Κυριακου Κεντρωτη, «ΤΟ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ: Περισσοτερο απο ενα παιχνιδι και μια Ενωση»

Oλοκληρώνουμε σήμερα τα σχετικά με την εκδήλωση παρουσίασης του βιβλίου του Κυριάκου Κεντρωτή, «ΤΟ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ: Περισσότερο από ένα παιχνίδι και μια Ένωση», που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Gutenberg, φιλοξενώντας την εισήγηση του αναπλ. καθηγητή του ΔΠΘ και κατόχου της έδρας Jean Monnet, κ. Μιχάλη Χρυσομάλλη,  την οποία  πολλοί  φίλοι του «Παρατηρητή της Θράκης» ήδη  αναζήτησαν. Ανακοινώνοντας ότι την ερχόμενη εβδομάδα  θα είναι έτοιμο και θα αναρτηθεί το ηλεκτρονικό αφιέρωμα στην εκδήλωση, που θα συμπεριλαμβάνει το σύνολο του υλικού που την αφορά, και σε μορφή pdf.  N.B., Τ.Κ.    

Του αναπλ. καθηγητή Ευρωπαϊκού Δικαίου Μιχάλη Χρυσομάλλη* 

Ενώ οδεύεις ήσυχα – ήσυχα προς το τέλος του ακαδημαϊκού και ερευνητικού σου βίου, ως Καθηγητής του Ευρωπαϊκού Δικαίου, χωρίς είναι η αλήθεια να πλήττεις αφού η διαδικασία της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης πάντα κάτι νέο έχει να σου προσφέρει προς μελέτη (σκεφτείτε τι έχει συμβεί μόνο την τελευταία δεκαετία: Συνταγματική Συνθήκη και απόρριψή της, Συνθήκη Λισαβόνας, Κρίση Χρέους στην Ευρωζώνη και αντιμετώπισή της, Brexit), πιστεύοντας ότι «τα έχεις δει όλα», βιβλία σαν αυτό του Κεντρωτή έρχονται να σου θυμίσουν ότι έχεις αφήσει πίσω σου μια εκκρεμότητα ή μάλλον την έχεις κρύψει κάτω από το χαλί. Η εκκρεμότητα αυτή δεν είναι άλλη από την απάντηση στο ερώτημα: ποια είναι η φύση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των θεσμών της, και το χαλί είναι ο όρος «suis generis» (ιδιόμορφη) που χρησιμοποιείται ευρέως στην επιστήμη μας, όντας ένας όρος αμηχανίας, μπροστά στο ανεξήγητο με παραδοσιακά ερευνητικά εργαλεία και στη μοναδικότητα του ενωσιακού εγχειρήματος. Το βιβλίο,  που καλούμαι να παρουσιάσω σήμερα, κατ’ ουσία επιχειρεί να απαντήσει σε αυτό το ερώτημα και ταυτόχρονα να σταθεί κριτικά απέναντι στην εξέλιξη της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
 
Ο τίτλος «Το Ποδόσφαιρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης» κατά τη γνώμη μου δεν αντιστοιχεί απολύτως σε αυτό που ο συγγραφέας επιχειρεί μέσα από τις σελίδες του βιβλίου. Το πρόβλημα δημιουργείται από το κτητικό «της». Αν αντιμετωπισθεί κατά κυριολεξία θα οδηγηθεί κανείς είτε στην υπαγωγή των επαγγελματικών σωματείων και των ποδοσφαιριστών τους στους κανόνες της εσωτερικής αγοράς και ειδικότερα της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων (Βλ. υπόθεση Bosman) και στην εξαιρετικά ασθενή αρμοδιότητα (υποστηρικτική) της Ένωσης στον αθλητισμό είτε στις διεθνείς διοργανώσεις (εθνικού ή συλλογικού επιπέδου), που, όμως, αν και επηρεάζονται κατά κάποιο τρόπο από τη δράση της Ένωσης, δεν αποτελούν «ιδιοκτησία της», δεν ελέγχονται από αυτήν οργανικά (UEFA) ή λειτουργικά, ενώ και γεωγραφικά δεν ταυτίζονται με αυτήν γεωγραφικά, αφού σε αυτές συμμετέχουν ομάδες προερχόμενες από χώρες εκτός Ένωσης, πολλές εκ των οποίων, ανάλογα με τη χρονική συγκυρία, δεν διατηρούν και την καλύτερη σχέση μαζί της. Προς τι λοιπόν το κτητικό «της»;
 
