Στην «βαλιτσα» του Συμεων Σολταριδη ολα οσα εχει ζησει απο την Πολη μεχρι την Κομοτηνη

Ένα βιβλίο αυτοβιογραφικού χαρακτήρα που «καυτηριάζει» πρόσωπα και συμπεριφορές πολλών δεκαετιών - «Η περιοχής μας ήταν μια ζωή υπό ανάπτυξη»

Ταξίδια, εμπειρίες, σημαντικές παραστάσεις συνθέτουν τη ζωή του Συμεών Σολταρίδη, ο οποίος στις 367 σελίδες του νέου του βιβλίου «Εγώ και… η βαλίτσα μου» προσπάθησε να τα χωρέσει όλα, από τα παιδικά του χρόνια στο Μέγα Ρεύμα μέχρι τα τελευταία του άρθρα, επιχειρώντας να βάλει σε τάξη όλα όσα έχει ζήσει.
 
Γι’ αυτό κάθισε και μάζεψε όλα τα «πεπραγμένα» στο νέο του βιβλίο, τοποθετώντας στη βαλίτσα όλες τις εμπειρίες που έχει ζήσει, τους ανθρώπους που γνώρισε, τους τόπους που επισκέφτηκε και τα συναισθήματα που έχει νιώσει.  
 
Ο συγγραφέας, θεολόγος και ιστορικός κ. Συμεών Σολταρίδης μίλησε στην εκπομπή «Με το Ν και με το Β» για το νέο του βιβλίο, τις θεματικές ενότητες, τα αυτοβιογραφικά του στοιχεία  που βρίσκονται σε αυτό αλλά παράλληλα και όλα αυτά που αντιμετώπισε, προκειμένου να σταματήσει τη δράση του. Παράλληλα η κουβέντα επεκτάθηκε σε θέματα μειονότητας, στα συμφέροντα του «παρακράτους» και γενικά στα διαχρονικά ζητήματα της μειονότητας. Παράλληλα αποκάλυψε πως το βιβλίο θα παρουσιαστεί στις 17 Μαΐου στην Κομοτηνή.
 
Ο λόγος στον ίδιο όμως… 

«Το εθνικό θέμα χρησιμοποιείται για οικονομικούς, πολιτικούς και κοινωνικούς λόγους» 

ΠτΘ: Το βιβλίο αποτελεί σε μεγάλο βαθμό την αυτοβιογραφία σας, από τη γέννησή σας και τα πρώτα χρόνια της διαμονής σας στην Τουρκία ενώ μεγάλο μέρος του βιβλίου αφιερώνεται στον ερχομό σας στη Θράκη και σε όσα περάσατε κατά τη διαμονή σας εδώ. Τι σας έκανε τη δεδομένη χρονική στιγμή να μπείτε στη διαδικασία να καταγράψετε τη δική σας προσωπική ιστορία;
Σ.Σ.:
Αυτό είναι το 14ο βιβλίο μου. Τα πρώτα δεκατρία είχαν πολιτικό χαρακτήρα. Βεβαίως κι αυτό έχει έντονο πολιτικό χαρακτήρα γι' αυτόν που θα το διαβάσει πολύ προσεκτικά για να βγάλει τα αποτελέσματα εκείνα μέσα από την αυτοβιογραφία μου. Λέω αυτοβιογραφία διότι είμαι 67 χρονών. Έφυγα από την Πόλη, όταν ήμουν 20 ετών και το Οικουμενικό Πατριαρχείο μας έστειλε οικοτρόφους στη Θεσσαλονίκη για να σπουδάσουμε στο Πανεπιστήμιο Θεολογία. Άρα 47 χρόνια ζω στη δεύτερη πατρίδα μου, την οποία υπεραγάπησα, στην Κομοτηνή. Οπότε η αυτοβιογραφία μου είναι μια βιογραφία, όχι πλέον στην Πόλη, αλλά κυρίως στην Κομοτηνή, στη Θράκη. Μέσα από τις σελίδες αυτές θέλω να αναφέρω γεγονότα, τα οποία καλό είναι να μην θεωρηθούν καυτηριασμός αλλά να θεωρηθούν παιδευτικά, για να μπορέσουν οι επερχόμενες γενεές, κυρίως, αλλά και οι μαζί με εμένα, όλοι αυτοί δηλαδή που ζήσαμε την εποχή εκείνη, να κατανοήσουμε «το παιχνίδι» που παίζεται στη Θράκη. Αναφέρομαι κυρίως στην προβολή του εθνικού θέματος, το οποίο εγώ άρχισα να μην χρησιμοποιώ ως εθνικό θέμα, γιατί αρχίζω και σιχαίνομαι τη λέξη αυτή, πλέον, όταν γνωρίζω ότι χρησιμοποιείται για οικονομικούς, πολιτικούς, κοινωνικούς και πολλούς ακόμα λόγους. Το βιβλίο αυτό έχει καθαρά παιδευτικό χαρακτήρα. Είκοσι χρονών έφυγα από την Πόλη, η οποία είναι η πατρίδα μου.  Εκεί γεννήθηκα, εκεί μεγάλωσα, εκεί έπαιξα τα πρώτα μου παιχνίδια, εκεί είχα τα πρώτα μου. Στη συνέχεια πήγα στο Ζωγράφειο και στο Λυκειακό τμήμα της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης. Ακολούθησε στη συνέχεια η Θεσσαλονίκη  και η πολιτικοποίησή μου στην Κομοτηνή. 

