Μενιος Σακελλαροπουλος «Οι τυφλοι ειναι συνανθρωποι μας, οι οποιοι εχουν δικαιωμα στην παιδεια, στην εκπαιδευση, στη ζωη»

«Όταν άφηνα τα θρανία του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης, δεν πίστευα ποτέ ότι μπορεί να έχω μια πορεία και στο συγγραφικό χώρο»

Στην πόλη των φοιτητικών του χρόνων, επιστρέφει σήμερα ο γνωστός δημοσιογράφος Μένιος Σακελλαρόπουλος. Όπως αναφέρει και στο βιογραφικό του, όχι για να διερευνήσει και να γράψει μετέπειτα κάποιο αποτρόπαιο έγκλημα ή μία αθλητική διοργάνωση, μίας και έχει συνδέσει το όνομά του και με τον χώρο της αθλητικής δημοσιογραφίας, αλλά για την παρουσίαση του νέου του μυθιστορήματος με τίτλο «Δεκατρία κεριά στο σκοτάδι» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις «Ψυχογιός».
 
Πρόκειται για το 13 βιβλίο του γνωστού δημοσιογράφου, που καταπιάνεται με τον κόσμο των τυφλών και προέκυψε μετά από ένα πρόβλημα υγείας του ιδίου, το οποίο του στέρησε την όραση για 17 μέρες.
 
Μετά από 25 χρόνια, όπως εκμυστηρεύτηκε μιλώντας στο «Ράδιο Παρατηρητής 94fm», ο Μένιος Σακελλαρόπουλος επιστρέφει στην Κομοτηνής, δίχως ωστόσο να υπόσχεται τίποτα σε ό,τι αφορά τη σημερινή παρουσίαση, καθώς, όπως τόνισε, η επιστροφή του στην πόλη των φοιτητικών του χρόνων σε συνδυασμό με τις αναμνήσεις που τον κατακλύζουν, του φέρνουν πλημμύρα συναισθημάτων και συγκίνησης.
 
Ο λόγος στον ίδιο όμως…

«Τα περισσότερα βιβλία μου είναι βιωματικά» 

ΠτΘ: Μετά από πόσα χρόνια επιστρέφετε στην Κομοτηνή με αφορμή την παρουσίαση του νέου σας μυθιστορήματος; Πρόκειται για το 13 μυθιστόρημά σας και έχει τίτλο «Δεκατρία κεριά στο σκοτάδι». Ο αριθμός 13 είναι σημαδιακός; Τι πραγματεύεται το βιβλίο σας;
Μ.Σ.:
Ο τίτλος ήταν άρρηκτα συνδεδεμένος με το παρελθόν, διότι είναι το 13ο βιβλίο και ήθελα να τιμήσω τα δώδεκα προηγούμενα. Η αρχική αναφορά στο μυαλό μου ήταν να βγει το βιβλίο «Κεριά στο σκοτάδι». Το «δεκατρία» μπήκε για ευνόητους λόγους. Όταν άφηνα τα θρανία του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης, δεν πίστευα ποτέ ότι μπορεί να έχω μια πορεία και στο συγγραφικό χώρο που να φτάσει μάλιστα τα δεκατρία βιβλία σε δεκατρία χρόνια.
 
Τα περισσότερα βιβλία μου, όπως και το συγκεκριμένο, είναι βιωματικά. Έναν χρόνο πριν είχα μια μεγάλη περιπέτεια με το μάτι μου, μια απλή ενόχληση η οποία έγινε πολύ έντονη, μεταφέρθηκε και στο άλλο μάτι. Αδενοϊός, όπως είπαν οι γιατροί, ο οποίος με κράτησε 17 ημέρες στο σκοτάδι. Ήμουν για 17 μέρες τυφλός. Πανικοβλήθηκα γιατί δεν ήξερα τι μου ξημερώνει, κι εκεί στις ώρες του απόλυτου σκοταδιού, σκέφτηκα ότι υπάρχουν χιλιάδες συνάνθρωποί μας που είναι για πάντα στο σκοτάδι. Έτσι μου ήρθε η έμπνευση μιας ιστορίας με πρωταγωνιστή έναν 42χρονο πολιτικό μηχανικό, ο οποίος από ένα σφοδρό αυτοκινητιστικό ατύχημα βρέθηκε στο ΚΑΤ και ξύπνησε χωρίς το φως του, διότι είχε υποστεί ένα σοβαρό κάταγμα βάσης κρανίου, άρα κόπηκε το οπτικό νεύρο.
 
