Οι συνιστωσες του δημοκρατικου πολιτευματος, κατα το φιλοσοφο Δημοκριτο τον Αβδηριτη

Ο Δημόκριτος, συγκαταλέγεται στους προσωκρατικούς φιλοσόφους.

Είναι γνωστός, κυρίως, για την ατομική θεωρία του, την οποία ανέπτυξε με τον δάσκαλό του Λεύκιππο.

Σύμφωνα με την ατομική θεωρία, κάθε πράγμα του φυσικού κόσμου δεν είναι μια συμπαγής και μονοσήμαντη ύπαρξη, αλλά σύνθεση μικρών σωματιδίων, τα οποία ονομάζονται «άτομα», επειδή είναι, κατ’ αρχήν, άτμητα. Παράλληλα, είναι, εγγενώς, αμετάβλητα, ακατάβλητα, άφθαρτα και πλήρη. Οι ιδιότητες στις οποίες διαφέρουν είναι μόνο το σχήμα και η διάταξή τους στο κενό (το οποίο αποτελεί μια μυστηριώδη οντότητα ή άρνηση της ουσίας). Τα άτομα, λόγω της βαρύτητάς τους, βρίσκονται σε μια ακατάπαυστη περιστροφική κίνηση, που έχει τον χαρακτήρα της δίνης, η οποία και στάθηκε γενεσιουργός αιτία των πάντων και δημιουργός μιας ισορροπίας που διακρίνει την περιβάλλουσα τον άνθρωπο φύση.

Τα πρωτογενή αυτά σωματίδια αναπτύσσουν μεταξύ τους συγκρουσιακές σχέσεις, οι οποίες όμως κατατείνουν στην ανάδειξη διαλεκτικών συνθέσεων, που έχουν τον χαρακτήρα είτε της δημιουργίας νέων αναρίθμητων κόσμων είτε της ανανέωσης των υπαρχόντων.

Οσο πληρέστερη είναι η γνώση μας για τα άτομα τόσο εμβριθέστερη και εναργέστερη είναι η γνώση μας για τις δομές της πραγματικότητας, μεταξύ των οποίων σημαίνουσα θέση κατέχουν οι πολίτες και η πολιτεία.

Με βάση αυτό το σκεπτικό, η δημοκρίτεια λογική παλινδρομεί επιχειρώντας συσχετισμούς ανάμεσα στα αδιάτμητα άτομα της ύλης, ως πρωτογενείς συνιστώσες της δημιουργίας του κόσμου, και στα άτομα – πολίτες, ως δομικές μονάδες των πόλεων κρατών.

Παράλληλα, ο φιλόσοφος μεταβαίνει, με χαρακτηριστική άνεση, από το αισθητά έλλασσον (= τον μικρόκοσμο των ατόμων) στο αισθητά μείζον (= τον μακρόκοσμο των οργανωμένων κοινωνιών, καθώς και στην οικοδόμηση των αστρικών συστημάτων).

Στο πλαίσιο, λοιπόν, των πολιτειολογικών οραματισμών του Δημόκριτου, πρωταρχική και σημαίνουσα θέση κατέχει η συμβολή του στη διαμόρφωση του internum forum (εσώκοσμου) των ανθρώπων, που είναι προικισμένοι με νου, λογική και διάνοια..

Εφόσον η δομή του νου, που συγκροτείται από σφαιρικά άτομα, βρίσκει την κορύφωσή της στην προβληματική της σκέψης, αντιλαμβανόμαστε γιατί, ακόμη και στο απώτατο σημείο της απόλυτης τελειότητας του ανθρώπου η ανθρωπολογία του Δημόκριτου συνδέεται, στενά, με την επιστήμη της φυσικής.

Η νόηση, κατά τον Δημόκριτο, οφείλεται στη σύνθεση του νου από σφαιρικά άτομα, τα οποία είναι τα τελειότερα και κινητικότερα από τις υπόλοιπες κατηγορίες των ατόμων, με συνέπεια, ιδίως η κινητικότητά τους να συνιστά ζωοδόχο θερμαντική δύναμη, η οποία, πέραν του νου, διαχέεται σε όλο το ανθρώπινο σώμα. Αυτή, λοιπόν, η αρμονική σύζευξη πνεύματος και σώματος, όχι μόνο δεν πρέπει να σπαταλάται αλόγιστα, αλλά θα πρέπει να δικαιώνεται σε όλες τις ανθρώπινες ενέργειες, ιδιωτικού ή δημόσιου χαρακτήρα. Η ανισορροπία των παραπάνω στοιχείων επιφέρει, μοιραία, την απίσχναση και τελικά τον θάνατο του ανθρώπου. ΄Ετσι, η έλλειψη και η υπερβολή δημιουργούν ταλαντώσεις και αιωρήσεις στην ψυχή, που δεν είναι ούτε εσωτερικά ισορροπημένες ούτε σταθερές.

