Νομος για τον Τυπο

Ο διευθυντής του ΣΗΠΕ (Σύνδεσμος Ημερησίων Περιφερειακών Εφημερίδων) Αντώνης Σκαμνάκης και ο εκδότης της εφημερίδας «Εμπρός», πρόεδρος του ΣΗΠΕ Γιάννης Διαφωνίδης σχολίασαν στον ΠτΘ κάποια από τα βασικά χαρακτηριστικά στοιχεία του σχεδίου νόμου που ψηφίστηκε πρόσφατα και αφορά στην «Καταχώρηση δημοσιεύσεων των φορέων του Δημοσίου στον περιφερειακό και τοπικό Τύπο και άλλες διατάξεις». Μίλησαν για τις παραλείψεις, αν και διέκριναν ότι σε γενικές γραμμές κάνει θετικά βήματα, ενώ τονίστηκε πως είναι σημαντικό να εφαρμοστεί.

Ο Αντώνης Σκαμνάκης αναφέρθηκε στα του Τύπου της περιφέρειας, περιγράφοντας αρχικά την πορεία που οδήγησε στη σύνταξη του νομοσχεδίου και το ρόλο του ΣΗΠΕ σ’ αυτό. «Υπήρξε ένα αίτημα του ΣΗΠΕ, η διάσπαρτη νομοθεσία που σχετίζεται με τα θέματα του περιφερειακού τύπου να γίνει ένα ενιαίο νομοθετικό κείμενο, κάποια βασικά σημεία να τροποποιηθούν, έτσι ώστε να προσαρμοστεί η κείμενη νομοθεσία στο σύγχρονο πλαίσιο.

Υπό αυτό το σκεπτικό ο Σύνδεσμος ξεκίνησε μια σειρά επαφών με την παλιά πολιτική ηγεσία, συστήθηκε μια επιτροπή κωδικοποίησης νομοθεσίας, η οποία έγινε επί Πρωτόπαππα και στη συνέχεια η τωρινή πολιτική ηγεσία λειτούργησε πράγματι μια επιτροπή στην οποία άρχισαν να κατατίθενται προτάσεις από όλους τους εμπλεκόμενους φορείς για τα θέματα των τροπολογιών. Μετά από πάροδο τριών ετών κατατέθηκε ένα νομοσχέδιο, το οποίο έθιγε κάποια ζητήματα που αποτελούσαν αιτήματα του κλάδου, όμως άφηνε απ’ έξω κάποια άλλα που ήταν προτεραιότητας αλλά δεν τα συμπεριέλαβε η πολιτική ηγεσία. Για παράδειγμα, τα θέματα διαφήμισης όπως κι αυτά που σχετίζονται με τα ασφαλιστικά, δηλαδή με άλλες παροχές και επιδοτήσεις τις οποίες επιδιώκαμε να προσαρμοστούν σ’ ένα νέο μοντέρνο στο νόμο πλαίσιο».

Διαφήμιση και μεσάζοντες

Το θέμα της διαφήμισης θίγεται μόνο σ’ ένα σημείο στο νομοσχέδιο που αφορά στην απαγόρευση των μεσαζόντων και την επιβολή κυρώσεων σ’ αυτούς που μεσολαβούν ανάμεσα στη διαφημιστική εταιρία που αναλαμβάνει το έργο και το μέσο. «Ανάμεσα σ’ αυτούς τους δύο, όπως γνωρίζουν οι εκδότες, διαμεσολαβούν άλλοι δύο, το λεγόμενο Media Shop, είναι ένας μεσάζοντας υπεργολάβος ο οποίος δραστηριοποιείται αποκλειστικά στην περιφέρεια. Αυτό με βάση το νόμο του 2003 απαγορευόταν καθώς επίσης και μ’ ένα άλλο νόμο του 1972, ο οποίος απαγόρευε τους μεσάζοντες στον τομέα των δημοσιεύσεων και των ανακοινώσεων, των ισολογισμών κι όχι της διαφήμισης.