«Οι βιωματικές δυσκολίες με όπλισαν με μια δυναμικότητα, μαχητικότητα, δημιουργικότητα για να επιβιώσω» 

ΠτΘ: Το βιβλίο αποτελεί ιστορική παρακαταθήκη, καθώς μέσα από αυτό καταθέτετε την εμπειρία σας από τη μεταχείριση και τη διαχείριση της μειονότητας εδώ και μάλιστα με πολύ θαρραλέο τρόπο. Από πού αντλήσατε τη δύναμη να αποκαλύψετε όλους αυτούς που στάθηκαν απέναντι σας. Πώς καταφέρατε να ξεπεράσετε το φόβο και να βγάλετε τα «άπλυτα» μας στη φόρα;
Σ.Σ.:
Η ζωή μου ήταν  ταραχώδης  με βιώματα που έδειχναν την ταυτότητά μου ως μειονοτικού και όχι ως μειονεκτικού. Προέρχομαι από ένα κοσμοπολίτικο αστικό, όχι όμως ελιτίστικο περιβάλλον. Η δομή της κοινωνίας μέσα στην οποία μεγάλωσα ήταν αστική. Υπήρχαν βιωματικές δυσκολίες, προσωπικές και κοινοτικές στην Πόλη, σε όλες τις μειονοτικές ομάδες, αλλά αυτά με όπλισαν με μια δυναμικότητα, μαχητικότητα, δημιουργικότητα, που ήταν αναγκαία για να επιβιώσουμε και εκεί αλλά και εδώ, διότι τα πρώτα χρόνια που ήρθαμε εδώ, ορισμένες ομάδες με θεωρούσαν ξένο. Πολλές φορές προβληματιζόμουν και έλεγα «ξένος εκεί, ξένος κι εδώ, τελικά τι είμαι»; Τελικά με αγκάλιασαν οι φίλοι και οι αναρίθμητοι μαθητές μου, τους οποίους και ευχαριστώ. Τα προβλήματα βέβαια δεν σταμάτησαν και στην Κομοτηνή, γιατί εξέφραζα απόψεις που έρχονταν σε σύγκρουση με την καθεστηκυία τάξη και έγραψα αυτά τα οποία έγραψα. Δεν είχα κανέναν φόβο ούτε τότε που τα έγραφα, που τα βίωνα, παρά το ότι πρωτοσέλιδες εφημερίδες της Κομοτηνής έγραφαν «Μάζεψέ τα και φύγε» ή «Δεν θέλουμε κερκόπορτες». Μάλιστα κάποιοι μου σπάσανε το παρμπρίζ του αυτοκινήτου. Είχα αναγκαστεί να πάω στην αστυνομία και ζήτησα προστασία επειδή είχα  το παιδί μου, όχι για μένα. Το ωραίο ήταν ότι όλα αυτά προέρχονταν από το «βαθύ κράτος». Δεν μιλάω για την ελληνική πολιτεία την επίσημη. Μιλάω για την ανεπίσημη, αυτή η οποία δημιουργεί κάποια πράγματα. Σίγουρα κουβαλούσα τα βιώματα εκείνα, τα οποία με βάραιναν, αλλά καθώς ήμουν πια ένας επιστήμονας και είχα εμπλακεί στην έρευνα, στη μελέτη αρχειακού υλικού και την εμβάθυνση μέσα στη βιβλιογραφία, άρχισα να αντιλαμβάνομαι περισσότερα πράγματα από εκείνα τα οποία στην αρχή είχα τοποθετηθεί επηρεασμένος από τη γενικότερη νεανική μου ζωή στην Πόλη, ώστε να κατορθώσω να απαλλαγώ από το φορτίο αυτό, το οποίο είχα και να κρατήσω την αντικειμενική ματιά που έχει ένας ερευνητής.
 
