«Στην Ελλαδα υπαρχουν αρνητικα στερεοτυπα σχετικα με το ενδοοικογενειακο εγκλημα»

Μία μέρα μετά την αναχώρηση από την περιοχή μας του κ. Βασίλειου Γατσά και την τοποθέτησή του σαν γενικός διευθυντής στην Περιφέρεια Βορείου Αιγαίου και ο ΠτΘ δημοσιεύει σήμερα συνέντευξή του η οποία δόθηκε λίγες μέρες πριν αναχωρήσει. Ο κ. Γατσάς μιλά για την αστυνομία και τις επικρίσεις που δέχεται στις μέρες μας, για τη νέα μορφή του ηλεκτρονικού εγκλήματος αλλά και για την ενδοοικογενειακή βία, θέμα για το οποίο έχει συγγράψει και βιβλίο.

Μία μέρα λοιπόν πριν την ημέρα της γυναίκας, Βασίλης Γατσάς…

ΠτΘ: κ. Γατσά, είστε διοικητής των Σχολών Αστυνομίας…

Β.Γ.:
Η Σχολή Αστυνομίας είναι μία με έδρα την Κομοτηνή. Σ’ αυτήν υπάγονται οκτώ τμήματα Δοκίμων Αστυφυλάκων που είναι κατανεμημένα στο Διδυμότειχο, την Κομοτηνή, την Ξάνθη, τη Νάουσα, τα Γρεβενά, την Καρδίτσα και δύο στην Κρήτη, της Σητείας και του Ρεθύμνου.

ΠτΘ: Εκ του μακρόθεν διοίκηση;

Β.Γ.:
Δεν είναι ακριβώς έτσι τα πράγματα, γιατί επιθεωρώ πολύ συχνά όλα τα Τμήματα Δοκίμων Αστυφυλάκων. Βέβαια δεν είναι εύκολο και δυνατό να είναι συγκεντρωμένα όλα σ’ ένα χώρο, επειδή είναι πολύ μεγάλος ο αριθμός των δοκίμων που εκπαιδεύονται. Αυτή τη στιγμή είναι περίπου 3.500. Υπάρχουν και άλλοι λόγοι που επιβάλλουν τα τμήματα να βρίσκονται σε διάφορες περιοχές, ώστε να γίνεται ένα είδος ανακατανομής και αποκέντρωσης από την Αθήνα, αλλά είναι κι ένας τρόπος ανακατανομής του πλούτου σε λιγότερο αναπτυγμένες περιοχές της πατρίδα μας. Οι σχολές αποτελούν μοχλούς οικονομικής ανάπτυξης για τις περιοχές αυτές, μετέχοντας κατά ένα έμμεσο πολύπλοκο τρόπο, είναι «μικρά εργοστάσια», δίνουν δουλειά, αλλά και αφήνουν χρήματα και σίγουρα εξυπηρετούν και άλλες ανάγκες της κοινωνίας στην οποία λειτουργούν. Πλέον τούτου όμως τα Τμήματα Δοκίμων μετέχουν στη κοινωνική και πολιτισμική ζωή μιας περιοχής και καταβάλλεται προσπάθεια μέσα από εκδηλώσεις και δραστηριότητες, από καταναλωτές προϊόντων του πνεύματος, να παράγουν με τις τοπικές κοινωνίες πολιτισμό.

ΠτΘ: Η κάθε μία σχολή διατηρεί ωστόσο την αυτονομία της;

Β.Γ.:
Βάσει του Π.Δ.352/95 καθορίζονται τα μαθήματα που διδάσκονται στη σχολή. Από εκεί και πέρα σίγουρα ο διοικητής της σχολής επεμβαίνει στον καθορισμό της ύλης που θα διδαχθεί και δίνει γενικές κατευθύνσεις για τον τρόπο διδασκαλίας, στα πλαίσια του νόμου. Ο καθένας διοικητής ανάλογα με τις εμπειρίες του, τις ευαισθησίες του και τις γνώσεις του τονίζει κάποια θέματα με βάση τα ερεθίσματα και τις ιδιαιτερότητες της κάθε περιοχής, αλλά και ανάλογα με την ικανότητά του να απενσωματώσει ο ίδιος, τα ακούσματα που έχει από την κοινωνία για το τι δηλαδή αστυνομικούς θέλει(η κοινωνία) να εκπαιδεύσουν οι παραγωγικές σχολές και ανάλογα να τα αποτυπώσει, εστιάζοντας σε επί μέρους τομείς της εκπαίδευσης. Θεωρώ ότι είμαστε προς τη σωστή κατεύθυνση και προσπαθούμε να εκπαιδεύσουμε τους αστυνομικούς του αύριο, αυτούς που επιθυμεί και δικαιούται ο έλληνας πολίτης.

