Οταν τα ονειρα δεν σιδερωνονται

Χάρη Μιχαλόπουλου, «ΔΕΝ ΕΡΧΟΝΤΑΙ», Εκδόσεις Μανδραγόρας, Αθήνα 2015

Αρκετό καιρό πριν, είχαμε την ευκαιρία να ακούσουμε στην Κομοτηνή για την πλέον πρόσφατη ποιητική συλλογή «Δεν έρχονται» του επίκουρου καθηγητή του Τμήματος Ελληνικής Φιλολογίας του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης και ποιητή Χάρη Μιχαλόπουλου, που εκδόθηκε από τις Εκδόσεις Μανδραγόρας το 2015, από δυο εκλεκτούς συναδέλφους του, τους νεοελληνιστές,  Ελισάβετ Αρσενίου και Νίκο Μαυρέλο. Σήμερα όμως έχουμε τη χαρά και την τιμή να φιλοξενούμε τις εισηγήσεις των δυο αυτών ομιλητών, έχοντας πλέον και γραπτό τον «μπούσουλα», την πυξίδα που μας χάρισαν ως επιστήμονες-επαρκείς αναγνώστες, για να απολαύσουμε την μοναδικής ευαισθησίας ποίηση του «δικού» μας πλέον Χάρη Μιχαλόπουλου. 

Ελισάβετ Αρσενίου* «Χρειαζόμαστε πάντα κάποιον που διαγράφει, ή απλώς γράφει, δηλαδή τον ποιητή»                                                            

Διαβάζω Μιχαλόπουλο. Τον παρακολουθώ χρόνια, από την Ανθολογία της αξέχαστης Αγγελικής Κωσταβάρα με τίτλο «Η Γεωμετρία μιας αθέατης γενιάς», το ακόμη ελπιδοφόρο 2002. Η Αγγελική τότε, με τη συμπαράσταση πάντα και την ενθάρρυνση του εκδότη του Μανδραγόρα και πιστού φίλου της επαναστατικής ποίησης Κώστα Κρεμμύδα, θα επιχειρήσει κάτι τολμηρό. Σε μία εποχή που ακόμη δεν είχαν έρθει τα πάνω κάτω και το ποιητικό κατεστημένο διατηρούσε με συνέπεια τις φρουρές του στις πύλες της Πόλης της Ποιήσεως, αποφάσισε να φέρει στο προσκήνιο μία γενιά νεότατων ποιητών που ενώ οι άλλοι ισχυρίζονταν ότι είναι «αφανείς», πλέον άρχιζαν να εμφανίζονται δυναμικά: πρόκειται για τους ποιητές της δεκαετίας του 90. Η Αγγελική παρουσίασε, με οξύ βλέμμα, κάποια κοινά χαρακτηριστικά: μετα-υπερρεαλισμό, μετα-ρομαντισμό, ελλειπτικό λόγο, ασύμπτωτο της ποιητικής εικόνας, εγκιβωτισμό του φόβου. Ο φόβος μάλιστα αποδείχτηκε σε μεγάλο βαθμό δικαιωμένος. Χαρακτηρισμοί ενδεικτικοί των αλλαγών από τη δεκαετία του 80. (Παρότι όσο οι ποιητές ωριμάζουν και εκδίδουν νέα έργα, αρκετά από αυτά τα στοιχεία γίνονται πολύ γενικά ή πιο σχετικά). Μεταξύ τους οι Παναγιώτης Βούζης, Χρήστος Γιαννακός, Σπύρος Θεριανός, Λίνος Ιωαννίδης, Γιώργος Λίλλης, Γιώργος Παναγιωτίδης, Αριστέα Παπαλεξάνδρου, Κώστας Σταθόπουλος (αναφέρομαι σε αυτούς που ξέρω καλύτερα, μερικούς μάλιστα φίλους ετών και συνοδοιπόρους), και βέβαια ο Χάρης Μιχαλόπουλος.
 