Οι εμπειρίες με βοήθησαν να βλέπω τα γεγονότα σαν ένας εξωτερικός παρατηρητής, αποφορτισμένος πια από τα συναισθήματά μου. Νομίζω ότι αυτό ήταν το λάθος κάποιων τοπικών αρχόντων, οι οποίοι θεωρούσαν ότι προερχόμενος από την Πόλη θα ήμουν εσαεί εναντίον του τουρκικού κράτους για αυτά τα οποία έκανε σε βάρος της ομογένειας. Για τη συρρίκνωση του ελληνισμού της Πόλης,  το γράφω και στο βιβλίο μου, δεν φταίει μόνο τη Τουρκία, φταίει και η Ελλάδα. Όποιος δεν το αποδεχτεί αυτό είναι λανθασμένος από πλευράς ιστορικών αναγνωσμάτων, όπως και για τη μειονότητα, το βιβλίο μου γράφει τα λάθη και τις παραλείψεις, οι οποίες έγιναν από την Αθήνα και έγιναν από άτομα τα οποία δεν ήταν κυρίως Θρακιώτες.  Ήταν από την παλαιά Ελλάδα που ήρθαν εδώ ως απελευθερωτές και έκαναν εισηγήσεις επί εισηγήσεων σε θέματα πολιτικής, τα οποία δεν γνώριζαν. Γίνονταν εισηγήσεις από το  αρχείο. Βγαλμένες από ανθρώπους, οι οποίοι όταν το εξηγήσεις,  το αναλύσεις, βλέπεις το κατά το δοκούν δικό τους εισηγητικό σημείωμα, το οποίο είχε άμεση σχέση με την κοινωνική, οικονομική και πολιτική τους προβολή. 

«Διαγράφηκα αντιδημοκρατικά και αντικαταστατικά από τον Σύλλογο που ίδρυσα εγώ» 