ΠτΘ: Είναι ευέλικτο το σχήμα της διοίκησης;

Β.Γ.:
Όχι αρκετά. Το σχήμα της διοίκησης είναι ιεραρχικά δομημένο, εκ των πραγμάτων περιχαρακωμένο στο νομοθετικό πλαίσιο. Ωστόσο, ανάλογα με την προσωπικότητα του διοικούντος, μπορεί με προτάσεις του να συντελεσθούν διαθρωτικές αλλαγές, κάτι που γίνεται με γοργό ρυθμό εξ αιτίας των επάλληλων συστημάτων διοίκησης, όπως είναι τα Τμήματα, η Σχολή, η Ακαδημία, η Διεύθυνση Εκπαίδευσης του Αρχηγείου, για να καταλήξει στον Αρχηγό, ο οποίος συνήθως αποφασίζει για τα μεγάλα ζητήματα και τις αναγκαίες αλλαγές.

ΠτΘ: Ποιες είναι οι δικές σας ευθύνες;

Β.Γ.:
Ουσιαστικά εκεί που ο διοικητής κάνει αισθητή την παρουσία του είναι ο έλεγχος της τήρησης των εκπαιδευτικών προγραμμάτων που καταρτίζονται τη θερινή περίοδο και αυτό αποτελεί την μεγάλη ευθύνη του, επειδή ακριβώς προσδιορίζεται η κατεύθυνση της εκπαίδευσης σε σημαντικό βαθμό, η διαπίστωση ελλείψεων και αδυναμιών καθώς και υποβολή προτάσεων βελτίωσής τους, η επιλογή της ύλης και του διδακτικού προσωπικού βοηθούμενος από τα εκπαιδευτικά συμβούλια στα οποία μετέχουν δόκιμοι, καθηγητές και φυσικά μόνιμο αστυνομικό προσωπικό.

Ο αστυνομικός δεν είναι ξένο σώμα από την ελληνική κοινωνία

ΠτΘ: κ. Γατσά, τελευταίως η ελληνική αστυνομία δέχεται δριμεία κριτική εξαιτίας διάφορων περιστατικών. Ποια είναι η άποψή σας;

