Πολυτιμο εγχειριδιο Ποινικης Δικονομιας

Το πιο πρόσφατο επιστημονικό πόνημα του Αναπληρωτή Καθηγητή της Νομικής Σχολής του Δ.Π.Θ. Θεοχάρη Δαλακούρα κυκλοφόρησε πρόσφατα σε δύο τόμους και αποτελεί πολύτιμο βοήθημα, τόσο για νομικούς και δικηγόρους, όσο και για δικαστές και για όποιον άλλον ενδιαφέρεται να εισέλθει στο χώρο της Ποινικής Δικονομίας και να την εφαρμόσει. Η Ποινική Δικονομία αποτελεί το σύνολο των κανόνων του δικαίου που καθορίζουν αφενός την αρμοδιότητα των οργάνων (Υπηρεσιών και Δικαστηρίων) της Πολιτείας και αφετέρου την διαδικασία δράσης των οργάνων αυτών, προκειμένου να βεβαιώσουν ενοχή του κατηγορουμένου ώστε να επιβάλουν σ΄ αυτόν την προβλεπόμενη ποινική κύρωση. Η Ποινική Δικονομία, που αποτελεί ιδιαίτερο κλάδο της Δικονομίας περιέχει τους κανόνες για την άσκηση της ποινικής δίωξης, για την ποινική προδικασία, για την αρμοδιότητα των ποινικών δικαστηρίων και τη διαδικασία στο ακροατήριο και για την άσκηση ενδίκων μέσων κατά των αποφάσεων των δικαστηρίων.

Πρόκειται, λοιπόν, για ένα δίτομο Ποινικής Δικονομίας, το οποίο, σύμφωνα και με τον ίδιο τον συγγραφέα, «καλείται να υλοποιήσει δύο επιμέρους στόχους: Αφενός τη μετάδοση της εξειδικευμένης δικονομικής γνώσης στους φοιτούντες στις αστυνομικές σχολές, ώστε να δύνανται να ανταποκριθούν στις σύγχρονες σύνθετες απαιτήσεις του έργου τους, και αφετέρου στην προώθηση λύσεων σε ζητήματα πρακτικής εφαρμογής των θεσμών της ποινικής δίκης, όπως αξιώνει η μεγάλη μάζα των ανακριτικών υπαλλήλων στο πλαίσιο της δικαστηριακής καθημερινότητας.

Στην προσπάθεια έκθεσης της ύλης, κατά τρόπο συνθετικό και δυναμικό, κρίθηκε απαραίτητο να μην περιορίζεται η ανάπτυξη των ειδικότερων άρθρων του ΚΠΔ στο γράμμα του νόμου και στις απολύτως αναγκαίες διασαφηνίσεις, αλλά να εκτείνεται τόσο στην καταγραφή του σκοπού της κάθε διάταξης, ώστε να κατανοείται πληρέστερα το ποινικό δικονομικό σύστημα, όσο και στη διατύπωση των καίριων θέσεων και (πρακτικών ή θεωρητικών) ερωτημάτων κάθε θεματικής, ώστε να εξασφαλίζεται η δημιουργική συμμετοχή του αναγνώστη.

Σε όσες περιπτώσεις κρίθηκε αναγκαίο άλλωστε δόθηκε περαιτέρω έμφαση τόσο στη νομολογία των δικαστηρίων, όσο και στις απόψεις της Θεωρίας, με αντίστοιχη παραπομπή αποφάσεων ή επιστημονικών διατριβών, ώστε ο αναγνώστης να μην στερείται της δυνατότητας περαιτέρω μελέτης ή εμβάθυνσης σε καίρια δικονομικά ζητήματα».

Α.Χ.

