Οι μυθοι της ελληνικης μουσικης τραγουδουν ξανα…

Η δεκαετία του εξήντα για όσους την έζησαν ό,τι κι αν γράψουν στη συνέχεια οι ιστορικοί, τώρα που τα χρόνια έχουν περάσει ήταν ό,τι καλύτερο ζήσαμε…
Κι ας είναι εφέτος η χρονιά του Μάη του ’ 68 κι ας έχουμε όλοι στραμμένα τα βλέμματα αποκλειστικά στην ένδοξη, από παλιά φίλη, Γαλλία…
Η δεκαετία του εξήντα ήταν δεκαετία πολλαπλών εκρήξεων και στη χώρα μας.
Όχι μόνον για τη γενιά του 114, τον Γεώργιο Παπανδρέου, τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη, την αποστασία, τη δράση των ανακτόρων κι όλα εκείνα που οδήγησαν τη χώρα στη δικτατορία…
Η δεκαετία του εξήντα έχει γράψει τη ζωή μας και με άλλους τρόπους…
Κατ’ αρχάς, με την κατά συρροή προσέλευση σύσσωμων των οικογενειών, από τους παππούδες μέχρι τα μωρά, για να «απολαύσουν» το επί της οθόνης κλάμα της Μάρθας Βούρτση και του Νίκου Ξανθόπουλου, να χαλαρώσουν με το σκέρτσο της Τζένης Καρέζη και της Αλίκης Βιουγιουκλάκη στις κινηματογραφικές αίθουσες και στα πολυάριθμα, εκείνη την εποχή, θερινά σινεμά…
Κατά δεύτερο λόγο, με τα λαϊκά τραγούδια που ακούγονταν στις γειτονιές μέρα – νύχτα από τα τζουκ-μποξ και, σαφώς, δεν περιελάμβαναν, στην εργατική και αγροτική, χαμηλής μορφώσεως εκείνη Ελλάδα, τους μεγάλους «ποιοτικούς» της συνθέτες Χατζιδάκι και Θεοδωράκη.
Η ελληνική επαρχία και οι «νεοσσοί» τότε κάτοικοί της μεγάλωναν με Πόλυ Πάνου, Βαγγέλη Περπινιάδη, Πόλυ Κερμανίδη, Απόστολο Νικολαϊδη, Γιώτα Λύδια, Καίτη Γκρέι, Πάνο Γαβαλά, Ρία Κούρτη, Μπάμπη Τσετίνη, Σπύρο Ζαγοραίο, Πρόδρομο Τσαουσάκη και πολύ Μπουρνέλη…
Ηθελες δεν ήθελες, βρέχοντας το χωμάτινο πεζοδρόμιο για να δροσίσει η ατμόσφαιρα από τον καύσωνα του καλοκαιριού, άκουγες στη διαπασών τραγούδια και ό,τι μάθαινες, χωρίς να το έχεις στο σπίτι, ήταν το «Κάτω στα λεμονάδικα», «Τα πλοία πεθαίνουν στα λιμάνια», «Τι σου’ κανα και πίνεις», «Ένας μάγκας στο Βοτανικό» και πάει λέγοντας…
Όλα αυτά τα ωραία που έμειναν παρά το λούστρο της μετέπειτα εκπαίδευσης – τα παιδιά της εργατικής τάξης και των αγροτών της δεκαετίας του εξήντα πήγαν, βλέπετε, σχολείο και πανεπιστήμιο, «μάθανε γράμματα» – όλα αυτά τα ωραία έμειναν ριζωμένα στο ασυνείδητο, ακόμη κι αν αποδιώχτηκαν ως μη πρέποντα και σικ, αναδύονται όμως ανά πάσα στιγμή, σαν τους στίχους των παιγνιδιών που παίζαμε στους χωμάτινους δρόμους ή σαν τα νανουρίσματα και τα παιδικά τραγουδάκια που μας μάθαινε η μαμά…
Όλα αυτά τα ωραία επανεκδόθηκαν εφέτος και με πολύ σεβασμό από την δισκογραφική εταιρεία Legend, με επιμέλεια και σύντομα αλλά περιεκτικά εισαγωγικά σημειώματα από τον μουσικολόγο Κώστα Μπαλαχούτη.
Εμείς επί του παρόντος στο μπαλκόνι με παγωμένη ρετσίνα και ντομάτα από τον κήπο της αυλής μας ακούσαμε τους πρώτους δίσκους της σειράς «Το ελληνικό τραγούδι» και τους τραγουδήσαμε από καρδιάς… Το ’χαμε ανάγκη να χαρούμε απροσποίητα…Παιδικά…
Mια καλή προετοιμασία για ανάλογες ακροάσεις από όσους ανάλογα θέλγονται από τη γνήσια λαϊκή μουσική της δεκαετίας του εξήντα, παρέχει όμως και το μουσικό υλικό που αμέσως παρατίθεται και το οποίο και συγκεφαλαιώνει και σχολιάζει και υπανθυμίζει… Δια χειρός Κώστα Μπαλαχούτη… Ας το απολαύσουμε…

