Παραμονη Χριστουγεννων

Του Γκεόργκι Μάρκοβ*

Περπατώ στην πνιγμένη από χριστουγεννιάτικα δέντρα και πλημμυρισμένη από πολύχρωμα λαμπιόνια «Όξφορντ Στριτ» και θαμπώνομαι από τους λαμπερούς προβολείς που κάνουν αυτό το μισοσκότεινο απόγευμα να μοιάζει με ολόφωτη καλοκαιριάτικη μέρα.
 
Γύρω μου, στις βιτρίνες πλάι, σαν μακρύ και σκοτεινό ποτάμι, όπου ξεχωρίζουν μόνο τα πρόσωπα των ανθρώπων, κυλάει το πλήθος. Αριστερά και δεξιά οι φωτεινές επιγραφές των καταστημάτων αναβοσβήνουν παιχνιδιάρικα, με τη συνοδεία της βοής των ηχείων που ξερνούν ασταμάτητα ποπ μουσική, λες και προσπαθούν να πνίξουν οποιεσδήποτε ανθρώπινες φωνές. Έχεις την αίσθηση ότι αυτός ο κρύος και άχαρος δρόμος τέτοιες μέρες μεταμορφώνεται σε κάτι απίστευτα παραμυθένιο και εξωπραγματικό. Ακόμα και ο καπνός από τις φουφούδες που ψήνουν κάστανα προσθέτει στη γενική εικόνα κάτι από τη μαγεία της Βηθλεέμ. Πίσω από αυτό το όργιο φωτός και ήχων κρύβεται ένας καθαρά εμπορικός λόγος –η αγορά των χριστουγεννιάτικων δώρων. Αυτός είναι ο σκοπός όλων, αυτός είναι και ο δικός μου. Ο ηλικιωμένος κύριος μπροστά μου βγάζει από την τσέπη του έναν μακρύ κατάλογο στον οποίο ενδεχομένως φιγουράρουν όλοι οι συγγενείς του, ακόμη και εκείνοι που έχει χρόνια να δει. Και εγώ έχω τέτοια λίστα. Ξέρω επίσης ότι και το δικό μου όνομα υπάρχει στις λίστες κάποιων. Έτσι είναι το έθιμο. Πιθανότατα να μην το επινόησαν οι χριστιανοί, αλλά οι έμποροι, ως πράξη αγάπης προς τον πλησίον. Λίγοι νιώθουν ευτυχία ακούγοντας μόνο ευχές. Οι περισσότεροι αναγνωρίζουν κυρίως τα αντικείμενα. Κάθε είδους αντικείμενα. Από τα πιο συμβολικά μέχρι τα πιο χρηστικά. Ανάλογα με τον άνθρωπο. Όπως το νιώθει ο καθένας. Αλλά συνήθως όσο αντέχει η τσέπη. Και σε περίπτωση που δε φτάνουν τα χρήματα, ο διευθυντής της τράπεζάς σας θα σας δώσει εορτοδάνειο.
 
Η μόνη εποχή του χρόνου που οι διευθυντές των τραπεζών γίνονται συμπονετικοί. Και η μόνη περίοδος του χρόνου που οι πωλητές των καταστημάτων είναι αγενείς, λόγω της εξάντλησης από την ασταμάτητη κοσμοσυρροή, από τις τρελές απαιτήσεις των πελατών και από τα εξωφρενικά καπρίτσια τους. Και παρ’ όλα αυτά το εμπόριο φαίνεται πως πάει καλά, καθότι όλο και πιο συχνά συναντώ παραφορτωμένους με πακέτα ανθρώπους, που άλλοι βιάζονται να φθάσουν στα αυτοκίνητά τους και άλλοι να χωθούν στο ορθάνοιχτο στόμα του μετρό.
 