Β.Γ.:
Δεν έχουμε να κρύψουμε τίποτα. Υπήρξαν κάποια περιστατικά που στενοχώρησαν και εμάς τους ίδιους και μας δημιούργησαν θλίψη. Σε καμία περίπτωση, δεν τίθεται θέμα εκπαίδευσης και ούτε και θέμα κατευθύνσεων από τη διοίκηση. Κανένας διοικητής δεν μπορεί να διατάξει κάτι παράνομο και κοινωνικά κατακριτέο, ούτε κάποιους αστυνομικούς να παραβούν τον όρκο τους. Ωστόσο σε κάποια ψυχοπιεστικά γεγονότα, όπως είναι οι διαδηλώσεις, κάποιοι άνθρωποι δεν έχουν τις αντοχές, γιατί είναι αλήθεια ότι η πίεση που δέχεται ένας αστυνομικός σε τέτοιες εκδηλώσεις είναι πάρα πολύ μεγάλη. Το γεγονός και μόνο ότι οι περισσότεροι έχουν τις αντοχές και την εκπαίδευση και αντιδρούν σωστά, θεωρώ ότι είναι σημαντικό και αποτελεί τον κανόνα. Δεν δικαιολογώ τις ασχήμιες και παράνομες μορφές βίας των επίορκων αστυνομικών, απλά τις αιτιολογώ, γιατί όλες οι αρνητικές για την αστυνομία κοινωνικές αποδόσεις βάλλουν ευθέως κατά της ικανότητας και αποτελεσματικότητας της Ελληνικής Αστυνομίας και αυτό δεν μπορεί φυσικά να το επιδιώκει κάποιος απλά λογικός άνθρωπος. Επαναλαμβάνω ότι υπάρχουν οι λίγες περιπτώσεις αστυνομικών που δεν αντέχουν όλη αυτή την πίεση και ξεπερνούν τα όρια του νόμου, μ’ αποτέλεσμα μεγάλες επιχειρήσεις – κάθε είδους – να σημειώνουν επιτυχία και ένα τέτοιο γεγονός να αμαυρώνει όλη την καλή εικόνα και τη μεγάλη προσπάθεια. Εκεί νομίζω είναι θέμα κατανόησης της κοινωνίας ότι θα υπάρξουν και αυτά τα περιστατικά, τα οποία προσπαθούμε συνέχεια να τα εντοπίζουμε και να τα απομονώνουμε έγκαιρα, εξάλλου δεν είναι τυχαία η πρόσληψη Ψυχολόγων από την αστυνομία, ιδιαίτερα στις περισσότερες στρεσογόνες υπηρεσίες. Με το να μεγαλοποιούμε και να βάλλουμε κατά του αστυνομικού θεσμού, με το να απαξιώνουμε την αστυνομία σαν οργανισμό και τα στελέχη της στη χειρότερη περίπτωση, δεν τρέχει και τίποτα. Τρέχει όμως και σημαίνει κάτι αυτό και θα σας το εξηγήσω αργότερα. Βάλλοντας όμως συνεχώς κατά της αστυνομίας και των στελεχών της, βάλλει κανείς κατά της βασικής συνιστώσας της ποιότητας ζωής μας, που είναι το αίσθημα ασφαλείας. Αυτό είναι που πολλές φορές δεν αντιλαμβάνονται πολλοί δημοσιογράφοι και υπερβάλλουν συνειδητά μεν ως προς αυτό, αλλά αγνοώντας τη μεγάλη ζημιά που γίνεται συνεπεία αυτής της απαξίωσης. Από την άλλη, είναι εξίσου σημαντικό να μην απαξιώνεται ο οργανισμός και τα στελέχη, γιατί κανείς δεν κάνει καλύτερη αστυνομία και καλύτερους αστυνομικούς, με το να τους βάζεις «στον τοίχο»διαρκώς, με το να τους καταμαρτυρείς οτιδήποτε ή το παραμικρό να διογκώνεται υπερβολικά, παραβλέποντας τόσο μεγάλες επιτυχίες και το γεγονός ότι η πλειοψηφία των Ελλήνων αστυνομικών, είναι τίμιοι και ευσυνείδητοι και πολλές φορές προσφέρουν πέρα απ’ αυτό που επιβάλλει το αυστηρά υπηρεσιακό τους καθήκον. Αυτοί οι άνθρωποι σίγουρα θέλουν την επιβράβευση, την έχουν ανάγκη, όπως κάθε άνθρωπος, θέλουν να ακούν το ευχαριστώ από την κοινωνία στην οποία δραστηριοποιούνται, γι’ αυτά που καθημερινά ρισκάρουν: τη σωματική τους ακεραιότητα και την ψυχική τους ισορροπία. Νομίζω ότι το δικαιούνται και μόνο μέσα από την αναγνώριση του κοινωνικού και θεσμικού τους ρόλου, πιστεύω ότι μπορεί να γίνουν καλύτεροι. Ο αστυνομικός δεν είναι «σώμα» ξένο προς την ελληνική κοινωνία, αλλά είναι κομμάτι της ίδιας της κοινωνίας με όσα στραβά ή καλά μπορεί να έχει. Μ’ όλα αυτά δεν υπαινίσσομαι να μη ασκείται κριτική. Κάθε άλλο. Αλλά από την γόνιμη και δημιουργική -έστω και αυστηρή- κριτική, ως την πλήρη απαξία υπάρχει χάσμα, που μόνο ζημιά προκαλεί.