Εκεί ξεκινάει η περιπέτεια, το πώς μπορεί να νοιώθει ένας τυφλός, στην εποχή που οι συνάνθρωποί μας δεν τους θέλουν και πολύ στα πόδια τους, τους χαλούν την αισθητική, τους χαλούν τη ζαχαρένια τους. Αν θα μπορούσε αυτό το ανάλγητο κράτος, επί αιώνες τώρα, να τους έχει σε μια Σπιναλόγκα, να μην κυκλοφορούν ανάμεσα στα πόδια μας, θα το έκανε.
 
Το συγκεκριμένο βιβλίο ίσως ήταν η πιο συγκλονιστική στιγμή της συγγραφικής μου πορείας, διότι μπορεί να μπήκα σε φυλακές για το περσινό μου βιβλίο το «Σημάδι», σε ψυχιατρεία, σε διάφορα μέρη, ακολουθώντας κατά βήμα τους ήρωές μου, αλλά αυτή η ενασχόληση με τον κόσμο των τυφλών ήταν αδιανόητη, συγκλονιστική. Επειδή θεωρούμε τα πάντα αυτονόητα σε αυτή τη ζωή, τη βόλτα μας, το χάζεμα στις βιτρίνες, σινεμά, τηλεόραση, κλπ. είναι πολύ διαφορετικό να ζεις στο απόλυτο σκοτάδι, γι’ αυτό κάθε πρωί που σηκώνομαι πηγαίνω στο παράθυρο, ρίχνω μια ματιά στον ουρανό, λέω «ευχαριστώ» και προχωράω. 

«Και στη συγγραφή ακολουθώ αυτό που έμαθα και ξέρω καλά να κάνω, δηλαδή την έρευνα» 

ΠτΘ: Για τη συγγραφή του βιβλίου σας αυτού, δεν θα μπορούσατε παρά να ακολουθήσετε κάτι το οποίο γνωρίζετε καλά και λόγω της δημοσιογραφικής σας πορείας, όπως και στα προηγούμενα μυθιστορήματά σας. Κάνατε μια πολύ σημαντική έρευνα. Επισκεφθήκατε δομές για τυφλούς, συνομιλήσατε με τυφλούς ανθρώπους, όπως η Μάρθα για την οποία γράφετε και στο συγγραφικό σας σημείωμα …
Μ.Σ.:
Εγώ ακολουθώ την πεπατημένη, αυτό που έμαθα και ξέρω καλά να κάνω, δηλαδή την έρευνα. Όταν λοιπόν μπήκα στο Κέντρο Εκπαίδευσης Τυφλών, ακολουθώντας πλέον την εκπαίδευσής τους, το μάθημα κινητικότητας με το μπαστούνι, μάθημα καθημερινής διαβίωσης, είδα πράγματα που με συγκλόνισαν, γιατί αυτοί οι άνθρωποι κινούνται στο απόλυτο σκοτάδι, περπατάνε δίπλα μας, είναι κανονικοί άνθρωποι ή έτσι παλεύουν να γίνουν. Μέσα από την έρευνα γνώρισα δύο κατηγορίες τυφλών οι οποίες είναι διαφορετικές, απλώς με κοινό παρανομαστή. Αρχικά είναι οι νεοτυφλοθέντες, όπως η Μάρθα μου. Μια κοπέλα η οποία στα 28 της έχασε το φως της, πάλεψε να σταθεί στα πόδια της και σήμερα να είναι καθηγήτρια ψυχολογίας, καθηγήτρια στη γραφή Braille και εκπαιδεύτρια τυφλών. Αυτή είναι η μια κατηγορία που είναι πολύ δύσκολη. Είναι δύσκολο, έως και αδιανόητο αν το σκεφτεί κανείς, να βγει από την πρίζα ξαφνικά της ζωής του και να βυθιστεί στο σκοτάδι για πάντα. Η δεύτερη κατηγορία είναι οι εκ γενετής τυφλοί. Εκεί συνάντησα τον Χάρη, ο οποίος μου είπε πέντε απλές κουβέντες, για να με συγκλονίσει και εκείνος. «Δεν έχω δει ποτέ το πρόσωπο της μάνας που με γέννησε, δεν έχω δει το φως, τον ήλιο, τη θάλασσα, το φεγγάρι, το δέντρο, το φρούτο, δεν έχω δει τίποτα, αλλά η ζωή είναι δώρο και οφείλουμε να πάρουμε ό,τι μπορούμε περισσότερο. Προσπαθώ με το σκοτάδι μου να εκπαιδευτώ, να εκπαιδεύομαι συνέχεια για να μπορώ να διαβάζω, να μπορώ να περπατάω, να μπορώ να απολαμβάνω μια βόλτα στη φύση και απλώς να αισθάνομαι τη φύση χωρίς να την έχω δει ποτέ». Είναι πράγματα που πραγματικά με συγκλόνισαν και μου άλλαξαν εντελώς τη φιλοσοφία της ζωής μου. 