Ανήμερα τα Χριστούγεννα, γύρω από κάποιο μεγάλο τραπέζι που έχει μαζέψει όλα τα πιθανά και απίθανα μέλη του σογιού, τα πακέτα θα ανοίξουν και θα αρχίσει ένας πραγματικός βομβαρδισμός δώρων. Ο καθένας στον καθένα. Αυτό αποτελεί το σημαντικότερο γνώρισμα των σύγχρονων δυτικών Χριστουγέννων. Το υπόλοιπο συμπληρώνουν το πολύ πιοτό, το πολύ φαΐ και η διασκέδαση. Και εγώ σαν τον Αφρικανό στο βασίλειο των Εσκιμώων θα κάθομαι να αναπολώ την Παραμονή Χριστουγέννων εκείνων των παλιών καιρών και τα ξεχασμένα πια παραδοσιακά βουλγάρικα Χριστούγεννα. Τότε που δεν υπήρχαν φώτα νέον, δεν είχε ποπ μουσική, ούτε υποκριτική ανταλλαγή δώρων. Οι άνθρωποι δεν έστελναν κάρτες, δεν είχαν τηλεόραση και δεν περίμεναν τα Χριστούγεννα για να σμίξουν, αλλά ζούσαν μαζί την κάθε μέρα.
 
Τότε οι χειμώνες ήταν χιονισμένοι. Στη Σόφια και στα περίχωρά της τα Χριστούγεννα έπεφτε τόσο χιόνι, που κάποιες φορές μόνο οι καμινάδες των σπιτιών ξεχώριζαν και άμα σταματούσε και ξαστέρωνε, τότε το φαρμακερό κρύο άνοιγε το παγωμένο στόμα του, πέτρωνε ποτάμια, πηγάδια, βρύσες και δάγκωνε την ακάλυπτη ανθρώπινη σάρκα. Οι χωρικοί της Σλίβνιτσα, όπου ζούσαμε τότε, χαίρονταν πολύ και το χιόνι και το κρύο. Το χιόνι σήμαινε μπερεκέτι και το κρύο, υγεία.

Μαζί με το παχύ χιόνι φυλάω στη μνήμη μου ένα ολόλευκο αέρινο ξημέρωμα, όταν τα σκυλιά στην αυλή μας άρχισαν να γαυγίζουν άγρια και αμέσως μετά να ακούγονται δυνατές ακανόνιστες αντρικές φωνές:

«Μπογκ σε ροντί, Κόλεντο!»[1].

Ήταν οι πρώτοι καλαντάρηδες του χωριού, εφτά-οχτώ παλληκάρια –ο μικρότερος μαθητής και ο μεγαλύτερος φαντάρος. Ήταν από τον Κάτω μαχαλά και είχαν ξεκινήσει τα μεσάνυχτα, για να προλάβουν να γυρίσουν περισσότερα σπίτια. Ντυμένοι με ζεστές κάπες και μάλλινα καλπάκια στα κεφάλια τους, με κρεμασμένους μεγάλους τορβάδες στους ώμους, στα χέρια μακριές βέργες από κρανιά όπου περνούσαν τις χριστουγεννιάτικες κουλούρες. Κάθε χρόνο την προπαραμονή η μάνα μου, όπως και οι άλλες γυναίκες της γειτονιάς, ζύμωναν αυτές τις απίθανες κουλούρες, πλασμένες σαν μικρά στεφανάκια.

Στο σπίτι έπρεπε να υπάρχουν άφθονα καρύδια, φρούτα, κέρματα και το είχαμε για κακό αν δεν περνούσαν πολλοί καλαντάρηδες. Έρχονταν ο ένας πίσω από τον άλλον. Η μάνα μου έβγαινε στην πόρτα με ένα ταψί κουλούρες και ένα σωρό καλούδια, άκουγε τα κάλαντα  και τους κερνούσε όλους με τη σειρά.

Ο ερχομός των πρώτων καλαντάρηδων σήμαινε ότι έπρεπε να ξεκινήσω και εγώ. Στην αρχή φοβόμουν –είχε κρύο, ήταν σκοτάδι, χώρια και τα σκυλιά στους δρόμους του χωριού–  αλλά οι δικοί μου, όπως και οι περισσότεροι στα γύρω χωριά, πίστευαν ότι αν δε βγεις να καλαντίσεις και δε σε αρπάξει κάνα-δυο φορές σκύλος, άντρας δε γίνεσαι. Από την άλλη πάλι, οι συμμαθητές μου και τα μεγαλύτερα αδέλφια τους δε θα μου συγχωρούσαν ποτέ μια τέτοια λιποταξία. Και κάπου γύρω στις τεσσεράμισι τα χαράματα, ακολουθούσα τελευταίος στη σειρά τους μεγαλύτερους, φορτωμένος με έναν τεράστιο τορβά και τη μαγκούρα από κρανιά του παππού Ράγγελ, του γείτονα. Μετά άκουγα την τσιριχτή φωνή μου να στριγγλίζει μπροστά σε κάποια πόρτα:
«Μπογκ σε ροντί, Κόλεντο!»
Ή το άλλο:
«Στάνι νίνε, γκοσποντίνε…!»[2]

Η πόρτα άνοιγε και στο κατώφλι στεκόταν η νοικοκυρά με το μεγάλο πανέρι στα χέρια γεμάτο με κουλούρες, μήλα, καρύδια και σεκέρια[3].

