Οι «δυσκολες σχεσεις» ακαδημαικης, σχολικης και δημοσιας ιστοριας

Με αφορμή την παρουσίαση του βιβλίου του Χάρη Αθανασιάδη «Τα αποσυρθέντα βιβλία - Εθνος και σχολική ιστορία στην Ελλάδα, 1858-2008» - Με εισηγητές τον Αγγελο Παληκίδη, την Αθηνά Συριάτου και τον Βασίλη Δαλκαβούκη του Τμήματος Ιστορίας και Εθνολογίας, παρουσία του συγγραφέα

Μια εξαιρετικά σημαντική «εσπερίδα», όπως επιτυχημένα χαρακτηρίστηκε από τον παρόντα εκπαιδευτικό και δημοσιογράφο Συμεών Σολταρίδη για την τρίωρη διάρκειά της, είχαν την τύχη να παρακολουθήσουν όσοι προσήλθαν την Πέμπτη το απόγευμα στο καφέ-μπαρ Οχτώ προκειμένου να παραβρεθούν στην παρουσίαση του βιβλίου του Χάρη Αθανασιάδη, αναπληρωτή καθηγητή ιστορίας της εκπαίδευσης στο Τμήμα Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, με τίτλο «Τα αποσυρθέντα βιβλία – Εθνος και σχολική ιστορία στην Ελλάδα, 1858-2008», που κυκλοφόρησε το 2015 από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια.
 
Την παρουσίαση ανέλαβαν οι κ.κ. Αγγελος Παληκίδης, Αθηνά Συριάτου και Βασίλης Δαλκαβούκης του Τμήματος Ιστορίας και Εθνολογίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, παρόντος του συγγραφέα, ενώ τον συντονισμό είχε η φιλόλογος Τζένη Κατσαρή – Βαφειάδη.
 
Εχει ενδιαφέρον ότι παρά το κλείσιμο των πανεπιστημιακών σχολών λόγω των διακοπών του Πάσχα, μεγάλος ήταν ο αριθμός των φοιτητών, προπτυχιακών και μεταπτυχιακών, που προσήλθε και ανάμεσά τους αρκετοί εκπαιδευτικοί που ασχολήθηκαν με προγράμματα τοπικής ιστορίας, γονείς μαθητών, μεταξύ των οποίων ο π.υπουργός Γιώργος Πεταλωτής, και οι συνάδελφοι των εισηγητών κ.κ.Γεώργιος Χαριζάνης και Στέφανος Γραβάνης.
 
Η παρουσίαση του βιβλίο ξεκίνησε με τον κ.Αγγελο Παληκίδη, που αναφέρθηκε στα αποσυρθέντα εγχειρίδια που καταγράφονται στη μελέτη του Χάρη Αθανασιάδη, αυτό της Μαρίας Ρεπούση με τίτλο «Στα νεότερα και σύγχρονα χρόνια»-(2006-2008), το εγχειρίδιο με τίτλο «Ιστορία του νεότερου και σύγχρονου κόσμου» του Γεωργίου Κόκκινου(2002) και το εγχειρίδιο με τίτλο «Ιστορία Ρωμαϊκή και Μεσαιωνική» του Κώστα Καλοκαιρινού (1965), αναδεικνύοντας εν παραλλήλω το πολύ δύσκολο ζήτημα της δημόσιας ιστορίας και τις επιρροές του στη σχολική ιστορία. Η κ.Αθηνά Συριάτου αναφέρθηκε στη διαμάχη που ξεσήκωσε το αναγνωστικό τα «Ψηλά βουνά» του Ζαχαρία Παπαντωνίου-συναριθμείται στα τέσσερα αποσυρθέντα, και την ιστορία στα αναγνωστικά εγχειρίδια της περιόδου 19894-1917, καθώς και στον τρόπο που αντιμετωπίζει τη διδασκαλία της ιστορίας στο σχολείο το Βρετανικό εκπαιδευτικό σύστημα, που δεν έχει συγκεκριμένο αναλυτικό πρόγραμμα. Ο κ. Δαλκαβούκης εξήγησε τη στενή σχέση ιστορίας-κοινωνικής ανθρωπολογίας και τη σχέση και των δυο με το παρόν και το παρελθόν. Αναφέρθηκε επίσης στην πολύ ενδιαφέρουσα ανθρωπολογία του τύπου που αποτυπώνεται στις σελίδες των «Αποσυρθέντων βιβλίων», αναφερόμενος στις καταγραφές από τον ημερήσιο τύπο που χρησιμοποίησε ως υλικό μελέτης ο συγγραφέας, καθώς και στο ζήτημα της μετα-ιστορίας, του πώς εκλαμβάνουμε και «καταναλώνουμε» το αφήγημα της επίσημης, ακαδημαϊκής ιστορίας.
 