Αυτό που πραγματικά κάνει ο Κεντρωτής με το βιβλίο του είναι, καταφεύγοντας στη δύναμη της παρομοίωσης, να δει τη διαδικασία της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης, ενός εξόχως πολιτικού και νομικού φαινομένου, μέσα από τη μετεξέλιξη του ποδοσφαίρου, δηλώνοντας προκαταβολικά ότι «τα δύο βασίλεια, του ποδοσφαίρου και της πολιτικής εξελίσσονται στο χωροχρόνο της ιστορίας» διάγοντας «παράλληλους βίους». Έτσι, η Ένωση παρουσιάζεται ως «ποδοσφαιρική ομάδα που παίζει μπάλα». Χρησιμοποιείται, δηλαδή, ένα εξαιρετικά οικείο στις πλατιές μάζες κοινωνικό φαινόμενο, όπως το ποδόσφαιρο για να εξηγηθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση, «που μπορεί να είναι ένας παγκόσμιος δρων και να κυριαρχεί στην επικαιρότητα της ευρωπαϊκής και παγκόσμιας πολιτικής, αλλά η λειτουργία και η δομή της εξακολουθούν να μην είναι ελκυστικά και κατανοητά ζητήματα στην ίδια της Ευρώπη και στα ευρύτερα λαϊκά στρώματα. Η υπερφόρτωσή της με δυσδιάκριτους θεσμούς ως προς τη λειτουργία τους και τη δημοκρατική της νομιμοποίησή τους έχει οδηγήσει στην απομάκρυνσή της από την καθημερινότητα των πολιτών.»  (σελ. 28 – 29). Όπως με παράπονο ομολογεί ο συγγραφέας τα επιστημονικά βιβλία δεν διαβάζονται, πολύ περισσότερο δεν αγοράζονται. Έτσι, καταφεύγει σε ένα ελκυστικό αμπαλάζ (το ποδόσφαιρο) για να πάρει, τελικά, θέση απέναντι στην εξέλιξη της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης, που το χρειάζεται αφού η ίδια έχει χάσει την ελκυστικότητά της.
 
Υπό την έννοια αυτή, όσο και αν κάποιος μπορεί να διαφωνεί με κάποιες από τις επιμέρους σκέψεις του συγγραφέα, το βιβλίο του είναι εξαιρετικά φρέσκο, απολύτως πρωτότυπο και αρκούντως ενδιαφέρον. Ωστόσο, το βιβλίο δεν είναι ένα εύπεπτο ανάγνωσμα, αφού έχει όλα τα χαρακτηριστικά μιας πυκνής επιστημονικής μονογραφίας, που ασχολείται με ένα πολύπλοκο και δύσκολα εξηγήσιμο φαινόμενο. Η μεθοδολογία του «διαλόγου ποδοσφαίρου και Ευρωπαϊκής Ένωσης», στην οποία καταφεύγει, είναι απαιτητική, αφού ο συγγραφέας εξ αντικειμένου «εκτίθεται» σε δύο κόσμους: αυτόν του ποδοσφαίρου και σε αυτόν της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, από τους οποίους θα κριθεί εξίσου αυστηρά. Και ενώ αυτόν της διεθνούς πολιτικής τον κατέχει με αρτιότητα, όπως έχει δείξει και σε προηγούμενα δείγματα γραφής του, εκπλήσσει η πληρότητα, η βαθειά γνώση και η βιβλιογραφική πληρότητα της προσέγγισής του στο ποδόσφαιρο. Αυτό, εξάλλου, δυναμώνει τη δύναμη της μεταφοράς. Η μεθοδολογία που ακολουθεί κρύβει κινδύνους, αν δεν συνοδεύεται από βαθειά και όχι επιφανειακή γνώση των δύο κόσμων, αφού μπορεί να οδηγήσει σε υπεραπλουστεύσεις, τις οποίες ο Κεντρωτής φαίνεται να αποφεύγει τις περισσότερες φορές με την τέχνη «κορυφαίου ντριμπλέρ».
 

Με έντονο προβληματισμό και επιμονή φυσιοδίφη ο συγγραφέας εγκύπτει σε κάθε πτυχή και εκδήλωση, παλιότερη και σύγχρονη, του ενωσιακού φαινομένου, επιχειρώντας να την εξηγήσει ανατρέχοντας σε ποδοσφαιρικούς όρους και λειτουργίες. Στην μελέτη του ασχολείται με το σύνολο των πτυχών της διαδικασίας της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης από τις απαρχές της και την αγνότητα του ευρωπαϊκού ιδεώδους – «τα ξερά γήπεδα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα και της ΕΟΚ» ως τις μέρες μας, όπου ο τεχνοκρατικός χαρακτήρας της Ένωσης θυμίζει «το θάνατο του προπονητή που έλεγε πάμε να παίξουμε και την αντικατάσταση του από τεχνικό, που λέει πάμε να δουλέψουμε», που υποσκάπτει τη νομιμοποίησή της. Κατά συνέπεια τα «μεγάλα θεσμικά» της Ένωσης, ας μου επιτραπεί η έκφραση, είναι παρόντα στο βιβλίο, όπως:
 

