανείς στην πρακτική τους διάσταση, ιδίως κατά την προεκλογική περίοδο, όταν ενσωματώνονται σε εγκυκλίους των συναρμόδιων Υπουργείων Δικαιοσύνης και Εσωτερικών.

Η αρνητική επήρεια αυτών των περιορισμών στη μετουσίωση των κρατουμένων από παραβάτες κοινωνικών αξιών σε «υπερασπιστές των δημοκρατικών-συμμετοχικών κατακτήσεων του λαού», αναδεικνύεται εναργέστερα εάν συσχετισθεί με τις εδραιωμένες αντιλήψεις: α) ότι ο βαθμιαίος περιορισμός των μέτρων κρατικής καταστολής και η παρείσφρυση των κοινωνικών και ιδεολογικοπολιτικών φορέων στο σωφρονιστικό γίγνεσθαι συμβάλλει στη διαμόρφωση συστημάτων κυριάρχησης της πειθούς και της

συναίνεσης αντί της βίας, και β) ότι οι καταναγκαστικές κυρώσεις και η φυλακτική διάσταση του σωφρονισμού αποδεικνύονται συνήθως ανίσχυρες για την αντιμετώπιση του σύγχρονου εγκλήματος.

1.5. Χωρίς να παραβλέπεται ότι οι φυλακές συνιστούν κοινότητες επιτηρούμενης συμπεριφοράς, δεν πρέπει να λησμονείται ότι έχουν προέχουσα

αποστολή τη διαμόρφωση των προϋποθέσεων της ενεργού επανένταξης των κρατουμένων στην κοινωνία. H στόχευση αυτή, η οποία προσπαθεί να συγκεράσει δύο αντιφατικές επιδιώξεις: αφενός την τήρηση της τάξης και ασφάλειας των καταστημάτων κράτησης και αφετέρου την ενίσχυση του αυτοσεβασμού και τη συναίσθηση της κοινωνικής ευθύνης των κρατουμένων, διέρχεται, προεχόντως, μέσα από την εδραίωση σχέσεων αμοιβαίας εμπιστοσύνης, κατανόησης και συνεργασίας μεταξύ των σωφρονιστικών υπαλλήλων και των κρατουμένων.

Η εφαρμογή, εξάλλου, περιοριστικών ρυθμίσεων, κατά την άσκηση των πολιτικών δικαιωμάτων των κρατουμένων, μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο μέσω της εξατομικευμένης αντιμετώπισης των αναφυομένων ζητημάτων και της στάθμισης των εννόμων αγαθών που διακυβεύονται, εδραιωμένων σε ουσιαστικούς νόμους και όχι μέσω της γενικευμένης ρύθμισής τους από οδηγίες ή εγκυκλίους, που ενδεχομένως δεν έχουν δημοσιευθεί δεόντως και δεν είναι γνωστοί στους κρατουμένους.

1. 6. Η «ιστορικά καθυστερημένη» εδραίωση του «βιώσιμου εκδημοκρατισμού» -μόλις στην τρίτη ελληνική δημοκρατία (= από το 1974 και μετέπειτα)- και η αναπόφευκτη διασύνδεσή του με πληθώρα διευθετήσεων κοινωνικού και πολιτικού χαρακτήρα συνέτεινε στην παράβλεψη των αντίστοιχων ρυθμιστικών αναγκών του σωφρονιστικού συστήματος.

Οταν, όμως, η ανάγκη ρύθμισης του ζητήματος κατέστη άμεση και επιτακτική –ιδίως, εξαιτίας των αλλεπάλληλων στάσεων των κρατουμένων και της υποβολής σχετικών αιτημάτων τους-, οι απότοκες αυτών κυβερνητικές πρωτοβουλίες, διακατεχόμενες, προφανώς, από το άγχος της κατεπείγουσας ρύθμισης και την ανάγκη της ταχείας διευθέτησης γραφειοκρατικών ανασχέσεων, ανέδειξαν αντιφάσεις και ελλείψεις, που δεν υποβοήθησαν τη μαζικότερη συμμετοχή των κρατουμένων στις εκλογικές διαδικασίες.

