«Καμιας γυναικας γεννημα»: Το συγκινητικο μυθιστορηματικο πορτρετο της αδαμαστης Ροζ

Φρανκ Μπουίς, «Καμιάς γυναίκας γέννημα», Γιώργος Καράμπελας μτφρ., εκδ. Καστανιώτης, Αθήνα 2020

Η μυθιστορία στο «Καμιάς γυναίκας γέννημα» του Φρανκ Μπουίς είναι η ιστορία μίας δυστυχισμένης, μα και απίστευτα γενναίας ύπαρξης, της Ροζ, η οποία δημιουργεί ένα από τα πιο δυνατά και συγκινητικά βιβλία του 2020.

Η Ροζ γεννιέται σε μια αγροτική περιοχή της Γαλλίας στους κόλπους μίας φτωχής οικογένειας, πρώτη από τέσσερις στη σειρά αδελφές. Συνειδητοποιεί με πικρία, ήδη από πολύ μικρή ηλικία, ότι θα έπρεπε να είχε γεννηθεί αγόρι, αφού μονάχα αυτά είναι χρήσιμα στους άπορους χωρικούς. Ο πατέρας της, ο Ονήσιμος, θα διαπράξει στο όνομα της καταραμένης φτώχειας του το μεγαλύτερο αμάρτημα: θα πουλήσει την ίδια του την κόρη σε έναν εξαχρειωμένο πλούσιο γαιοκτήμονα προκειμένου να μπορέσει να ζήσει την υπόλοιπη φαμελιά του. Πρόκειται για μία πράξη που θα τον σημαδέψει, θα τον γεμίσει με τύψεις, αλλά και θα φέρει δυστυχία στην υπόλοιπη οικογένεια.

Ο γαιοκτήμονας, ο οποίος είναι συγχρόνως και σιδηρουργός, ζει μαζί με την άρρωστη γυναίκα του και τη γηραιά μητέρα του στο σπίτι όπου η Ροζ θα εργαστεί ως υπηρέτρια. Εκεί δουλεύει, κοντά σε άλλους, και ο Εντμόν, ένα πρόσωπο το οποίο θα αποδειχτεί κομβικό για την ψυχοσύνθεση της δεκατετράχρονης κοπέλας. Αρχικά, τα πράγματα δεν είναι και τόσο άσχημα για τη Ροζ, αν εξαιρέσει βέβαια κανείς το γεγονός ότι το κορίτσι ξεθεώνεται στο δουλειά. Το σπίτι, όμως, καθώς και ο ίδιος ο γαιοκτήμονας κρύβουν ένα θανάσιμο μυστικό, το οποίο δεν θα αργήσει να φέρει τα πάνω κάτω στη ζωή της Ροζ.

Η εξέλιξη και η κατάληξη της όλης ιστορίας αποτελεί μία έκπληξη για τον αναγνώστη. Την αφηγείται η ίδια η κοπέλα μέσα από τις φθαρμένες σελίδες ενός τετραδίου που έγραψε μόνη της, όντας έγκλειστη σε ένα ίδρυμα για ψυχικά ασθενείς, και την οποία διαβάζει ένας ιερέας, ο Γκάμπριελ. Αυτός θα ανακαλύψει την ύπαρξη τού τετραδίου και της ίδιας της Ροζ εντελώς αναπάντεχα.
Η Ροζ είναι ένα κορίτσι που δεν έπαιξε, ούτε γέλασε όσο έπρεπε στα παιδικά της χρόνια. Είναι μία έφηβη η οποία δεν γνώρισε τον έρωτα, ούτε τις χαρές που η ζωή τις όφειλε. Είναι, επίσης, μία ύπαρξη στης οποίας τις απανωτές εκκλήσεις για βοήθεια «ο Θεός, η Παναγία και όλοι οι Άγιοι πάντοτε κώφευαν», ενώ, όπως θα διαπιστώσει με πικρία η ίδια, «ο διάβολος έρχεται χωρίς να χρειαστεί να τον καλέσεις…». Για να ξεπεράσει την απύθμενη δυστυχία της αναγκάζεται να μετατρέψει τον βαθύ της πόνο σε θυμό και οργή. Για να επιβιώσει αναγκάζεται να σκοτώσει ό,τι αγνό και αθώο έχει μέσα της. Η Ροζ, χωρίς να το ξέρει αρχικά, διαπιστώνει στην πορεία ότι διαθέτει τεράστιες ψυχικές αντοχές, και ότι ο άνθρωπος μπορεί να αντέξει τελικά τα πάντα, ακόμη κι όταν η ζωή και οι άθλιοι άνθρωποι δεν του αφήνουν τίποτε απολύτως για να ελπίζει.