  • Η αέναη διαδικασία παραχώρησης κρατικών αρμοδιοτήτων στην Ένωση,
  • Η νομοτελειακή σύγκρουση υπερεθνικότητας – διακυβερνητικότητας, απλής διακρατικής συνεργασίας – ενσωμάτωσης και σε τελευταία ανάλυση Κράτους – Ένωσης, αφού τον το ένα τείνει να αναιρέσει το άλλο,
  • Το ζήτημα του δημοκρατικού ελλείμματος των ενωσιακών θεσμών σε συνδυασμό με αυτό της αποτελεσματικότητάς τους,
  • Ο χαρακτηρισμός της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης ως «δια του δικαίου ολοκλήρωσης», που οδηγεί στην πρωταρχία των κανόνων (γραφειοκρατία, τεχνοκρατία» έναντι της πολιτικής (θεάματος). Αν και ακραίο το παράδειγμα (πάντα τέτοια πρέπει να είναι τα παραδείγματα) του αγώνα Gladbach – Inter (1971), όπου η πρώτη κέρδισε αποδίδοντας εκπληκτικό ποδόσφαιρο με σκορ 7-1 αλλά ο αγώνας επαναλήφθηκε γιατί ένα κουτί αναψυκτικού, που πετάχτηκε από την κερκίδα, κτύπησε τον for της Inter Boninsegna (σελ. 199 – 200), είναι χαρακτηριστικό,
  • Το σύγχρονο φαινόμενο, τέλος, της αύξησης του ευρωσκεπτικισμού στις ευρωπαϊκές κοινωνίες, που οδηγεί σε φανατικούς της κερκίδας (σελ. 93).

 
Τα παραπάνω πέρα από τη επιστημονική αξία που έχουν, καθιστούν το βιβλίο του Κεντρωτή εξαιρετικά χρήσιμο για τους φοιτητές, ιδιαίτερα αυτούς των πολιτικών επιστημών και θα πρέπει να αξιολογηθεί και ως τέτοιο.
 
Με πολλές από τις θέσεις του Κεντρωτή διαφωνώ. Μια από αυτές είναι η κρίση του για την αρχή της αλληλεγγύης, όπου αναφέρει «Η αλληλεγγύη ως βασική ειδοποιός διαφορά του Ευρωπαϊκού Σχεδίου έναντι του παρελθόντος της διεθνούς πολιτικής έχει μεταβληθεί σε «αποδιοπομπαίο τράγο», σε «θεσμικό σκουπίδι», που επιχειρείται διαρκώς να κρατείται καλά κρυμμένο…», μια θέση που είναι δημοφιλής στην Ελλάδα αλλά απέχει από την πραγματικότητα (σελ. 195). Τις θέσεις μου για την αρχή της αλληλεγγύης στην έννομη τάξη της Ένωσης, τις έχω εκφράσει σε ομότιτλο βιβλίο μου. Ωστόσο, θα πρέπει να τονίσω ότι το βιβλίο αποτελεί ένα έξυπνο έναυσμα διαλόγου για την πορεία της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης, την ταχύτητά της, την κατεύθυνσή της, ακόμη και της αναγκαιότητάς της, που στη χώρα μας ουδέποτε αναπτύχθηκε ουσιαστικά. Γι’ αυτό παρουσιάζονται φαινόμενα σαν αυτό του αποτελέσματος αλλά και της κατάληξης του Δημοψηφίσματος του καλοκαιριού του 2015, σε αντίθεση με αυτό του Brexit του Ιουνίου, που, ανεξάρτητα από τη θέση που παίρνει κανείς απέναντι στο αποτέλεσμά του, αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα σύγχρονης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
 
Στην μελλοντική συζήτηση, που εύχομαι να ανοίξει το βιβλίο του Κεντρωτή, θέλω να καταθέσω την αγωνία ενός μεγάλου Έλληνα ευρωπαϊστή, του αείμνηστου Δημήτρη Τσάτσου («Ευρωπαϊκή Συμπολιτεία», 2007, σελ 526), που διερωτάται «Τι είναι πιο έγκυρο, πιο αξιόπιστο; Η αυτάρεσκη, ορισμένες φορές πολιτικά δόλια, επιστημονικοφανής αμφισβήτηση της βιωσιμότητας της Ευρώπης ή η φωνή που ακούστηκε τότε από τον Κορυδαλλό, η φωνή του μεγάλου Φυλακισμένου, εκείνου που δεν άφησε το προσωπικό του μαρτύριο ούτε τη ιστορική του πρόγνωση να παραμορφώσει ούτε το όραμα της Ευρώπης να σβήσει μέσα του». Ο μεγάλος Φυλακισμένος ήταν ο Γιώργος – Αλέξανδρος Μαγκάκης, που φυλακισμένος από τη Χούντα έγραψε το «Γράμμα από τη φυλακή προς τους Ευρωπαίους», το οποίο αποτελεί ιστορικό τεκμήριο της αξιακής υπόστασης Ευρώπης.
 

*Ο Μιχάλης Δ. Χρυσομάλλης διδάσκει στη Νομική Σχολή του ΔΠΘ. Κατέχει επίσης την Έδρα Jean Monnet.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.