Εκείνο τον καιρό οι άνθρωποι ήταν ανοιχτοχέρηδες. Γέμιζαν τους τορβάδες μας και μετά από κάνα-δυο σπίτια με το ζόρι περπατούσα από το βάρος, ενώ η μαγκούρα με τις κουλούρες όλο και πιο επικίνδυνα έγερνε προς τα κάτω.

«Μπείτε, ντε, μπείτε μέσα να ζεσταθείτε!», μας καλούσαν στα περισσότερα σπίτια και εμείς χωνόμασταν στους μακρόστενους οντάδες με τα χωμάτινα πατώματα, τη συνηθισμένη μυρωδιά του τουρσιού και τη μοσχοβολιά του φρεσκοψημένου ψωμιού. Για ένα παιδί της πόλης, όπως εγώ, όλα αυτά ήταν ένας άλλος κόσμος, γεμάτος ζεστασιά και καλοσύνη.

Αλλού μας κερνούσαν ζεστό ρακί, αλλού πάλι κρασί, εκτός απ' τον παππά του χωριού  –θυμάμαι πολύ καλά–  που μας κάλεσε για μια κούπα τσάι:
«Παππούλη», τον ρώτησε ο φίλος μου ο Στογιάντσο, «πίνει ο Θεός τσάι;»

Ο παππάς χαμογελώντας απάντησε ότι ο Θεός έφτιαξε το τσάι για να το πίνουν οι άνθρωποι και όχι ο ίδιος.

Νομίζω ότι πιο πολύ μας χαίρονταν οι γιαγιάδες, ιδιαίτερα οι πιο ηλικιωμένες. Εμείς φιλούσαμε τα σκασμένα, ζαρωμένα και κοκκαλιάρικα χέρια τους που  ανακάτευαν τα μαλλιά μας και έχωναν στα χέρια μας κρυφά κανένα φράγκο ή κανένα ζαχαρωτό. Την εποχή εκείνη τα ζαχαρωτά ήταν δυσεύρετο κέρασμα.
Μετά από κάνα δυο ώρες η φωνή μου βράχνιαζε και ακουγόταν λες και έτριζε η πόρτα της παράγκας μας, τα μάγουλα και τη μύτη  μου δεν τα ένιωθα καθόλου. Όμως ο αρχηγός μας διέταξε να συνεχίσουμε μέχρι που η μαγκούρα του να γεμίσει με κουλούρες. Έλα που η βέργα του κόντευε να φτάσει το κοντάρι της σημαίας στην πλατεία.

«Τι τις θέλεις τόσες κουλούρες;», διαμαρτυρηθήκαμε εμείς, οι πιο μικροί και οι πιο ξεπαγιασμένοι.

 «Θα σκάσεις, αν τις φας!»

«Και ποιος είπε ότι θα τις φάω!», αντιγύρισε εκείνος.

«Είπαμε! Η βέργα πρέπει να γεμίσει και θα γεμίσει!»

Πίσω από τη λέξη «είπαμε» για μένα κρυβόταν ένα μυστήριο. Ήμουν περίεργος για το πότε και ποιοι το είπαμε. Ποτέ όμως δε τόλμησα να ρωτήσω, μη με περάσουν για κανέναν αγράμματο.

Το χάραμα και φορτωμένοι με την κούραση, η γοητεία του καλαντίσματος σχεδόν ξέφτιζε και λίγο πριν το μεσημέρι αποκαμωμένοι και παγωμένοι, μα περήφανοι που κάναμε το χρέος μας, σερνόμασταν ως τα σπίτια μας. Την ίδια ώρα στο σπίτι, όπως και στα άλλα σπίτια, οι προετοιμασίες κορυφώνονταν.
 