Ο Χάρης έχει εκδώσει τέσσερις ποιητικές συλλογές, «Ψηφιδωτό» (1995), «Γεωγραφία δωματίου» (2000), «Πιο νύχτα» (2007), η τελευταία περσινή «Δεν έρχονται» (2015). Ήδη το πρώτο του βιβλίο με είχε εντυπωσιάσει μόλις το πήρα στα χέρια μου, γιατί η προσωπική του μυθολογία είχε από τότε σχηματιστεί. Από τη δεύτερη συλλογή του «Γεωγραφία Δωματίου» με είχε, μάλιστα, συγκινήσει βαθιά το ποίημά του «Το ποδήλατο», στιγματισμένο στην αναγνωστική μου μνήμη από πολλούς άλλους ποιητικούς ποδηλάτες, αλλά και στη βιωμένη μου εμπειρία: παιδιά όλοι μας πηγαίναμε παντού με ποδήλατο, ο πατέρας μου ακόμη πηγαίνει με το ποδήλατο στα «ψαράδικα» και συνεχίζει το βόλτα του για να απολαύσει την πρωινή παραλία. Είναι τυχαίο που το κόσμημα του εξωφύλλου της «Γεωγραφίας δωματίου» είχε ένα ποδήλατο; Και ότι η πολύ προσωπική και συγκινημένη αφιέρωση στο «Δεν έρχονται» αναφέρεται σε ένα ποδήλατο; Σας διαβάζω το ποίημα, που με ενδιαφέρον διαπίστωσα ότι είχα σημειώσει με τον σελιδοδείκτη του επόμενου βιβλίου του, «Πιο Νύχτα»:
 

Το ποδήλατο
 
Τα τελευταία χρόνια
Με το παλιό σπασμένο ποδήλατο φέρνω βόλτες
τη νύχτα το δωμάτιο
Απλώνοντας λασπωμένους δρόμους και νωτισμένες
αμμουδιές στα λιγοστά
Τετραγωνικά της ετοιμόρροπης μνήμης σου
Πλάι στο μπαούλο με τους μεταξοσκώληκες
της επερχόμενης εκδίκησης
Και το τεράστιο τραπεζομάντηλο του γάμου
-ατέλειωτη βορρά των σκώρων-
Σταγόνα σάλιο στα στήθη σου προδομένου φιλιού
Αδειος με σπασμένες κόψεις μαχαιριών τα παλιά
μου πρόσωπα
Να ενώνω. Πάντα κάτι θα λείπει. άλλοτε μάτια
άλλοτε ρουθούνι
Αλλοτε χάδι, άλλοτε απόγνωση 
Εισπνέεις πια το χώρο μιας λέξης που απουσιάζει
Ορίζοντας τα θαύματα στο ανάποδο των ονείρων
Ροή εξόδου πλάι στο μπουκάλι το κρασί
Με τις υποψίες των ρωγμών
 
Αναπάντεχη βροχή πολυελαίων.

 
Πρόκειται για ποίημα λίγο άγριο, απειλητικό, ωριμασμένο, αρκετά επικίνδυνο, που προβλέπει μία έκρηξη. Ποδήλατο κλειστού χώρου, αποφασισμένο να διαγράψει την πορεία του στους διαδρόμους ενός ετοιμόρροπου εγκεφάλου. Και κυρίως μας πείθει πως κάθε δωμάτιο θα έχει πάντα τον ποδηλάτη του, όπως θα τον έχει και μια πόλη που κινδυνεύει και μια χώρα που τον χρειάζεται. Γιατί χρειαζόμαστε πάντα κάποιον που διαγράφει, ή απλώς γράφει, δηλαδή τον ποιητή, και όπως μας λέει ο Εμπειρίκος, πρέπει να κάνουμε ό,τι μας ζητάει, γιατί αλλιώς έχει την δύναμη να μας αφανίσει.
 
Συνεχίζοντας να διαβάζω Μιχαλόπουλο, και φτάνοντας ως εδώ, τράβηξα κι εγώ μερικές γραμμές και προσπάθησα να προσδιορίσω τη διαδρομή του:
 
