Ο Μαρκος της Ελλαδας

«Όλα βαίνουν καλώς εναντίον μας»… γράφει ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης στο βιβλίο του που παρουσιάστηκε το βράδυ της Παρασκευής στην αίθουσα της Πολιτιστικής Κίνησης Ροδόπης, από τον Γιώργο Σκαμπαρδώνη, την πρόεδρο του Συνδέσμου Φιλολόγων Ροδόπης Δώρα Κάσσα και την ηθοποιό Μαρία Παπαδοπούλου που ήταν στην αφήγηση. Αξιοποιώντας την παρουσία του δημοσιογράφου και συγγραφέα στην Κομοτηνή συζητήσαμε για τον Βαμβακάρη, την Ελλάδα και τους μεγάλους έρωτες που ζουν μέχρι την τελευταία ανάσα.

Στην πορεία της συγγραφής του «Όλα βαίνουν καλώς εναντίον μας» ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης άκουγε αυτονόητα ρεμπέτικα προσπαθώντας να νιώσει βαθύτερα τον Μάρκο, να συλλάβει διαγώνια την υπόστασή του για να γράψει, όμως, για τον δικό του Μάρκο, από την δική του σκοπιά.

Η αγάπη για το ρεμπέτικο

ΠτΘ: κ. Σκαμπαρδώνη, πώς προέκυψε η αγάπη για το ρεμπέτικο τραγούδι, μια και το «Όλα βαίνουν καλώς εναντίον μας» δεν είναι η πρώτη απόπειρα που κάνετε να ερευνήσετε τη ζωή μεγάλων αντρών που έγραψαν ιστορία στο ρεμπέτικο τραγούδι;

Γ.Σ.:
Η αγάπη για το ρεμπέτικο υπάρχει σε όλους τους έλληνες είτε το έχουν συνειδητοποιήσει ή όχι. Όλοι περάσαμε στη νεότητά μας τη φάση του ροκ, της ποπ, των ξένων αναζητήσεων. Όσο, όμως, κάποιος μεγαλώνει και πλησιάζει τα 30 επιστρέφει στα πρώτα ακούσματα που μπορεί να είναι ασυναίσθητα, αυτά της παιδικής του ηλικίας, όταν εκπέμπονταν τα ρεμπέτικα απ’ όλα τα ραδιόφωνα, τα κέντρα και τα μαγνητόφωνα και είχαν τρυπώσει μέσα μας χωρίς να μας ρωτήσουν. Η μουσική μπαίνει μέσα χωρίς να μάς ρωτάει και ζει μέσα στο κύτταρο. Φαίνεται δε πως αυτοί οι βασικοί ρυθμοί, τα 2/2 και τα 9/8 του ρεμπέτικου έχουν σχέση με τον ελληνισμό, φυσικά με το Βυζάντιο και την βυζαντινή υμνογραφία και μεταγγίστηκαν μέσω του Μάρκου στο ρεμπέτικο τραγούδι. Εμείς, ως νέοι που τ’ ακούγαμε δεν είχαμε συνειδητοποιήσει την αξία τους. Έπρεπε να περάσουμε από την ιδεολογία της νεότητας, την άρνηση, την επανάσταση, για να επιστρέψουμε στην ψυχή μας. Το ’74, μετά την δικτατορία έγινε μια επιστροφή στο ρεμπέτικο γιατί άρχισε ο ελληνισμός να συνειδητοποιεί την μεγάλη του αξία, να συνειδητοποιεί και να παίζει ξανά αυτά τα τραγούδια, να ξαναγράφονται οι δίσκοι…