Από όλες τις παραδόσεις, έθιμα, τελετές και γιορτές που διατηρήθηκαν ανά τους αιώνες στη ζωή των Βουλγάρων, δεν υπάρχει τίποτα πιο όμορφο, πιο ουσιαστικό και μαγευτικό από την πατροπαράδοτη βουλγαρική Παραμονή Χριστουγέννων.
Σε αντίθεση με τους συνομήλικούς μου στις πόλεις, εγώ ήμουν τυχερός που η οικογένειά μου σεβόταν αυστηρά τις παραδόσεις και τις περνούσε από γενιά σε γενιά. Και αργότερα δεν αποδέχθηκα ποτέ πως υπήρχαν άνθρωποι που περνούσαν την Παραμονή των Χριστουγέννων καθισμένοι γύρω από ένα τραπέζι και όχι καταγής στον σοφρά. Κάθε φορά σαν να ακούω τη φωνή του παππού μου να λέει: «Τέτοιο βράδυ μόνο οι ειδωλολάτρες τρων σε τραπέζι!».

Αμφιβάλλω αν κάποιος από τους συγγενείς μου ήταν θρήσκος με την κυριολεκτική έννοια της λέξης, όμως η παράδοση από μόνη της ήταν θρησκεία. Να κάνεις αυτά που έκαναν ο πατέρας σου, ο παππούς σου και ο προπάππος σου πάντα θεωρούνταν ότι δίνει νόημα στη ζωή, πως ο άνθρωπος δεν είναι τυχαίος και μόνος στον κόσμο, είναι συνεχιστής ενός μεγάλου και ισχυρού γένους. 

Για μας, τα παιδιά, αυτό το βράδυ είχε ακόμη μεγαλύτερη γοητεία, επειδή μαζεύονταν όλο το συγγενολόι –ξαδέρφια, ξαδέρφες, θείοι, θείες– εισέβαλε στο σπίτι σαν πανηγυρική πομπή, λες και έπρεπε όντως να αποδείξουμε πόσοι πολλοί είμαστε και πόσο δυνατοί είμαστε. Μεμιάς η ησυχία στο σπίτι μας χανόταν, φωνές και φασαρία γέμιζαν όλες τις κάμαρες, όπου οι άντρες βαθυστόχαστα κουβέντιαζαν τα «αντρικά» θέματα, ενώ οι γυναίκες σχολίαζαν τις κηδείες που έγιναν και τους γάμους που θα γίνουν.

Ο παππούς μου με κάποιους θείους έφερνε ένα κοφίνι γεμάτο άχυρα και τα άπλωναν στη μέση της μεγάλης σάλας. Η γιαγιά στη συνέχεια ξετύλιγε από πάνω ένα πολύχρωμο κιλίμι. Επάνω σ’ αυτό έστρωναν μεσάλες [4] που τις αντικατέστησαν αργότερα με τραπεζομάντηλα. Γύρω από αυτόν τον μεγάλο κύκλο αραδιάζονταν όλος ο κόσμος, άλλοι καθισμένοι οκλαδόν, άλλοι με τεντωμένα τα πόδια τους πίσω, ακουμπώντας στους αγκώνες. Στη μέση έμπαινε το Χριστόψωμο με ένα αναμμένο κερί, και γύρω από αυτό οι κολοκυθόπιτες, λογιών λογιών άλλες πίτες, τα απαραίτητα ντολμαδάκια και οπωσδήποτε χουσάφια[5].

Την Παραμονή των Χριστουγέννων κρεατικό δεν υπήρχε. Εκείνα τα χρόνια το χριστουγεννιάτικο δέντρο ήταν ακόμη μια ευρωπαϊκή ανοησία. Κανένας δεν είχε ανάγκη αυτά τα γυαλιστερά μπιχλιμπίδια, με τα οποία οι νεότερες γενιές θα στόλιζαν τις γιορτές τους. Τότε ερχόταν η πλέον δυνατή στιγμή. Όλοι σηκώνονταν όρθιοι και ο παππούς μου, κρατώντας την κεραμίδα με το αναμμένο θυμίαμα που κάπνιζε, άρχιζε την προσευχή.