Ο κ.Αθανασιάδης επεσήμανε τέλος τον πολύ σημαντικό ρόλο της δημόσιας ιστορίας, αναδεικνύοντας τη δυναμική της θεωρίας της συνέχειας του ελληνικού έθνους που εισήγαγε τον περασμένο αιώνα(1874) ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος με την πεντάτομη «Ιστορία του ελληνικού έθνους», και στον τρόπο με τον οποίο αυτή έγινε ριζικό-εθνικό αφήγημα, με αποτέλεσμα τα τέσσερα «αποσυρθέντα βιβλία» να έχουν ως κοινό παρονομαστή τις ουσιώδεις αποκλίσεις τους από αυτήν την επίσημη δημόσια αφήγηση του παρελθόντος, ευχόμενος τη δημιουργία μιας νέας που θα έχει αντίστοιχη ίσως δυναμική.
 
Περισσότερα όμως στα αποσπάσματα από εισηγήσεις των τριών ομιλητών που ακολουθούν.

Αγγελος Παληκίδης, Λέκτορας της Διδακτικής της Ιστορίας στο Τμήμα Ιστορίας και Εθνολογίας του ΔΠΘ «Η σχολική ιστορία στην Ελλάδα είναι σαν τον καιρό: ο καθένας μπορεί να έχει άποψη για αυτήν και όχι μόνο οι ειδικοί»

«Για ποιους λόγους και υπό ποιες συνθήκες ένα σχολικό εγχειρίδιο γίνεται αντικείμενο δημόσιας διαμάχης; Και γιατί κάθε φορά που ξεσπά μια τέτοια διαμάχη καταλήγει σε απόσυρση του επίμαχου εγχειριδίου;
Με αφετηρία την ιδεολογική και πολιτική αντιπαράθεση για το βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ΄ Δημοτικού (2006-2008), τούτη η μελέτη ανατέμνει τέσσερις συμβολικούς πολέμους για ισάριθμα “αιρετικά” εγχειρίδια. Η αφήγηση ξετυλίγεται ανάστροφα, από το παρόν στο παρελθόν, αποτυπώνοντας την πορεία που ακολούθησε η ιστορική έρευνα. Κάθε διαμάχη και ένα βήμα, κάθε βήμα και ένα κεφάλαιο, ωσότου από την Ελλάδα της παγκοσμιοποίησης επιστρέψουμε στις αρχές του 20ού αιώνα στην Ελλάδα του μαχητικού εθνικισμού. Σε όλες τις περιπτώσεις, το κεντρικό διακύβευμα ήταν ο εθνοποιητικός ρόλος της σχολικής μας Ιστορίας – το περιεχόμενο, εντέλει, της εθνικής μας ταυτότητας. Σε όλες τις περιπτώσεις, τα “αιρετικά” (και τελικώς αποσυρθέντα) βιβλία απέκλιναν ουσιωδώς από τον ιστορικό κανόνα όπως αυτός είχε διαμορφωθεί και εμπεδωθεί στα τέλη του 19ου αιώνα. Ξεχώρισαν και προκάλεσαν διότι ήταν κάτι περισσότερο ή κάτι διαφορετικό από ένα άσμα ηρωϊκό και πένθιμο για το αρχέγονο, ανάδελφο ελληνικό έθνος.
 
