Μια βραδια με την Ιωαννα Καρυστιανη στο βιβλιοπωλειο Παπασωτηριου

Το βιβλιοπωλείο Παπασωτηρίου στην Κομοτηνή διοργάνωσε το βράδυ της Δευτέρας την παρουσίαση του βιβλίου της Ιωάννας Καρυστιάνη «Σουέλ», παρουσία της συγγραφέως και με ομιλήτρια την Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Ελληνικής Φιλολογίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης Βασιλική Κοντογιάννη.

Επικοινωνιακή, άμεση και ειλικρινής απέναντι στις ερωτήσεις που της απηύθυνε το κοινό, η Ιωάννα Καρυστιάνη ταξίδεψε στις Κρητικές βεντέτες που ζωντάνεψαν στο «Κοστούμι στο χώμα», ένα μυθιστόρημα που γράφτηκε αφού διάβασε άπειρες σελίδες από δικογραφίες σχετικές με βεντέτες, όπως ομολόγησε, εξηγώντας ότι τα ονόματα που χρησιμοποιεί εδώ και 200 χρόνια δεν υπάρχουν στα Σφακιά, μίλησε με συμπάθεια για τη νέα της ηρωίδα, τη Λίτσα την κομμώτρια, για τις προσωπικές της αναζητήσεις στο χώρο (ταξίδεψε σε περισσότερες από 30 χώρες) και στην ψυχή της (μίλησε και για την περίοδο κατάθλιψης που πέρασε), αλλά και για τη συνειδητή της επιλογή να μπει στον «πόλεμο των λέξεων». Μια λέξη, εξάλλου, το σουέλ μαζί με μια συλλογή εικόνων από το ναυπηγείο του Σκαραμαγκά έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη συγγραφή αυτού του βιβλίου.

Η κ. Κοντογιάννη, απέναντι σ’ ένα κοινό όπου συμμετείχαν συνάδελφοί της και φοιτητές, μετέφερε αρχικά ότι διάβασε πολύ ευχάριστα το βιβλίο για να προχωρήσει σε μια παρουσίαση του θέματος και των ηρώων και σε συσχετισμούς με προηγούμενα έργα της συγγραφέως. Η Ιωάννα Καρυστιάνη, αμέσως μετά, «ανακοίνωσε» το βιογραφικό της, αρχής γενομένης από την ηλικία (ετών 54) και συνεχίζοντας με τη δουλειά της. «Δύο βιβλία με σκίτσα από τις εκδόσεις «Αίολος» την εποχή που ως παράνομη πεζογράφος δοκίμαζα να εκφραστώ διαφορετικά, με χάρτινα ανθρωπάκια που δεν έβγαζαν λέξη από το στόμα τους, επειδή δεν είχα το κουράγιο να αντιμετωπίσω τη βαθιά και διαρκή από τα παιδικά μου χρόνια επιθυμία να μπω στον πόλεμο των λέξεων. Κάποια στιγμή στα 42 έβγαλα το 1995 την «Κυρία Κατάκη», μια συλλογή διηγημάτων, το 1997 το μυθιστόρημα «Η Μικρά Αγγλία», το 2000 το «Κοστούμι στο χώμα», το 2003 «Ο Άγιος της μοναξιάς», το 2004 σενάριο στην ταινία «Νύφες» και το 2006 το «Σουέλ»».

Η κ. Κοντογιάννη
επεσήμανε ότι η συγγραφέας έχει τιμηθεί με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος για το μυθιστόρημα «Μικρά Αγγλία» και παρέπεμψε στο διάλογο που θ’ ακολουθούσε αναφορικά με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της σύγχρονης πεζογραφίας όπου και ανήκουν τα έργα της Καρυστιάνη. Διάβασε ένα απόσπασμα από την κριτική του Αλέξη Ζήρα για το τελευταίο βιβλίο της συγγραφέως, όπου δίνεται έμφαση στο συμβολισμό της θάλασσας.

Οι ήρωες

Περνώντας στους ήρωες, η ομιλήτρια ξεκίνησε από τον Αυγουστή για τον οποίο ανέφερε ότι «λειτουργεί ως βασικός άξονας του βιβλίου» και πρόσθεσε. «Ο δικός του ψυχισμός βρίσκεται σε ανταπόκριση με το Σουέλ, το βουβό κυματισμό της θάλασσας».

Η κ. Κοντογιάννη
πλησίασε την πειστικότητα ως ήρωα του Μήτσου Αυγουστή.