«Η λογοτεχνία είναι η βάρκα η οποία με πηγαίνει σε πιο ήσυχα νερά» 

ΠτΘ: Καταξιωμένος δημοσιογράφος, μεταξύ όλων των υπολοίπων ιδιοτήτων σας. Πώς καταλήξατε στο μυθιστόρημα, που τουλάχιστον στο μυαλό το δικό μου, φαντάζει εντελώς διαφορετικό από τη δημοσιογραφία;
Μ.Σ.:
Τα πράγματα είναι πολύ απλά ή τουλάχιστον απλουστεύτηκαν στο μυαλό μου, μέρα με τη μέρα. Όταν βρέθηκα στην Κομοτηνή για τη Νομική, είχα ήδη ξεκινήσει την επαγγελματική μου πορεία δουλεύοντας τότε ως πιτσιρίκος φοιτητής στο «Έθνος» που ήταν εκείνη την εποχή η μεγαλύτερη εφημερίδα της Ελλάδας, με 300.000 φύλλα ημερησίως. Στην πορεία της νομικής προσπάθησα να ζυγίσω καλά τα πράγματα και να δω αν θα με γοητεύσει ο χώρος της δικηγορίας ή ο δικαστικός χώρος, όπως ήθελε ο πατέρας μου, ή αν θα ακολουθήσω το δρόμο της δημοσιογραφίας στον οποίο είχα ήδη ξεκινήσει, πριν καν μπω στο πανεπιστήμιο. Όταν είδα. ξεκάθαρα ότι αυτό που με μάγευε δεν ήταν τα δικαστήρια, παρότι πάντα έχω κομμάτια του ποινικού δικαίου μέσα μου, αλλά η δημοσιογραφία. Έτσι ξεκίνησα μια πορεία σε πολύ μεγάλα μέσα της χώρας. Προηγήθηκε το «Έθνος», στην πορεία ήρθε και το MEGA, άρα ήταν ξεκάθαρο ότι αυτή ήταν η πορεία μου και αυτό θέλω να κάνω. Ο χώρος όμως δεν είναι τόσο μαγικός όσο φαίνεται στους απ’ έξω, είναι πάρα πολύ σκληρός. Τα ωράρια είναι αδιανόητα, η τηλεόραση επίσης πολύ απαιτητική, παίρνεις την κάμερα και δεν ξέρεις τι ώρα θα γυρίσεις πίσω. Ο κόσμος είναι σκληρός. Βρέθηκα σε επεισόδια με χούλιγκανς, με μάχες, γεγονότα με πολύ μεγάλο βάρος για μένα και έτσι έψαξα για μια βάρκα, η οποία θα με πάει σε πιο ήσυχα νερά και θα μου επιτρέψει μέσα μου να χαλαρώσω λίγο. Αυτή η βάρκα ήταν η λογοτεχνία, ένας χώρος που μου έδωσε μια διαφορετική μαγεία, διότι είναι μαγεία να κάθεσαι εσύ και το κομπιούτερ σου και να γεμίζεις λευκές σελίδες, ταξιδεύοντας σε χώρους που ούτε μπορούσες να φανταστείς. Είπα στον εαυτό μου ότι από τη στιγμή που θα ξεκινήσω να κάνω μυθιστορήματα, δεν θέλω να είναι κάποια απλώς κείμενα και να τα διαβάσει κάποιος άλλος, αλλά να είναι αποτέλεσμα έρευνας που να αφήνει κάτι στον αναγνώστη. Έχω ασχοληθεί με τους τυφλούς, με τις φυλακές, με τα ψυχιατρεία, με τον δικαστικό χώρο και τους δικαστές, με την αρχαιοκαπηλία, με πολλά ζητήματα που είναι αποτέλεσμα έρευνας, γι’ αυτό και κάθε βιβλίο έχει και ένα διαφορετικό αντικείμενο. Αυτό μου δίνει δύναμη, διότι δεν τριγυρίζω στα ίδια και τα ίδια. Αλλάζεις χώρους, αλλάζεις κατηγορίες και αυτό είναι κάτι σημαντικό. 