Συνεπώς, κατά τον φιλόσοφο, οι πολίτες δεν πρέπει να προβαίνουν σε ενέργειες, που θα ξεπερνούν τις φυσικές τους δυνάμεις. Ακόμη και αν η τύχη αφειδώλευτα τους προσφέρει τις κατάλληλες ευκαιρίες κοινωνικής προβολής, και ανέλιξης ή πλουτισμού οφείλουν να επιλέγουν, μεταξύ πολλών, την ολιγαρκή μεν, αλλ’ ασφαλέστερη και σταθερότερη επιλογή παρά τον εντυπωσιακό και θελκτικό, εκ πρώτης όψεως, αλλ’, ουσιαστικά, εφήμερο και ανερμάτιστο πλουτισμό. Ο θαυμασμός και μακαρισμός των πλουσίων, εξωθεί τον άνθρωπο σε παλίμβουλες, αδιέξοδες και παράνομες σκέψεις καθώς και σε αντίστοιχες πρακτικές για την υλοποίησή τους. Ενώ, η γαλήνη του ανθρώπου επιτυγχάνεται, όταν αυτός αναπτύσσει τη δράση του στο πλαίσιο που οριοθετεί ο κορεσμός και η ένδεια. Η απόκλιση από αυτόν τον ρυθμιστικό κανόνα – μέτρο συνεπάγεται την καταβολή του σχετικού αντίτιμου, που είναι η διακύβευση της υγείας και της ζωής του.

Οι ανόητοι, κατά τον Δημόκριτο, παίρνουν μορφή σύμφωνη με τα πρόσκαιρα κέρδη της τύχης° ενώ, οι νοήμονες σύμφωνα με τα ασφαλή κέρδη της σοφίας τους. Οι άνθρωποι έπλασαν την τύχη σαν πρόφαση, σαν άλλοθι της δικής τους αβουλίας ή της επιθυμίας του άμετρου. Ενώ, η μάθηση (δηλαδή, ο πλουτισμός του πνεύματος) αποτελεί μια αέναη κίνηση – δοκιμασία του νου με στόχευση την ανθρώπινη πληρότητα, η οποία με τη σειρά της συντελεί στον μετασχηματισμό της σ’ ένα πληρέστερο κόσμο.

Ο λόγος, ως ενσυνείδητη πραγμάτωση του μέτρου, μας χαρίζει την «ευθυμίην», δηλαδή την ισόρροπη κατάσταση πνεύματος και ψυχής καθώς και την «αθαμβίην», δηλαδή την αφοβία, που συνδράμει τον άνθρωπο να εκτιμά τις καταστάσεις χωρίς συσκοτίσεις ή αυταρέσκειες.

Η επωδός της «σύμμετρης» ζωής, κατά τον Δημόκριτο, δεν συντελεί, αποκλειστικά, στην εξασφάλιση της ψυχικής γαλήνης των πολιτών, αλλά και στην εξασφάλιση ισόρροπων σχέσεων ανάμεσα στους συμπολίτες, θεμελιωμένες στην ομόνοια. Διότι, είναι ικανή να καθιστά τους πολίτες εγκρατείς και να τους καθοδηγεί στην άσκηση των ειρηνικών και δημιουργικών τους έργων.

Συνεπώς, η νουθεσία του φιλόσοφου για σύμμετρη ζωή, πέρα από την ατομοκεντρική της διάσταση, αποτελεί μια δημόσια αρετή υποστηρικτική ορθολογικά δομημένων και δημοκρατικά συγκροτημένων κοινωνιών, με προοπτική βιωσιμότητας.