«Κλεισμένος στα ατομικά του αδιέξοδα, όπως και στο καράβι του, με τον κύκλο των ναυτικών που τους προσέχει και τους στηρίζει, ο Μήτσος Αυγουστής είναι μια πατρική φιγούρα. Οι αδυναμίες και οι υπαναχωρήσεις του, που παρουσιάζονται με τη μορφή της απουσίας, της στέρησης ή των εμμονών ενισχύουν την πειστικότητα του προσώπου. Γυρνώντας στους ωκεανούς για 12 χρόνια, ο Αυγουστής αποφεύγει να δει καθαρά μπροστά του τις απαραίτητες συνδιαλλαγές που οφείλει να κάνει με τους δικούς του ανθρώπους της στεριάς για να μπορέσει να τελειώσει γαλήνιος το βίο του.

Παιδιά που δεν πλησίασαν πραγματικά τον πατέρα, σύζυγος που δεν γνώρισε ποτέ την αγάπη του άντρα, ερωμένη που στερήθηκε την οικογένεια εξαιτίας του. Οι αμαρτίες, τα λάθη (;) του Μήτσου Αυγουστή τον καταδιώκουν στα ταξίδια, τον οδηγούν στους ατελείωτους κύκλους της θάλασσας χωρίς εξιλέωση». Η κ. Κοντογιάννη
έκανε λόγο για έναν ήρωα κλεισμένο στον εαυτό του που δεν τολμά να αντιμετωπίσει όσους αγαπά ή να σκεφτεί τις ανάγκες του, πλην των υλικών. Λύση η βόλτα στους ωκεανούς και σπίτι το καράβι, με οικογένεια τους ναύτες.

«Ο Αυγουστής, περήφανος για τον εαυτό του και την ιστορία του στη θάλασσα, δεν είναι άνθρωπος της στεριάς που όμως τη φέρνει μέσα του οδυνηρά. Απαντά στα γράμματα και τα αιτήματα της οικογένειάς του με δώρα και χρήματα μόνο. Αγνοεί την πεισματική σταθερότητα της γυναίκας του Φλώρας, που παραμένει μ’ αυτά τα δεδομένα στο γάμο και στο σπίτι της. Παραμερίζει τις ποικίλες ανάγκες ζωής της ερωμένης του, της Λίτσας που δεν του ζητάει τίποτε υλικό, παραμερίζοντας ταυτόχρονα και το δικό του συναισθηματικό κόσμο, αφού αγαπά τη Λίτσα. Κλεισμένος, σε μια «ασφυκτική τανάλια», την οποία διαμορφώνουν τα δικά του συναισθηματικά αδιέξοδα, ο Μήτσος Αυγουστής χαράζει με το φορτηγό του τις θάλασσες, ξεπερνά τα εμπόδια και τις καταιγίδες, ελίσσεται με επιτυχία στις σχέσεις του με τους εφοπλιστές και βγαίνει παντού και πάντα νικητής παρόλη τη σχετική του αναπηρία (τυφλώνεται προοδευτικά σε διάστημα 12 ετών, χωρίς να τυφλωθεί εντελώς) οδηγεί τους άντρες και το καράβι, με αξιοθαύμαστη πυγμή που κρύβει βαθιά τρυφερότητα. Ο «Καταραμένος Ιπτάμενος Ολλανδός» ή ο Οδυσσέας που δεν μπορεί να κερδίσει το νόστο του, αφού τα βάρη των δικών του πράξεων κάθε φορά τον κρατούν δεμένο στο βηματισμό της θάλασσας; Ή απλά ένας ναυτικός που αγαπά τόσο το Σουέλ, ώστε δε μπορεί να ξαναβρεί τόπο δικό του στη στεριά;» Η κ. Κοντογιάννη αναγνώρισε στοιχεία του Οδυσσέα στον καπετάνιο, αλλά και του Τηλέμαχου στο γιο που σπεύδει προς αναζήτηση του πατέρα και θέλει να τον συναντήσει στο στοιχείο του, τη θάλασσα, λειτουργώντας ταυτόχρονα σαν γέφυρα ανάμεσα στον κόσμο της θάλασσας και σ’ αυτόν της στεριάς. Ο υιός, Αντώνης Αυγουστής είναι επίσης πειστικός, σύμφωνα με την κ. Κοντογιάννη, και είναι ένας νέος της εποχής, αλλά αντέχει να γνωρίσει και τη θάλασσα. «Θα συμφιλιώσει τον πατέρα με την οικογένεια, θα τον πείσει να κάνει την εγχείρηση στα μάτια που χρειάζεται, θα τον φέρει σε επαφή και πάλι με την αγαπημένη του, την κομμώτρια, που την είχε αφήσει χωρίς ειδήσεις για 12 ολόκληρα χρόνια. Ο γιος θα λύσει μαλακά και με υπομονή αυτούς τους σκληρούς κόμπους που για χρόνια έσφιγγε με δύναμη ο Μήτσος, σφίγγοντας μαζί και το δικό του προσωπικό κόσμο. Θα προκύψει μια νέα γαλήνη με τους ήρωες που αποδέχονται τον εαυτό τους». Η κ. Κοντογιάννη έδωσε κάποια στοιχεία της λύσης της υπόθεσης και της εξέλιξης των ηρώων, που φαίνονται ικανοποιημένοι από την εξέλιξη του προσωπικού τους μύθου. Σημείωσε ότι το μυθιστόρημα σχεδιάζεται σε απλές γραμμές, όπως η αγάπη και η πίστη, το ταξίδι και ο νόστος, το παρελθόν και το μέλλον, οι συνδέσεις των γενεών. «Ένα μυθιστόρημα που στηρίζεται πάνω στην κεντρική μορφή του ήρωα την οποία πετυχημένα προσεγγίζει η Καρυστιάνη, εξετάζοντάς την από διαφορετικές οπτικές γωνίες».