Όπως όλοι, επανέκαμψα σ’ αυτό το αρχετυπικό υλικό που είναι το ρεμπέτικο, γιατί κύρια το ρεμπέτικο του Μάρκου είναι μουσική και στίχος θεμελιώδης. Δεν είναι μια μουσική με φιοριτούρες, είναι μια απλή δωρική μουσική η οποία σε χτυπάει στην καρδιά. Από τότε στην ουσία, άρχισα να ξανααγαπώ το ρεμπέτικο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι σκόπευα να γράψω κάποιο βιβλίο. Η αρχή έγινε όταν άρχισα ν’ ασχολούμαι με το «Ουζερί Τσιτσάνης», δηλαδή τον χώρο που έζησε ο Τσιτσάνης κατά την διάρκεια της Κατοχής, κατά την περίοδο 1938 – 1946, κυρίως όμως μέσα στην Κατοχή το 1943, όταν είχε ιδρύσει ένα ουζερί στην Παύλου Μελά κι έμενε ακριβώς απέναντι, στην Παύλου Μελά 21. Ψάχνοντας αυτούς τους χώρους όπου σύχναζε γιατί έγιναν τώρα άλλα μαγαζιά, αποφάσισα να γράψω ένα μυθιστόρημα για τον Τσιτσάνη. Είχα βρει πάρα πολλά άγνωστα στοιχεία και σκέφτηκα ν’ αναδείξω την ζωή του μέσα στον ζόφο της Κατοχής γιατί εκείνη την εποχή, όπως είπε και ο ίδιος ο Τσιτσάνης, έγραψε το καλύτερο μουσικό του έργο, έβγαλε τον καλύτερο μουσικό του κόσμο. Αυτή η ιστορία κράτησε χρόνια. Γράφοντας το μυθιστόρημα για τον Τσιτσάνη μεσολάβησαν ένα μυθιστόρημα και μια συλλογή διηγημάτων και κάποια στιγμή σκέφτηκα να γράψω για τον Μάρκο Βαμβακάρη ο οποίος είναι ο άλλος ισχυρός πυλώνας του ρεμπέτικου. Αυτοί οι δυο συνιστούν τις δυο βασικές αναφορές. Ο Μάρκος είναι ο θεμελιωτής και ο άλλος είναι ο άνθρωπος που μετεξέλιξε το ρεμπέτικο λαϊκό και το έφτασε σε πολύ υψηλή περιοπή.

Πηγές – τόπος – χρόνος

ΠτΘ: Ποιες ήταν οι πηγές στις οποίες καταφύγατε για να γράψετε ένα βιβλίο για τον Βαμβακάρη, ο οποίος έχει συνδεθεί με πολλές πόλεις; Ένας Συριανός που είναι σύμβολο για την περιοχή του παρά την διαφορετική κουλτούρα των κατοίκων λόγω του μεγάλου αριθμού καθολικών, ο Πειραιάς, η Θεσσαλονίκη, η Αθήνα… Πώς ξεδιπλώθηκε ο μίτος μέχρι να φτάσετε στη ζωή του Βαμβακάρη;

Γ.Σ.:
Αναφέρομαι όχι σε όλη τη ζωή του αλλά στην κρίσιμη οκταετία 1932 με 1940, την περίοδο που έγραψε το πρώτο του τραγούδι. Το ’40 έρχεται ο πόλεμος οπότε καταρρέουν τα πάντα και για όλους.

Ο Μάρκος ήταν μια ολόκληρη εποχή, μια ολόκληρη περιοχή και κατεξοχήν ο Πειραιάς. Ο Πειραιάς των μεταναστών μετά το 1922, των προσφύγων, της μαγκιάς, της μορτιάς, της αλητείας, της αναζήτησης κι εκεί όπου κατεξοχήν έζησε και γεννήθηκε το ρεμπέτικο με τον Μάρκο Βαμβακάρη και άλλους δημιουργούς που ακολούθησαν. Έπρεπε να μελετήσω όλους αυτούς τους χώρους από κάθε άποψη, κοινωνική, πολιτική, ναυτιλιακή, τα σπίτια που είχαν, το πώς μιλούσαν, το τι φορούσαν, όλα όσα συναποτελούν την καθημερινότητα ενός πολιτισμού γιατί ο Μάρκος εξέφραζε όλο αυτό το σύμπαν, τον βιότοπο από τον οποίο αναδείχθηκε και τον οποίο μετέπλασε σε καλλιτεχνικό έργο.

Εάν δεν υπάρχει η εποχή, ο χώρος, τα παλιόσπιτα της Κρεμμυδαρούς, οι λασπωμένοι δρόμοι, ο τεκές, το μπουζουκάκι, το χασίς, δεν υπάρχει Μάρκος. Ο Βαμβακάρη συναξάρει όλο αυτό το υλικό και το αντανακλά στο έργο του. Φυσικά, υπάρχουν και οι άλλες πόλεις, στις οποίες πήγαινε. Καταρχήν, είχε έρθει στη Θεσσαλονίκη επί Μεταξά γιατί το ρεμπέτικο κατά κάποιο τρόπο προστατευόταν ενώ το κυνηγούσαν στην Αθήνα. Είναι η επίσκεψή του στη Σύρα, μετά από κάποια χρόνια, η οποία είναι γενέτειρα.