ΠτΘ: Υπήρχε παλιότερα μια εικόνα για τον Έλληνα αστυνομικό. Πιστεύετε ότι σήμερα η αστυνομία είναι πιο κοντά στον Έλληνα πολίτη;

Β.Γ.:
Είναι ακριβώς έτσι αλλά ο σημερινός έλληνας αστυνομικός δεν έχει καμία διάθεση να φορτωθεί κανένα λάθος του παρελθόντος που βάραινε την αστυνομία. Έχουμε ξεπεράσει τις αγκυλώσεις αυτές του παρελθόντος και προχωράμε ήδη στα βήματα του 21ου αιώνα με άλλη φιλοδοξία με άλλα όνειρα και στόχους. Δεν έχουμε καμία διάθεση να νοιώθουμε ένοχοι για τα όποια λάθη του παρελθόντος, για τα οποία ούτως ή άλλως δεν έχουμε καμιά σχέση και ευθύνη. Προχωράμε στο αύριο με αισιοδοξία ανταποκρινόμενοι στα κελεύσματα των καιρών και προσβλέποντας στις τακτικές(εκπαίδευση και τρόπους δράσης) των αστυνομικών σωμάτων του πολιτισμένου κόσμου, προσπαθούμε να κάνουμε το καλύτερο δυνατόν. Να προσφέρουμε στους πολίτες τις καλύτερες δυνατές υπηρεσίες με κοινωνικό και ανθρώπινο πρόσωπο. Μπορούμε να το πετύχουμε χωρίς να μας φοβίζει τίποτα και χωρίς να μπερδεύουμε τα βήματά μας στο χθες. Είμαι από τους ανθρώπους που δεν φοβήθηκαν να πλησιάσουν τον κόσμο και από την άλλη δεν έπαψα ποτέ να ακούω «την ανάσα του», τι δηλαδή θέλει ο πολίτης από την αστυνομία και τον αστυνομικό και κάθε φορά τα ερεθίσματα αυτά, τα ενσωμάτωνα στον τρόπο δράσης, απόκρισης και λειτουργικότητας.

Η εγκληματικότητα στην Ελλάδα είναι ελεγχόμενη

ΠτΘ: κ. Γατσά, έχετε μία μακρά εμπειρία στο σώμα το οποίο υπηρετείτε πάνω από τριάντα χρόνια. Τα τελευταία χρόνια έχει αυξηθεί, σύμφωνα και με τα στατιστικά στοιχεία, η εγκληματικότητα. Πιστεύετε ότι είναι ένα φαινόμενο ανεξέλεγκτο;

Β.Γ.:
Κατ’ αρχήν δεν είμαι σύμφωνος με το ότι η εγκληματικότητα δεν μπορεί να ελεγχθεί. Σαφώς η εγκληματικότητα είναι αυξημένη τα τελευταία χρόνια και σ’ αυτό συνέβαλαν πολλοί παράγοντες. Η απάντηση ως προς τους αιτιολογικούς παράγοντες της εγκληματικότητας δεν είναι μονοδιάστατη. Μόνο σ’ ένα ποσοστό ευθύνονται οι λαθρομετανάστες που την περίοδο της δεκαετίας του ’90 εισήλθαν κατά χιλιάδες στην πατρίδα μας, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θέλω να φορτώσω την αύξηση της εγκληματικότητας αποκλειστικά στους πρόσφυγες και στους οικονομικούς μετανάστες. Ωστόσο, εκτιμώ ότι η εγκληματικότητα στην Ελλάδα είναι ελεγχόμενη γενικά και σε σχέση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες η χώρα μας είναι η πιο ασφαλής χώρα. Εκείνο που είναι πρόβλημα στην Ελλάδα, από στατιστικές που έχουν δει της δημοσιότητας, είναι το γεγονός ότι η εγκληματοφοβία είναι αντιστρόφως ανάλογη με την εγκληματικότητα που υπάρχει. Αυτό είναι αρνητικό και οι δημοσιογράφοι κάνουν πολλές φορές ζημιά, γιατί το αίσθημα ασφαλείας των πολιτών είναι ζήτημα ποιότητας ζωής και σαν τέτοιο αντιμετωπίζεται από τον έλληνα πολίτη σήμερα. Σ’ αυτό πιστεύω ότι πρέπει να βοηθήσουμε όλοι. Δεν είναι θέμα της αστυνομίας. Με το να μην αισθάνεται ασφαλής ο πολίτης δεν εννοείται ότι βάλλεται η αστυνομία και τα στελέχη της ενδεχομένως. Όπως είπα και στην αρχή της συνέντευξης και επιμένω γιατί το θεωρώ σημαντικό, βάλλεται ευθέως, η ποιότητα ζωής των πολιτών. Χωρίς να πάψουμε να ενημερώνουμε τον πολίτη για τα συμβάντα, γιατί σκοπός είναι να τα αποδίδουμε με τις πραγματικές τους διαστάσεις χωρίς να φθάνει ο πολίτης να φοβάται για το παραμικρό.