Η ποίησή του επιχειρεί την ενοποίηση του ανθρώπινου σώματος με τον φυσικό χώρο, πλάθοντας μία οικο-γεωγραφία. Επιπλέον, διευρύνει το σύστημα σημαινόντων της ποιητικής γλώσσας του που φέρουν προσωπικά σημαινόμενα, αντιμετωπίζοντας το πρόβλημα και ορισμένες φορές την κατάρα της αναπαράστασης. Αλλά και το προσωπικό δεν είναι κάτι απλό στην ποίησή του: προσδιορίζεται από το χωροχρονικά «επιπλέον», στην τομή οργανικού και ανόργανου, διασώζοντας όλα όσα μένουν μετά τη λήξη ή όλα όσα «δεν έρχονται».
Αυτή η συμπλοκή οργανικού και ανόργανου, υλικότητας και αφαίρεσης αντιστοιχεί σε μία σειρά από επιπλέον αναγωγές:
1) από την αντικειμενική στην υποκειμενική πραγματικότητα, που βεβαίως δεν είναι πάντα εντελώς υποκειμενική, γιατί διεισδύουν διαρκώς οι ρεαλισμοί μας,
2) από το καθοριζόμενο στο δηλούμενο και στο σημαινόμενο, από αυτό δηλαδή που φαίνεται ότι λέγεται, σε αυτό που λέγεται και σε αυτό που σημαίνεται (με όλες τις υποδηλωτικές του πλευρές), δηλαδή
3) από την απόδοση της πραγματικότητας στο νόημά της, και στην τελική συνείδηση όχι κυνικά της ανυπαρξίας της αλλά στην  διάσωσή της στον ποιητικό λόγο έστω και αποσπασματικά, μέσα από μνημονικές εικόνες μεταλλαγμένες στην ποιητική γλώσσα.
 
Τι μπορεί να συντηρήσει την αντικειμενική πραγματικότητα μέσα στα ποιήματα; Πότε η αλήθεια παύει να είναι η εμπειρία αλλά γίνεται η απόδοση της εμπειρίας;
 
Σε μία εποχή πολλαπλά διαμεσολαβημένης, αλλά πάντα σκληρής εξωτερικής πραγματικότητας και υποκειμενικότητας, η ποιητική δημιουργία αφήνεται σε ένα κενό, μετατρεπόμενη σε συστατικό συντήρησης, χωρίς όμως τα αποτελέσματά του να θεωρούνται καλύτερα από την αλήθεια, γιατί δεν ωραιοποιούν, αλλά λειτουργούν ρεαλιστικά και είναι ιδεαλιστικά.
Η ποίηση ως σημασιοδοτικός μηχανισμός που ίπταται πάνω από το κενό προσπαθεί να εξαιρέσει τον θάνατο ενσωματώνοντάς τον.
Ο άνθρωπος είναι «ζώον ποιητικό» (κατά τον Νίτσε): αποδίδει μέσω μεταφορών μία εχθρική φύση, μία φύση που βάλλεται διαρκώς από το ανέκκλητο του θανάτου.
Τα συναισθήματα διαμορφώνονται από τους τρόπους που χρησιμοποιούνται για να εκφορτιστούν και να απωθηθούν μέσω αρχαϊκών φαντασιώσεων διανοητικής λειτουργίας δια της γλώσσας.
 
Σε μία μόνιμη, πρόσωπο με πρόσωπο επικοινωνία με την ετερότητα, η ποίηση του Μιχαλόπουλου συνθέτει μία ρητορική της απουσίας: τα ποιήματα «έρχονται» από τα υπολείμματα της παρουσίας. Ο ποιητής δρα μετωνυμικά, του αρκεί το μέρος, μία φωτογραφία, ένα déjà vu, μία αίσθηση, λίγο μελάνι, μερικά πεταμένα αντικείμενα, για να αναπαράγει αυτά που φύγαν.
Το «εσύ», μάλιστα, προεκτείνει την υποκειμενικότητα, αποτελεί μία φιγούρα μεσολάβησης ανάμεσα στο εγώ και στον κόσμο. Άλλωστε δεν επιθυμούμε να αρθεί η απουσία γιατί μόνον έτσι μπορούμε να τη μνημονεύουμε ως απουσία.
 
Η ποίηση του Μιχαλόπουλου εγκαθίσταται σε μία νεοτερική συνθήκη: την παρατηρημένη τόσο συχνά αναντιστοιχία  ανάμεσα στη γραφή, την ποίηση και τον άνθρωπο, τη σκέψη, το σώμα, το συναίσθημα και τη μνήμη με την οποία δημιουργείται το ποιητικό έργο. Ο Καρυωτάκης βάζει το αίμα και τη σάρκα του «σε σχήμα βιβλίου μεγάλο». Το αίμα και το χάδι που συνυπάρχουν στη μεταφυσική βαρύτητα της αγάπης, ο πόνος, η θυσία, το πάθος και η παρηγοριά πρέπει να μπουν στο σχήμα του ποιήματος. Αυτή είναι η τραγική αγωνία του ποιητή, μία αγωνία ρομαντική, που επανέρχεται στον ποιητικό αγώνα. (σ.9)
 