Όλοι αυτοί οι χώροι έχουν κάποια σχέση μεταξύ τους. Η Ελλάδα λίγο ή πολύ ήταν σαν τον Πειραιά ο οποίος ήταν χειρότερος. Ο συνδυασμός των στοιχείων αυτών και των πόλεων δίνει μ’ έναν ελλειπτικό τρόπο ένα στίγμα, μια πλάγια τομογραφία του τι ήταν η Ελλάδα του Μεσοπολέμου και κυρίως η Ελλάδα της φτωχολογιάς, του περιθωρίου, ενός κόσμου καταπιεσμένου, παρατημένου ο οποίος ήταν στην αναζήτηση της επιβίωσης. Μέσα σε όλα αυτά, υπάρχει ο Μάρκος ο οποίος προσπαθεί να δημιουργήσει το έργο του. Το υλικό στο οποίο προσέφυγα είναι πολύ πλούσιο: είναι εφημερίδες της εποχής, ντοκουμέντα, βιβλία, μαρτυρίες άλλων ανθρώπων του ρεμπέτικου, μελετήματα. Από όλα αυτά, έπρεπε κάποιος να σταχυολογήσει και να φτιάξει έναν δικό του Πειραιά στον οποίο να ενταχθεί δυναμικά και οργανικά ο Μάρκος Βαμβακάρης.

Η Ζιγκοάλα, πόρνη και αγία της καρδιάς του

ΠτΘ: Εντοπίσατε ανθρώπους που είχαν παίξει μουσική μαζί του και ζουν αυτήν την στιγμή και σάς μιλούν για την δουλειά του, το πώς ήταν στο πάλκο;

Γ.Σ.:
Φυσικά, ζουν οι τρεις γιοι του Μάρκου. Υπάρχουν κάποιοι επιβιώσαντες, κάποιες τραγουδίστριες, τραγουδιστές οι οποίοι βίωσαν τον Μάρκο μετά τον πόλεμο και μάλιστα μετά το ’65 που επανακάμπτει ο Μάρκος. Ανάμεσα στο ’40 και το ’65 υπάρχει η περίοδος κατάπτωσης του Μάρκου, όπου γυρνούσε με το δισάκι για να μαζέψει κανένα φράγκο στο καφενείο. Από την κορυφή της δόξας πέφτει στο βάραθρο της φτωχολογιάς και της απόρριψης και ξαναγυρίζει στο ’65, οπότε όντας διευθυντής της Odeon ο Τσιτσάνης τον φωνάζει να κάνει τον δεύτερο γύρω του.

Όλοι όσοι ζουν τώρα τον θυμούνται στα τελευταία του. Αναφέρομαι στα νιάτα του Μάρκου, ο οποίος στο βιβλίο είναι σε ηλικία 28 ετών και το υπόβαθρο του βιβλίου του είναι η όλη πάλη που κάνει να δημιουργήσει μέσα σ’ ένα εχθρικό περιβάλλον το οποίο από πολλές πλευρές τον αντιμάχεται και φυσικά ο άλλος άξονας είναι η περίφημη σχέση του με την πρώτη του γυναίκα, την Ζιγκοάλα. Είναι μια σχέση κολαστική, ανισόρροπη, νοσηρή και σχεδόν αιματηρή, με την έννοια ότι η Ζιγκοάλα τον εγκαταλείπει και συζεί με τον κουμπάρο τους, τον Γιωργάκη, ο οποίος ήταν παιδικός φίλος του Μάρκου από την Σύρα, παντρεμένος με άλλη γυναίκα και παιδί. Αυτή η σχέση έκανε τον Μάρκο να υποφέρει πάρα πολύ γιατί είχε την κριτική του περίγυρου, της μορτιάς και της μαγκιάς που είχαν ορισμένους κώδικες για τις σχέσεις αντρών – γυναικών. Ένα γεγονός που παρατείνεται, τους προκαλεί, αμφισβητεί τον Μάρκο, την υπόστασή του ως άντρα. Είναι κάτι πολύ οδυνηρό για τον ίδιο και ουσιαστικά ο Μάρκος επανακάμπτει στην Ζιγκοάλα κι αυτήν σ’ αυτόν. Είναι μια σχέση απόλυτα απελπιστική, κυκλοτερής γιατί χωρίζουν, τα ξαναφτιάχνουν, δέρνονται… επιστρέφουν. Πέρα από την περίοδο που προσεγγίζει το βιβλίο αυτή η σχέση συνεχίζεται δια βίου. Παρότι ο Μάρκος παντρεύεται και κάνει παιδιά, η σχέση αυτή εξακολουθεί να υφίσταται και μετά τον δεύτερο γάμο του, μέχρι θανάτου.