Η μελέτη ολοκληρώνεται με μια αντίστιξη: αναλύεται το δημοφιλέστερο και μακροβιότερο αναγνωστικό του 19ου αιώνα ως ιστορικό αφήγημα που αποκλίνει σημαντικά από τον κανόνα, ακριβώς επειδή γράφτηκε και διδάχτηκε πριν αυτός κατισχύσει ολοκληρωτικά. Καταδεικνύεται έτσι πως η σχολική μας Ιστορία έχει κι αυτή την ιστορία της.
 
Η σχολική ιστορία στην Ελλάδα είναι σαν τον καιρό: ο καθένας μπορεί να έχει άποψη για αυτήν και όχι μόνο οι ειδικοί. Γι’ αυτό και πολύ εύκολα τα σχολικά εγχειρίδια γίνονται πεδία δημόσιων τοποθετήσεων ειδικών και μη, ατόμων και ομάδων, πολιτικών, θρησκευτικών ή ακόμη και τοπικών φορέων. Τα τελευταία χρόνια μάλιστα χτίζονται ή γκρεμίζονται πολιτικές καριέρες πάνω σε αυτά. Τι είναι αυτό που δημιουργεί αυτές τις εκρήξεις; Γιατί, περισσότερο από κάθε άλλη χώρα στην Ευρώπη, δίνουμε στην Ελλάδα τόση σημασία σε αυτό, ακόμη κι αν παραδεχόμαστε ότι οι έλληνες μαθητές είναι ασύγγνωστα ανιστόρητοι και κατά κανόνα δεν θυμούνται τίποτα από όσα διδάχθηκαν μετά το πέρας των εξετάσεων; Γιατί η σχολική ιστορία επιμένει να αγνοεί τα νεότερα πορίσματα της ιστορικής έρευνας και επιμένει στην αναπαραγωγή ιστορικών μύθων του 19ου αιώνα; Σε αυτά και σε άλλα ερωτήματα επιχειρεί να απαντήσει ο Χάρης Αθανασιάδης με το βιβλίο του.[…]
 
Θέτοντας ως σημείο εκκίνησης το σήμερα και οπισθοχωρώντας ως τις πρώτες δεκαετίες ζωής του ελληνικού κράτους φωτίζει τα πολλαπλά επίπεδα συγκρότησης και εξέλιξης όχι μόνο της κυρίαρχης εθνικής ιδεολογίας, αλλά και επιμέρους ιδεολογιών και ερμηνευτικών οπτικών, όπως για παράδειγμα του λόγου της Εκκλησίας και των τάσεων της Αριστεράς. Από τα σχολικά εγχειρίδια Ιστορίας που δέχθηκαν τη μεγαλύτερη πολεμική και τελικά αποσύρθηκαν με πολιτικές αποφάσεις ο Χ. Αθανασιάδης επέλεξε τα βιβλία των συγγραφικών ομάδων που είχαν επικεφαλής τη Μ. Ρεπούση (2006), το Γ. Κόκκινο (2002) και τον Κ. Καλοκαιρινό (1965). Και τα τρία βιβλία, σύμφωνα με το συγγραφέα, εκδόθηκαν σε περιόδους μεταρρυθμίσεων και κοινωνικών ζυμώσεων στην ελληνική κοινωνία, στις οποίες το αίτημα ριζικών αλλαγών και εκσυγχρονισμού στην εκπαίδευση προβλήθηκε επιτακτικά προκαλώντας δυναμική ακόμη και στο εσωτερικό πολιτικών κομμάτων εξουσίας. Στο πλαίσιο αυτό τα νέα βιβλία αμφισβήτησαν, υποβάθμισαν ή δεν αναπαρήγαγαν εθνικιστικά ιδεολογήματα που θεωρούνται κοινός τόπος στην αφήγηση της εθνικής ιστορίας: Οι ηρωικές και τραυματικές στιγμές της εθνικής βιογραφίας, η συμβολή της ορθόδοξης εκκλησίας αφενός στη διατήρηση της εθνικής συνείδησης και τη μακραίωνη επιβίωση του Ελληνισμού κατά την περίοδο της Οθωμανικής Κυριαρχίας και αφετέρου στην επιτυχία της Επανάστασης, η αμφισβήτηση του τρίσημου σχήματος της εθνικής συνέχειας, όπως τη διαμόρφωσε στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, η υιοθέτηση της θεωρίας ότι το έθνος δεν είναι μια φυσική οντότητα που χάνεται στα βάθη των αιώνων, αλλά γέννημα της νεωτερικότητας.
 