ΑΓΑΠΗ

Δεν έχει ρολόγια η αγάπη.
Δεν περιμένει. Δεν αργεί.
Δε στήνει σε ραντεβού. Δε φεύγει πριν από την ώρα της.
Δεν ακυρώνει συναντήσεις με sms ή mail βιαστικό.
Δεν ξέρει από ρολόγια, ώρες, αιώνες, λεπτά και δευτερόλεπτα.
Δε στάζει άμμο ή χρωματιστό νερό στην κλεψύδρα της.
Αίμα στάζει. Αίμα
και χάδι.

 
Η ποίηση είναι η συνύπαρξη του Άλλου διαρκώς μέσα στο εγώ, μία συνύπαρξη καταλυτική και αναπότρεπτη, απαραίτητη ως μέρος του  «εγώ» και καθοριστική της Αγάπης. Δεν αποδέχομαι απλώς το Άλλο, γίνομαι το Άλλο, το ενοφθαλμίζομαι και το ενσωματώνω. και στο εξής είμαι εγώ και το Άλλο μαζί, αφού αποτελούμαι από τα δύο άκρα της μέγιστης διαλεκτικής και αντίφασης. Πόσο μάλλον όταν πρόκειται για το Άλλο της ποίησης!
 

ΔΙΑΣΧΙΖΑΜΕ ΤΗΝ ΠΟΛΗ

Τυλιγμένοι ο ένας μέσα στον άλλο
τόσο που
ίδρωνε το όνειρο
μέσα στα δάχτυλα
 
ελάχιστα θυμάμαι
το κόκκινο και το πράσινο των φαναριών
τις σιωπές στις διαβάσεις
τα κλειστά περίπτερα
την ανάσα σου
τους άδειους δρόμους
και τα ξάγρυπνα διαμερίσματα
 
αφισοκολλημένη
στους κοχλίες του εγκεφάλου μου
κάθε πρωί δολοφονούσες την αμνησία
των ονείρων

 
 
Μπαίνοντας, λοιπόν, στην ποίηση με πληρωμή πολύ ακριβή, ο ποιητής βλέπει την Πόλη των Ποιητών. Έχει και αυτή τη δική της ψηφιακότητα: είναι μακέτα και πεδίο. οι διαβάσεις, τα φανάρια, οι αφίσες της αποτελούν μέρη του ποιήματος και του σώματος, άκρες του στίχου και του χεριού. (σ.11)
 

ΑΚΡΗ ΤΟΥ ΣΤΙΧΟΥ

Άκρη του στίχου
η άκρη του χεριού
μελάνι και αίμα
συσ-
σωρεύονται
συσ-
τρέφονται
συν-
τρίβονται
εκεί
δίχως να μπορώ πια να ξεχωρίσω
τι χωρά στη σελίδα
και τι στις φλέβες.
 
Αδέξια
ακροβατώντας ή ακροπατώντας
σε χάδια, λέξεις, προτάσεις και αγκαλιές
περισσεύω στο σώμα
όπως και στο ποίημα.

 
Οι κρισιμότερες ανθρώπινες εμπειρίες είναι οι άχρονες στιγμές της ποίησης που περνούν ως αγγελικές παρουσίες σε άδεια σημεία της ζωής μας. Τα κενά αυτά, οι φασματικές πλευρές του χώρου και του χρόνου, χωρούν ανάμεσα στις λέξεις και αυγάζουν γύρω από αυτές ως λεκτά, φωτίζονται ως μεταφυσικοί προστάτες και προαναγγέλλουν το τέλος της σημασίας. (σ.12)
 
 

ΘΕΡΑΠΕΥΤΗΡΙΟΝ «ΕΛΠΙΣ»,
ΣΑΝΑΤΟΡΙΟ ΚΑΒΑΛΑΣ

 
Στους διαδρόμους του νοσοκομείου
οι άγγελοι πηγαινοέρχονται βιαστικοί
κάθονται με τις φτερούγες διπλωμένες σε ανοιχτά παράθυρα
μπερδεύουν τα φαγητά των ασθενών
ψιθυρίζουν στις αίθουσες αναμονή
περιμένουν να παλέψουν
αδημονούν να φύγουν από κει μέσα
φοράνε πράσινες πλαστικές ποδιές για να μην ξεχωρίζουν από τους τοίχους
ανοιγοκλείνουν πόρτες
πίνουν φραπέ και τρώνε λουκάνικα από την καντίνα
δεν έχουν όνομα
δακρύζουν
ξεχνούν για λίγο πως είναι άγγελοι.
 