Είναι μια σχέση καταραμένη και ορυκτό άντλησης υλικού για την δημιουργία του έργου του. Εκμεταλλεύεται τον πόνο, την οργή, την οδύνη, το πάθος αυτής της θανάσιμης σχέσης και με το υλικό αυτό τροφοδοτεί τα τραγούδια του.

ΠτΘ: Η Ζιγκοάλα είναι και η Φραγκοσυριανή.

Γ.Σ.:
Και όχι μόνο, είναι και πολλές άλλες από τις ηρωίδες του. Στα απομνημονεύματα που έχει γράψει από την μία την δοξάζει, από την άλλη την υβρίζει. Την αποκαλεί πουτάνα, κάργια, καργιόλα … και από την άλλη της λέει «τι όμορφη που είσαι», ήταν το λιοντάρι.

Η διπολική σχέση είναι κάτι πολύ συνηθισμένο στον κόσμο, πολλές σχέσεις ζουν σ’ αυτό το καθεστώς της διχοστασίας, του ταυτόχρονου και του σπαρακτικού, πολύ περισσότερο ο Μάρκος γιατί η Ζιγκοάλα ήταν μια δαιμονιώδης γυναίκα. Ο Μάρκος έτρεφε μεγάλο πάθος κι αυτό σε μεγάλο βαθμό τροφοδότησε το σπουδαίο έργο του.

Ο Μάρκος, η διπλή σχέση κι «εμείς»

ΠτΘ: Μια τόσο έντονη σχέση ήταν και είναι κατακριτέα, όταν το πάθος δεν σ’ αφήνει να δεις καθαρά και οι μετέχοντες στη σχέση είναι σε απόλυτη εξάρτηση ο ένας από τον άλλον. Νιώσατε την ανάγκη μέσα από το βιβλίο να κάνετε την αποκατάστασή του ως αρσενικού απέναντι στο συναίσθημά του; Χρειάστηκε να γίνει αυτή η κάθαρση για λογαριασμό του Βαμβακάρη;

Γ.Σ.:
Έγραψα για τον Μάρκο και για όλη αυτήν την ερωτική κατάσταση αντλώντας από τον εαυτό μου, τους φίλους και τις φίλες μου, ανθρώπους που έχω συναναστραφεί και ήξερα πάρα πολύ καλά τα προσωπικά τους και ήξερα ότι βίωναν συχνά παρόμοιες καταστάσεις. Αυτό που συνέβη στον Μάρκο δεν είναι κάτι ασύνηθες.

ΠτΘ: Συμβαίνει και στις καλύτερες των οικογενειών.

Γ.Σ.:
Κυρίως σ’ αυτές… σε όλους μπορεί να συμβεί. Μπορεί να μην είναι μια δια βίου σχέση αλλά μια μακρόχρονη διπλή σχέση και να υπάρχει από την άλλη η έννοια του οικογενειάρχη. Ενώ αυτό φαίνεται ασύμβατο μπορεί κάποιος να μην μπορεί παρά να ζήσει μ’ αυτόν τον τρόπο, με δυο γυναίκες ή με δυο άντρες. Υπάρχουν γυναίκες και άντρες διπολικοί και για να νιώσουν πληρότητα θέλουν να έχουν και μια δεύτερη αναφορά. Τώρα, αν μια από τις αναφορές είναι ένα μεγάλο πάθος τότε τα πράγματα είναι ζόρικα, πολλές φορές αβάσταχτα, σχιζοφρενικά. Ενδέχεται να οδηγήσουν σε ακραίες καταστάσεις, σε εγκλήματα, σε φόνους, σε αυτοκτονίες γιατί το ερωτικό πάθος είναι κάτι που ξεπερνάει το όριο κάθε ισορροπίας και μπορεί να οδηγήσει σε απρόβλεπτες καταστάσεις κι όταν κάποιος είναι απ’ έξω μπορεί να τις κοροϊδεύει, αλλά όπως έλεγε η γιαγιά μου «ούτε γκαστρωμένο παπά μην κοροϊδέψεις. Μπορεί να σού συμβούν χειρότερα».