ΠΟΛΥΣ ΚΕΡΜΑΝΙΔΗΣ
ΤΑ ΠΛΟΙΑ ΠΕΘΑΙΝΟΥΝ ΣΤΑ ΛΙΜΑΝΙΑ

Στις αρχές της δεκαετίας του ’70, ο Μάνος Παπαδάκης ερμήνευσε σε πρώτη εκτέλεση τη δημιουργία του Γιώργου Μητσάκη, «Τα πλοία πεθαίνουν στα λιμάνια». Ο Παπαδάκης λίγο νωρίτερα εμφανιζόταν με μεγάλη επιτυχία στο «Χρυσό Βαρέλι» στις Τζιτζιφιές, μαζί με τους Βασίλη Βασιλειάδη, Μπάμπη Τσετίνη, Δημήτρη Ευσταθίου, Λίτσα Διαμάντη, και είχε στις πλάτες του πολλά και δυνατά σουξέ: «θα τα κάψω, Μια δεκάρα, « Μαύρος καπνός» κ.α. Παρ’ όλα αυτά το όμορφο αυτό τραγούδι του Μητσάκη πέρασε απαρατήρητο… Είναι η περίοδος που πολλοί και σημαντικοί εκπρόσωποι του λαϊκού τραγουδιού δυσκολεύονται να προσαρμοστούν στα νέα καλλιτεχνικά και δισκογραφικά δεδομένα της εποχής και να περάσουν τα τραγούδια τους στο πλατύ κοινό.
Ο Πόλυς Κερμανίδης, γεννημένος στην Ξάνθη, πρωτοεμφανίστηκε στη δισκογραφία στα μισά περίπου της δεκαετίας του’60. Το 1976 διασκευάζει «διακριτικά» το τραγούδι του Μητσάκη και κάνει απρόσμενα το μεγάλο «μπαμ». Το τραγούδι του Μητσάκη, «περίεργο», «ιδιόρρυθμο» και «ιδιότροπο» σε μελωδική γραφή και στιχουργική δομή, δένει απόλυτα με τη φωνή του Κερμανίδη που χαρακτηρίζεται από πολυκύμαντες αναπνοές, άμεση, λαϊκή έκταση και δύναμη, οικεία κλασική αλλά και κατά κάποιο τρόπο αναρχική – σύγχρονη ερμηνεία.
«Τα πλοία πεθαίνουν στα λιμάνια» είναι και ο τίτλος του δεύτερου μόλις προσωπικού του δίσκου που κυκλοφορεί από την Panivar, η οποία την περίοδο εκείνη είχε συγκεντρώσει πολλούς σπουδαίους λαϊκούς ερμηνευτές (Βαγγέλη Περπινιάδη, Σπύρο Ζαγοραίο, Πρόδρομο Τσαουσάκη, Γιώργο Λαύκα, Μπάμπη Μπακάλη, κ.α.) που δεν «ταιριάζουν» πια στις παραδοσιακές μεγάλες δισκογραφικές εταιρίες, καθώς και αξιόλογους νεότερους (Έλενα Γιαννακάκη, Λευτέρη Πανταζή, Ανδρέα Ζακυνθινάκη, κ.α.). Ο κόσμος κουρασμένος ίσως από το «πολιτικοκοινωνικό» τραγούδι, που σε μερικές περιπτώσεις βαρύγδουπα και καταχρηστικά γίνεται αυτοσκοπός για εκμετάλλευση του μεταπολιτευτικού κλίματος, αγκαλιάζει τα τραγούδια του δίσκου και ο Κερμανίδης γίνεται σταρ πρώτου μεγέθους.