ΠτΘ: Ένα από τα κεφάλαια που υπάρχει στο βιβλίο είναι και η εμπλοκή σας σε μία άλλη παράμετρο, καθώς είστε ιδρυτής του ΙΚΤΑΘ (Σύλλογος Ιμβρίων Κωνσταντινουπολιτών Τενεδίων Ανατολικοθρακών).  Μπορείτε να μας αναφέρετε περισσότερα σχετικά με αυτό;
Σ.Σ.:
Τον σύλλογο τον ίδρυσα εγώ. Ήταν δική μου ιδέα, βρεθήκαμε άτομα από την Κωνσταντινούπολη, την Ίμβρο και την Τένεδο και ιδρύσαμε τον σύλλογο, αλλά δεν φτάναμε τον αριθμό 21 και για τον λόγο αυτό χρειάστηκε να πάρουμε και Ανατολικοθρακιώτες, οι οποίοι δέχτηκαν και έτσι κάναμε τον σύλλογο αυτόν. Τον σύλλογο τον κάναμε για να διατηρήσουμε τα ήθη και τα έθιμά μας, καθώς  για παράδειγμα θυμάμαι στο ξενοδοχείο «Φανάρι» είχαμε κάνει το περίφημο έθιμο της «Κουρκούτας» της Παναγίας, ότι δηλαδή έκαναν στην Ίμβρο. Επίσης είχαμε κάνει μια πορεία διαμαρτυρίας προς το τουρκικό προξενείο αλλά για συγκεκριμένο λόγο. Είχαν κατεδαφίσει μέρος του Αγίου Γεωργίου Μακροχωρίου για τη διάνοιξη της οδού και είχαμε κάνει την πορεία. Με συγκριμένα πράγματα προσπαθήσαμε να δείξουμε ότι είμαστε κι εμείς ενεργοί. Μετά από τέσσερα χρόνια λειτουργίας όμως αντιδημοκρατικά και αντικαταστατικά το τότε Διοικητικό Συμβούλιο με διέγραψε από τον σύλλογο με την αιτιολογία ότι είμαι φιλότουρκος. Ένας σύλλογος που είχε δημιουργηθεί με τον ιδρώτα μας για να διατηρήσουμε τα ήθη και τα έθιμά μας και να μιλάμε, έσβησε τελείως άδοξα. Εκεί την εποχή ήμουν κομματικοποιημένος, ήμουν στο ΠΑΣΟΚ, αλλά ο σύλλογος δεν είχε καμία σχέση με τα κόμματα. Όταν όμως εμένα με διέγραψαν  ο σύλλογος αυτός πέρασε σε χέρια μιας ακροδεξιάς νοοτροπίας. Εμείς ήμασταν τα μιάσματα και οι άλλοι ήταν οι εθνικόφρονες.
 
ΠτΘ: Με την πάροδο του χρόνου, αυτή την υπεράσπιση του εθνικού και οτιδήποτε δεν ήταν συντηρητικής κατεύθυνσης, πολιτικά, ότι δεν ήταν δηλαδή ορθόδοξο, δεξιό μήπως το πλήρωσε ο τόπος; Μήπως καταδιώχτηκαν κι άλλοι;
Σ.Σ.:
Βεβαίως. Μαζί με εμένα την εποχή εκείνη στο πανεπιστήμιο που είχα εκλεγεί λέκτορας, είχε εκλεγεί και ο Αντώνης Χατζόπουλος από την Αλεξανδρούπολη. Ο Αντώνης, συμφοιτητής μου από τη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, είχε καταθέσει τα χαρτιά του και είχε εκλεγεί. Δεν διορίστηκε ποτέ όμως. Πήγε στο Συμβούλιο της Επικρατείας και μετά από δέκα χρόνια δικαιώθηκε, αλλά ο Αντώνης είχε μπει πλέον σε ένα άλλο στάδιο εργασίας, είχε γίνει συντονιστής εκπαίδευσης στην Πόλη πάνω στα θεολογικά ζητήματα και δεν διορίστηκε. 

«Όταν δεν υπήρχε ανάπτυξη δεν υπήρχε και μια διαφορετική νοοτροπία επί του θέματος της μειονότητας» 

ΠτΘ: Οι νεότερες γενιές, όχι απλά δεν τα γνωρίζουν, αλλά δεν τα αποδέχονται. Θεωρείτε ότι όλα αυτά που περιγράφετε σήμερα έχουν πάψει να υφίστανται;
Σ.Σ.:
Όχι. Συνεχίζουν και υπάρχουν. Είναι τα πλέγματα συμφερόντων.
 