Νέα μορφή εγκληματικότητας το ηλεκτρονικό έγκλημα

ΠτΘ: κ. Γατσά, τελευταίως την επικαιρότητα απασχολεί και το ηλεκτρονικό έγκλημα. Η ελληνική αστυνομία είναι έτοιμη να το αντιμετωπίσει;

Β.Γ.:
Το ηλεκτρονικό έγκλημα είναι νέα μορφή εγκληματικότητας. Το είδαμε σαν πρόβλημα και για αυτό συνδιοργανώσαμε μια κοινή ημερίδα με το Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο. Μάλιστα εκτός από αξιόλογους καθηγητές, συμμετείχε από πλευράς αστυνομίας ο Προϊστάμενος της Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος Αθηνών που ήταν πολύ κατατοπιστικός. Είναι κάτι πρωτόγνωρο το ηλεκτρονικό έγκλημα. Το έγκλημα σε κάθε περίπτωση προηγείται. Ο κακοποιός παίρνει προς στιγμή πλεονέκτημα γιατί επιλέγει τόπο, χρόνο, στόχους και μέσα δράσης. Το πλεονέκτημά του αυτό ενισχύεται και με την τεχνολογία, την οποία δοκιμάζει έγκαιρα, αν δεν την επινοεί πρώτος εκείνος. Τα μεγάλα τεχνολογικά επιτεύγματα της εποχής μας, το διαδίκτυο(internet) και η κινητή τηλεφωνία, εξελίχθηκαν μέσα σε ελάχιστο χρόνο σε νέα εγκληματολογικά πεδία, με θύματα κυρίως παιδιά. Η κοινωνική αντίδραση-άμυνα, ο νόμος, η καταστολή έπονται πάντα με διαφορά φάσεως. Αλλά πάντοτε έρχεται, συντελείται η κάθαρση. Αυτή είναι η μόνη ηθική νομοτέλεια και φυσικά βάση αισιοδοξίας.

Η ελληνική αστυνομία, η Ευρώπη και όλος ο αναπτυγμένος κόσμος, έχουν ήδη εξειδικεύσει τις υπηρεσίες και το προσωπικό τους, σε κάποιους τομείς, ούτως ώστε να παρακολουθούν αυτή τη μορφή εγκληματικότητας και σ’ ένα σοβαρό επίπεδο να ανταποκρινόμαστε, με αισιοδοξία ότι είμαστε μέσα στα πράγματα και ότι μπορούμε να το αντιμετωπίζουμε αποτελεσματικά σε μεγάλο βαθμό.

ΠτΘ: Το πρόβλημα είναι ότι θύματα είναι οι νέοι…

Β.Γ.:
Η νέα γενιά έχει άλλες αναζητήσεις, έχει άλλα όνειρα, έχει καλύψει τα προβλήματα των δικών μας γενιών που ήταν προβλήματα επιβίωσης και ασφάλειας. Τα παιδιά μεγαλώνουν, ευτυχώς έχοντας καλύψει τα συγκεκριμένα προβλήματα, αλλά, ωστόσο, όταν καλύπτεις αυτά «ανακαλύπτεις» τις συναισθηματικές σου ανάγκες που για να τις πολεμήσει θέλεις γνώση και πρότυπα, που δυστυχώς δεν υπάρχουν και για να τα οργανώσεις θέλεις χρόνο, γιατί η εξέλιξη της επιστήμης και της τεχνολογίας τα τελευταία χρόνια είναι τόσο ραγδαία, που δεν μας επιτρέπει να την παρακολουθήσουμε.