Το LP περιλαμβάνει μεταξύ άλλων και τα «Προδομένα φιλιά» (Π. Κερμανίδη), «Σε κάποιο σπίτι κτισμένο με δάκρυ» (Μπ. Μαρκάκη) και το υπέροχο «Φτωχή καρδιά μου, κάνε υπομονή» (Χρ. Κοτσώνη). Το τραγούδι βασίζεται στον ίδιο «αραβοαιγυπτιακό» σκοπό στον οποίο στήριξε ο Μανώλης Αγγελόπουλος τη μουσική διασκευή του, σε στίχους Μάρως Μπιζάνη, στο θρυλικό «Τα μαύρα μάτια σου». Η διασκευή του Κοτσώνη (συνθέτης, μπουζουξής και για χρόνια συνεργάτης του Κερμανίδη) είναι πιο γρήγορη κι «ευέλικτη» από αυτή του Αγγελόπουλου, στην οποία κυριαρχεί ο επιβλητικός ήχος του αρμόνιου.
Ο Κερμανίδης την επόμενη χρονιά κυκλοφόρησε το άλμπουμ «Δίνω και τα ρέστα μου», απ’ όπου ξεχώρισε το πολύ όμορφο τραγούδι «Ήρθες αυτό το καλοκαίρι» του Κοτσώνη. Θα ακολουθήσουν οι μεγάλοι δίσκοι «Ανθρώπινες αδυναμίες» (1979) με το «Στηρίξου επάνω μου», πάντα του Κοτσώνη, και «Μακάρι να’μουνα τρελός» (1981). Αφήνει την Panivar και κάνει δύο LP στη CBS, ένα στη Music Box και επιστρέφει πάλι στην Panivar.
«Τα πλοία πεθαίνουν στα λιμάνια» αποτελούν σήμα κατατεθέν του Κερμανίδη και εκφράζουν απόλυτα, ως τίτλος, την πορεία του κλασικού λαϊκού τραγουδιού στη δεκαετία του’70. Το τραγούδι του Μητσάκη, που, όπως είναι γνωστό, είχε ιδιαίτερη αδυναμία στα «θαλασσινά» θέματα, κυριάρχησε στους πειρατικούς σταθμούς που πουλούσαν οικόπεδα με δόσεις, μονοπώλησε τις προτιμήσεις στα τζουκ-μποξ, έγινε σλόγκαν και άντεξε στο χρόνο. Είναι χαρακτηριστικό ότι λίγοι γνωρίζουν την εκτέλεση του Παπαδάκη και θεωρούν ως πρώτη και αυθεντική αυτή του Κερμανίδη.

ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΠΕΡΠΙΝΙΑΔΗΣ

Ο Βαγγέλης Περπινιάδης υπήρξε μία από τις κορυφαίες προσωπικότητες στο χώρο του ελληνικού τραγουδιού. Πολύπλευρος χαρακτήρας (ερμηνευτής, συνθέτης, στιχουργός και δεξιοτέχνης του μπουζουκιού) με εκατοντάδες τραγούδια και ανεπανάληπτες επιτυχίες, χάραξε για περισσότερο από 50 χρόνια τη δική του ξεχωριστή ιστορία στο ελληνικό μουσικό στερέωμα.
Γεννήθηκε την 1/9/1927 στην Κοκκινιά Πειραιώς. Πατέρας του ήταν ο θρυλικός τραγουδιστής Στελλάκης Περπινιάδης. Από μικρό παιδί ψέλνει στην Οσία Ξένη της Κοκκινιάς και το 1943 χειροτονείται αναγνώστης. Το 1947 με προτροπή των φίλων του πηγαίνει στα «ταλέντα» του Τραϊφόρου, στο Άλσος, στο Πεδίον του Άρεως, όπου κλέβει την παράσταση, και μοιραία τα όνειρα για να γίνει παπάς μπαίνουν στο περιθώριο.
Σύντομα ξεκινά τις εμφανίσεις του στα ιστορικά κέντρα «Περιβόλας» και «Κεφάλας» που βρίσκονταν αντικριστά στην Παναγή Τσαλδάρη στη Νίκαια. Εκεί ο Περπινιάδης θα αφήσει εποχή, αφού θα τραγουδήσει για περισσότερο από δύο δεκαετίες στα πάλκα τους. Ο κόσμος της Κοκκινιάς αγκαλιάζει ζεστά το νεαρό καλλιτέχνη. Το ίδιο συμβαίνει και με όλα τα Μεσόγεια, την Αργοναυπλία και άλλες περιοχές της χώρας όπου ο Περπινιάδης τραγουδά σε πανηγύρια, γλέντια, γάμους και χαρές. Το 1953 κάνει τα πρώτα του σεγόντα και τρία χρόνια αργότερα ερμηνεύει για πρώτη φορά μια δική του σύνθεση, το Κλάψτε, με φίλοι, κλάψτε με, σε δίσκο 78 στροφών, όπου μπουζούκι παίζει ο φημισμένος δεξιοτέχνης Δημήτρης Στεργίου ή Μπέμπης.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 έρχεται η γενική αναγνώριση για τον Βαγγέλη Περπινιάδη, αφού τα τραγούδια που αποδίδει γίνονται μεγάλα σουξέ. Το ταλέντο και η δημοτικότητά του τον φέρνουν να πρωταγωνιστεί και στον ελληνικό κινηματογράφο, όπου η συμμετοχή του δεν περιορίζεται στην ερμηνεία τραγουδιών όπως γινόταν συνήθως αλλά και στο παίξιμο συμπρωταγωνιστικών ρόλων. Πολυποίκιλος τραγουδιστής, γράφει και ερμηνεύει με επιτυχία δημοτικά τραγούδια, δυνατά ορχηστρικά κομμάτια και κλέβει την παράσταση στους αμανέδες. Από το 1963 έως και το 1970 στο πλάι του βρίσκεται η Ρία Νόρμα με την οποία δημιούργησε ένα από τα δημοφιλέστερα ντουέτα του λαϊκού τραγουδιού. Εκτός από τα στέκια του «Περιβόλας» και «Κεφάλας» εμφανίζεται για πολλές σεζόν στο «Φαληρικόν» στις Τζιτζιφιές, με Παπαϊωάννου, Τσιτσάνη, Αγγελόπουλο, Πόλυ Πάνου, Διονυσίου, Ζαγοραίο, Αναγνωστάκη.
Το 1965 θα ερμηνεύσει μια σειρά από τραγούδια του Χρήστου Λεοντή σε στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου και Μιχάλη Παπανικολάου καθώς και των Γιώρογυ Κατσαρού και Πυθαγόρα, ενώ ταυτόχρονα θα συμμετάσχει στις συναυλίες των δύο συνθετών σε θέατρα και κινηματογράους. Νωρίτερα ο Περπινιάδης θα τραγουδήσει με τεράστια απήχηση δημιουργίες του λόγιου συνθέτη Κώστα Γιαννίδη (Τα νέα της Αλεξάνδρας, Μανούλα μου).
Το 1975 ο Περπινιάδης καταλήγει στην Panivar, ύστερα από 30 χρόνια αποκλειστικής συνεργασίας με την Odeon / Parlophone (Minos). Και εκεί οι νέες συνθέσεις και οι επανεκτελέσεις του, καθώς και οι ζωντανά ηχογραφημένοι δίσκοι του, θα ακολουθήσουν τα γνώριμα σκαλοπάτια της επιτυχίας. Ο Περπινιάδης μέχρι και το Μάη του 2003 που έφυγε απ’ τη ζωή υπήρξε ακμαίος και δημιουργικός. Η φωνή του παρέμεινε δυνατή, αναλλοίωτη και ανέγγιχτη στο χρόνο. Μια φωνή που τη διέκρινε το έντονο πάθος με αέρα, αναπνοές, ηχοχρώματα από Βυζάντιο, Σμύρνη και Γαλατά, που μαζί με την πατρική φλέβα προσέδιδαν στις χορδές και το μέταλλό του αποχρώσεις σπάνιες και ξεχωριστές.