Μιλώντας για την Λίτσα, η κ. Κοντογιάννη περιέγραψε μια ηρωίδα που ανθίζει τον κόσμο που την περιβάλλει στην Ελευσίνα με την αγνότητα και την αληθινή αγάπη της.

Από την παρουσίαση των «ηρώων» δεν έλειψε και η παρουσία του γάτου του πλοίου, που έχει τη δική του ιστορία. Η κ. Κοντογιάννη συνέδεσε τα καράβια των διηγήσεων της συγγραφέως στα διαφορετικά της έργα, όπως και τους μοναχικούς άντρες που πρέπει να λύσουν μια σειρά από εκκρεμή προβλήματα (όπως συμβαίνει στο «Κοστούμι στο χώμα» με την παλιά βεντέτα).

Το δύσκολο συνάφι

Η Ιωάννα Καρυστιάνη ευχαρίστησε την κ. Κοντογιάννη για τα όσα διέκρινε με προσεκτική ματιά, αλλά και το βιβλιοπωλείο Παπασωτηρίου για τη φιλοξενία. «Μπήκα μετά τα 40 στην πεζογραφία κι αισθανόμουν ότι το συνάφι με περίμενε με το ντουφέκι. Υπήρχε μια τεράστια δυσπιστία «ωχ, άλλη μια που θα ‘χει κρίση στο γάμο της και ανακάλυψε ότι θα υπάρχει και το γράψιμο». Ήθελα διπλό κουράγιο, γιατί είμαι πάρα πολύ εγωίστρια και ανέβαλα διαρκώς τη δημοσίευση, για να μη σπάσω τα μούτρα μου και γευτώ το πικρό ποτήρι της αποτυχίας και της χλεύης. Ποτέ δεν αποφεύγεται για κανένα πεζογράφο και πολλές φορές αναγκάζονται να το γευτούν και άνθρωποι που έχουν τεράστια προσφορά στα γράμματα με τον τρόπο που τυχαίνει ενίοτε ν’ αντιμετωπίζονται από κάποιους ανθρώπους στο χώρο.

Έγραφα από μικρή, τότε που δεν υπήρχε κανένα παιδάκι που δεν έγραφε με λύσσα και δεν δοκίμαζε το χεράκι του να ταξιδέψει στο χαρτί. Στο γυμνάσιο έκανα άλλου είδους προπόνηση, έγραφα ερωτικά ποιήματα με τη σέσουλα, περίπου 400 σε κάθε χρονιά, διότι αυτά ήταν απαραίτητα, εφόδια και ραβασάκια για τις συμμαθήτριές μου να τα φτιάξουν με τους ναύτες, τους αεροπόρους και τους σμηνίτες στα Χανιά, μια πόλη που από τότε ήταν γεμάτη με στρατιωτικές βάσεις. Ξεροστάλιαζα και προσπαθούσα να κατεβάσω τις αφέλειες, να κρύψω τα σπυράκια μου, αλλά εφοδίαζα με τα πονήματά μου όλες τις συμμαθήτριές μου.