ΠτΘ: Μήπως φταίμε κάπου και οι ίδιοι ως γονείς στην προσπάθειά μας τα παιδιά να μην βιώσουν καταστάσεις που περάσαμε οι ίδιοι και έτσι φθάνουμε στο άλλο άκρο;

Β.Γ.:
Αυτό είναι ένας προβληματισμός. Όλοι όσοι ζήσαμε φτωχά στα παιδικά μας χρόνια προσπαθούμε τα παιδιά μας να μη στερηθούν τίποτα. Το πρόβλημα όμως είναι ότι έχουμε μπει σε ρυθμούς γρήγορους, αγχώδεις, με αποτέλεσμα να μην είμαστε κοντά τους. Εμείς μεγαλώσαμε χωρίς τους γονείς μας ίσως να μη τους χρειαζόμαστε τόσο πολύ. Ήταν όμως άλλη η δομή της κοινωνίας, άλλο το δέσιμο των μελών μέσα στην οικογένεια και υπήρχε ένας κοινωνικός έλεγχος από τον ευρύτερο κοινωνικό χώρο. Σήμερα έπαψε να υπάρχει αυτός ο κοινωνικός έλεγχος αλλά και το χειρότερο είναι ότι τα παιδιά έχουν ανάγκη τον γονιό τους να είναι δίπλα του. Οι γονείς δεν βρίσκονται δίπλα στα παιδιά τους. Ας μη γελιόμαστε. Μπορεί να τους δίνουμε χρήματα και να τους παρέχουμε όλα τα υλικά αγαθά αλλά δεν είμαστε κοντά τους και το χειρότερο τις πιο πολλές φορές δεν γνωρίζουμε πώς να στηρίξουμε και να καλύψουμε τις συναισθηματικές τους ανάγκες, γιατί και εμείς με τη σειρά μας δεν έχουμε κατάλληλες γνώσεις και γονεϊκά πρότυπα, με αποτέλεσμα τα σύγχρονα κοινωνικά προβλήματα που θύματα τους είναι κυρίως νέα παιδιά, που για να αντιμετωπίσουν τη ζωή τους θα καταφύγουν στα «δεκανίκια», ναρκωτικά κ.λπ.

Ταμπού η ενδοοικογενειακή βία

ΠτΘ: κ. Γατσά, όταν μιλάμε για βία αναφερόμαστε στη σωματική. Είναι όμως αυτό μόνο βία;

Β.Γ.:
Η ελληνική κοινωνία με τον τελευταίο νόμο που ψήφισε κυρίως αναφέρεται στη σωματική κακοποίηση, η οποία έχει συνέπειες και στην ψυχολογική κατάσταση του ατόμου που την υφίσταται, αλλά και στα παιδιά εφόσον υπάρχουν και τη βιώνουν.

Η κακοποίηση προσλαμβάνει πολλές μορφές, από τη σωματική κακοποίηση που έχει ένα ευρύ φάσμα, από το χαστούκι, κάψιμο και άλλες, έως την ακραία που είναι η ανθρωποκτονία. Υπάρχει η λεκτική βία με τις βρισιές, την απαξίωση, το ρατσισμό, η σεξουαλική κακοποίηση με τον βιασμό σαν ακραία έκφραση της ακόμη και μέσα στο γάμο, που τώρα με τον νέο νόμο απαγορεύεται, η κοινωνική κακοποίηση ή κοινωνική απομόνωση με το να μη βγαίνει κανείς από το σπίτι και να αποκόπτεται από την κοινωνική του παρουσία και ανάπτυξη, η οικονομική κακοποίηση, όταν ελέγχει τα χρήματα και διαχειρίζεται την περιουσία. Πολλές φορές λέω ότι η κακοποίηση έχει στόχο τον έλεγχο του θύματος για να λειτουργήσει σύμφωνα με τις ανάγκες του θύτη, οπότε φθάνουμε σε μία ακραία περίπτωση βίας που είναι «τα δώρα», μια δυσδιάκριτη μορφή κακοποίησης, που όταν στοχεύει στο να ελέγξει την συμπεριφορά των άλλων προσλαμβάνει και αυτή τη μορφή κακοποίησης.

ΠτΘ: Με ποια αφορμή ασχοληθήκατε με το ζήτημα της ενδοοικογενειακής βίας;