Έχουμε επομένως δύο τύπους μεσαζόντων εκ τους οποίων ο ένας τύπος δραστηριοποιείται στον τομέα των ανακοινώσεων, των ισολογισμών και των διαφημίσεων και ο άλλος τύπος δραστηριοποιείται στη διαφήμιση. Έρχεται ο νέος νόμος να επιβάλλει κυρώσεις και στους μεν και στους δε κι αυτό είναι το καινούριο που εισάγει» περιέγραψε ο κ. Σκαμνάκης.


Στο άρθρο 2 του νέου νόμου περιλαμβάνονται οι προϋποθέσεις για την καταχώρηση δημοσιεύσεων, όπως είναι μεταξύ άλλων το να «έχουν πωλήσεις κατ’ ελάχιστον 750 φύλλων ανά έκδοση», σε νομούς με πληθυσμό κάτω των 80.000 κατοίκων «να εκδίδονται κατ’ ελάχιστο όριο σε έξι σελίδες οι ημερήσιες και οκτώ σελίδες οι εβδομαδιαίες», εννοείται να μην είναι χειρόγραφες, «να αναγράφουν σε κάθε αντίτυπο την ταυτότητα της εφημερίδας και ειδικότερα τον τίτλο, τη συχνότητα έκδοσης…», επιπλέον «να περιλαμβάνουν επίκαιρη ύλη, ειδήσεις και σχόλια σε ποσοστό τουλάχιστον 65% της ύλης τους, από την οποία τουλάχιστον σε 50% αφορά σε θέματα τοπικού ενδιαφέροντος…», να «απασχολούν νομίμως δημοσιογράφους και ειδικότερα οι ημερήσιες τουλάχιστον δύο δημοσιογράφους ασφαλισμένους στα οικεία ασφαλιστικά ταμεία».

Πολλές από τις παραπάνω προϋποθέσεις συζητούνται εδώ και χρόνια δημόσια, αλλά είναι γνωστό ότι δεν εκπληρώνονται από μεγάλη μερίδα του περιφερειακού τύπου για συγκεκριμένους λόγους, όπως το ότι πολλές εφημερίδες είναι οικογενειακού χαρακτήρα και απασχολούν ελάχιστο προσωπικό.

Ο κ. Σκαμνάκης στάθηκε σε κάποια από τα σημεία του νέου νόμου επί του συγκεκριμένου θέματος. «Υπάρχουν ρυθμίσεις, όπως για παράδειγμα παλαιότερα οι σελίδες δεν ρυθμιζόταν και η κάθε εφημερίδα μπορούσε με έξι σελίδες να παίρνει κρατική επιδότηση δια μέσου των προκηρύξεων και των ανακοινώσεων. Εάν μια εφημερίδα έβγαζε 240 φύλλα το χρόνο με έξι σελίδες μπορούσε να πάρει διαφήμιση. Με μοναδικό κριτήριο την έκδοση κι όχι τον αριθμό των σελίδων (της ύλης) και των απασχολούμενων γινόταν κατανομή δημόσιου χρήματος σε λεγόμενες ημερήσιες εφημερίδες, οι οποίες ήταν διαφόρων κατηγοριών. Κάποιες ήταν 48 σελίδων, δηλαδή οργανωμένες και πραγματικές εφημερίδες και κάποιες άλλες είχαν 6, 8 και 12 σελίδες, με αποτέλεσμα να υπάρχει ένας αθέμιτος ανταγωνισμός στον κλάδο».