Από τις προηγηθείσες αναπτύξεις καθίσταται προφανές, ότι ο Δημόκριτος ξεκινώντας από τη φυσική θεωρία των ατόμων, και εκτιμώντας ως δεδομένη την ταύτιση νού και ψυχής και τη συγκρότησή τους από τα τελειότερα άτομα (δηλαδή, τα σφαιρικά) καταλήγει, συνειρμικά, και με αξιοθαύμαστη οξυδέρκεια και αφαιρετική ικανότητα, στην ανάπτυξη ασφαλών εκτιμήσεων σχετικά με τις σύμμετρες συνιστώσες του δημοκρατικού πολιτεύματος.

Ένα πολίτευμα, λοιπόν, νοείται, εκ προοιμίου, δημοκρατικό, όταν παρέχει στον άνθρωπο τις δυνατότητες να αναπτύσσει τις έμφυτες αρχές και αξίες της ελευθερίας και της δικαιοσύνης.

Στο δημοκρατικό, όμως, πολίτευμα οι έννοιες της ελευθερίας και της δικαιοσύνης δεν μπορούν να κατανοηθούν και να καταστούν χρήσιμες στον άνθρωπο, παρά μόνο μετουσιωμένες σε νόμους.

Ο νόμος είναι δημιούργημα της νόησης και αποτέλεσμα της κοινωνικής ανάγκης.

Ο νόμος, θεμελιώνεται σε μια οιονεί σύμβαση μεταξύ των ανθρώπων, οι οποίοι αισθάνονται την αδυναμία τους να επιτελούν συνεχώς το καλό. Ο νόμος διαδραματίζει ένα ρόλο παιδαγωγικό – ρυθμιστικό, αντίστοιχο του ρόλου που επιτελεί ο νους και η ψυχή για κάθε άνθρωπο χωριστά. Για να πετύχει, όμως, πρέπει και οι άνθρωποι να έχουν τη θέληση να υποστούν την ευεργετική του επίδραση.

Η υπακοή στον νόμο δεν αποτελεί μόνον υποχρέωση των αρχομένων αλλά και των αρχόντων. Αυτό αποδεικνύεται, όταν πέρα από τις συνήθεις μεγαλοστομίες των φορέων της εκάστοτε πολιτικής εξουσίας, οι πράξεις τους εναρμονίζονται στο πνεύμα των νόμων, δηλαδή ανταποκρίνονται στην ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών.

Τελικώς, το δημοκρατικό πολίτευμα (= το πολίτευμα του μέτρου), κατά τον Δημόκριτο, είναι το ιδεωδέστερο, έστω και υπό καθεστώς πενίας, γιατί είναι ελεύθερο. Ενώ, το αυταρχικό καθεστώς (= το πολίτευμα της αμμετρίας), ακόμη και όταν προσφέρει μια πρόσκαιρη και επίπλαστη ευδαιμονία, δεν παύει να είναι καθεστώς δουλείας.

Σχετικά με την πολιτική, ο Δημόκριτος εκτιμά, ότι αποτελεί την πληρέστερη και συνθετότερη τέχνη. Συνεπώς, η διδασκαλία της θα πρέπει να γίνεται με την ενδεικνυόμενη αφοσίωση και να ανατίθεται σε ανθρώπους οι οποίοι έχουν υποβληθεί στη δοκιμασία του κοινωνικού πόνου (δηλαδή, κόπου). Μόνον αυτοί είναι οι πλέον κατάλληλοι να διδάξουν τι αξίζει η ανθρώπινη οντότητα, όχι μόνο στην ατομοκεντρική αλλά και στην κοινωνική της διάσταση.

Ο δάσκαλος της πολιτικής τέχνης έχει διαφορετικό ρόλο από τον πολιτικό. Ωστόσο, η απώτερη επιδίωξή τους είναι, εν πολλοίς, κοινή.

Ο πολιτικός εκλέγεται από τον λαό για να επιτελεί το κοινό καλό. Συνεπώς, δεν χρειάζεται, συνεχώς, να του αποδίδουν τα εύσημα μετά από κάποιο επίτευγμά του, διότι επιτελεί το αυτονόητο, δηλαδή το καθήκον του απέναντι στο λαό. Εάν, ο εκλεγείς δεν διακατέχεται από το ενδεικνυόμενο ήθος, δύσκολα εμποδίζεται από το να αδικεί, γιατί διαθέτει τη δύναμη της εξουσίας, που επικαλύπτει εύκολα τις ανομίες του. Η αδικία διαβρώνει, άδηλα, αλλ’ ασφαλώς, το σώμα της πολιτείας, οδηγώντας ακόμη και σε εμφύλιες διαμάχες, που είναι το μέγιστο κακό για τους πολίτες.

