Ρουλα Γεωργακοπουλου, «Η μεθοδος της μπουρμπουληθρας»

Ένα ποιητικό πεζό για το οικιακό σύμπαν του πανδημικού καιρού

Από τις εκδόσεις «Πόλις» κυκλοφόρησε και η δεύτερη πεζογραφική απόπειρα της Ρούλας Γεωργακοπούλου, μετά το «Δέντρα, πολλά δέντρα» (2018), υπό τον χαρακτηριστικό και ιδιαιτέρως ελκυστικό τίτλο «Η μέθοδος της μπουρμπουλήθρας» (2020). Την επιμέλεια του βιβλίου έχει κάνει η συγγραφέας Κατερίνα Σχινά και το εξώφυλλό του αποτελεί φωτογραφία του Σπύρου Στάβερη. Συγκεκριμένα,  σ’ αυτό αποτυπώνεται η εικόνα ενός λευκού τετράποδου ζώου –πιθανώς λύκου ή σκύλου–, το οποίο είναι στραμμένο πάνω και προς το νερό μιας πισίνας. Η εικόνα αυτή μπορεί να αναλυθεί με ψυχαναλυτικούς όρους, καθώς ενυπάρχουν δυο τινά. Από τη μιά, ο λευκός λύκος γνωστός από την ιστορία της ψυχανάλυσης του Σερκέι Παγκέγιεφ, η οποία παραδίδεται από τον Φρόυντ και υποδεικνύει τις πρωταρχικές φαντασιώσεις, καθώς κάθε παιδί περνάει από μια παιδική νεύρωση συνδεόμενη με την κρίση και με την επεξεργασία έπειτα των οιδιπόδειων σχέσεών του με τους γονείς. Από την άλλη, έχουμε την αντανάκλαση που προσφέρει το νερό, γνωστή και ως «στάδιο του καθρέφτη» από τη ψυχαναλυτική λακανική θεωρία, το οποίο αναφέρεται στη φαντασιακή φάση ανάπτυξής μας. Επίσης, η αποτύπωση του εξωφύλλου αποτελεί και στοιχείο σύνδεσης με «τη μπουρμπουλήθρα» του τίτλου,αναφορές που στο σύνολό τους  κεντρίζουν το αναγνωστικό ενδιαφέρον και υπόσχονται αιχμηρές συνέχειες, συνέχειες ταυτόχρονης εμφάνισης και εξαφάνισης, όπως επιτάσσει και η εικονοποιητική λειτουργία «της μπουρμπουλήθρας».

Ένα «λούνα παρκ» ιστοριών

«Η μέθοδος της μπουρμπουλήθρας» είναι ένα ποιητικό πεζό που γράφτηκε παράλληλα με την εξέλιξη της πανδημίας και συνδέει την Ιστορία και τις ιστορίες της, τα οικιακά φαντάσματα και τους απόηχους της παιδικής ηλικίας, τον τραχύ ρεαλισμό της υγειο-νομικής κρίσης με το φανταστικό και το ονειρικό στοιχείο. Ένα λούνα παρκ επάλληλων ιστοριών που ξεκινούν από ένα σπίτι της Αθήνας υπό συνθήκες αναγκαστικού εγκλεισμού και εξακτινίζονται στο ακινητοποιημένο παρελθόν και στο ρευστό μέλλον. Ένα παιχνίδι με μαγικές εικόνες, μισοτελειωμένα παζλ, ζογκλέρ, καθρέφτες, ατίθασα αιλουροειδή και αναγεννησιακούς μηχανισμούς σε αεικίνητη λειτουργία, που το συνέχει η δύναμη του συνειρμού και η ανώτερη πραγματικότητα των συσχετισμών.