Ο Χ. Αθανασιάδης, εκκινώντας από την ταραχώδη επιφάνεια της επικαιρότητας κατέληξε σταδιακά στο βάθος των πραγμάτων, στα δομικά αίτια που προκαλούν αυτές τις αντιπαραθέσεις. Δηλαδή στον κοινό παρονομαστή, τα «γενετικά» χαρακτηριστικά της κυρίαρχης εθνικής ιδεολογίας στην Ελλάδα, τα οποία μάλιστα διαπερνούν όλους τους πολιτικούς και ιδεολογικούς χώρους. Αξίζει να σημειωθεί ότι η πολεμική που δέχθηκαν τα πιο πρόσφατα εγχειρίδια αναπτύχθηκε στη συγκυρία των δεκαετιών του 1990 και 2000, όταν η Ελλάδα εντασσόταν στο πυρήνα των κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης χάνοντας ως αντίτιμο εθνικά κυριαρχικά δικαιώματα, δεχόταν μαζικά κύματα μεταναστών, ο εθνικισμός στα Βαλκάνια επανεμφανιζόταν μετά την κατάρρευση των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού, ενώ στην Κύπρο αναπτυσσόταν ένα σχέδιο επανένωσης των δυο κοινοτήτων, ελληνοκυπριακής και τουρκοκυπριακής.» 

Αθηνά Συριάτου, Επίκουρη Καθηγήτρια Νεότερης και Σύγχρονης Ευρωπαϊκής Ιστορίας στο Τμήμα Ιστορίας και Εθνολογίας του Δ.Π.Θ «Ο Χάρης Αθανασιάδης διακρίνει στα “Ψηλά Βουνά” την εξύμνηση της φύσης από την οπτική του αστικού ορθολογισμού»

[…]
Γιατί τα «Ψηλά Βουνά» αποτέλεσαν αντικείμενο διαμάχης, ένα αναγνωστικό που μιλούσε για μια σχολική εκδρομή; Τι ενοχλούσε μια εκδρομή είκοσι πέντε παιδιών της πόλης για ενάμιση μήνα στην Ρούμελη μέσα στην ελληνική φύση, όπου ανακάλυπταν την δύναμη ενός μίσχου, την φαντασμαγορία της θύελλας, τα όνειρα των λύκων; Γιατί δεν επαινέθηκε η ικανότητα των μικρών εξερευνητών να φτιάξουν μια δομημένη κοινότητα όπου ο καθένας θα αναλάμβανε ευθύνες ανάλογα με τις ικανότητές του; Γιατί η συνομιλία με τους τοπικούς βλάχικους πληθυσμούς, όταν μάλιστα αποσκοπούσε στην ενσωμάτωσή τους μέσα από ‘τα γράμματα’ που θα μάθαινε ο μικρός τσοπάνης, ήταν τόσο επικίνδυνα; Τι σχέση είχαν αυτά με το Θεό και το έθνος, την απουσία των οποίων εξαπέλυσε ως κατηγορία εναντίον του η δημοτικίστρια Γαλάτεια Καζαντζάκη;
 
Ο Χάρης Αθανασιάδης μας λέει ξεκάθαρα ότι, αντίθετα με τις προηγούμενες μελέτες που εξηγούσαν την απόρριψη του βιβλίου με την εισαγωγή της δημοτικής γλώσσας στα σχολεία, εκείνος την εντοπίζει στην εθνική και κοινωνική ιδεολογική του σκευή. Το διακύβευμα της διαμάχης ήταν το αξιακό σύστημα του νέου αναγνωστικού, που είχε κεντρικό ρόλο στην γλωσσική, παιδαγωγική και ιδεολογική διαμόρφωση των μαθητών. Πολλοί έβρισκαν ότι είχε τάσεις αθεΐας και αντιπατριωτισμού, ότι η μικρή κοινότητα των μαθητών δεν ήταν παρά ένα soviet, χωρίς αναφορές στους προγόνους και τις ηρωικές σελίδες της ιστορίας. Η έλλειψη εθνεγερτικών αφηγήσεων ενόχλησε όχι μόνο τους συντηρητικούς γλωσσοαμύντορες αλλά και κάποιους δημοτικιστές, πιο συγκεκριμένα δημοτικίστριες, που δεν θέλησαν να δουν τον καθαρό αέρα της Ρούμελης ως γνήσιο ελληνικό τόπο, αλλά προσδοκούσαν να δουν την εκδοχή του ρομαντικού εθνικισμού, που ήθελε την απελευθέρωση των αλύτρωτων ομοεθνών, και να στρατεύσει του μαθητές ‘με πάθος’ στον εθνικό αγώνα.
 