Ορισμός και σημασία της Ποινικής Δικονομίας

Η Ποινική Δικονομία ορίζεται ως το σύνολο των κανόνων δικαίου που καθορίζουν τα όργανα απονομής της ποινικής δικαιοσύνης και τη διαδικασία μέσω της οποίας διαλευκαίνονται οι καταγγελθείσες προσβολές του δικαίου, ώστε να αποκατασταθεί η δικαιϊκή ειρήνη. Από την πρώτη κιόλας ανάγνωση των επιμέρους στοιχείων του εν λόγω ορισμού διαφαίνεται η ιδιαίτερη σημασία και η εν γένει αναγκαιότητα της Ποινικής Δικονομίας στο πλαίσιο του όλου δικαιϊκού συστήματος.

Η ιδιαιτερότητα και αποστολή της Ποινικής Δικονομίας

Οι παραπάνω διαπιστώσεις για την ανάγκη απονομής της ποινικής δικαιοσύνης από ειδικά πολιτειακά όργανα (δικαστήρια) με εκ των προτέρων ορισμένη διαδικασία συμπληρώνονται τέλος με την ανάδειξη της ιδιαιτερότητας της Ποινικής Δικονομίας.

Σε αντίθεση με τα άλλα δικονομικά δίκαια (αστικό, διοικητικό), το ποινικό δικονομικό δίκαιο δεν επιλύει τις νομικές διαφορές μεταξύ των ιδιωτών ή μεταξύ των ιδιωτών και της διοίκησης που εμφανίζονται υπό τον τύπο αμφισβητήσεων του δικαίου, αλλά καλείται να διαλευκάνει με δικανικό τρόπο και να αντιμετωπίσει τις προσβολές του δικαίου και κατά τούτο την επιβολή ή μη των ποινικών κυρώσεων, με την οποία πραγματώνονται ειδικότερα οι λεγόμενοι δευτερεύοντες ή κυρωτικοί κανόνες του ουσιαστικού (ποινικού) δικαίου. Παράλληλα όμως καλείται να διαμορφώσει ένα εξ αρχής προβλέψιμο και ελέγξιμο πλαίσιο διαδικασίας, το οποίο να προστατεύει συγχρόνως τον κάθε κοινωνό από την ενδεχόμενη καταχρηστική άσκηση της ποινικής καταστολής.

Ήδη από τα παραπάνω μπορεί να διαφανεί ότι η αποστολή της Ποινικής Δικονομίας καταμερίζεται στην προώθηση δύο μεγάλων ηθικών και κοινωνικών αναγκών:

(i) Αφενός μεν της ανάγκης αποτελεσματικής προστασίας της κοινωνίας από εγκληματικές προσβολές. Η ανάγκη αυτή καλύπτεται με την ανακάλυψη των πραγματικών δραστών των τελεσθέντων εγκλημάτων και την επιβολή σε αυτούς των νόμιμων κυρώσεων. Σε αυτή την ανάγκη θητεύει μια από τις κυρίαρχες αξονικές αρχές της ποινικής διαδικασίας και συγκεκριμένα η αρχή της αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας, η οποία «νομιμοποιεί» τις επεμβάσεις στα έννομα αγαθά και δικαιώματα των κοινωνών.

(ii) Αφετέρου δε της ανάγκης αποτελεσματικής προστασίας του ατόμου από άδικες διώξεις και προσβολές των δικαιωμάτων του. Η δεύτερη αποστολή δικαιολογεί άλλωστε τον χαρακτηρισμό του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ως «Κώδικα των τιμίων ανθρώπων» (βλ. Κ.Τσουκαλά, Τα ορκωτά Δικαστήρια, τ. Ι, 1929, σελ. 3). Ουσιαστική συνεισφορά στην προώθηση αυτής της ανάγκης έχουν εξάλλου δύο από τις σημαντικότερες δομικές αρχές της ποινικής δίκης και συγκεκριμένα η αρχή της αξίας του ανθρώπου και η αρχή της αναλογικότητας. Εύλογα άλλωστε, αφού αμφότερες οι αρχές συνιστούν – όπως θα διαφανεί παρακάτω – όρια στους περιορισμούς των ατομικών δικαιωμάτων.