Για την αποφυγή, λοιπόν, των κακών αρχόντων θεσπίζεται η εναλλαγή των ρόλων στην εξουσία, που αποτελεί το αντίδοτο της αδικίας και την πεμπτουσία της δημοκρατίας.

Όταν, όμως, οι άρχοντες είναι ευμενείς, τότε δημιουργούνται συνθήκες πραγμάτωσης της ενότητας της πολιτείας. Αλλά και σ’ αυτή την περίπτωση θα πρέπει να εφαρμοσθεί ο κανόνας της εναλλαγής των ρόλων στην εξουσία, γιατί οι άρχοντες, όντας άνθρωποι, έχουν πάντοτε την ροπή στην αδικία.

Η συμφωνία του νου, των λόγων και των έργων, με συνεκτικό τους στοιχείο τη φρόνηση, αποτελεί το τρίπτυχο της ηθικής και της πολιτικής του Δημόκριτου.

Αυτό καταδεικνύεται πάντοτε στην πράξη. ΄Ετσι, εάν κάποιο από τα αγαθά της φύσης είναι ανεξέλεγκτα ισχυρό, τότε ο ανθρώπινος νους θα πρέπει να εφεύρει πρακτικές ένταξης στην υπηρεσία του (λ.χ. εάν υπάρχει κίνδυνος πλησμονής νερού σε μια περιοχή, που απειλεί τη ζωή των ανθρώπων της, ο τρόπος αποφυγής αυτού του κινδύνου είναι η έγκαιρη εκμάθηση κολύμβησης). Ενώ, εάν διακυβεύονται δημοκρατικές αξίες θα πρέπει να ληφθούν εγκαίρως ασφαλή μέτρα για την αποτροπή των κινδύνων.

Στη δημοκρίτεια αντίληψη, ακόμη και η απροσδιόριστη αταξία μπορεί μέσα από τους κατάλληλους χειρισμούς να μετουσιωθεί σε τάξη, όπως και η τάξη, κάτω από αρνητικές συγκυρίες και μέσα από την αδιαφορία των ατόμων μπορεί να μετουσιωθεί σε απροσδιόριστη αταξία.

Συνεπώς, οι έννοιες του καλού και του κακού, της τάξης και της αταξίας δεν είναι, εκ προοιμίου και δογματικά, αντιθετικές, αλλά γίνονται όταν λείπει ο δυναμικός – ρυθμιστικός ρόλος του ανθρώπου σε σχέση με τα γεγονότα ή τις καταστάσεις, που εκδηλώνεται μέσω της διδαχής ή του ορθού χειρισμού τους.

Στη δημοκρίτεια φιλοσοφία λείπει το στοιχείο της δεισιδαιμονίας και της μυθολογίας. ΄Όλες οι πράξεις είναι γήινες και σαν τέτοιες πρέπει να αξιολογούνται. Δεν υπάρχει μοιραία πράξη αλλά ανεύθυνη πράξη. Στο «γίγνεσθαι» της δημοκρίτειας καθημερινότητας λείπει το υπερβατικό στοιχείο.

Εδραιωτική της εν λόγω εκτίμησης είναι η ρήση του Δημόκριτου: «άνθρωπος μικρός κόσμος». Ειδικότερα, η ρήση αυτή θέλει να υποδηλώσει ότι ο άνθρωπος είναι φορέας της κοσμικής και σύμμετρης παρουσίας του, ένα πρότυπο μικρόκοσμου αρμονικά ενταγμένο στον μακρόκοσμο που τον περιβάλλει.

Η τελείωση του ανθρώπου, και σαν τέτοια νοείται η επιδίωξή του να ξεπερνά το επιφανειακό και επίπλαστο, δεν είναι απρόσιτη. Η απορία του ανθρώπου να κατανοήσει τους συσχετισμούς της φύσης και της κοινωνίας και να επιβιώσει μέσα σ’ αυτούς, όσο και αν είναι επώδυνη στην καθημερινή της διάσταση, δεν πρέπει να καθιστά αδιέξοδη την προσπάθειά του, αλλά να αναδεικνύει τους εγκλωβισμένους στο υποσυνείδητό του προβληματισμούς.