Ο λυτρωτικός χαρακτήρας της γραφής

«Την ανάγκη δραστηριοποίησης επέτεινε κατά κάποιο τρόπο και ο προσωρινό εγκλεισμός από μια προσωρινή επιδημία. Μετεωρίστηκα κάμποση ώρα και μετά, θέλω να σας πω μια ιστορία, είπα και αμέσως η δαγκάνα στον σβέρκο μου χαλάρωσε», διαβάζουμε στην πρώτη σελίδα του κειμένου. Το σχόλιο αυτό στοχεύει στην κοινή ταύτιση του χρόνου της ιστορίας με τον χρόνο της αφήγησης, ο οποίος μοιάζει να μας αφορά όλους και δεν είναι άλλος από τηδιεύλεση του Covid-19 στην καθημερινότητα μας.

Η συγγραφέας μας με αφορμή την κατάσταση αναπροσαρμογής πλάθει ένα δικό της φαντασιακό-ονειρικό κόσμο, όπου σαν μία άλλη «Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων» μας ξανά συστήνει τον οικιακό μας μικρόκοσμο, μέσα από ένα θεατρικό σχεδόν πρίσμα παρουσίασης, ο οποίος συνδέεται με τον ανθρωπομορφισμό των υλικών μας πραγμάτων. Διαβάζουμε: «Ήρθε μια χλωροφύλλη και μου πήρε τη σακούλα με τα αντισηπτικά. Πήγαινε πλύσου κι εγώ πάω να ετοιμάσω το φαΐ. Από τώρα θα φάμε; Ναι από τώρα, ακούστηκαν από το βάθος κάτι κοιλιόδουλες βανίλιες κι ήταν μόλις επτά παρά τέταρτο το απόγευμα, άρα είχαν ήδη ενημερωθεί από την καθημερινή συνέντευξη του καθηγητή Τσιόρδα, ώρα έξι ακριβώς».

Γρηγόρης Δανιήλ

«Αντανακλάσεις μιας πραγματικότητας που η μνήμη αναζητά το δικό της μερίδιο στη διάρκεια του κάθε 24ώρου»

Όπως, αναφέρει ο Γρηγόρης Δανιήλ στην κριτική του στο “TheBook.gr”: «Τόποι θανάτου (Μπέργκαμο) παραμονεύουν πίσω από ομόηχες ονομασίες φρούτων (περγαμόντο). Μυρωδικά (βανίλια, ρίγανη) και χρωστικές ουσίες (χλωροφύλλη) αναβαπτίζουν το άρρεν και το θήλυ. Ιστορίες μπερδεύονται με μυρωδιές ημιτελών φαγητών και ιατρικής-πατρικής φροντίδας. Ληστές του χρόνου και της μνήμης, σπαρμένοι στις σελίδες, συμπληρώνουν ένα παράξενο αλλά οικείο παζλ. Ενώ η συντροφιά των κατοικίδιων και μη, ζώων φαντάζει παρηγοριά μαζί κι αποτελεί όχημα ανάσχεσης της υφέρπουσας καταθλιπτικής καθημερινότητας.
Αντανακλάσεις μιας πραγματικότητας που η μνήμη αναζητά το δικό της μερίδιο στη διάρκεια του κάθε 24ώρου. Σκονισμένες φράσεις από την αχλή των ημερών, μπερδεύουν πολλαχώς τον ενεστώτα χρόνο δημιουργώντας παρακείμενες γλαφυρά δοσμένες αοριστίες. Ακόμη και η σμιλευμένη όψη της γλώσσας παρουσιάζεται ενίοτε με το ένδυμα της καθαρεύουσας επιτείνοντας τη λογοτεχνική αιώρηση που τόσο λείπει από τα ελληνικά γραψίματα».