Αργότερα ο πατέρας μου, μετά από αυτόν και εγώ, θα αρθρώναμε αυτήν την ίδια προσευχή, η οποία έρχεται κάπου από τα βάθη του Μεσαίωνα και ακόμα λέγεται στα χωριά της Σόφιας. Στη μνήμη μου φυλάω με αγάπη την εικόνα αυτή: όρθιοι ασκεπείς άντρες, γυναίκες ευλαβικά αμίλητες και παιδιά που κοιτούσαν απορημένα. Λες και εκείνη τη στιγμή που ακουγόταν μια και μοναδική φωνή και μας αγκάλιαζε η μεγάλη σκοτεινή ησυχία της χειμωνιάτικης νύχτας, εμείς νιώθαμε πως αγγίζουμε εκείνη τη θεία δύναμη που κρατάει όλα τα μυστικά του κόσμου. Αισθανόμασταν ότι γινόμασταν ένα με κάτι μεγάλο που μας συνόδευε όλη μας τη ζωή. Μετά το «Αμήν» έπρεπε να θυμιάσουμε όλο το σπίτι, τον στάβλο με τα ζώα, τα μελίσσια, τα κοτέτσια, για να διώξουμε κάθε κακό και το άρωμα του λιβανιού να φέρει μπερεκέτια. Όταν η κεραμίδα με το θυμίαμα επέστρεφε στο σπίτι, τότε μόνο μπορούσε να αρχίσει το δείπνο. Ο παππούς έσπαζε με το χέρι κομμάτια από το μεγάλο Χριστόψωμο με τα σημάδια μέσα. Ακόμη έχω μπροστά μου τα τεράστια ροζιασμένα χέρια του να σπάζουν το ψωμί και να το μοιράζουν τριγύρω, αρχίζοντας από τον γηραιότερο. Δε ξεχνούσε να βγάλει κομμάτι γι’ αυτούς που έλειπαν και για τους πεθαμένους. Εμείς αμέσως ψαχουλεύαμε το κομμάτι μας για να βρούμε τι μας έτυχε –το φλουρί συμβόλιζε τον πλούτο, το κλωναράκι από κρανιά σήμαινε υγεία, το ξυλαράκι έφερνε καλοτυχία στο σπίτι. Όσο τρώγαμε κανείς δεν έπρεπε να σηκωθεί. Σηκώνονταν όλοι μαζί στο τέλος, για να υπάρχει ομόνοια στο σόι. Το βράδυ αυτό της Παραμονής είχε πολλούς κανόνες και προλήψεις που με τον χρόνο έχουν ξεθωριάσει στη μνήμη μου. Ξέρω όμως ότι η γιαγιά μου κάθε φορά ξεχώριζε κάτι από το τραπέζι για τους δικούς της μαγικούς σκοπούς. Όλα τέλειωναν με τα τυχερά παιχνίδια που παίζαμε με καρύδια και σε μας, τα παιδιά, έφερναν τρελή χαρά.
 
Κάποιοι απ’ τους γείτονες αυτήν τη βραδιά πρόσφεραν ολόκληρες θεατρικές παραστάσεις. Πήγαιναν στον κήπο, σταματούσαν μπροστά σε κάθε άκαρπο δέντρο και ακολουθούσε ο κλασικός διάλογος. Ένας από τους άντρες σήκωνε το μεγάλο τσεκούρι και φώναζε: «Τώρα θα σε κόψω!».
Ένας άλλος τον ρωτούσε: «Και γιατί θα το κόψεις;»
«Αφού δεν καρπίζει!», απαντούσε ο πρώτος.
«Περίμενε!», φώναζε ο δεύτερος. «Φέτος θα καρπίσει!»
 
Με τα χρόνια θα καταλάβαινα ότι σε όλη τη Βουλγαρία υπήρχαν τόσα πολλά και διαφορετικά χριστιανικά έθιμα που μόνο ένας λαός με μακρά ιστορία και τεράστια φαντασία θα μπορούσε να δημιουργήσει. Όλα ήταν μια θαυμαστή μίξη από δεισιδαιμονικά σύμβολα, μέσω των οποίων η παράδοση του παρελθόντος έπρεπε να μαντέψει τη ζωή του μέλλοντος.

Τα βράδια εκείνα, η ζωή μας ξέφευγε με κάποιον τρόπο από την καθημερινότητά της και άρχιζε να πλέει σε ένα παραμυθένιο και φανταστικό κόσμο, όπου κάθε αντικείμενο, κάθε μορφή περιείχε μια ευλογία, ένα ξόρκι ή μια κατάρα.
Όταν κοιτάζω πίσω, νομίζω ότι εκείνη τη βραδιά, όσο έκαιγε στο τζάκι το χριστοκούτσουρο, όλοι –μικροί και μεγάλοι– γίνονταν παιδιά και ίσως μ’ αυτήν την επιστροφή, μ’ αυτήν την αποσύνδεση από την ωμή πραγματικότητα της ζωής και την αντικατάστασή της, έστω και για ένα και μοναδικό βράδυ, με τον φανταστικό κόσμο των παιδιών, ο άνθρωπος ανανέωνε τις σκέψεις και τα συναισθήματά του.
Οι δικοί μας άνθρωποι, τα πρόσωπά τους, τα χαμόγελά τους, τα βλέμματά τους, τα λόγια τους, λες και επιβεβαίωναν ξανά και ξανά ότι δεν είμαστε μόνοι, ότι είμαστε κομμάτι ενός μεγάλου και αιωνόβιου δέντρου που έχει τοΝ δικό του Θεό, τη δική του παράδοση και τους δικούς του καρπούς.
 