Ο άνθρωπος μετακινούμενος, συνεχώς, στη διάσταση επιφάνειας και βάθους κινδυνεύει, όταν δεν διακρίνεται για τη σύμμετρη οντότητά του, να επανέλθει από την ευνομία στην αταξία.

Συνεπώς, η αίσθηση («σκοτίη γνώσις») υπολείπεται απέναντι στη νόηση («γνησίη γνώσις»), όσο και αν μέσα από την παρατήρηση και τον εμπειρισμό φθάνουμε στην ασφαλή γνώση της ουσίας των όντων.

Μέσα από την πνευματική του πληρότητα ο άνθρωπος κατανοεί ευχερέστερα και ασφαλέστερα (= βιώνει) την έννοια και την αποστολή του δίκαιου νόμου απέναντι στον άδικο και ιδιοτελή. Ενώ, ανυψώνοντας περισσότερο την αυτονομία του λογικού, ο Δημόκριτος ορίζει, ως δίκαιον και αγαθόν «ου το μη αδικείν αλλά το μη εθέλειν αδικείν».

Περαιτέρω, διατυπώνει, ότι η αποχή από παρανομίες δεν πρέπει να εδράζεται στον φόβο της τιμωρίας που προβλέπουν οι νόμοι, και στηρίζεται στην αρχή της ταυτοπάθειας, αλλά στη δεοντολογία των κανόνων της αρμονικής κοινωνικής συνύπαρξης («μη διά τον φόβον αλλά διά το δέον απέχεσθαι αμαρτημάτων»).

Η αδικία, έστω και αν συνδέεται με τον προσπορισμό υλικού ή κοινωνικού οφέλους για τον αδικήσαντα, δεν παύει να επιβαρύνει τον εσώκοσμό του. ΄Ετσι, οι σώφρονες άρχοντες πριν καταλήξουν στην εφαρμογή του τιμωρητικού νόμου, θα πρέπει να μετέρχονται ως ασφαλές μέσον ανάκλησης των παρανομούντων στην κοινωνική ευταξία, την προτροπή και την πειθώ απέναντι στους πολίτες, εξασφαλίζοντας τη συναίνεσή τους. Για την εξασφάλιση της συναίνεσης θα πρέπει να προηγείται η μύηση των πολιτών στην ανάγκη να υποτάσσονται, πρωταρχικά, στους νόμους της ψυχής, δηλαδή να μη πράττουν κάτι το ανεπιτήδειο (= το ανάρμοστο). ΄Ετσι, η ψυχή ανυψώνεται στη μέγιστη ηθική και λογική αξία του ανθρώπου. Άλλωστε, οι νόμοι δεν είναι πάντοτε δίκαιοι, ιδίως, όταν εναντιώνονται στις ισορροπίες της φύσης.

H αρετή του πολίτη είναι υπέρτερη της νομιμότητας. Οι πολίτες δεν γίνονται ενάρετοι με τον νόμο αλλά με την πειθώ. Μόνον η παράνομη συμπεριφορά των ανθρώπων καρποφορεί τους νόμους.

Συνεπώς, οι πνευματικά αυτάρκεις, που διάγουν σύμμετρο κοινωνικό βίο, δηλαδή οι σοφοί «ου χρη νόμοις πειθαρχείν αλλ’ ελευθερίως ζην». Γιατί, πέραν της υποβολής τους στην καθημερινή δοκιμασία της αυτοκριτικής, που αποτελεί θεμελιώδη παράμετρο του αυτοσεβασμού, διακρίνονται για την αφοβία και τη σταθερότητα της δημόσιας γνώμης τους, την οποία υποβάλλουν στη δοκιμασία της δημόσιας κριτικής.

Μια πολιτεία, συγκροτούμενη από πολίτες με την ψυχική και πνευματική αυτάρκεια των σοφών, δεν χρειάζεται νόμους. Γιατί οι ίδιοι οι πολίτες, στην καθημερινή τους πρακτική τηρώντας τους υπέρτατους και άγραφους νόμους του αυτοσεβασμού και της αρμονικής συναλληλίας με τους συμπολίτες τους γίνονται, ταυτόχρονα, θεσμοθέτες, και εφαρμοστές της έννοιας του δικαίου. Συνεπώς, οι προσωπικοί νόμοι, που εδράζονται σ’ ένα καθεστώς ηθικής αυτονομίας, είναι πιο ισχυροί ακόμη και από τους αυστηρότερους νόμους της πολιτείας. Η έννοια της ηθικής αυτονομίας δεν υποδηλώνει σχέση συγκρουσιακή ή έστω ανταγωνιστική προς τους νόμους της πολιτείας, αλλά σχέση συμπληρωματική προς αυτούς. Γιατί, λειτουργεί ανασχετικά στην καταστρατήγηση των νόμων της πολιτείας, αλλά και στις κρυφές παραβάσεις («λάθρη αμαρτέειν»), που η ανθρώπινη αδυναμία εξωθεί, συχνά, τους φορείς της.