Η επιτυχής σύνθεση των δύο αυτών συγκρουόμενων αξιών καταγράφεται ως ζητούμενο κάθε σύγχρονου νομοθέτη, που οφείλει να επιβεβαιώνει τόσο την αξία της ελευθερίας και εν ταυτώ τον ατομοκεντρικό χαρακτήρα του σύγχρονου Ποινικού Δικονομικού Δικαίου, όσο και την αξία της ασφάλειας του δικαίου. Πάντως το καταρχήν προβάδισμα σε αυτήν τη στάθμιση ανήκει στην προστασία του ατόμου.

Έννοια και σκοπός της ποινικής δίκης

Η απαίτηση πιστοποίησης και διατήρησης του φιλελεύθερου χαρακτήρα μιας σύγχρονης Πολιτείας επιβάλλει την ενεργοποίηση ενός μηχανισμού απονομής της ποινικής δικαιοσύνης με προκαθορισμένη δικανική μορφή που θα παρέχει τα εχέγγυα αμεροληψίας και ορθοκρισίας.

Ο μηχανισμός αυτός δεν είναι άλλος από την ποινική δίκη, η οποία ορίζεται εννοιολογικά ως το σύνολο μιας πλειάδας αλληλένδετων πράξεων που, σαν κρίκοι αλυσίδας, αρχίζουν με την καταγγελία του εγκλήματος και τη συνακόλουθη άσκηση της ποινικής δίωξης (άρθρο 43, 47 ΚΠΔ) και τελειώνουν με την έκδοση και εκτέλεση μιας αμετάκλητης (αθωωτικής ή καταδικαστικής) απόφασης.

Η αλληλεξάρτηση των δικονομικών πράξεων διευκολύνει τη λειτουργική συνέχεια και πρόοδο της δίκης με στόχο την περάτωσή της. Η μια πράξη διαδέχεται την άλλη, ενώ κάθε επόμενη εξαρτάται από την προηγούμενη, έτσι ώστε η διάσπαση αυτής της ενότητας να θεωρείται ως απόκλιση που συνδέεται με δικονομικές κυρώσεις.

Οι σκέψεις αυτές θέτουν σε περίοπτο προσκήνιο το ζήτημα του σκοπού της ποινικής δίκης, ένα ζήτημα με μεγάλη πρακτική σημασία τόσο για τη διαμόρφωση των δικονομικών θεσμών, όσο και για την ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των κανόνων του δικονομικού δικαίου.

Από τις απόψεις, που έχουν υποστηριχθεί σχετικά, άξιες μνείας είναι η άποψη που εντοπίζει το σκοπό της ποινικής δίκης στην πραγμάτωση του ουσιαστικού ποινικού δικαίου ή σύμφωνα με μια παραλλαγή της στην ικανοποίηση της ποινικής αξίωσης της Πολιτείας, η άποψη που εξυψώνει σε σκοπό την αναζήτηση της αλήθειας και, τέλος, η άποψη που βλέπει ως απώτερο σκοπό της δίκης το δεδικασμένο ή κατά παραλλαγή την ασφάλεια του δικαίου. Η εγγύτερη προσέγγισή τους αποδεικνύει, ωστόσο, ότι καμιά από τις εν λόγω απόψεις δεν είναι πλήρως αποδεκτή, αφού καμιά τους δεν καλύπτει πλήρως όλες τις εκφάνσεις και θεσμούς της δίκης. […] Από τα παραπάνω συνάγεται ότι ο σκοπός της ποινικής δίκης πρέπει όχι μόνον να καλύπτει και να δικαιολογεί το σύνολο των δικονομικών ενεργειών στο πλαίσιο της δίκης, αλλά και να είναι ρεαλιστικός και ελέγξιμος. Τέτοιος σκοπός είναι η αποκατάσταση της δικαιϊκής ειρήνης, η οποία διαταράχθηκε με το φερόμενο ως τελεσθέν έγκλημα. Και η έννομη ειρήνη ανάμεσα στους κοινωνούς επέρχεται με την έκδοση μιας αμετάκλητης απόφασης, η οποία θέτει τέλος στη συντήρηση της κοινωνικής αναταραχής. Έτσι, για παράδειγμα ο θεσμός της παραγραφής συμβιβάζεται με τον σκοπό αυτόν, γιατί ήδη ο νομοθέτης έχει κρίνει εκ των προτέρων ότι με την πάροδο ορισμένου χρόνου έχει ήδη επέλθει η δικαιϊκή ειρήνη και άρα μπορεί το δικαστήριο να παύσει την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής. Όμοια στην περίπτωση των αποδεικτικών απαγορεύσεων, η αναγνώρισή τους δεν εμποδίζει τη διασφάλιση της δικαιϊκής ειρήνης, αφού αυτή επέρχεται ούτως ή άλλως όχι με την πάση θυσία εξεύρεση της αλήθειας, ούτε με την άνευ ετέρου ικανοποίηση της ποινικής αξίωσης της Πολιτείας, αλλά αποκλειστικά με την έκδοση μιας αμετάκλητης απόφασης, μέσα από μιαν νομοτυπικά άψογη και δίκαιη διαδικασία. Δηλαδή μέσα από μιαν πειστική διαδικασία, η οποία ανεξάρτητα από το απαλλακτικό ή καταδικαστικό αποτέλεσμά της διοχετεύει στους κοινωνούς την πεποίθηση ότι τα αρμόδια κρατικά όργανα ασχολήθηκαν με την υπόθεση και εφαρμόζοντας τον νόμο κατέληξαν στην τελική κρίση.