Κατά την εφαρμογή των άρθρ. 5 Ν. 2778/1996 και 90 παρ. 2 Π.Δ. 96/2007, ως προέχουσα μέριμνα καθορίστηκε η ασφάλεια των σωφρονιστικών καταστημάτων. Ενώ, η ανάγκη της ενεργούς συμμετοχής των εκλογέων-κρατουμένων αντιμετωπίστηκε, μάλλον, ως κρατική μέριμνα απότοκη «ανθρωπιστικής επιταγής», ως «γενναιόφρων κυβερνητική επιλογή» απέναντι σε μια περιθωριοποιημένη κοινωνική ομάδα ελλήνων πολιτών ακόμη και ως «προσπάθεια ηθικοποίησης» των κρατουμένων και όχι ως συνταγματική υποχρέωση ρύθμισης των προϋποθέσεων άσκησης δημόσιου λειτουργήματος στα πλαίσια των αρχών της λαϊκής κυριαρχίας και του αντιπροσωπευτικού συστήματος.

Ειδικότερα, η άσκηση του ενεργητικού εκλογικού δικαιώματος των κρατουμένων ρυθμίστηκε ουσιαστικά, μέσω εγκυκλίων, στα πλαίσια ενός συστήματος που υπερέβαινε ζωτικά πεδία εποπτείας της σχετικής διαδικασίας, όπως: α) τον διάλογο μεταξύ των υποκειμένων του δικαιώματος και των

κομμάτων, β) τον δημοκρατικό-κοινοβουλευτικό διάλογο μεταξύ των κομμάτων, και γ) την εποπτεία της κοινωνίας.

Οι σχετικοί περιορισμοί επικεντρώνονται στην αδυναμία των πολιτικών φορέων να επισκέπτονται τα σωφρονιστικά καταστήματα, κατά την προεκλογική περίοδο, και να συζητούν με τους κρατουμένους ζητήματα αναγόμενα στις συνθήκες διαβίωσής τους καθώς και στις προοπτικές, που διαμορφώνονται, μετά την αποφυλάκισή τους.

Με συνέπεια, η αναγνώριση του εν λόγω δικαιώματος να μην αξιοποιείται στον ενδεικνυόμενο βαθμό προς την κατεύθυνση: α) της ενεργού κοινωνικής επανένταξης των κρατουμένων, και β) της διαφάνειας των πρακτικών του σωφρονιστικού συστήματοςΊ ενώ, παράλληλα: α) να εξασθενούν οι θεμελιώδεις αρχές της πολιτικής δημοκρατίας στο επίπεδο της εκλογικής

διαδικασίας, β) να αυξάνεται η δυσπιστία των κρατουμένων στους πολιτικούς θεσμούς και η αδιαφορία τους στο πολιτικό γίγνεσθαι, και γ) να παρέχεται επίπλαστη ασφάλεια σε μια κοινωνία, όπως η σύγχρονη, η οποία κυριαρχείται από διάχυτους και αδιόρατους κινδύνους ασύμμετρων απειλών.

Και τούτο, παρά τη γενικότερη εκτίμηση της επιστήμης αλλά και της Πολιτείας (= συναίρεση κράτους και κοινωνίας), ότι η ρύθμιση της διαδικασίας άσκησης του σχετικού δικαιώματος: α) ενισχύει ουσιαστικά τη θεμελιώδη συνταγματική αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου (άρθρ. 25 παρ. 1 Συντ.), και β) νοηματοδοτεί την υποχρέωση όλων των λειτουργών της Πολιτείας, να διασφαλίζουν σε κάθε περίπτωση (ιδίως, σε οριακές όπου δοκιμάζεται η συμμετοχική δημοκρατία) την ελεύθερη και ανόθευτη εκδήλωση της λαϊκής θέλησης ως έκφρασης της λαϊκής κυριαρχίας (άρθρ. 52 εδ. α΄ Συντ.).

2. 1. Η σημασία, που έχει στο πολίτευμα της αντιπροσωπευτικής και κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, η διαμόρφωση των κατάλληλων προϋποθέσεων για την άσκηση και του παθητικού εκλογικού δικαιώματος (= δικαίωμα εκλογιμότητας) από την κατηγορία των εκλογέων-κρατουμένων του κοινού Ποινικού Δικαίου, αποτιμάται ενεργέστερα μέσα από τη θεώρηση της διαχρονικής εξέλιξης των μέτρων περιορισμού ή απώλειας των αντίστοιχων δικαιωμάτων στην κατηγορία των πολιτικών κρατουμένων. Ειδικότερα, οι σχετικές ρυθμίσεις και οι αντίστοιχες πρακτικές τους, ενταγμένες στα πλαίσια των «έκτακτων μέτρων», απέβλεπαν, ιδίως σε περιόδους εκτροπής από τη δημοκρατική νομιμότητα, στην κατάδειξη της σκοπιμότητας και αποτελεσματικότητας των μέτρων ποινικής καταστολής απέναντι στους

αντιφρονούντες στο κρατούν πολίτευμα και κοινωνικό καθεστώς, με συνέπεια να πλήττεται, καίρια, η πολιτική δημοκρατία.