ΠτΘ: Στον ίδιο βαθμό και σε διαφορετικό χαρακτήρα από ό,τι υπήρχαν τότε;
Σ.Σ.:
Οι νέες εποχές επιβάλουν και νέα καθήκοντα της σκέψης του βαθέως κράτους. Δεν μπορεί αυτή τη στιγμή ένας άνθρωπος που ασχολείται με θέματα κοινωνικά, πολιτικά, εθνικά, να έχει απώτερους σκοπούς. Είναι θέμα παιδείας το πώς θα αντιληφθεί ο καθένας μακριά από την ιδεολογία του, από την πολιτική του τοποθέτηση για να δει αντικειμενικά κάποια πράγματα. Εθνικισμός βρίσκεται και στον συντηρητισμό, εθνικισμός βρίσκεται και στον προοδευτισμό. Άρα εκεί θα πρέπει να καταλήξουμε. Να καταλάβουμε δηλαδή πώς μπορούμε να ερμηνεύσουμε, όχι κατά το δοκούν, αλλά κατά την αντικειμενική θεώρηση των πραγμάτων ποιο είναι το αίσθημα εκείνο το οποίο πρέπει να συντηρούμε για την πρόοδο της κοινωνίας μας, του τόπου μας. Δεν μπορούμε χρόνια τώρα να έχουμε εγκαταλείψει τη Θράκη ή τη Δυτική Μακεδονία, επειδή είναι παραμεθόριες περιοχές. Είχε αρχίσει μια αλλαγή το '91 με τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη ή με τον ερχομό του Γιώργου Γεννηματά, που δημιούργησε τη Βιομηχανική Περιοχή αλλά δεν ολοκληρώθηκε. Τότε δημιουργήθηκαν τα πρώτα σπέρματα ανάπτυξης και στην ανάπτυξη εκείνη υπήρχε και η πολιτική, η οποία θα εφαρμόζονταν. Όταν δεν υπήρχε αυτή η ανάπτυξη δεν υπήρχε και μια διαφορετική νοοτροπία επί του θέματος της μειονότητας, η οποία ήταν στην περιοχή μας σύνοικο στοιχείο, που συμμετείχε πάντοτε στην ανάπτυξη της περιοχής και η οποία περιοχή δεν είχε αναπτυχθεί. Ήταν μια ζωή υπό ανάπτυξη. 

«Με την άρση των απαγορεύσεων άρχισε η ένταξη της μειονότητας αλλά ποτέ δεν αφομοιώθηκε στην κοινωνία» 

ΠτΘ: Αντιλαμβάνεστε αλλαγές στον κοινωνικό περίγυρο; Είμαστε πλημυρισμένοι από επιστήμονες. Πλέον έχουμε μια κοινωνική ισονομία ορατή μέσα από τον επιστημονικό κόσμο της μειονότητας που είναι πλέον αξιοθαύμαστες μονάδες. Είναι έτσι;
Σ.Σ.:
Βεβαίως. Αυτό είναι το μεγάλο θέμα. Όταν σταμάτησαν οι απαγορεύσεις στο κτίσιμο ή στην φοίτηση στα πανεπιστήμια, άρχισε η μειονότητα να εντάσσεται, όχι όμως να αφομοιώνεται στην κοινωνία. Θέλω ένταξη στον κοινωνικό ιστό, ώστε να υπάρχει μια κοινή ζωή, μια κοινή σύζευξη, στον χώρο αυτόν. Βεβαίως και υπάρχουν επιστήμονες, επιχειρηματίες, έμποροι και καλά κάνουν και έχουν το δικαίωμα να το κάνουν κι όποιος τους στερούσε το δικαίωμα για μένα ήταν άνθρωπος, ο οποίος δεν ήθελε την ανάπτυξη και την ειρηνική συμβίωση. 

«Ο κόσμος ενδιαφέρεται να μάθε την αλήθεια και όχι αυτά που του πλασάρουν» 