Ελένη Κεχαγιόγλου

«Οι ιστορίες (η λογοτεχνία) είναι μια προσπάθεια, έστω ατελής, ανολοκλήρωτη ή “χαλασμένη”, να ενωθούν τα κομμάτια από το παζλ του χάους της ζωής»

Η Ελένη Κεχαγιόγλου στην «Εφημερίδα των Συντακτών» υπογραμμίζει πως: «Στη “Μέθοδο της μπουρμπουλήθρας” −όπου εκεί “που έβλεπες κάποιον, ξαφνικά, παφ έσκαγε, για να φουσκώσει αργότερα στη θέση του ένας άλλος, να εξαφανιστεί κι εκείνος και ούτω καθεξής”, σε αυτή την προσπάθεια να κρατηθεί η “ισορροπία του σύμπαντος μέσα σε συνθήκες διαρκούς περιδίνησης”− η συγγραφέας, που επιχειρεί κάθε βράδυ να πει μια τέλεια ιστορία, εντέλει βλέπει ότι “μόλις ξέπεσε στη σιωπή και η τελευταία κυοφορούμενη ιστορία”, ο κόσμος “δεν είχε πια πού να στεγάσει τα λόγια του”. Οι ιστορίες (η λογοτεχνία) είναι μια προσπάθεια, έστω ατελής, ανολοκλήρωτη ή “χαλασμένη”, να ενωθούν τα κομμάτια από το παζλ του χάους της ζωής, ακόμη και αν δεν φανερώσουν κανένα σχέδιο. Να ενωθούν, ως αντίδοτο στο ότι όταν σκορπίζεται ο άνθρωπος, μπορεί τα κομμάτια του να μην ταιριάζουν κανένα με κανένα.

Το βιβλίο ενδεχομένως θα εξετάζεται κάποτε από τους φιλολόγους ως προϊόν της εποχής του πρώτου κύματος της πανδημίας Covid-19 στην Ελλάδα. Αποδίδει, όμως, με τέτοιο τρόπο την “πραγματικότητα”, ώστε υπερβαίνει τη συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία, όπως, λόγου χάριν, ο “Λοιμός” (1972) του Αντρέα Φραγκιά διαβάζεται σήμερα ανεξάρτητα από τη γνώση ότι ο συγγραφέας υπήρξε εξόριστος στη Μακρόνησο».

Ένα κείμενο λοιπόν που έρχεται σαν σωτηρία προσωπική και συλλογική, καθώς ξανασυστήνει τα πράγματα από τη θετική τους πλευρά τονίζοντας πως το σκοτάδι της ζωής μας είναι απλά η απουσία του φωτός που σηματοδοτεί την επικείμενη παρουσία του. Και η γραφή στην προκειμένη περίπτωση, αν και συνδέεται με την απουσία επαφών και λεκτικών ανταλλαγών, υπογραμμίζει την παρουσία της φαντασίας και των δυνάμεων ανασύστασης που αυτή επιτάσσει καθώς περισσεύει η μνήμη ατομική και μη.

«Η μέθοδος» της Ρούλας Γεωργακοπούλου

Η Ρούλα Γεωργακοπούλου γεννήθηκε στην Καλαμάτα το 1955. Σπούδασε γαλλική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και εργάστηκε για δέκα χρόνια σε σχολεία της περιφέρειας. Στη συνέχεια ασχολήθηκε επαγγελματικά με τη δημοσιογραφία, στα περιοδικά «Ένα», «Ταχυδρόμος», «MarieClaire», «AthensVoice» και στις εφημερίδες «Το Ποντίκι», «Το Βήμα» και «Τα ΝΕΑ». Σήμερα αρθρογραφεί «στα ΝΕΑ». Έξι θεατρικά της έργα έχουν ανεβεί σε αθηναϊκές σκηνές από το 1986 ώς σήμερα. Κυκλοφορούν η συλλογή χρονογραφημάτων της «Γυναίκα μετρίου αναστήματος» («Πατάκης», 2016), δύο θεατρικά της έργα σε ενιαία έκδοση με τον τίτλο «Καρφίτσες στα γόνατα» («Το Ροδακιό»,  2015) και αρκετές μεταφράσεις της. Το θεατρικό της έργο «Οδός Πολυδούρη» μεταφράστηκε στα γαλλικά από τον Μισέλ Βόλκοβιτς και κυκλοφορεί με τον τίτλο “Ne m’ envoyezpas des fleurs” από τις εκδόσεις “Miel des anges”.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.