Ειδικότερα, η επιδιωχθείσα απίσχναση της ιδεολογικής και πολιτικής συνείδησης των αντιφρονούντων –μέσω της εξαναγκαστικής αφαίρεσης της ελληνικής ιθαγένειας ή της καταστρατήγησης των θεσμικών εγγυήσεων οι οποίες περιέβαλαν την άσκηση των εκλογικών τους δικαιωμάτων, με συνέπεια την ουσιαστική ταύτιση των «πολιτικών εγκληματιών» με τους εγκληματίες του κοινού Ποινικού Δικαίου- οφειλόταν στη σημασία των πολιτικών τους δικαιωμάτων στο πολιτικό και κοινοβουλευτικό γίγνεσθαι. Η εν λόγω πρακτική κρίθηκε σκόπιμη, παρότι οι αξιόποινες πράξεις εναντίον του πολιτεύματος και του κρατούντος καθεστώτος, που καταλογίζονταν στους ιδεολογικά και πολιτικά αντιφρονούντες δεν είχαν, πάντοτε, αποδεδειγμένως διαπραχθεί και η τέλεσή τους δεν είχε διαπιστωθεί με απόφαση τακτικών δικαστηρίων εδραιωμένων στις θεμελιώδεις δικονομικές αρχές της δικαιοκρατούμενης Πολιτείας.

2.2. Η διαμόρφωση των κατάλληλων διαδικαστικών προαπαιτουμένων για την άσκηση του παθητικού εκλογικού δικαιώματος και από τους

κρατουμένους του κοινού Ποινικού Δικαίου, στα πλαίσια της ισχύουσας εκλογικής και σωφρονιστικής νομοθεσίας, είναι δυσχερώς εφαρμόσιμη στην πράξη.

Οι αντενεργοί προς τούτο παράγοντες επικεντρώνονται, ιδίως, στις περιορισμένες επικοινωνιακές δυνατότητες των υποκειμένων του σχετικού δικαιώματος, λόγω του καθεστώτος της ομαδικής, πειθαρχημένης και ελεγχόμενης διαβίωσής τους, που διακρίνεται από την εγγενή ρευστότητα των παραμέτρων της δημοκρατικής αρχής: α) τόσο στο επίπεδο συνδιαμόρφωσης της ελεύθερης εντολής-πλαίσιο (που αποτελεί τον συνεκτικό ιστό μεταξύ εκλογέων και εκλεγομένων), και β) όσο και στο επίπεδο αξιολόγησης της θεσμικής συμπεριφοράς των εκλεγομένων στο πολιτικό, κοινοβουλευτικό και κοινωνικό γίγνεσθαι.

Τη διαμόρφωση των διαδικαστικών προαπαιτουμένων για την άσκηση και του παθητικού εκλογικού τους δικαιώματος στους κρατουμένους του κοινού Ποινικού Δικαίου, που δεν απώλεσαν τα πολιτικά τους δικαιώματα, δεν την αποκλείει η ποινική και εκλογική νομοθεσία. Ωστόσο, ο μικρός αριθμός των εκλογίμων της εν λόγω κατηγορίας, ο διάχυτος φόβος καθώς και η απαξία των εκλογέων της ελεύθερης κοινωνίας απέναντί τους αποτελούν πρόσθετα στοιχεία αποθαρρυντικά στην προοπτική της βραχυπρόθεσμης τουλάχιστον, νομοθετικής ρύθμισης του ζητήματος.

Η ανακίνησή του όμως –ιδίως, από την επιστήμη- έχει αδιαμφισβήτητη κοινωνική και πολιτική σημασία στο βαθμό, που η λήψη ανάλογων μέτρων θα μπορούσε να συμβάλλει στη δημοσιοποίηση από τα

υποκείμενα του σχετικού δικαιώματος, που είναι παράλληλα και συμπράττοντα στο σωφρονιστικό γίγνεσθαι, των τεκταινομένων εντός των καταστημάτων κράτησης, στην ευαισθητοποίηση των κοινωνικών και πολιτικών φορέων και στην εισήγηση μέτρων για τη βελτίωσή τους (1).

(1) Το ανωτέρω δημοσίευμα αποτελεί μια σύνθεση χαρακτηριστικών αποσπασμάτων από το νέο βιβλίο του Σ. Μηναΐδη, Τα εκλογικά δικαιώματα των κρατουμένων, έκδ. Α.Ν.Σάκκουλα, 2009.

Σίμου Μηναΐδη,

Καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου

στη Νομική Σχολή του Δ.Π.Θ.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.