Μέσα μου ένιωθα αυτή τη λύσσα του να γράψω και καθόμουν και μάζευα λέξεις, σκέψεις, φράσεις, προβλήματα, ερωτήματα, συρτάρια με ντοσιέ από εδώ κι από εκεί κι όταν τα κοίταζα μετά από καιρό δεν μπορούσα να ξεδιαλύνω τι ήταν καλό, τι ήταν δικό μου, τι ήταν κλεμμένο που το είχα διατυπώσει έχοντας αλλάξει τα λόγια κάποιου άλλου και τα πέταγα.

Πρώτη φορά, τόλμησα να κάνω σκίτσα, τα πρώτα – πρώτα ήταν ιδιαζόντως απεχθή και κακόγουστα αλλά σε τρεις μήνες είχα πιάσει δουλειά σαν σκιτσογράφος στο «Τέταρτο» του Μάνου Χατζιδάκι. Ήταν η σφοδρή μου επιθυμία να εκφραστώ με κάποιο τρόπο, αλλά δε νομίζω πως ήμουν σίγουρη πως έχω κάτι της προκοπής στο κεφάλι μου. Δε λάτρευα, δε λατρεύω και δεν πρόκειται να λατρεύω ποτέ το μυαλό μου, αλλά είχα αυτή τη φόρα».


Τα σκιτσάκια τα έκανε χωρίς λόγια, όπως επανέλαβε, σημειώνοντας ότι έγραψε λίγα βιβλία. «Έχω απόλυτη συνείδηση ότι αν ακολουθήσουμε αυτό που έλεγε ο Προυστ «η τέχνη πρέπει να σ’ αναστατώνει όπως το έγκλημα» και βάλω εκεί ψηλά τον πήχη θα περάσω από κάτω. Αν πρέπει να δεχτούμε αυτό που έλεγε ο Κάφκα ότι «ο λογοτέχνης πρέπει να σπάει τους παγετώνες της αυταρέσκειας που έχει μέσα στο κεφάλι του» δεν έχω σπάσει τίποτε. Με πείσμα, όμως και προσπάθεια από βιβλίο σε βιβλίο προσπαθώ να δοκιμάζω κάτι διαφορετικό, να γίνομαι όσο το δυνατόν πιο διεισδυτική σε κάποια πράγματα. Πιστεύω ότι από την αποτυχία μπορεί κανείς να πάρει μια πολύτιμη εμπειρία. Σε όλες τις μορφές της κοινωνικής δραστηριότητας και της δουλειάς πρέπει να συμβαίνει αυτό και τίποτε δεν πάει χαμένο».

Για το «Σουέλ» είπε ότι την κινητοποίησαν οι λέξεις και όταν πρωτοβγήκε το βιβλίο της έλεγαν «έβγαλες τη Σεούλ». Τη λέξη την άκουσε το 1997 στου Σκαραμαγκά, όπου πήγαινε από χρόνια γιατί της άρεσε να παρακολουθεί την επισκευή των πλοίων από πολυάριθμα συνεργεία, αποτελούμενα από ναυτικούς κάθε εθνικότητας, με κοινή συνισταμένη τη λέξη Σουέλ. «Μου καρφώθηκε η λέξη σουέλ στο μυαλό και στην πορεία αναζήτησης του πραγματολογικού υλικού, στην πορεία σχεδίασης της πλοκής του βιβλίου και των χαρακτήρων κι εμβάθυνσης σε όλη αυτή την περιπέτεια που είναι το γράψιμο κατάλαβα αυτά που διαπιστώνει και ο Αλέξης Ζήρας, ότι το σουέλ δεν είναι απλά το βουβό κύμα, αυτό που υπάρχει στην επιφάνεια της θάλασσας, αυτό που είναι ορατό από τους ταξιδιάρηδες στους πέντε ωκεανούς, αλλά είναι αυτό που δίνει ρυθμό στο εσωτερικό ταξίδι, σ’ αυτό που έχει ένα αχανή ορίζοντα σε όλη τη ζωή, είναι αυτό που βάζει ρυθμό σ’ αυτά που σχηματίζουν τον καθένα μας σαν άνθρωπο από τη μικρή του ηλικία και τον διαμορφώνουν σαν χαρακτήρα και τον κάνουν να νοιάζεται για ορισμένα θέματα που τον ακολουθούν σε όλη του τη ζωή. Ο Μήτσος Αυγουστής ζει με το σουέλ της συνείδησης και των τύψεων».

Η συγγραφέας βοήθησε τον καθένα να εντοπίσει και να συγχρονιστεί στο δικό του σουέλ, είτε διάβασε είτε όχι το βιβλίο.

Μαρία Αμπατζή

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.