Ως γενικός σκοπός της δίκης η αποκατάσταση της δικαιϊκής ειρήνης αξιώνει τόσο την ουσιαστική ορθότητα της απόφασης, όσο και τη νομοτυπικότητα της διαδικασίας. Ειδικότερα, με την πρώτη αξίωση (ουσιαστική ορθότητα της απόφασης) προωθείται η ανθρωπίνως (διϋποκειμενικά) εφικτή δίκαιη επίλυση της κοινωνικής σύγκρουσης. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, δημιουργείται η βάση για την εμπέδωση της δικαιϊκής ειρήνης και συνακόλουθα, για την εμπέδωση της εμπιστοσύνης του κοινού στην κρατική απονομή της δικαιοσύνης. Αντιστοίχως με τη δεύτερη αξίωση (νομοτυπικότητα της διαδικασίας) προωθείται η αυθεντική δικαστική κρίση που διεκδικεί ισχύ δεδικασμένου. Ωστόσο, η ευόδωση αμφοτέρων των αξιώσεων δεν είναι πάντοτε δεδομένη. Κατά τούτο, όταν υφίσταται σύγκλισή τους, γίνεται λόγος για έκδοση μιας απόφασης που εμπεδώνει ουσιαστικά τη δικαιϊκή ειρήνη. Αντίθετα, όταν υφίσταται σύγκρουσή τους και περαιτέρω αναγκαστική ικανοποίηση μιας μόνον εξ αυτών, τότε γίνεται λόγος για έκδοση απόφασης που εμπεδώνει τυπικά τη δικαιϊκή ειρήνη, με αποτέλεσμα να παρέχεται υπό προϋποθέσεις η δυνατότητα επανάληψης της διαδικασίας.

Η ερμηνεία των κανόνων της Ποινικής Δικονομίας

Η αναζήτηση της αληθινής έννοιας και του νοήματος των κανόνων του ποινικού δικονομικού δικαίου πραγματοποιείται βάσει των γενικών ερμηνευτικών κανόνων και μεθόδων που ακολουθούνται και στους υπόλοιπους κλάδους του δικαίου. Ειδικές ρυθμίσεις υπάρχουν, βέβαια, σε ορισμένες εξαιρετικές περιπτώσεις που συνάπτονται με τη φύση του δικονομικού δικαίου. Αυτονόητο είναι εξάλλου ότι η ερμηνεία δεν συνιστά μιαν εφ’ άπαξ διεργασία, αλλά μόνιμη και επιτακτική ανάγκη που απορρέει από τον γενικό και αφηρημένο χαρακτήρα των δικαιϊκών ρυθμίσεων.