Το ερώτημα που προκύπτει είναι ποια κατάσταση επικρατεί στο χώρο των εκδόσεων, ζήτημα που θίγουν και οι εκδότες όταν συναντιούνται και συζητούν και διακρίνεται πως κάποιοι ανταποκρίνονται στις προϋποθέσεις ενώ κάποιοι άλλοι πόρρω απέχουν. «Για παράδειγμα, μια εφημερίδα που έχει 24 σελίδες και απασχολεί 4 – 5 δημοσιογράφους παίρνει δημοσιεύσεις και προκηρύξεις από το δημόσιο τομέα, όπως και μια εφημερίδα με έξι σελίδες, χωρίς κανένα δημοσιογράφο. Τώρα πλέον τίθενται κάποια κριτήρια, όπως το ότι πρέπει ν’ απασχολούνται υποχρεωτικά δύο δημοσιογράφοι επαγγελματίες, ασφαλισμένοι στα οικεία ταμεία. Και βέβαια να έχει μίνιμουμ 16 σελίδες, εκ των οποίων το 65% να αφορά ειδησεογραφική ύλη. Μπαίνουν κάποια κριτήρια τα οποία είναι σαφώς καλύτερα από ό,τι στο παρελθόν. Δεν είναι βέβαια όλα αυτά που θα ήθελε ο κλάδος. Θέλαμε τρεις δημοσιογράφους, περισσότερες σελίδες, υποχρεωτικό διοικητικό προσωπικό, για παράδειγμα η εφημερίδα να έχει και μια γραμματεία.

Το νομοσχέδιο θέτει κάποια κριτήρια αλλά δεν είναι αυτό που εμείς θα θέλαμε. Επιδιώκαμε ένα ολοκληρωμένο νομοσχέδιο που να θίγει όλα τα ζητήματα και ν’ ανεβάζει ακόμη περισσότερο τον πήχη στον τομέα της δημοσίευσης των ανακοινώσεων» κατέληξε ο κ. Σκαμνάκης.

Γ. Διαφωνίδης: «Ένας μεγάλος αριθμός εφημερίδων δεν πληροί βασικούς κανόνες και προϋποθέσεις»

Ο Γιάννης Διαφωνίδης μετέφερε τη συνδικαλιστική οπτική και θέση από μέρους των εκδοτών. «Εμείς περιμέναμε και επιθυμούσαμε ένα νομοσχέδιο συνολικής μορφής που θα περιελάμβανε όλη τη νομοθεσία κι αυτή θα μπορούσε να λειτουργήσει σαν ένα εργαλείο, ούτως ώστε να γνωρίζουμε τις ακριβώς ισχύει για τον επαρχιακό τύπο, γιατί υπάρχουν αποφάσεις, νόμοι, διατάξεις που είναι διάσπαρτα.

Είχαμε ζητήσει από τον κ. Ρουσόπουλο να γίνει συγκέντρωση όλων αυτών, αλλά δεν έγινε».


Επί του νομοσχεδίου που ψηφίστηκε κι έγινε νόμος, ο κ. Διαφωνίδης παρατήρησε ότι κινείται σε θετική κατεύθυνση σε γενικές γραμμές, αν και υπήρχαν κι επιμέρους διατάξεις που δεν περιλήφθηκαν, όπως είναι αυτά της διαφήμισης, για τα οποία ο κ. Ρουσόπουλος έδωσε την υπόσχεση ότι θα τα δουν αργότερα. «Δεν είναι ολοκληρωμένη δουλειά, αν και περιμέναμε ένα συνολικό νομοσχέδιο, για να μην υπάρχουν αμφισβητήσεις δεξιά κι αριστερά. Έγιναν δυο βήματα μπροστά σε σύγκριση με το παρελθόν» είπε μεταφέροντας μια άποψη αισιόδοξη.

Σε ερώτηση για το τοπίο που επικρατεί στον περιφερειακό τύπο και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά που διαθέτουν ή όχι οι εφημερίδες, ο κ. Διαφωνίδης σχολίασε ότι υπάρχει μια σχετική κλιμάκωση κι έκανε την ανάλογη διάκριση. «Υπάρχουν επαρχιακές εφημερίδες, οι οποίες ξεχωρίζουν και μάλιστα με μεγάλη διαφορά. Είναι οι γνωστές εφημερίδες, οι οποίες τόσο από πλευράς ύλης όσο κι από πλευράς απασχολούμενου προσωπικού, ποιότητα εκτύπωσης και περιεχομένου είναι σε πολύ υψηλό επίπεδο, γι’ αυτό κι έχουν μεγάλη κυκλοφορία.