Κανείς δεν ξέρει ποιος ήταν ο Μάρκος

ΠτΘ: Στην πορεία της συγγραφής αυτού του βιβλίου νιώσατε κάποια ταύτιση, κάποια επαφή με τον Βαμβακάρη σε σχέση με τη ζωή και τα βήματά του, παρά το ότι δεν τον γνωρίσατε;

Γ.Σ.:
Δεν τον έχω γνωρίσει απλά προσπάθησα να τον προσλάβω. Αντικειμενικός Βαμβακάρης δεν υπάρχει, κανείς δεν ήξερε ποιος είναι ο πραγματικός. Ο καθένας είχε μια αντίληψη, μια πλευρά του εαυτού του σ’ έναν ορισμένο χρόνο. Κανείς δε μπορεί να διαγνώσει απολύτως ούτε ποιος ήταν ο Βαμβακάρης, ούτε ποιος είμαι εγώ, ούτε ποια είστε εσείς. Ο καθένας αντιλαμβάνεται ανάλογα με το τι έζησε ένας άνθρωπος σε μια ορισμένη στιγμή. Είναι ο δικός μου Μάρκος, ο οποίος βέβαια στηρίζεται σε όλο το υλικό που υπάρχει. Προσπάθησα μέσα στο βιβλίο να δείξω την αγωνία, τον σπαραγμό και το άγχος της δημιουργίας του Μάρκου. Αν υπάρχει μια ταύτιση τηρουμένων των αναλογιών είναι το πώς έκανε το έργο του. Υπό αυτήν την έννοια, ο καθένας δημιουργός μπορεί να βρει κάποιες ταυτίσεις. Από εκεί και πέρα, ο συγγραφέας στερείται της συγκεκριμένης προσωπικότητας και μπορεί να γράψει για μια γυναίκα, όπως κι εγώ έχω γράψει για μια γυναίκα. Προσπαθείς να παρεισφρέεις στον άλλον, ο οποίος άλλος είναι πάντα διαφεύγων. Αντλείς και από άλλους χαρακτήρες και φτιάχνεις ένα personnage, έναν χαρακτήρα περισσότερο ή λιγότερο σχετικό με το πραγματικό πρόσωπο. Το ερώτημα δεν είναι αν υπάρχει αντιστοιχία αλλά κατά πόσο κάθε πρόσωπο μυθιστορηματικό έχει εσωτερική πειθώ μέσα στο βιβλίο για τον αναγνώστη.

ΠτΘ: Εξάλλου ο συγγραφέας πλάθει τα πρόσωπά του σύμφωνα μ’ αυτά που έχει εισπράξει και το πώς νιώθει. Πιστεύω ότι είναι και το συναίσθημα κι όχι μόνο οι πληροφορίες.

Γ.Σ.:
Είναι το συναίσθημα, η προορατικότητα, η άλλη αίσθηση των πραγμάτων. Μπορεί ν’ ακούσεις κάποιον και να τον φτιάξεις σύμφωνα με τον τρόπο που μιλάει, με κάτι… Δεν υπάρχει αντικειμενικός Μάρκος, υπάρχει ο Μάρκος και η εποχή του. Αν έγραφαν 10 συγγραφείς ένα μυθιστόρημα, ο κάθε Μάρκος θα ήταν κάπως διαφορετικός από τον άλλο. Αυτό που έχει σημασία είναι το πόση εσωτερική αλήθεια έχει ένα μυθιστόρημα σε σχέση με τον εαυτό του.

Μέσα από στίχους

ΠτΘ: Αν ήταν να χαρίσετε ένα τραγούδι στον Μάρκο ποιο θα ήταν;

Γ.Σ.:

Το «Πάθος ατελείωτο

που είναι και το δικό μου

Όλοι να θέλουν την ζωή

κι εγώ τον θάνατό μου».