Ο συγγραφέας Γκεόργκι Μάρκοβ*

Ο Γκεόργκι Μάρκοβ (βουλγάρικα: Георги Марков, 1929-1978) διάσημος Βούλγαρος πεζογράφος, θεατρικός συγγραφέας, σκηνοθέτης, αργότερα και δημοσιογράφος. Τη δεκαετία του 1950 αρχίζει να δημοσιεύει διηγήματα, νουβέλες και μυθιστορήματα. Ωστόσο, η μεγάλη αναγνώριση έρχεται με το μυθιστόρημα «Άντρες» (1962), για το οποίο του απονεμήθηκε το βραβείο της Ένωσης Βούλγαρων συγγραφέων. Από τα πλέον δημοφιλή έργα αυτής της περιόδου είναι η νουβέλα «Το ασανσέρ» (1965), η συλλογή διηγημάτων «Το πορτραίτο του σωσία μου»  (1966), η νουβέλα «Οι γυναίκες της Βαρσοβίας» (1968). Το 1969 εγκαταστάθηκε στη Δύση, αρχικά στην Ιταλία, στη συνέχεια στο Λονδίνο, όπου εργάστηκε ως εκφωνητής και δημοσιογράφος του βουλγαρικού τμήματος του BBC, συνεργάστηκε επίσης με τα ραδιόφωνα Deutsche Welle και Free Europe, απ’ όπου μετέδιδε τις κριτικές αναλύσεις για τη ζωή στην τότε σοσιαλιστική Βουλγαρία «In Absentia Reports» (1977-1978). Το δοκίμιο «Παραμονή Χριστουγέννων» διαβάστηκε στο Deutsche Welle Radio το διάστημα 1974-1976.
 

 Η μεταφραστική ομάδα


 
Η Χριστίνα Μάρκου είναι επίκουρος καθηγήτρια Βουλγαρικής γλώσσας και Φιλολογίας στο Τμήμα Γλώσσας, Φιλολογίας και Πολιτισμού Παρευξεινίων Χωρών του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης. O Mάρκος Αλμπάνης και η Ζωή Πολίτου είναι απόφοιτοι του ιδίου Τμήματος. Πρώτη τους «συλλογική» -και των τριών μαζί- μετάφραση από τα βουλγαρικά η συλλογή διηγημάτων του Γιορντάν Γιόβκοβ, «Θρύλοι του Αίμου», Εκδόσεις Αντώνη Σταμούλη, Θεσσαλονίκη 2016. Οι ίδιοι επίσης μετέφρασαν και φιλοξενήθηκε στις σελίδες μας το διήγημα του Ελίν Πελίν «Κάτω από την κληματαριά του μοναστηριού».



[1] «Бог се роди, Коледо!» η χαρακτηριστική φράση στα βουλγάρικα κάλαντα με την οποία οι καλαντάρηδες διαλαλούν τη θεία γέννηση. «Χριστός γεννάται σήμερον…»
[2] Η αρχή ενός από τα δημοφιλέστερα χριστουγεννιάτικα τραγούδια: «Σήκω, άρχοντα, σου’ ρχονται καλοί μουσαφίρηδες…»
[3] από το τουρκ.  şeker – κύβοι ζάχαρης ή καραμέλες.
[4] Μεσάλι ή μεσάλα –υφαντή πετσέτα, τραπεζομάντηλο, βυζ. μενσάλιον, από το λατ. mensa.
[5] Χουσάφι ή χοσάφι –από το τουρκ. hoşaf, κομπόστα από διάφορα αποξηραμένα φρούτα, παραδοσιακά ένα από τα απαραίτητα πιάτα στο τραπέζι της Παραμονής Χριστουγέννων.
 

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.