Η ανάγκη, όμως, της πειθούς δεν διδάσκεται μόνον από τους άρχοντες, που θέλουν να καταστήσουν βιώσιμη την εξουσία τους.

Ο θεσμός της παιδείας αποτελεί τον ασφαλέστερο μηχανισμό της διδαχής και αλληλοδιδαχής της πολιτικής τέχνης. Γιατί, αυτοί οι μηχανισμοί βοηθούν τον άνθρωπο να γνωρίσει την τέχνη του διάγειν δημοσίως και να αποκτήσει μια δεύτερη φύση, πέραν της ατομικής, την κοινωνική.

Η παιδεία -η οποία δεν αναφέρεται μόνο στους παίδες αλλά σε όλους ανεξαρτήτως ηλικίας, εφόσον συνέχεται με τη διαδικασία του διδάσκειν και του πείθειν- αποκτά το πλήρες νόημά της μόνο σε μια ελεύθερη (σύμμετρη) δημοκρατική πολιτεία και όχι σε πολιτεύματα που εδράζονται στον άμετρο (= πομπώδη, παραπειστικό) λόγο. Ιδίως, η δυνατότητα της διαφωνίας υπαγορεύεται από τη δημόσια απαίτηση να είναι ελεύθερη η πολιτεία.

Η δυνατότητα, λοιπόν, του πείθειν και του διαφωνείν εν ελευθερία (δηλαδή, ο θεσμός της παιδείας εν ελευθερία, και της ελευθερίας της παιδείας εν ισότητι) αποτελούν δομικά στοιχεία της δημοκρατίας. Ενώ, στις ανελεύθερες πολιτείες η διαφωνία εκτιμάται ως ελάττωμα του ανθρώπου ή ως κοινωνική παρέκβαση, ο οποία θα πρέπει να εκλείψει άμεσα και αποτελεσματικά.

Η έννοια της δικαιοσύνης, εξάλλου, ως θεμελιώδους αρχής, που επιβάλλει το καλό και αποτρέπει την εφαρμογή του αδίκου, δεν συνιστά μόνο υποχρέωση των χρηστών πολιτών απέναντι στην πόλη, αλλά και της χρηστής διοίκησης καθώς και προαπαιτούμενο της ευνομούμενης πολιτείας. Απότοκος της δικαιοσύνης είναι η επιείκεια, γιατί παρέχει περιθώρια ατιμωρησίας ή περιορισμού των ποινών στους ειλικρινώς μετανοούντες και αιτούμενους την κοινωνική τους επανένταξη.

Η πραγμάτωση, όμως, της δικαιοσύνης, πέρα από την κοινωνική της διάσταση έχει και ατομική, στο βαθμό που διασφαλίζει την εσωτερική ισορροπία των πολιτών, γιατί συμβάλλει στην πραγμάτωση της ομόνοιας.

Συνεπώς, η ευνομία της πόλης είναι συνεπαγωγή, αλλά και προϋπόθεση της «ευθυμίας» και της «ευδαιμονίας» των πολιτών – ατόμων, γιατί διαμορφώνονται μέσα από την ελεύθερη αξιολογική κρίση της νόησης και ελέγχονται από την αίσθηση του μέτρου.

Για να κατανοήσουμε πληρέστερα τις αναπτύξεις που προηγήθηκαν, δεν θα πρέπει να παραβλέψουμε το γεγονός, ότι ο Δημόκριτος ήταν προεχόντως υλιστής – εμπειριοκράτης.

Οι απόψεις του για την ταύτιση πνεύματος και ψυχής, η αποπνευμάτωση του πνεύματος από οποιαδήποτε υπερβατική του διάσταση και η εκτίμηση της σύνθεσής τους, αποκλειστικά, από τέλεια σφαιρικά άτομα καταδεικνύουν, εκ πρώτη όψεως, ένα δογματικό – μονοδιάστατο χαρακτήρα, που τεκμηριώνουν τους παραπάνω χαρακτηρισμούς.