«Το κράτος δεν φρόντιζε ποτέ όχι μόνο τις δυνατές, αλλά ούτε και τις αδύνατες κοινωνικές ομάδες» 

ΠτΘ: Κάνατε λόγο προηγουμένως για το ανάλγητο κράτος. Πώς  είδατε την υφιστάμενη κατάσταση των δομών, και όχι μόνο, για τους τυφλούς, μέσα από την έρευνα που πραγματοποιήσατε;
Μ.Σ.:
Οι τυφλοί δεν είχαν πρόσβαση στην παιδεία μέχρι το 1951. Απαγορευόταν να πάνε στο σχολείο. Οι τυφλοί δεν είναι ένα ξύλινο πράγμα που το παίρνουμε και το αφήνουμε σε μια γωνία. Οι τυφλοί είναι συνάνθρωποί μας οι οποίοι έχουν δικαίωμα στην παιδεία, στην εκπαίδευση, στη ζωή. Οι τυφλοί θέλουν να κάνουν πράγματα όπως θέλουν όλοι οι άνθρωποι. Το κράτος ποτέ δεν φρόντιζε όχι μόνο τις δυνατές ομάδες, αλλά ούτε και τις αδύνατες. Βλέπουμε τρομερές ελλείψεις στα νοσοκομεία, βλέπουμε γιατρούς-ήρωες να παλεύουν, όπως αντίστοιχα και μια δυο νοσοκόμες για όλο το νοσοκομείο, να φέρνουν βόλτα την κατάσταση. Το λέω με αφορμή τον κ. Πλεύρη που κόντεψε να χάσει τη ζωή του από μικροβιακή λοίμωξη, ενδονοσοκομειακή. Όλα αυτά οφείλονται στην έλλειψη δομών, σε αυτή την παραίτηση που υπάρχει. Αν δούμε το πόσες δυσκολίες υπάρχουν, και δεν αναφέρομαι μόνο στη Θράκη που είναι ένα ειδικό και πολύ ευαίσθητο κομμάτι, αλλά και στην υπόλοιπη Ελλάδα, τότε καταλαβαίνει κανείς ότι είμαστε σε πολύ χαλεπούς καιρούς. Δεν ξέρω πώς μπορεί να αλλάξει αυτό, ίσως αν οι άνθρωποι σταθούν ο ένας στον άλλον, δείξουμε μεγαλύτερη ανεκτικότητα σε καταστάσεις, και βγάλουμε πράγματα που ήταν χαμένα για πάντα μέσα μας, όπως η φιλανθρωπία που δεν υπήρχε ποτέ. Όλοι πίστευαν ότι ήταν μια εποχή ευημερίας, ότι τα πάντα είναι δεδομένα και λυμένα, αλλά δυστυχώς δεν είναι έτσι.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.