Β.Γ.:
Ξεκίνησα τυχαία από ένα σεμινάριο που κάναμε στην αστυνομία και είδα ότι η αστυνομία σε όλο τον κόσμο αναφορικά με την καταστολή πετυχαίνει κάποια πράγματα όχι πάντα τα καλύτερα. Είδα μια μορφή εγκληματικότητας μη ορατή στον πολύ κόσμο που ενώ η αστυνομία μπορεί να βοηθήσει δεν βοηθούσε, επειδή δεν μπορούσε να τη φαντασθεί, γιατί ούτε καν οι εγκληματολόγοι και οι κοινωνιολόγοι το είχαν θέσει και ανάγει ως θέμα και πρόβλημα ώστε να ασχοληθεί η αστυνομία πρώτα και η δικαιοσύνη στη συνέχεια. Καθημερινά σήμερα βλέπουμε πόσο σημαντικά είναι τα προβλήματα που ξεκινούν μέσα από την ενδοοικογενειακή βία με αποτέλεσμα τα τέσσερα τελευταία εγκλήματα με τελευταίο αυτό της Αναβύσσου, που ο 19χρονος δολοφόνησε τον πατέρα –οικογενειακό δήμιο, η περίπτωση της Ασπροβάλτας που σκότωσε τη σύντροφό του και δύο μήνες την είχε άταφη μέχρι το τραγικό περιστατικό της δολοφονίας του διοικητού του ΙΚΑ, που εκεί διαπιστώσαμε μία κοινωνική αντίφαση από τη μια οι άνδρες να έχουν ταυτισθεί με το θύμα, ενώ από την άλλη η ελληνική κοινωνία με άνεση δίνει συγχωροχάρτι στον ίδιο το δράστη σε ένα ποσοστό 60%.

ΠτΘ: Είναι όμως και πολύ σκληρό τα όσα ακούστηκαν στην περίπτωση αυτή για τη γυναίκα που απίστησε…

Β.Γ.:
Η αντίφαση αυτή κατά την άποψή μου βρίσκεται στο φόβο των ανδρών να μην απιστήσει η σύζυγός τους, να μην μοιχεύσει η γυναίκα τους. Ταυτίζονται μεν με το θύμα, αλλά από την άλλη φοβούνται μήπως και η σύζυγος κάνει κάτι. Ουσιαστικά εκεί είναι το πρόβλημα. Ο άνδρας στην Ελλάδα φοβάται μήπως απιστήσει η γυναίκα του. Η απιστία είναι μια τεράστια κατασκευή που έχει περάσει στο αίμα των ανδρών που θα μπορούσα να πω ότι αν ήξερε ότι με κάποιο τρόπο ήταν εξασφαλισμένος από αυτό το ζήτημα θα μπορούσε ίσως να είναι και ο καλύτερος σύζυγος. Ο φόβος όμως αυτός όταν δεν έχει πρότυπα να διαχειρισθεί όλο αυτό το φάσμα, ενεργοποιεί άμυνες, οι άμυνες το θυμό, και ο θυμός τη βία

ΠτΘ: Είναι ταμπού το θέμα της βίας;

Β.Γ.:
Ακόμη η βία είναι ταμπού για την ελληνική κοινωνία. Την τελευταία δεκαετία μόλις έχουν ξεκινήσει να ακούγονται κάποια πράγματα μέσα από τη δραστηριότητα πολλών γυναικείων οργανώσεων, αλλά και της ελληνικής πολιτείας. Στην περιοχή μας, στη Θράκη, υπάρχουν περιστατικά ακόμη πιο σοβαρά, κυρίως με γυναίκες μουσουλμάνες, όπου όχι μόνο δεν ανακοινώνονται περιστατικά βίας, αλλά πολλές φορές – βάσει ενδεικτικών στοιχείων που μου μετέφεραν μουσουλμάνοι επιστήμονες- δεν πάνε καν στον γιατρό, ακόμη και σε περιπτώσεις σοβαρών τραυματισμών. Ναι, θα ‘λεγα ότι το θέμα της ενδοοικογενειακής βίας στην Ελλάδα, αποτελεί ακόμη ταμπού, ιδιαίτερα στις μικρές κοινωνίες και πολύ περισσότερο όταν ο σύζυγος – δράστης είναι κάποιο δημόσιο πρόσωπο. Ήταν πολύ χρήσιμη η εμπειρία αυτή και θέλω να ευχαριστήσω τους επιστήμονες αυτούς που μου μίλησαν και ιδιαίτερα την κοινωνιολόγο Σερικέ Σερήφ, μια υπέροχη και αξιόλογη επιστημόνισσα που δραστηριοποιείται στο Κέντρο Πρόληψης «Ορφέας».