ΠτΘ: Παρόλα αυτά όταν έχουμε αντιπαραθέσεις Ελλάδας – Τουρκίας στα κεντρικά μέσα και από την κυβέρνηση, η Θράκη είναι πάντα εξωτική. Ενδιαφέρονται μόνο τότε και ενδιαφέρονται με έναν περίεργο τρόπο. Αυτό δεν θα σταματήσει ποτέ;
Σ.Σ.:
Όχι δεν θα σταματήσει γιατί δεν ενδιαφέρονται, δεν μπορούν να καταλάβουν. Όταν ήμουν στην ΔΗΜΑΡ κάναμε μια ημερίδα και μιλήσαμε ο δικηγόρος Κώστας Γούναρης από την Ξάνθη, ο Ιλχάν Αχμέτ, που είναι βουλευτής του ΚΙΝΑΛ τώρα, κι εγώ. Σε μια αίθουσα κατάμεστη μιλούσαμε για τη μειονότητα της Θράκης. Όταν τελειώσαμε και είπαμε για το μουφτειακό, τα βακουφικά, ο Γούναρης που παρέθεσα και την ομιλία του στο βιβλίο για τα συμβαίνοντα στη Θράκη, για τις απαγορεύσεις και τα σχετικά, οι από κάτω μας βομβάρδιζαν με ερωτήσεις και στο τέλος κάποιος είπε «εμείς αυτά δεν τα ξέραμε». Ενδιαφέρονται κάποιοι να μάθουν την πραγματικότητα, όχι αυτά που τους πλασάρει κάποιος. 

«Θα έχουμε καλύτερα αποτελέσματα όταν κατανοήσουμε ότι συνυπάρχουμε κοινωνικά και εργαζόμαστε για το καλό της κοινωνίας» 

ΠτΘ: Πιστεύετε ότι έτσι θα συνεχιστεί το παιχνίδι με τις μειονότητες ένθεν κακείθεν; Να είναι πάντα το μαλακό υπογάστριο δηλαδή;
Σ.Σ.:
Θεωρώ ότι εάν η πολιτεία σκύψει περισσότερο στα μειονοτικά θέματα και προσπαθήσει να λύσει τα βακουφικά, να λύσει τα μουφτειακά, θα μπορέσει να δώσει το έναυσμα στη μειονότητα να καταλάβει ότι  πρέπει να  εμπιστεύεται περισσότερο την Πολιτεία. Δεν μπορεί να μην επιτρέψουμε να γίνονται εκλογές στα μουφτειακά από την εποχή της χούντας. Τώρα τελευταία βγήκε και ένας νόμος στην Τουρκία όπου κι εκεί λένε δεν θα γίνουν εκλογές αλλά μπορείτε να πάρετε άτομα από διάφορες περιοχές της Πόλης ώστε να συμπληρωθούν οι βακουφικές επιτροπές. Βέβαια οι Ρωμιοί στην Πόλη μου έλεγαν ότι αυτό δεν το θέλουν. Θέλουν να γίνουν εκλογές. Βεβαίως κατανοούν ότι δεν θέλει η τουρκική πολιτεία να τους δώσει την άδεια να κάνουν εκλογές επειδή δεν δίνονται στην Ελλάδα. Αλλά εκείνους τους ενδιαφέρει να κάνουν εκεί εκλογές. Όπως και η μειονότητα στη Θράκη θα πρέπει να απευθυνθεί στην Αθήνα και να ζητήσει την άδεια να κάνει εκλογές. Και με το μουφτειακό έγινε κάποια αλλαγή, ενδεχομένως να συνεχιστεί. Όσο δε για τους ανθρώπους που κινούνται έναντι αυτών όλων των πραγμάτων, πάντα θα υπάρχουν κι από τις δυο πλευρές, διότι θα προσπαθούν να δημιουργήσουν εκείνο το αίσθημα «να γίνει μεν, αλλά εθνικά, να είμαστε υπερήφανοι εμείς». Αυτό το «εθνικά» αν φύγει κάποτε και  καταλάβουμε ότι συνυπάρχουμε σε μια κοινωνία μέσα, όπου όλοι μαζί εργαζόμαστε για το κοινό καλό της κοινωνίας και της περιοχής, τότε θα έχουμε καλύτερα αποτελέσματα. 