Στους διαδρόμους του νοσοκομείου
οι άγγελοι τρέχουν λαχανιασμένοι κάθε ηλιοβασίλεμα
πίσω από κάθε χάδι που άργησε
πίσω από κάθε ψίθυρο που δεν πρόλαβε
κι ίσως τώρα να είναι αργά
πολύ αργά
γιατί ο θάνατος φοράει στο χέρι ρολόι ξεκούρδιστο.

 
Η πίστη ότι η ποίηση αλλάζει τον κόσμο, όσο κι αν αμφισβητήθηκε, βρίσκεται στην ουσία της ποιητικής περιπέτειας. Η δύναμη των λέξεων, των κρίσιμων φράσεων αποδεικνύεται κυρίως εκεί που οι φράσεις και λέξεις δεν εκλαμβάνονται καν ως τέτοιες, αλλά ως καθαρά απτικά βιώματα, αγγίγματα έρωτα ή πόνου (σ.19).
 
 

ΟΥΡΑΝΟΞΥΣΤΕΣ  
 
Η νύχτα διψά
κι εγώ δεν έχω να της δώσω
δεν έχω να σου δώσω
ουρανοξύστες επιθυμιών
κι ανάμεσα οι σκληρές λεωφόροι του εγωισμού σου
δίχως πυξίδα σε γυρεύω
καθώς η πόλη γλιστρά πάνω στο δέρμα σου.
 
Το χάδι σου
ψάχνω, χάσκω
γερνώ σαν ασυναίρετη συλλαβή
λιγοστεύω σαν ακατάληκτος στίχος
στο στήθος
στο σώμα
στα χείλη
φιλί
φύλλο
που τρίζει στην ανοιχτή σου παλάμη.
 
Δεν είναι ποίημα αυτό.

 
Ο ποιητής προτιμά σχεδόν τη σωματική του, κυριολεκτική γλώσσα γιατί δεν τον προδίδει, δε διαμεσολαβείται, δεν έχει μεταφυσική (σ.22).
 

Η ΓΛΩΣΣΑ ΜΟΥ
                                   
da mi basia mille, deinde centum,

dein mille altera, deinde secunda centum,
deinde usque altera mille, deinde centum
(Κάτουλλος Carmina 5.7-9)
 
η γλώσσα μου
ψάχνει τη δική σου γλώσσα
να μοιραστούμε φωνήεντα της αγάπης
του πόνου τα σύμφωνα να ανταλλάξουμε
η γλώσσα που δεν ξέρει από ψ-αίμα
(παρά ένα φθόγγο πάντα η αλήθεια μάς κοροϊδεύει)
 
η γλώσσα μου
στο στήθος, στο λαιμό, στον καρπό σου
συλλαβίζοντας το ανείπωτο
μην ξέροντας πια το γιατί
χορταίνοντας διαρκώς με το πάντα.

 
Όλες οι μεταφορές της ζωής μας, της γλώσσας, της φωνής, του χρόνου, του τόπου θα ήταν καλύτερα να είναι κυριολεξίες και όχι σύμβολα, υπόνοιες ή οιωνοί. Για έναν Κομοτηναίο, για παράδειγμα, το Σπαθί είναι το μαρμάρινο μνημείο στην άκρη της πλατείας και όχι η δαμόκλειος σπάθη πάνω από τα ζαλισμένα κεφάλια μας (σ.23).
 

ΛΕΩΦΟΡΟΣ ΗΡΩΩΝ

Η Λεωφόρος Ηρώων
υπέροχα άδεια
τη νύχτα
when the saints go marching in
(σε εκτέλεση Jerry Lee Lewis, 1958)
σ’ αυτήν την πόλη που ξοδεύει το χρόνο της
ανώφελα
σε πλατεία κεντρική
με μπιτ ρυθμούς και πλαστικά κέφια
κρατώντας παρέα
σε άγουρα όνειρα
πρόσκαιρες φοιτητικές ηδονές
και στρατιωτικές αποχαυνώσεις.
 