Αρχικά, η αφήγηση του Μπουίς θυμίζει παραμύθι, τόσο το σκηνικό, δηλαδή το δάσος και η φύση, όσο και οι χαρακτήρες. Η Ροζ θα μπορούσε να είναι η Σταχτοπούτα, ο Εντμόν το πριγκιπόπουλο στην Ωραία Κοιμωμένη, ο γαιοκτήμονας ο δράκος του παραμυθιού και η μητέρα του η γριά μάγισσα από τον Χάνσελ και Γκρέτελ. Σύντομα, όμως, το παραμύθι μετατρέπεται σε εφιάλτη. Ο συγγραφέας δεν αρκείται στην περιγραφή των συναισθημάτων της Ροζ. Αντιθέτως, φαίνεται σαν να μας προσφέρει ένα καλοδουλεμένο ψυχολογικό θρίλερ, αφού αρέσκεται να περιγράφει διεξοδικά, σαν επίμονος κηπουρός, τα συναισθήματα της ίδιας της Ροζ, τις τύψεις που ταλανίζουν τον πατέρα της, τη δυστυχία της μητέρας της, τις σκέψεις του Εντμόν κ.ά. Οι μόνοι τους οποίους αφήνει απ’ έξω, σκόπιμα, για να διατηρήσει το μυστήριο, είναι ο γαιοκτήμονας, ο γιατρός και η μητέρα του. Ό,τι μαθαίνουμε για τη δική τους σκέψη και ψυχοσύνθεση, το μαθαίνουμε μέσα από την οπτική των άλλων.

Κάπου κάπου στην αφήγηση ξεπετάγονται αναμνήσεις από τα παιδικά χρόνια της Ροζ. Αυτές αποτελούν, μαζί με τις ελάχιστες στιγμές τις οποίες έχει αυτή με τον Εντμόν, τις μοναδικές αντιστάσεις της προκειμένου να αντέξει τη δυστυχία που την κυκλώνει χωρίς να οδηγηθεί στην τρέλα.

Η γραφή του Φρανκ Μπουίς φέρνει τη λογοτεχνία στο απόγειό της, κάτι ολοφάνερο ακόμη και σε εμάς που διαβάζουμε το βιβλίο σε μετάφραση και όχι στα γαλλικά. Η αφήγησή του φαίνεται να διαθέτει έμφυτη μουσικότητα και ρυθμό, σαν να πρόκειται για “παρτιτούρα” και όχι για μυθιστόρημα. Ο Φ. Μ. ξέρει ακριβώς ποια λέξη πρέπει να χρησιμοποιήσει και πού, πότε και πόση έκταση πρέπει να αφιερώσει για να περιγράψει ένα τοπίο ή ένα συναίσθημα και πότε ακριβώς να προσθέσει κάποια γενική κρίση για να σχολιάσει τα τεκταινόμενα. Τόσο η γραφή του, όσο και η υπόθεση συγκινούν βαθιά τον αναγνώστη, ο οποίος θα βιώσει έντονα τη δυστυχία της Ροζ, σαν να βρίσκεται και ο ίδιος εκεί μαζί της και να αποπειράται να της προσφέρει παρηγοριά και συμπαράσταση.

Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί την τεχνική του εγκιβωτισμού για να αφηγηθεί την ιστορία της Ροζ σε σχέση με τον παροντικό χρόνο στην αρχή και το τέλος του μυθιστορήματος και εναλλάσσει την πρωτοπρόσωπη με την τριτοπρόσωπη αφήγηση, ακολουθώντας μία πρωτότυπη τεχνική. Αυτή ενσωματώνει τους διαλόγους μεταξύ των προσώπων σε ευθύ λόγο, αλλά χωρίς να τους σημειώνει με εισαγωγικά και παύλες, έτσι ώστε αυτοί να μην ξεχωρίζουν από το κυρίως σώμα της αφήγησης. Ακόμη, διατηρεί εντέχνως το μυστήριο γύρω από τον γαιοκτήμονα μέχρι τη μέση περίπου του βιβλίου, κορυφώνοντας έτσι την αγωνία του αναγνώστη.
Πρόκειται για ένα αφήγημα το οποίο θα μας γεννήσει πολλές σκέψεις σχετικά με κοινωνικά θέματα, όπως η «αθλιότητα» ορισμένων ανθρώπων, η ψυχασθένεια, η φτώχεια, οι τύψεις και ο γονεϊκός ρόλος. Τίθεται, επίσης, επί τάπητος το παρακάτω ερώτημα: εάν κάποιος γνωρίζει ότι συμβαίνει ένα έγκλημα και δεν αντιδρά σε αυτό, λόγω καθαρής δειλίας, θεωρείται άραγε συνένοχος με τον θύτη ή όχι;

*Η Λεύκη Σαραντινού είναι φιλόλογος, ιστορικός και συγγραφέας. Τελευταίο της βιβλίο η ιστορική μελέτη «Μύθοι που έγιναν ιστορία», Εκδόσεις Ενάλιος, Αθήνα 2020.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.