Από την άλλη, υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός εφημερίδων οι οποίες δεν πληρούν βασικούς κανόνες και προϋποθέσεις, για να ονομάζονται περιφερειακές. Δεν απασχολούν δημοσιογράφους, ο αριθμός των σελίδων δεν είναι αυτός που πρέπει και το περιεχόμενο δεν κινείται σε τοπικό επίπεδο, δηλαδή δεν περιλαμβάνει πρωτογενές τοπικό υλικό.

Με το νομοσχέδιο γίνεται μια προσπάθεια για να τακτοποιηθεί αυτό. Εδώ είχαμε μια ένσταση για το κατά πόσο θα τηρηθεί ο νόμος κι αυτό το εξέφρασα και προς τον κ. Ρουσόπουλο, το αν υπάρχει πολιτική βούληση τήρησης του νόμου, με όσες πιθανές παρενέργειες υπάρξουν».
Δηλαδή, υπάρχει προβληματισμός γύρω από το εάν θα έχει κυρώσεις ή όχι κάποιος που δεν θα τηρήσει τη νομοθεσία. Ο κ. Ρουσόπουλος, σύμφωνα με τον Γιάννη Διαφωνίδη, υποσχέθηκε ότι θα υπάρξουν κυρώσεις γιατί περιλαμβάνονται και κυρωτικές αποφάσεις.

Ο κ. Διαφωνίδης χαρακτήρισε παθογενή την κατάσταση μιας εφημερίδας που στηρίζεται μόνο στις διακηρύξεις και τις περιμένει εναγωνίως, αδιαφορώντας για τις απλές διαφημιστικές καταχωρήσεις, το tirage, τις αγγελίες.

«Υπάρχουν από τη μία οι αξιοπρεπείς με υψηλή κυκλοφορία εφημερίδες και από την άλλη αυτές που είναι χαμηλά, παλεύουν μέσα από το διαδίκτυο, μέσα από την αδυναμία τους να συναγωνιστούν αυτές τις μεγάλες, εφημερίδες που φυτοζωούν περιμένοντας τις διακηρύξεις και δεν ενδιαφέρονται για την κυκλοφορία τους στα περίπτερα, για την ιδιωτική διαφήμιση, τη μικρή αγγελία».

Ο πρόεδρος του ΣΗΠΕ παρατήρησε το μεγάλο αριθμό επαρχιακών εφημερίδων που κυκλοφορούν, λέγοντας ότι αυτό το τοπίο θα πρέπει ν’ αλλάξει. «Λέμε «ναι» στην ελευθεροτυπία, αλλά η ελευθεροτυπία έχει υποχρεώσεις κι όχι μόνο απαιτήσεις. Σ’ αυτό το πλαίσιο ευελπιστώ ότι κάτι θ’ αλλάξει με το νομοσχέδιο».

Νόμος για όλους;

Μια και ο τύπος είναι η τέταρτη εξουσία και ενίοτε συνδέεται στενά με τις υπόλοιπες, εμπλέκεται επίσης κάποιες φορές σε θέματα πολιτικής διαπλοκής, γεννάται το ερώτημα κατά πόσο θα επιβληθεί ο νόμος σε εκδότες που δεν πληρούν τις βασικές προϋποθέσεις. «Υπάρχει μια απόφαση, από τα περισσότερα μέλη μας που κινούνται στα πλαίσια του νόμου, για να κάνουν δικαστικές κινήσεις, γιατί δεν γίνεται διαφορετικά. Πρώτα στρεφόμαστε προς το υπουργείο που θα πρέπει να κινηθεί για να δει τι γίνεται. Εάν, όμως, αδιαφορήσει, γιατί γίνονται και πολιτικές παρεμβάσεις, γιατί υπάρχει κι αυτό το φαινόμενο, τότε μένει η δικαστική οδός» κατέληξε ο κ. Διαφωνίδης.

Μαρία Αμπατζή

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.