Το σπαθί
δαμόκλειο
χάσκει
πάνω από τα ζαλισμένα κεφάλια μας
ενώ τα πιάτα παραμένουν πεισματικά
στραμμένα στην Ανατολή.

 
Κι όλα αυτά γεννούν αισθήσεις: κίνδυνο, φόβο, προετοιμασία, αναμονή, σιωπηλή έλευση, όλα το ένα μέσα στο άλλο.
 
Ο τίτλος «Δεν έρχονται» χωράει ένα σωρό παραδείγματα: οι ιδέες, οι εμπνεύσεις, οι άνθρωποι, τα φαντάσματα, οι αγαπημένοι νεκροί, τα καλύτερα, ή όπως τα περιμένεις… Κάθε φορά διαβάζοντας τη συλλογή γεμίζουμε διαφορετικά τη φράση αυτή. Εγώ, πάντως, προτιμώ την τελευταία κατάληξή της: στην ποίηση είναι καλύτερο τα πράγματα να μην έρχονται όπως τα περιμένεις, και κάτι τέτοιο είναι αλήθεια για το βιβλίο του Χάρη.
 
Πάντως τα ποιήματα έρχονται κι εμείς εξακολουθούμε να τα καλοδεχόμαστε.
 

* Η Ελισάβετ Αρσενίου είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Ελληνικής Φιλολογίας του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης. 

Νίκος Μαυρέλος* «Η θραυσματοποίηση χαρακτηρίζει τη συλλογή»  

Με τη συλλογή αυτή συμπληρώνονται 20 χρόνια ποιητικής παρουσίας του Χάρη και η πορεία της εξέλιξής του ήδη διαγράφεται. Από την ανέμελη λυρικότητα του «Ψηφιδωτού» (1995) και την ελυτική παρουσία, περνάμε στην ανάλογη θεματική, αλλά με έντονη την εμφάνιση των οξύμωρων και της λειτουργίας της μνήμης στη «Γεωγραφία Δωματίου» (2000). Εκεί η παρουσία του ελυτικού λυρισμού είναι ακόμα έντονη, όπως και στην επόμενη συλλογή «Πιο νύχτα» (2007), όπου όμως αρχίζουν να φαίνονται εντονότερα τα σημάδια μιας προσγείωσης στη σκληρή πραγματικότητα. Η εμφάνιση της γήινης πλευράς της ποίησης διαφαίνεται από τη διαπλοκή του λυρισμού με μια εμμονή στην υλική μορφή της ίδιας της ποίησης, του γλωσσικού υλικού και της οργάνωσής του λεξιλογικά, γραμματικά και συντακτικά ή στο επίπεδο της στίξης.
 
Η λειτουργία της μνήμης από πολλές απόψεις δεσπόζει, όπως είχα πει και την προηγούμενη φορά που παρουσίασα τη συλλογή κάποια χρόνια πριν. Ωστόσο, σε αυτή τη συλλογή του 2007 διαφαίνεται και η αντιπαράθεση του υλικού ή πεζού και καθημερινού με το αιώνιο, το λυρικό και το αφηρημένο ή ιδεατό, κάτι που ισορροπείται, ενώ στη δική μας συλλογή η ζυγαριά γέρνει πια προς το καθημερινό και πεζό με μια πικρή απογοήτευση να αναδύεται εμφανώς. Οι αρχαίοι μύθοι και η ποιητική παράδοση επίσης καθιστά εμφανή την παρουσία της ως το 2007, κάτι που θα υποχωρήσει σημαντικά στην ανά χείρας νέα συλλογή.
 
Θα λέγαμε ότι τα ποιήματα στο κέντρο της νέας συλλογής («Δεν έρχονται», «Φώναζέ με τη νύχτα», «Η γλώσσα μου», σσ. 20-22) αναδεικνύουν τον συνδετικό κρίκο με την προηγούμενη, όπως θα δούμε στη συνέχεια, αλλά, ως πρώτη παρατήρηση, θα λέγαμε ότι η μεγάλη διαφορά είναι η απότομη προσγείωση, όχι απλά σε μία βαρετή πεζή καθημερινότητα, αλλά σε μια εφιαλτική σχεδόν και ασφυκτική πραγματικότητα που δείχνει σχεδόν απογοήτευση. Ο λυρισμός υποχωρεί σημαντικά, το ίδιο και η ερωτική θεματική, που γίνεται πλέον υφέρπουσα και ελάχιστα δεδηλωμένη, ενώ η παραθεματική πρακτική διευρύνεται ως προς τα διακείμενά της, με έμφαση στη νεότερη κειμενική παράδοση, τουλάχιστον ως προς την επιφάνεια του κειμενικού ιστού.
 