Το έγκλημα του βιβλίου, σύμφωνα με αυτούς, δεν έγινε δια της τέλεσης αλλά δια της παράλειψης. Και εδώ όμως οι κατήγοροι του βιβλίου έστρεφαν σε λάθος κατεύθυνση τα πυρά τους. Από το βιβλίο δεν έλλειπε ο εθνικισμός και πολύ περισσότερο ο πατριωτισμός, αλλά έλειπε ο πολιτισμικός εθνικισμός. Αυτού του είδους ο εθνικισμός που έδινε προβάδισμα στην ουσιοκρατική αντίληψη για το έθνος, όπου η ένταξη ενός ατόμου στο έθνος συναρτάται πρωτίστως με την καταγωγή, την φυλή και το αίμα, την μητρική γλώσσα, τα ήθη και έθιμα που προσλαμβάνονται ως παγιωμένες οντότητες. Αντίθετα, το βιβλίο πρέσβευε τον πολιτικό εθνικισμό, όπου το εθνικό ανήκειν είναι μια πολιτική πράξη, μια απόφαση του ατόμου. Και η θέση του συγγραφέα και της ομάδας των εκπαιδευτικών που το υποστήριξαν, ήταν ότι το κράτος οφείλει να χαράζει μια στρατηγική αφομοίωσης και ενοποίησης των διαφορετικών ατόμων που αποφασίζουν να κατοικήσουν εντός των ορίων του. Το σχολείο έχει τον σπουδαιότερο ρόλο σε αυτή την διαδικασία. Ακόμα μεγαλύτερο ρόλο στο σχολείο έχει η δημοτική γλώσσα, που αναγνωρίζει την ανάγκη μιας ενοποιητικής πολιτισμικής ομογενοποίησης του πληθυσμού της νεότερης Ελλάδας. Με την γλωσσική αφομοίωση οι ‘ξενόφωνοι’ του ελληνικού κράτους θα γίνουν μέλη και της εθνικής κοινότητας, στα αισθήματα, στη σκέψη και στη ζωή, σε ολόκληρο τον πολιτισμό του ομόγλωσσου πια ελληνικού (;) λαού με τα λόγια του Τριανταφυλλίδη.
 
Ο Χάρης Αθανασιάδης επισημαίνει την τόλμη μιας μερίδας της διανόησης των αρχών του εικοστού αιώνα στην Ελλάδα, που συνομιλούσε με την σοσιαλιστική σκέψη, και προσδοκούσε τη δημιουργία μιας Ελλάδας που θα έχει παραδεχτεί και ενσωματώσει τις γλωσσικές και θρησκευτικές μειονότητες στους κόλπους της, θα έχει εθνική ενότητα και γλωσσική ομοιομορφία, χωρίς την, απαραίτητη για άλλους, αναφορά στην αρχαιότητα. Θα εστιάζει στο παρόν και θα διεκδικεί το μέλλον και τον αστικό εκσυγχρονισμό της χώρας, με στόχο τη βελτίωση της ζωής όλων. Έτσι απλά όπως έκαναν τα παιδιά με το Λάμπρο, το βοσκόπουλο που τα έπαιρνε τα γράμματα. Τον δίδαξαν να γράφει κι αυτός μέσα σε λίγες μέρες μπόρεσε να μιλήσει καθαρά για την δική του ζωή στο βουνό, για την περηφάνια του, για την φαμελιά του.