Με βάση την προέλευση της ερμηνείας και ειδικότερα του θεσμικού οργάνου που προβαίνει σε αυτήν, η ερμηνεία διακρίνεται σε αυθεντική, επιστημονική και δικαστική.

Με βάση τις ερμηνευτικές μεθόδους που εφαρμόζει ο ερμηνευτής για την αναζήτηση της αληθινής έννοιας των κανόνων του ποινικού δικονομικού δικαίου η ερμηνεία διακρίνεται σε γραμματική, λογική, συστηματική και τελολογική.

Α. Η γραμματική ερμηνεία

Αποτελεί την αφετηρία κάθε ερμηνείας και βασίζεται στο γράμμα του νόμου, δηλ. στη λεκτική διατύπωση του εξεταζόμενου κανόνα δικαίου. Αυτονόητη είναι στην προκειμένη περίπτωση η σημασία των γραμματικών και συντακτικών κανόνων της γλώσσας.

Στο πλαίσιο αυτής της πρώτης μεθόδου ερμηνείας πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και ο ιδιαίτερος νομικός τρόπος γλωσσικής έκφρασης που χρησιμοποιεί κάθε κλάδος δικαίου (λ.χ. η αμέλεια αποκτά διαφορετικό νόημα στο αστικό δίκαιο απ’ αυτό που έχει στο ποινικό δίκαιο), ενώ απαιτείται μεγαλύτερη προσοχή κατά την ερμηνεία των αξιολογικών εννοιών και όρων (ιδιαίτερα επικίνδυνος, φυγόδικος).

Β. Η λογική ερμηνεία

Στο πλαίσιο της ερμηνείας αυτής χρησιμοποιούνται οι γενικοί κανόνες της λογικής, τους οποίους εφάρμοσε ο νομοθέτης κατά τη διατύπωση των σκέψεών του στην ερμηνευόμενη διάταξη.

Με τη λογική ερμηνεία μπορεί να ανιχνεύεται η βούληση του νομοθέτη και ορθότερα η δομή της σκέψης του, σε όσες περιπτώσεις ο νόμος εμφανίζεται ασαφής και αμφίβολος.

Μεγάλη συνεισφορά στην προώθηση και θεμελίωση της ζητούμενης ερμηνευτικής λύσης έχουν τα λεγόμενα ερμηνευτικά επιχειρήματα, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται το επιχείρημα εξ αντιδιαστολής, η εις άτοπον απαγωγή, το επιχείρημα «εκ του μείζονος στο έλασσον», το επιχείρημα «εκ του ελάσσονος στο μείζον» και το επιχείρημα εκ της σιωπής του νόμου.

Γ. Η συστηματική ερμηνεία

Η συστηματική ερμηνεία βασίζεται στη συνολική επεξεργασία και κατάταξη των διατάξεων του ΚΠΔ. Η γνώση του δικονομικού συστήματος ανάγεται σε σταθερό στοιχείο ερμηνείας των κανόνων που το διέπουν. Έτσι, από την κατάταξη μιας διάταξης στο καθόλου (δικονομικό) σύστημα και την εσωτερική σχέση της με αυτό μπορούν να συναχθούν συμπεράσματα για την ορθή ερμηνεία της.

Το ζητούμενο αυτής της ερμηνείας δεν μπορεί παρά να είναι επομένως η συνάρτηση του νοήματος του ερμηνευόμενου κανόνα με το νόημα της ενότητας κανόνων μέσα στην οποία είναι ενταγμένος.

Δ. Η τελολογική ερμηνεία

Επισφράγισμα του ερμηνευτικού έργου πρέπει να αποτελεί η τελολογική ερμηνεία που έχει ως κριτήριο τον σκοπό (ratio) της ερμηνευόμενης ποινικής δικονομικής διάταξης και μπορεί να εκτείνεται μέχρι και αυτού τούτου του σκοπού της δίκης.

Η αναζήτηση του αληθινού δεοντολογικού νοήματος του εφαρμοζόμενου κανόνα δικαίου (ratio legis) περνά μέσα από τη θεώρηση του σκοπού που υλοποιεί η συγκεκριμένη διάταξη.