ΣΠΥΡΟΣ ΖΑΓΟΡΑΙΟΣ

Μετά το 1950 εμφανίζονται στο χώρο του λαϊκού τραγουδιού μια σειρά καλλιτεχνών (τραγουδιστές, συνθέτες, μουσικοί και στιχουργοί) οι οποίοι μέσα από το έργο τους και την αισθητική τους συντελούν στην εξέλιξη του λαϊκού τραγουδιού, φέρνοντας, σε συνδυασμό με τις τεχνικές / τεχνολογικές καινοτομίες που καθιερώνονται στον ήχο (μικρόφωνα, ενισχυτές κτλ.) και τις επιρροές από τη διεθνή μουσική σκηνή σε ρυθμούς και μελωδίες, κάτι καινούριο, κάτι πιο «μοντέρνο» για τα δεδομένα της εποχής.
Ένας από αυτούς τους καλλιτέχνες είναι και ο Σπύρος Ζαγοραίος. Γεννήθηκε στον Πειραιά το 1928, στη γενέτειρα και πρωτεύουσα του λαϊκού τραγουδιού, σε μια εποχή όπου μεσουρανούσαν ακόμη οι πρωτοπόροι ρεμπέτες. Από την πρώτη στιγμή που εμφανίστηκε στα πάλκα και στη δισκογραφία, ξεχώρισε η ιδιαίτερη, αυθεντική λαϊκή ερμηνεία του. Πολλοί συνθέτες του εμπιστεύτηκαν τα τραγούδια τους, ώστε να ακουστούν από την «ντόμπρα», σοβαρή λαϊκή φωνή του. Όμως, εκτός από τις πρώτες εκτελέσεις, εξίσου σημαντική παρακαταθήκη για το λαϊκό τραγούδι αποτελεί και το μέρος της δισκογραφίας του Σπύρου Ζαγοραίου με τις επανεκτελέσεις κλασικών λαϊκών και ρεμπέτικων τραγουδιών. Ενδεικτικά αναφέρονται από το συνολικό κατάλογο τραγουδιών του μερικά ονόματα συνθετών: Βασίλης Τσιτσάνης, Απόστολος Καλδάρας, Μπάμπης Μπακάλης, Γιώργος Ροβερτάκης, Γεράσιμος Κλουβάτος, Μάρκος Βαμβακάρης, Γιώργος Μητσάκης…
Σκιαγραφώντας την καλλιτεχνική του προσωπικότητα οφείλουμε να λάβουμε υπόψη ότι πολλά από τα τραγούδια που ερμήνευσε είναι δικές του δημιουργίες. Ειδικά σε επίπεδο στίχων, οι συνθέσεις του έχουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικό ύψος, με βασικά συστατικά το χιούμορ και τη «μαγκιά» να συνυπάρχουν σε ένα γλωσσικό περιβάλλον αργκό. Η αυθεντικότητα της προσωπικότητάς του που αντανακλάται και στα τραγούδια του αποτέλεσε την αιτία που ο κόσμος τον ακολούθησε όπου κι αν τραγούδησε, κρατώντας τον επί χρόνια στο θρόνο της νύχτας.
Σύντροφός του στη ζωή και στο πάλκο η τραγουδίστρια Ζωή Ζαγοραίου. Μαζί ερμήνευσαν πολλές από τις επιτυχίες του: «Άναψε το τσιγάρο», «Ντόλτσε Βίτα» («Γλυκιά ζωή»), «Παλαμάκια, παλαμάκια», «Η γυναίκα θέλει χάδια», «θα σ’ εκδικηθώ», «Ούτε μιλάει ούτε λαλάει», «Μωρή ζηλιάρα και τρελή», και φυσικά το θρυλικό «E de la magen», την τόσο επιτυχημένη κατά Ζαγοραίον «μετάφραση εις την γαλλικήν» του τραγουδιού «Ένας μάγκας στο Βοτανικό».