Αντίθετα με άλλους αναγνώστες, ο Χάρης Αθανασιάδης διακρίνει στα «Ψηλά Βουνά» την εξύμνηση της φύσης από την οπτική του αστικού ορθολογισμού. Στην συνάντηση των εγγράμματων παιδιών της πόλης με τις παραδοσιακές κοινότητες και των ελληνόφωνων και των βλαχόφωνων αγροτών, η κατεύθυνση που υποδεικνύεται είναι η επικράτηση του ορθού λόγου. Το βάρος δεν πέφτει στις προλήψεις και τις παραδόσεις των αγροτών αυτών, παρόλο που τα παιδιά κι αυτές τις βλέπουν με σεβασμό. Ξέρουν ότι οι ίδιοι είναι διαφορετικοί, θα φύγουν και θα έχουν πάρει μαζί τους ό,τι θεωρούν άξιο, είτε από τη φύση είτε από την παράδοση. Πολύ περισσότερο που θα ’χουν προσηλυτίσει κιόλας έναν συνομήλικό τους στον εθνικό κορμό, στην δημοτική γλώσσα, στον εκσυγχρονισμό του κράτους.[…]» 

Βασίλης Δαλκαβούκης, Επίκουρος Καθηγητής της Εθνογραφίας του Ελλαδικού χώρου στο Τμήμα Ιστορίας και Εθνολογίας του Δ.Π.Θ «Ο συγγραφέας προσπαθεί να συμβάλει στην εκλαΐκευση ενός πολύ σύνθετου και πολυεπίπεδου ζητήματος όπως είναι η δημόσια ιστορία»

Τα «Αποσυρθέντα βιβλία» είναι ένα ζωντανό βιβλίο, ένα βιβλίο- ρεπορτάζ. Χαρακτηριστικά σας διαβάζω από το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου για το «εθνοκτόνο» εγχειρίδιο: «“Γιατί το βιβλίο της ιστορίας δεν είναι στα σχολεία;” Αυτή ήταν η πρώτη ερώτηση ενός δημοσιογράφου προς τον Ευριπίδη Στυλιανίδη, έναν συντηρητικό πολιτικό, ανερχόμενο στέλεχος του τότε κυβερνώντος κόμματος. Η ερώτηση έγινε στις 12 Σεπτεμβρίου του 2007 μια ημέρα μετά το άνοιγμα των σχολείων ύστερα από τις θερινές διακοπές.». Προσωπικά δεν έχω διαβάσει άλλο βιβλίο ιστορίας που ξεκινάει έτσι. Είναι ένα βιβλίο που σε κάνει να προχωρήσεις την ανάγνωση.
 
Κάθε κεφάλαιο του βιβλίου δεν αρχίζει με βαριά θεωρία, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι δεν την έχει. Επίσης θέτει προκλητικά ερωτήματα. Όπως στην εισαγωγή του κεφαλαίου για τoν Γερο-Στάθη στην οποία γράφει “τι θα γινόταν αν ένα σημερινό σχολικό βιβλίο αμφισβητούσε την ελληνικότητα της αρχαίας Μακεδονίας, δεν διαχώριζε τη βυζαντινή από τη ρωμαϊκή ιστορία και εμφάνιζε την τουρκοκρατία ως μια μάλλον ανεκτική περίοδο, στην οποία οι Έλληνες θρησκεύονταν και εκπαιδεύονταν ελεύθερα;”.
 
Ξεκινώντας το βιβλίο ο αναγνώστης καταλαβαίνει ότι κάτι «συμβαίνει». Είναι μια έκπληξη το βιβλίο αυτό. Αυτή η έκπληξη νομίζω ότι συμβάλλει σε αυτό που προσπαθεί να πετύχει ο συγγραφέας, στην εκλαΐκευση δηλαδή ενός πάρα πολύ σύνθετου και πολυεπίπεδου ζητήματος όπως είναι η δημόσια ιστορία. Επίσης ο συγγραφέας κάνει μια εκπληκτική «εθνογραφία» του τύπου, όπως είναι ο όρος της ανθρωπολογίας. Δεν είναι μόνο τα περίπου 900 δημοσιεύματα για το πιο πρόσφατο από τα αποσυρθέντα βιβλία, αλλά μια σειρά αποδελτιώσεων για δημοσιεύσεις όλων των αποσυρθέντων βιβλίων.
 