Το ισχύον στην Ελλάδα Μικτό Ποινικό Δικονομικό Σύστημα

Με εμφανή τη σύμπλευση της νομοθεσίας μας με τις νομοθεσίες των χωρών της ηπειρωτικής Ευρώπης και, ιδίως, της Γαλλίας και Γερμανίας το ισχύον στη χώρα μας Ποινικό Δικονομικό Σύστημα είναι πρόδηλα το Μικτό, στο οποίο κυριαρχεί κατά τα ως άνω η διάκριση μεταξύ κατηγόρου, υπερασπιστή και δικαστή.

Οι κύριες συνιστώσες του συστήματος αυτού αποτυπώνονται στον βασικό διαχωρισμό της δίκης σε προδικασία και κύρια διαδικασία. Έτσι ειδικότερα, στην προδικασία ισχύουν κατά κανόνα οι αρχές της εξεταστικής δίκης, όπως είναι οι αρχές της αυτεπάγγελτης δίωξης των εγκλημάτων, της αυτεπάγγελτης συγκέντρωσης του αποδεικτικού υλικού, της μυστικότητας της διαδικασίας, της έγγραφης διαδικασίας και της περιορισμένης αντιδικίας. Αντιθέτως, στην κύρια διαδικασία ισχύουν κατά κανόνα οι αρχές της κατηγορητικής δίκης, όπως αυτές της δημοσιότητας της διαδικασίας, της προφορικότητας, της αντιδικίας, της ισότητας των όπλων, της αμεσότητας και της ηθικής απόδειξης (ελεύθερης εκτίμησης των αποδείξεων).

Αξιοσημείωτο είναι, ωστόσο, ότι η κυριαρχία των αρχών της κατηγορητικής δίκης στην κύρια διαδικασία δεν καθιστά όμοια την ακροαματική διαδικασία του ηπειρωτικού συστήματος με αυτήν που ακολουθείται στο λεγόμενο αμιγώς κατηγορητικό (αγγλοαμερικανικό) σύστημα. Και αυτό, γιατί στο δικό μας σύστημα η μεν αντιδικία περιορίζεται στους διαδίκους, στους οποίους δεν ανήκει ο εισαγγελέας, όπως συμβαίνει στο αγγλοαμερικανικό σύστημα, ο δε ρόλος του προεδρεύοντος δικαστή είναι σαφώς διακρινόμενος από αυτόν του αγγλοσάξωνα δικαστή, δοθέντος ότι ο τελευταίος δεν εξετάζει τους μάρτυρες και τους διαδίκους αλλά περιορίζεται να ελέγχει τη νομική ορθότητα και το παραδεκτό των αποδεικτικών στοιχείων στα οποία θα στηριχθούν οι ένορκοι για το σχηματισμό της πεποίθησης και κρίσης τους.

Εξίσου φανερό είναι, βέβαια, ότι και τα στοιχεία της εξεταστικής δίκης δεν ενσωματώνονται στην προδικασία του ισχύοντος δικονομικού συστήματός μας με την παλαιά μορφή τους, αλλά προσαρμόζονται κατάλληλα και εναρμονίζονται με τη γενικότερη φιλοσοφία του συστήματος. Του λόγου το αληθές αποδεικνύει τόσο η ανάθεση της δίωξης των εγκλημάτων στον εισαγγελέα, δηλαδή στο ειδικά ιδρυμένο γι’ αυτόν τον σκοπό κρατικό όργανο, όσο και η διάκριση των αρμοδιοτήτων του εισαγγελέα από αυτές των δικαστικών συμβουλίων και των δικαστών, αλλά και της υπεράσπισης.

Τα στάδια της ελληνικής ποινικής δίκης

Η ελληνική ποινική δίκη εκτυλίσσεται κατά κανόνα σε τέσσερα στάδια: Την προδικασία, την ακροαματική διαδικασία, τη διαδικασία των ενδίκων μέσων και, τέλος, τη διαδικασία της εκτέλεσης.