ΠΟΛΥ ΠΑΝΟΥ

Η Πόλυ Πάνου είναι μία από τις σπουδαιότερες φωνές στο λαϊκό τραγούδι.
Ξεκίνησε την καριέρα της σε νεαρή ηλικία, δίπλα στον Γρηγόρη Μπιθικώτση, στο λαϊκό κέντρο «Ζούγκλα». Η τόσο ιδιαίτερη φωνή της δεν μπορούσε να περάσει απαρατήρητη από τους υπεύθυνους των δισκογραφικών εταιριών, οι οποίοι μόλις την ανακάλυψαν της άνοιξαν διάπλατα τις πόρτες τους.
Το πρώτο τραγούδι που ηχογράφησε ήταν το «Πήρα τη στράτα την κακιά», σε μουσική Γρηγόρη Μπιθικώτση και σε στίχους Χαράλαμπου Βασιλειάδη (Τσάντα). Από εκείνη τη στιγμή, η δημοτικότητά της εκτινάχθηκε στα ύψη και μέσα σε λίγα χρόνια όλοι οι μεγάλοι συνθέτες της εποχής της εμπιστεύτηκαν κάποιο τραγούδι τους: Βασίλης Τσιτσάνη, Γρηγόρης Μπιθικώτσης, Γιάννης Παπαϊωάννου, Γιώργος Μητσάκης, Μανώλης Χιώτης και Γιώργος Ζαμπέτας είναι μόνο μερικά από τα σπουδαία ονόματα του λαϊκού πενταγράμμου, που όχι μόνο βασίστηκαν στις ερμηνευτικές της ικανότητες αλλά και εμπνεύστηκαν από τη φωνή της για να γράψουν τραγούδια.
Η Πόλυ Πάνου μαζί με τον Πάνο Γαβαλά ίδρυσαν το 1967 τη δισκογραφική εταιρία «Βεντέττα», από την οποία κυκλοφόρησε – εκτός των άλλων – το τραγούδι «Τι σου ’κανα και πίνεις», που έγινε τεράστια επιτυχία κι ακόμα και σήμερα είναι ιδιαίτερα αγαπητό.
Τραγουδίστρια πρώτου μεγέθους, εμφανιζόταν στα πιο γνωστά κέντρα διασκέδασης στην Αθήνα, έχοντας στο πλάι της τα καλύτερα πάντοτε συγκροτήματα. Γνώρισε το χειροκρότημα της επιτυχίας σε όλες τις μεγάλες πόλεις της Ελλάδας, καθώς και του εξωτερικού, όπου μάγευε το ακροατήριό της.
Από την αρχή της καριέρας της μέχρι και σήμερα έχει ερμηνεύσει τραγούδια που έγιναν μεγάλα σουξέ: «Ζούμε στην παρανομία», «Να πας να πεις της μάνας μου», «Ένα σφάλμα έκανα», «Εσένα δε σου άξιζε αγάπη», «Μες στην πολλή σκοτούρα μου» κ.α.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ
Πηγαίος και αυθεντικός