Όπως λέω πολλές φορές και στους φοιτητές ως κοινωνικός ανθρωπολόγος, η ιστορία δεν είναι μια επιστήμη του παρελθόντος αλλά του παρόντος, ακριβώς γιατί το εκάστοτε παρόν καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο οριοθετείται η ιστορική έρευνα. Υπό αυτή την έννοια η ιστορία συγγενεύει με την ανθρωπολογία, γιατί και η ανθρωπολογία που έχει ξεκινήσει ως επιστήμη του παρόντος, στην πραγματικότητα χρειάζεται το χρονικό βάθος και τη θεμελίωση της ιστορίας για να μπορέσει να ανταποκριθεί στο έργο της. Έτσι η παραδοχή ότι η ιστορία είναι μια επιστήμη του παρόντος, τη φέρνει πολύ κοντά στην ανθρωπολογία και επιτρέπει να δομηθεί το εγχείρημα της μετα-ιστορίας. Να συζητήσουμε δηλαδή το πώς συζητάμε για το παρελθόν μας.
 
Το δεύτερο σημείο στο οποίο επιμένει το βιβλίο και νομίζω ότι προσιδιάζει στην ανθρωπολογία είναι ότι η ιστορία είναι ένα κοινωνικό διακύβευμα. Στην εισαγωγή ο συγγραφέας κάνει μια εκτενή συζήτηση για τη δημόσια ιστορία σε σχέση με την ακαδημαϊκή ιστορία. Όταν λέμε δημόσια ιστορία εννοούμε τον τρόπο με τον οποίο μια κοινωνία συζητάει για το παρελθόν της ανεξάρτητα αν συζητάει με έγκυρο ή μη τρόπο. Από την άλλη πλευρά υπάρχει η ακαδημαϊκή ιστορία που δομείται μέσα από κανόνες, τεχνικές, κοινά αποδεκτές μεθόδους από τους ομοτέχνους. Ο συγγραφέας θέτει όμως το ερώτημα αν υπάρχει πραγματικά διάκριση μεταξύ δημόσιας και ακαδημαϊκής ιστορίας, όταν ακαδημαϊκοί ιστορικοί χρησιμοποιούν τις εξειδικευμένες γνώσεις τους για να τοποθετηθούν πολιτικά στο παρόν ή όταν πολιτικοί χρησιμοποιούν την ιστορική γνώση για να τοποθετηθούν επίσης στο παρόν. Εδώ η εκλεκτική συγγένεια της μετα-ιστορίας με την ανθρωπολογία, ονομάζεται ανθρωπολογία της κοινωνικής μνήμης, ο τρόπος δηλαδή με τον οποίο μια κοινωνία συγκροτεί το παρελθόν της επιλεκτικά, συγκρουσιακά κτλ.
 
Ο συγγραφέας επίσης στη συζήτηση για τη δημόσια ιστορία εντάσσει και την προφορική ιστορία. Νομίζω ότι έχει δίκιο που το πράττει. Η προφορική ιστορία είναι μια διεπιστημονική σύνθεση ανάμεσα στην ιστορία, τη λαογραφία και την κοινωνική ανθρωπολογία, τουλάχιστον στην ελληνική ακαδημαϊκή πραγματικότητα. Μάλιστα τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα η προφορική ιστορία γνωρίζει μία έκρηξη. Δημιουργούνται ανά την Ελλάδα ομάδες προφορικής ιστορίας, οι οποίες επεξεργάζονται το παρελθόν πολύ πιο περιορισμένων και ειδικών ομάδων, της πόλης, της γειτονιάς ή μιας συγκεκριμένης κοινωνικής ομάδας σε μια πόλη, μέσα από βιωματικό τρόπο. Σύμφωνα με το συγγραφέα και αυτό εντάσσεται στο πεδίο της δημόσιας ιστορίας, γιατί η ίδια η κοινωνία μιλάει για τον εαυτό της και για το παρελθόν της.»
 

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.