ΠτΘ: Υπάρχουν στατιστικά στοιχεία για την ενδοοικογενειακή βία στην Ελλάδα;

Β.Γ.:
Δεν μπορούμε να μιλήσουμε για στατιστικά δεδομένα. Υπάρχουν έρευνες από τις οποίες έμμεσα βγαίνουν τα αποτελέσματα. Ένα ποσοστό περίπου 30% των γυναικών φαίνεται να κακοποιείται. Βέβαια στην εγκληματολογία υπάρχει ο σκοτεινός αριθμός των εγκλημάτων που δεν δημοσιοποιούνται, ο οποίος στην περίπτωση της ενδοοικογενειακής βίας διπλασιάζεται, ακριβώς γιατί υπάρχουν αρνητικά στερεότυπα σχετικά με το ενδοοικογενειακό έγκλημα, δεν δημοσιοποιούνται, δεν ανακοινώνονται και πολύ περισσότερο δεν καταγγέλλονται στις διωκτικές αρχές και δεν φθάνουν στη δικαιοσύνη.

ΠτΘ: Ποιο είναι τελικά το μήνυμα που θέλετε να περάσετε στις γυναίκες;

Β.Γ.:
Εκείνο που θα ήθελα να δώσω ως μήνυμα προς τις γυναίκες είναι ν’ αρχίσουν να μιλάνε πρώτα με τις οικογένειές τους, γιατί η οικογένεια έχει πάντα τη δυναμική να αντιμετωπίσει θετικά στους κόλπους της τέτοια προβλήματα και εφόσον δεν υπάρχει οικογένεια να απευθύνονται στους ειδικούς, στους συμβούλους. Υπάρχουν δομές σε όλους τους νομούς σε επίπεδο συμβουλευτικής στο πώς θα αντιμετωπίσουν το πρόβλημα. Υπάρχει η ανοικτή γραμμή της Ένωσης Γυναικών Ευρώπης που από τη γραμμή S.O.S., 800 11 88 881, μπορεί να βοηθήσει δωρεάν. Aπό εκεί και πέρα μπορεί η γυναίκα να συμβουλευθεί ένα δικηγόρο ή να καταφύγει στη δικαιοσύνη. Το σημαντικό όμως είναι να αρχίσει να μιλά για το πρόβλημά της. Θα ήθελα να προχωρήσω πολύ πιο πριν φθάσει στο σημείο να υποστεί τη βία και την ανάγκη της να μιλήσει γι αυτή. Η βία ξεκινά κάποια στιγμή και ξεκινά όταν το ζευγάρι γνωρίζεται και δημιουργεί τη δική του σχέση. Υποψιαζόμαστε ότι με το να δώσω ένα ερέθισμα στον άλλο θα το καταλάβει και θα λειτουργήσει σύμφωνα με τις ανάγκες τις δικές μου. Όμως δεν θα το καταλάβει και αρχίζουν τα παράπονα, οι γκρίνιες. Οι γκρίνιες σαν μορφή κακοποίησης επειδή είναι τόσο πολύ συχνό το φαινόμενο, δεν το αντιλαμβανόμαστε, ενώ είναι το ίδιο ψυχοφθόρο και πολλές φορές χειρότερο από τη σωματική κακοποίηση. Μετά τα παράπονα αρχίζει το πρώτο «χαστουκάκι», πάντα υπό μορφή πειράγματος, υπό μορφή νεύρων, αλλά αν δεν απαξιωθεί από την πρώτη στιγμή είναι βέβαιο ότι η γυναίκα θα «τρώει μια ζωή ξύλο». Αν όμως όπως πιστεύω, από την πρώτη στιγμή το απαξιώσει, τουλάχιστον δεν θα τρώει ξύλο. Το κακό είναι ότι τα ζευγάρια σ’ αυτή τη χρονική περίοδο της κοινής τους ζωής, είναι συναισθηματικά εξαρτημένα και δεν το αντιλαμβάνονται, το δικαιολογούν σαν κακή ώρα, αλλά οι άνδρες από τη στιγμή που συνειδητοποιούν ότι η μορφή αυτή ελέγχου περνά, την ενσωματώνουν σαν μορφή ελέγχου και στη δράση του… και το «ξύλο βγαίνει από τον παράδεισο».

ΠτΘ: κ. Γατσά σας ευχαριστούμε πολύ.

Β.Γ.:
Κι εγώ σας ευχαριστώ

Α.Π

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.