Στη δεκαετία του ’60 μια σειρά νεαρών ερμηνευτών που πατούσε γερά στις πλάτες και τον τρόπο ερμηνείας των μεγάλων λαϊκών τραγουδιστών ήρθε στην επιφάνεια προσπαθώντας σε παράλληλη διαδρομή να προεκτείνει και να ανανεώσει το είδος. Στο πέρασμα των χρόνων, οι περισσότεροι, παρά τις αναμφισβήτητες ικανότητες που διέθεταν και την επιτυχία που σημείωσαν ορισμένες δισκογραφικές κυκλοφορίες τους, δεν κατόρθωσαν να επιτύχουν στο ακέραιο το στόχο τους. Σε αυτό συνέτεινε και η στάση των μεγάλων εταιριών δίσκων που, απ’ τα μισά της ίδιας δεκαετίας και εντονότερα στη συνέχεια, όχι μόνο δε βοήθησαν το λεγόμενο κλασικό ρεπερτόριο και τους εκφραστές του, αλλά, αντίθετα, φρόντισαν να «διακόψουν» με απότομο τρόπο τους δεσμούς που τους συνέδεαν, στρεφόμενοι σε ολοένα και πιο «έντεχνους» καθώς και «εξευρεπαϊσμένους» δρόμους.
Οι νεότεροι λοιπόν καλλιτέχνες αλλά και αρκετοί παλαιότεροι και καταξιωμένοι κατέφυγαν σε μικρότερες δισκογραφικές, ενώ ταυτόχρονα, αναζητώντας καλύτερη μοίρα και μεροκάματο, «πέρασαν» στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, όπου το πεδίο δράσης παρέμενε ακόμη – αν και σε πτώση σε σχέση με τις χρυσές μέρες και δόξες – ανθηρό.
Ο Απόστολος Νικολαΐδης, πριν πατήσει το πόδι του στην Αμερική, είχε συνεργαστεί στη νύχτα και τη δισκογραφία με λαμπερά και «σεβαστά» ονόματα, όπως τους Μάρκο Βαμβακάρη, Βασίλη Τσιτσάνη, Γιάννη Παπαϊωάννου, Μανώλη Χιώτη, Απόστολο Καλδάρα, Στέλιο Καζαντζίδη, Γρηγόρη Μπιθικώτση, Καίτη Γκρέυ, Πόλυ Πάνου, Πάνο Γαβαλά, Βασίλη Καραπατάκη, Γιώργο Λαύκα, Χρήστο Κολοκοτρώνη, Γεράσιμο Κλουβάτο, Μιχάλη Γενίτσαρη, Γιάννη Καραμπεσίνη, Παναγιώτη Πετσά, Νίκο Δαλέζιο, Στράτο Ατταλίδη, Τόλη Βοσκόπουλο κ.α. χωρίς όμως να κάνει το μεγάλο μπαμ.
Στη «Γη της Επαγγελίας» ο Νικολαΐδης κατόρθωσε να δημιουργήσει τη δική του επανάσταση αλλά και να πάρει τη ρεβάνς για τις όποιες άτυχες στιγμές είχε βιώσει κατά το διάβα του στην εγχώρια τραγουδοποιία. Οι δίσκοι του έκαναν πωλήσεις εκατομμυρίων αντιτύπων, το κασέ του σκαρφάλωσε στα ύψη και, το σημαντικότερο, απέκτησε φανατικούς φίλους και θαυμαστές, στήνοντας μια πρωτόγνωρη μυθολογία γύρω από το όνομά του. Σε αντίστροφη πορεία ο απόηχος του σουξέ και της αναγνώρισης που είχε στην Αμερική έφθανε και στη χώρα μας ενισχυμένος και μεγεθυμένος μέσα από την «ημιπαράνομη» κυκλοφορία των δίσκων του, που διέφευγαν τους σκοπέλους της λογοκρισίας στα χρόνια του ’70.

Οι μάγκες παλιά περιδιάβαιναν λοιπόν στον Βοτανικό… Σήμερα υπάρχουν κι είναι άραγε ποιοι; Για να μην απαντήσετε στο ερώτημα, ιδιαίτερα σύνθετο για καλοκαίρι, προτιμήστε απλώς να σιγοτραγουδήσετε για τα πλοία που φύγανε…Τις παλιές αγάπες δηλαδή που μας πάνε στον παράδεισο…

Κείμενα- Επιμέλεια: Τ.Β.

 

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.