«Ξένο με θεωρούσε μία μικρή ομάδα με συμφέροντα γιατί πάντα δρούσα με αντικειμενικότητα» 

ΠτΘ: Τόσο την Πόλη, όσο και στην Ελλάδα είπατε ότι σας αντιμετώπιζαν και νοιώθατε ως ξένος. Τι σημαίνει να ζείτε με τον χαρακτηρισμό αυτό στην πλάτη σας;
Σ.Σ.:
Στην Πόλη ήμασταν μειονότητα κι εκεί, οπότε οι διάφοροι κύκλοι μας αντιμετώπιζαν ως ξένους, παρά το ότι υπήρχε και ένας μεγάλος αριθμός κύκλων που δεν το αποδέχονταν αυτό για τους Ρωμιούς ή τους Εβραίους ή τους Αρμενίους. Λέγανε ότι είναι τούρκοι πολίτες και πράγματι ήμασταν τούρκοι πολίτες. Ερχόμενος εδώ έγινα αποδεκτός από το σύνολο της Κομοτηνής, αλλά υπήρχε εκείνη η μικρή μερίδα, που  με θεωρούσε ξένο. Ήταν η μερίδα εκείνη που είχε συμφέροντα. Ήταν λίγοι αλλά ισχυροί και δρούσαν με στόχο την εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους. Ιδιαίτερα όταν είχα πρωτοέρθει στην Κομοτηνή, είχα πρωτοδιοριστεί στο Τζελάλ Μπαγιάρ, και μέσα από το ανήσυχο πνεύμα μου, άρχισα να ασχολούμαι με βιβλία. Κάποια στιγμή αυτό το πράγμα είχε γίνει γνωστό. Τότε με πήρε ένας χριστιανός βουλευτής της περιοχής και μου είπε  χαρακτηριστικά να μην ασχολούμαι με αλλότρια με το επάγγελμά μου πράγματα. Αυτό με τσάτισε και με οδήγησε στο να ξαναθυμηθώ ότι προέρχομαι από το Μέγα Ρεύμα του Βοσπόρου. Και εκείνο το σκληροτράχηλο ήρθε μπροστά μου και στο πανεπιστήμιο. Μας λέγανε εσείς να μην ασχολείστε με την εποχή της χούντας, τότε που ήμασταν φοιτητές. Δεν το έβαλα ποτέ κάτω. Πάντοτε ήμουν υπέρ της αντικειμενικότητας και της νοοτροπίας εκείνης της αλήθειας. Δεν είχα περίβλημα. Αυτό το πράγμα ήταν το «ξένος». Ήθελα να δείξω ότι εγώ τα βιώματά μου τα άφησα, εργάστηκα, απόκτησα μαχητικότητα, δημιουργικότητα, και έτσι πορεύτηκα. Το σίγουρο είναι ότι δεν δημιούργησα κανένα πρόβλημα.
 
ΠτΘ: Τα τουρκικά τα μιλάτε με φυσικό τρόπο. Πώς δικαιολογείτε εδώ την αντίσταση που υπήρχε τα παλαιότερα χρόνια στην πολύ λίγη γνώση των ελληνικών;
Σ.Σ.:
Οι παλαιότερες γενεές των Ρωμιών, ιδιαίτερα γυναικών, δεν ήξερε πολύ καλά τουρκικά και πολλές φορές είχαν δημιουργηθεί σόκιν με τις λέξεις που χρησιμοποιούμε. Δευτερευόντως για την αντίσταση, δεν νομίζω ότι ήταν αντίσταση. Ήταν το εσώκλειστος στη σχολή πρώτον, και δεύτερον, το γεγονός ότι πολλοί εκπαιδευτικοί μας δεν ανέβαιναν στα βουνά για να τους μάθουν ελληνικά. Όταν ο Τρίτσης είχε έρθει στην Κομοτηνή και κάποιοι εκπαιδευτικοί του είπαν δεν μπορούμε να ανεβαίνουμε εκεί επάνω, ο Τρίτσης είχε πει «μην στενοχωριέστε, ξέρετε πόσοι περιμένουν; Παραιτηθείτε να διορίσω άλλους». Ο καθένας έκανε τη δική του πολιτική. Ο καθένας έκανε τα δικά του πιστεύω.  Τα λάθη της ελληνικής πολιτείας ήταν  το ότι άφηνε το κράτος κενό και ο καθένας έβγαινε προστάτης της περιοχής.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.