Είναι ένα τραγούδι που έγραψε τότε που έγραψε και την «Άτακτη», πάλι για την Ζιγκοάλα.

«Ήθελα να σ’ αντάμωνα

να σού ‘λεγα καμπόσα

κι αν δεν σού γύριζα το νου

να μου ‘κόβαν τη γλώσσα».

Και λέει πάλι.

«Δεν σε θέλω, δεν σε θέλω,

πια δεν σ’ αγαπώ

δεν σε θέλω και πάρε δρόμο

και τράβα στο καλό»,

αλλά πάλι επιστρέφει.

Έχει γράψει για την Ζιγκοάλα

«Τώρα θα κάνω έφεση μήπως

με βγάλουν όξω

κακούργα δολοφόνισσα

για να σε πετσοκόψω

να σου ‘χυνα πετρέλαιο

κι ύστερα να σε κάψω

και μέσ’ στο ξεροπήγαδο

να πάω να σε πετάξω».

Από την άλλη έχει γράψει το περίφημο «Χαράματα η ώρα τρεις θα ‘ρθω να σε ξυπνήσω», μια μαγευτική μπαλάντα. Είναι το «αγαπώ και μισώ ταυτόχρονα» που λέει ο Κάλβος κι αυτό το διχασμένο συναίσθημα βγαίνει πολύ στα τραγούδια του Μάρκου κι αγγίζει κι όλους εμάς, γιατί ο Μάρκος δεν μιλάει με περικοκλάδες, τα λέει στα ίσα.

Ακόμη κι όταν χώρισε με την Ζιγκοάλα και πήρε διαζύγιο τον αφόρισε η Εκκλησία γιατί δεν έδινε διαζύγιο και παντρεύτηκε την δεύτερη γυναίκα του ως δίγαμος. «σου έδωσα διαζύγιο τι θέλεις από μένα τώρα γυρίζεις κι όλο λες τι μου ‘χεις καμωμένα».

Μαρία Αμπατζή

Η Φραγκοσυριανή

Το 1935 γράφει και ηχογραφεί την «Φραγκοσυριανή», το γνωστότερο ίσως τραγούδι του, το οποίο όμως έγινε επιτυχία 25 χρόνια αργότερα με τη φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση. Ο ίδιος αφηγείται για τη δημιουργία του τραγουδιού: «Όλος ο κόσμος της Σύρου μ’ αγαπούσε πολύ, διότι κι εγώ ήμουν Συριανός και το είχαν καμάρι οι Συριανοί. Κάθε καλοκαιράκι με περίμεναν να πάω στη Σύρα να παίξω και να γλεντήσει όλη η Σύρα μαζί μου. Το 1935 πήρα μαζί μου τον Μπάτη, τον αδερφό μου τον μικρό και τον πιανίστα Ροβερτάκη και πήγα για πρώτη φορά στη Σύρο, σχεδόν είκοσι χρόνια αφ’ ότου έφυγα από το νησί. Πρωτόπαιξα, λοιπόν, σ’ ένα μαγαζί στην παραλία, μαζεύτηκε όλος ο κόσμος. Κάθε βράδυ γέμιζε ο κόσμος το μαγαζί κι έκατσα περίπου δύο μήνες. Εγώ, όταν έπαιζα και τραγουδούσα, κοίταζα πάντα κάτω, αδύνατο να κοιτάξω τον κόσμο, τα έχανα. Εκεί όμως που έπαιζα, σηκώνω μια στιγμή το κεφάλι και βλέπω μια ωραία κοπέλα. Τα μάτια της ήταν μαύρα. Δεν ξανασήκωσα το κεφάλι, μόνο το βράδυ την σκεφτόμουν, την σκεφτόμουν….. Πήρα, λοιπόν, μολύβι κι έγραψα πρόχειρα:

Μία φούντωση, μια φλόγα έχω μέσα στην καρδιά

Λες και μου ΄χεις κάνει μάγια Φραγκοσυριανή γλυκιά…

Ούτε και ξέρω πως την λέγανε ούτε κι εκείνη ξέρει πως γι’ αυτήν μιλάει το τραγούδι. Όταν γύρισα στον Πειραιά, έγραψα τη Φραγκοσυριανή»».

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.