Το καίριο ερώτημα που ανακύπτει σχετικά με τη φιλοσοφία του Δημόκριτου είναι το εξής: πώς εναρμονίζονται οι αναπτύξεις του περί δημοκρατίας, εναλλαγής των ρόλων στην εξουσία, ελευθερίας του λόγου, δικαιώματος στη διαφωνία, ισότητας των πολιτών ενώπιον του νόμου κ.ά., που συνθέτουν την έννοια της δημοκρατίας, με τη μονοδιάστατη και απόλυτη ατομική θεωρία;

Δεν παραβλέπεται, ότι η πρώιμη ατομιστική οντολογία του Δημόκριτου είναι κυρίαρχη στο έργο του. Ωστόσο, δεν πρέπει να παροράται, ότι ο ίδιος ο φιλόσοφος, διακρίνει, σαφώς, μέσα από τα λίγα αποσπάσματα διασωθέντων έργων του, τη «σκοτίην γνώσιν» (= σκοτεινή γνώση), που διαμορφώνεται μέσα από τις αισθητηριακές αντιλήψεις, από την «γνησίην γνώσιν» (= γνήσια γνώση), η οποία χρειάζεται όργανα του «νώσαι λεπτότερον», ικανά να διεισδύσουν με μεγαλύτερη πληρότητα στην οντολογία του ανθρώπου, που είναι ο λόγος και η διάνοια.

Αν θεωρήσουμε, λοιπόν, δεδομένη τη διάκριση μεταξύ «γνησίης» και «σκοτίης γνώσης», και αποδεχθούμε ότι οι αισθήσεις δεν παρέχουν μια ασφαλή εικόνα του ενδόκοσμου αλλά και του κόσμου που μας περιβάλλει (εφόσον ο κάθε άνθρωπος βλέπει τον κόσμο με τις δικές του παραστάσεις, οι οποίες δεν είναι, κατ’ ανάγκη, οι σωστές), καταλήγουμε στο ασφαλέστερο συμπέρασμα ότι η επιστήμη, με τη νόηση και τον λόγο, διαμορφώνουν και αναμορφώνουν κοσμογονικές και κοινωνιολογικές θεωρίες πληρέστερες από τον εμπειρισμό.

Επίσης, στον χώρο της ηθικής, ο Δημόκριτος εκτιμά, ότι, ενώ αρχικά ο άνθρωπος πιστεύει, πως κάθε ηδονή είναι και αγαθό, στην συνέχεια, υπερβαίνοντας τις αρχικές του απόψεις, αποδέχεται πως, μόνο η «ευεστώ» (= η ηδονή του μέτρου και του λόγου) είναι η αυθεντική ηδονή, η έλλειψη της οποίας οδηγεί τον άνθρωπο στην ηδονοθηρία.

Τέλος, στην πολιτική, ο εμπειρισμός και οι αντιληπτικές μας κρίσεις βοηθούν να συλλέξουμε πληροφορίες για τα κακώς κείμενα του δημόσιου γίγνεσθαι. Η αξιολογική στάθμιση, όμως, αυτών των δεδομένων και η υπέρβασή τους είναι δυνατή μόνο με τον λόγο (= διδαχή και πειθώ). Η παιδεία των πολιτών τους καθιστά, γενικώς, ικανούς να μετέχουν στα κοινά της δημοκρατικής πολιτείας είτε άμεσα, ως άρχοντες, ασκώντας διοίκηση, είτε έμμεσα ως αρχόμενοι αναδεικνύοντας ή νομιμοποιώντας τους άρχοντες.

Αν αποδεχθούμε, τελικώς, ότι μέσα από τις πολύπτυχες φιλοσοφικές του ενοράσεις αναδεικνύεται η συνάφεια ανάμεσα στην ηθική, την πολιτική και την γνωσιολογία του Δημόκριτου, τότε καταδεικνύεται μεν η ενότητα της σκέψης του στην ολότητα, παράλληλα, όμως, αναθεωρείται η απολυτότητα της υλιστικής του θεωρίας. ΄Ετσι, δημιουργείται μια δυαρχία στην κατά βάση υλιστική του θεωρία, η οποία δεν είναι αμέτοχος ιδεαλιστικών στοιχείων.