Το στάδιο της προδικασίας αρχίζει με την καταγγελία της φερόμενης ως τελεσθείσας αξιόποινης πράξης (έλεγχος βασιμότητας – κίνηση της ποινικής δίωξης) και τελειώνει είτε με την αμετάκλητη παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο του αρμόδιου δικαστηρίου, είτε με αρχειθέτηση της υπόθεσης από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών, είτε με το αμετάκλητο βούλευμα του Συμβουλίου με την οποία (i) ορίζεται ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία ή (ii) παύεται (οριστικά ή προσωρινά) η ποινική δίωξη εναντίον του κατηγορουμένου λόγω ανυπαρξίας επαρκών ενδείξεων ενοχής ή παραίτησης ή ανάκλησης της έγκλησης ή αμνήστευσης της πράξης ή παραγραφής του αξιοποίνου της ή θανάτου του ή (iii) κηρύσσεται απαράδεκτη η ποινική δίωξη λόγω δεδικασμένου ή ανυπαρξίας έγκλησης, αίτησης ή άδειας.

Το στάδιο της κύριας διαδικασίας εγγράφεται ως το σημαντικότερο στάδιο της ποινικής δίκης και έχει ως αξονική αποστολή την ουσιαστική εκδίκαση της υπόθεσης. Διαχωρίζεται σε δύο τμήματα: Την προπαρασκευαστική διαδικασία και την επ’ ακροατηρίω διαδικασία.

Η προπαρασκευαστική διαδικασία περιλαμβάνει όλες τις εκείνες τις ενέργειες (προσδιορισμός δικασίμου, κλήτευση των διαδίκων της δίκης, γνωστοποίηση των μαρτύρων, κλήτευση ουσιωδών μαρτύρων), που κατατείνουν εμφανώς στην προετοιμασία της ακροαματικής διαδικασίας και της δίκαιης διεξαγωγής της.

Η επ’ ακροατηρίω διαδικασία, ως βασικός κορμός ολόκληρης της ποινικής δίκης, έχει διαφορετικό χαρακτήρα από αυτόν της προδικασίας, αφού διαμορφώνεται με βάση ορισμένες ιδιαίτερες εγγυήσεις των διαδίκων και ορισμένες ιδιαίτερες αρχές της διαδικασίας (δημοσιότητα, αμεσότητα, προφορικότητα, αντιδικία). Αντικείμενό της αποτελεί η διερεύνηση του ίδιου του αντικειμένου της δίκης με στόχο την έκδοση μιας αιτιολογημένης απόφασης, η οποία θα διαπιστώνει την ενοχή ή αθωότητα του κατηγορουμένου για τα εγκλήματα που αναφέρονται στο κατηγορητήριο και σε περίπτωση καταδίκης, θα επιβάλλει τις ποινές που προβλέπονται στο ουσιαστικό ποινικό δίκαιο.

Το στάδιο της διαδικασίας των ενδίκων μέσων (δηλαδή των μέσων της έφεσης και της αναίρεσης, με τα οποία επιδιώκεται η εξαφάνιση ή μεταρρύθμιση ορισμένης απόφασης) αρχίζει με την άσκηση του αντίστοιχου ενδίκου μέσου και περατώνεται με την έκδοση της απόφασης από το ανάλογο αρμόδιο δικαστήριο.

Το στάδιο της διαδικασίας της εκτέλεσης αναλύεται στα άρθρα 546 έως 572 του ΚΠΔ και περιλαμβάνει τον ορισμό των εκτελεστών αποφάσεων, τις περιπτώσεις αναβολής και διακοπής της εκτέλεσης των ποινών, την αντιμετώπιση των αμφιβολιών και αντιρρήσεων σχετικά με την εκτέλεση, το τέλος των ποινών, την εκτέλεση αποφάσεων για τις πολιτικές απαιτήσεις και, τέλος, την εποπτεία στην έκτιση της στερητικής της ελευθερίας ποινής.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.