Το παίγνιον της γραφής εδώ εντοπίζεται σε τρία επίπεδα, το γλωσσικό-μορφικό (στίξη, λεξιλόγιο, γραμματική και συντακτικό), στο θεματικό επίπεδο του περιεχομένου και στο μεταγλωσσικό επίπεδο του ναρκισσισμού της γραφής που αυτοσχολιάζεται. Όλα όμως συναινούν στη βασική συλλογιστική της θραυσματοποιημένης υπόστασης του λυρικού υποκειμένου, με ένα λυρισμό όμως που απομακρύνεται από τον ερωτικής φύσης φυσιολατρικό λυρισμό και κατευθύνεται σε έναν αστικό λυρισμό ενός πλάνητα στο αστικό (ή ημιαστικό) τοπίο μιας επαρχιακής πόλης. Ακόμα και ο πλάνης όμως δεν είναι επιθετικά ειρωνικός ενός μπωντλαιρικού τύπου, αλλά ο απογοητευμένος σκεπτόμενος άνθρωπος που βλέπει το αδιέξοδο μιας εποχής της μεγάλης κρίσης (πολιτικής, πολιτισμικής, κοινωνικής και λιγότερο οικονομικής). Το άτομο βλέπει σε αρκετά σημεία ένα non plus ultra, ένα αδιέξοδο χαυνωτικής αστικότητας και ταυτότητας του καναπέ και της τηλεόρασης, εικόνα με την οποία μας αποχαιρετάει η συλλογή στο τελευταίο ποίημα πριν το υστερόγραφο, αλλά και στο ίδιο το λακωνικότατο και ισοπεδωτικό υστερόγραφο, όπου το σιδέρωμα των ονείρων αποτελεί τη δεσπόζουσα για όλη τη συλλογή εικόνα. 

Η προσγείωση και η αστική ζωή 

Στα ποιήματα της συλλογής η καθημερινότητα εισβάλλει στον παραδοσιακό ποιητικό λυρισμό και τον μεταμορφώνει πρώτα σε έναν αστικό-νεοτερικού τύπου λυρισμό και κατόπιν στην αποχαύνωση της υλικής υπόστασης της ζωής δίχως αισθητική αξία.
 
Στο πρώτο ποίημα ωστόσο η προσγείωση δεν είναι ακόμα τέτοια. Το αρνητικό μόριο ΔΕΝ, που υπάρχει στον τίτλο αλλά και στο ομώνυμο ποίημα περίπου στο μέσο της συλλογής μας, δεσπόζει εδώ αίροντας μόνο την ήρεμη φύση του έρωτα σε μια θέση: την αιματηρή πλευρά του, που δεν αφήνει περιθώρια αμφιβολίας μετά τις συνεχείς αρνήσεις. Δεν έχουμε τίποτε άλλο από τη γνωστή βίαιη πλευρά του έρωτα που μοιάζει με τον θάνατο. Η δεύτερη φάση της προσγείωσης γίνεται ακριβώς με τον θάνατο στην κυριολεκτική πια μορφή του «Θεραπευτήριον “Ελπίς”», «Σανατόριο Καβάλας» (σ. 12), ενώ στο αμέσως επόμενο ποίημα «Από το πρωί γέμισαν» (σ. 13) αρχίζουν να περιγράφονται οι διαφορετικές πια μορφές προσγείωσης, εδώ ως πολιτική απογοήτευση χωρίς πολιτικοποίηση και προοπτική κοινωνικής αλλαγής. Στο επόμενο ποίημα είναι η προσγείωση της μνήμης σε ένα κτίσμα με κληρονομημένα τα κομμάτια της μνήμης στο υλικό αυτό αντικείμενο «Εξ αδιαιρέτου» (σ. 14), ενώ στους «Ουρανοξύστες» (σ. 19), έχουμε την αστικοποίηση του Υψηλού στον έρωτα με το σώμα της πόλης να παίρνει τη θέση ενός ανθρώπινου σώματος. Στη «Θητεία» (σ. 25) παρακολουθούμε μια άλλου είδους προσγείωση, γνωστή λίγο ως πολύ στους περισσότερους, ενώ στην «Υπενθύμιση» (σ. 27) έχουμε τον καθαυτό λυρισμό της πεζότητας που θεματοποιήθηκε από μεταμοντέρνα ποιήματα και ο οποίος εδώ θα έλεγα ότι παρωδείται και συνάμα μπολιάζεται με μια πιο ειλικρινά ανθρώπινη νότα.
 