Οποιαδήποτε, πάντως, εκδοχή και αν αποδεχθούμε σχετικά με τις παραπάνω αντιλήψεις, που ανάγονται στον υλισμό ή τον ιδεαλισμό του Δημόκριτου, είναι αναντίρρητο, ότι δεν μπορούμε να αρνηθούμε τη διαδικασία της πνευματικής και νοητικής λειτουργίας, η οποία συνδράμοντας στην επεξεργασία του εμπειρικού υλικού αναφορικά με τα κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα, διέρχεται αναγκαστικά μέσα από τον ιδεαλισμό και τον ορθολογισμό.

Θα κλείσω την ομιλία μου με ένα χωρίο του Πλούταρχου για τον Δημόκριτο, συσχετίζοντάς το με τους σύγχρονους κοινωνικούς και πολιτικούς προβληματισμούς, αναφορικά με την ουσία των όρων ελευθερία και δημοκρατία και την ανεξέλεγκτη χρήση της ατομικής ενέργειας.

Αναφέρει, λοιπόν, ο Πλούταρχος, ότι: «αν το σώμα μπορούσε να πάει την ψυχή στο δικαστήριο για τις πίκρες και τα βάσανα που τράβηξε εξαιτίας της σε όλη του τη ζωή, και αν στη συγκεκριμένη υπόθεση δικαστής ήταν ο Δημόκριτος, θα καταδίκαζε πρόθυμα την ψυχή γιατί εξουθένωσε το σώμα° ακριβώς, όπως θα ενοχοποιούσε, στην περίπτωση ενός πολύτιμου μεν αλλά κατεστραμμένου σκεύους, τον απρόσεκτο χρήστη του». Ενώ, σε απόσπασμα του Στοβαίου, ο αβδηρίτης φιλόσοφος φαίνεται να εκτιμά, ότι: «τα ίδια πράγματα, που μας παρέχουν αγαθά, μπορούν μέσα από την αλόγιστη χρήση τους να μας παράσχουν την αρνητική τους διάσταση, αλλά ταυτόχρονα και την εμπειρία να τα αποφύγουμε».

Αν αντιστοιχίσουμε τις παραπάνω ρήσεις, με τις δυσμενείς εμπειρίες των τελευταίων δεκαετιών από την αλόγιστη χρήση της ατομικής ενέργειας, που πρώτος εμπνεύσθηκε ο Δημόκριτος, μπορούμε να καταλήξουμε στο ασφαλές συμπέρασμα, ότι: η ατομική ενέργεια είναι μεν πηγή πολλών αγαθών για τον άνθρωπο, αλλά η αλόγιστη χρήση της για σκοπούς πέραν των ειρηνικών μπορεί να οδηγήσει στον όλεθρο της ανθρωπότητας.

Δημοκρατίες, εξάλλου, δομημένες στις αρχές της ελευθερίας και της ισότητας, και διοικούμενες από αιρετούς, νομιμοποιημένους και υπεύθυνους πολιτικούς ηγέτες, που –κατά τον στοχασμό του Δημόκριτου- διακρίνονται για το στοιχείο του δημόσιας αυτοκριτικής των λαθών τους, και του σεβασμού ακόμη και των αντιπάλων τους, μπορούν να οδηγήσουν την ανθρωπότητα στην αποφυγή τραγικών λαθών, που δημιούργησαν η αλόγιστη χρήση της πολιτικής και κοινωνικής εξουσίας.

Ο Δημόκριτος λειτουργεί, διαχρονικά, ως πρότυπο προς την κατεύθυνση αυτή 2.500 χρόνια. Διότι, κατορθώνει να συγκεράσει, αρμονικά, τουλάχιστον στις φιλοσοφικές του ενοράσεις, την υλιστική, ηθική, πνευματική, πολιτική και κοινωνική διάσταση της ανθρώπινης οντότητας, προκειμένου να διαμορφώσει σχέσεις αγαστής συνύπαρξης μεταξύ των συνανθρώπων, που μόνο ένα δημοκρατικό καθεστώς μπορεί να διασφαλίσει.

Υ.Γ. Το κείμενο του κ. Μηναΐδη απετέλεσε την ομιλία του στην επίσημη έναρξη των φετινών Ελευθερίων.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.