Χαρακτηριστικό της προσγείωσης και της αποχαύνωσης εντός του αστικού τοπίου είναι το «Νανούρισμα» (σ. 28), με αποκορύφωμα τα τελευταία ποιήματα  «Ξέρεις εσύ» (σ. 34) και «Υ.Γ.» (σ. 35), όπου το ποιητικό υποκείμενο σιδερώνει τα όνειρά του σε ένα παγκάκι δίπλα στους αποχαυνωμένους αστούς. 

Η θραυσματοποίηση του υποκειμένου σε πολλά επίπεδα 

Η θραυσματοποίηση αποτελεί τον συνδετικό κρίκο (παρά το αντίθετο που θα έπρεπε να έχουμε στο νου μας με αυτή την έννοια) για όλη τη συλλογή και οργανώνεται συστηματικά σε πολλά επίπεδα: Στη μορφή του κειμένου (στίξη, γραμματική συντακτικό, γραφηματικό επίπεδο), στα θέματα, και κυρίως με τη λειτουργία της μνήμης, αλλά και σε μεταγλωσσικό επίπεδο όπως ήδη ειπώθηκε. Το παιχνίδι με τη στίξη είναι αυτό που ενίοτε θραυσματοποιεί ή και ακυρώνει το λόγο. Άλλες φορές, όπως στο πρώτο ποίημα, η παρουσία της στίξης είναι αυτή που θραυσματοποιεί το λόγο, ενώ σε άλλες περιπτώσεις είναι η απουσία της που το καταφέρνει, όπως στα τρία επόμενα ποιήματα της συλλογής «Διασχίζαμε την πόλη», «Άκρη του στίχου», «Θεραπευτήριον “Ελπίς”»,  «Σανατόριο Καβάλας».  Στη συλλογή αυτή τα ποιήματα με έντονη ή κανονική παρουσία της στίξης είναι αρκετά λιγότερα από εκείνα χωρίς κανονική στίξη, αν και συχνά βρίσκει ο ποιητής άλλον τρόπο να σπάσει ο λόγος σε κομμάτια: τα γραφηματικά κενά ή το σπάσιμο των λέξεων που η μία συλλαβή τους βρίσκεται στον επόμενο στίχο, όπως στο χαρακτηριστικό «Άκρη του στίχου» (σ. 11). Περισσότερα είναι εκείνα τα ποιήματα από τα οποία είτε απουσιάζει η στίξη (π.χ. «Clavus», σ. 16) είτε εμφανίζεται ελάχιστα (κυρίως με μία ή δύο τελείες).
 
Θεματικά το κομμάτιασμα αφορά στη φύση της μνήμης, η οποία καθίσταται σχεδόν ιμπρεσιονιστική σχεδόν: «Διασχίζαμε την πόλη» (σ. 10), ατελής λόγω αποχαύνωσης: «Από το πρωί γέμισαν» (σ. 13), διαμοιρασμένη ως κληρονομημένο ιμάτιο σε σπίτι: «Εξ αδιαιρέτου» (σ. 14), παροντικοποιημένη στον παγωμένο χρόνο μιας φωτογραφίας: «Μεταξοσκώληκες» (σ. 26), χαμένη για πάντα λόγω απουσίας έντονων βιωμάτων από τον στρατό: «Θητεία» (σ. 25), την αβέβαιη αναμονή: «Δεν έρχονται» (σ. 20) ή τη χαύνωση της πόλης και της σύγχρονης ζωής με τον απολίτικο χαρακτήρα της: «Ξέρεις εσύ» (σ. 34).
 

*Ο Νίκος Μαυρέλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Ελληνικής Φιλολογίας του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.