Jack Harte, συγγραφεας «Απολαυσα καθε τι που εκανα στη ζωη μου»

«Κοινό στοιχείο Ιρλανδών και Ελλήνων το χιούμορ μας και η προσέγγιση στη ζωή»

Η παράσταση «Εμείς τους ονομάζουμε Γαλάτες» που παρουσιάστηκε στο Αρχαίο Θέατρο της Μαρώνειας και επαναλαμβάνεται και σήμερα στο Θερινό ΔΗΠΕΘΕ Κομοτηνής, έδωσε την ευκαιρία στο θεατρόφιλο κοινό της Κομοτηνής να γνωρίσει έναν από τους γνωστότερους Ιρλανδούς συγγραφείς, τον Jack Harte.
 
Η γνωριμία αυτή δεν περιορίστηκε στον μύθο του Λου και του Μπέιλορ, που χάρισε στο Εργαστήρι Θεατρικής Παιδείας του ΔΗΠΕΘΕ Κομοτηνής, αλλά μας έδωσε την ευκαιρία και στην δια ζώσης γνωριμία μαζί του, καθώς ταξίδεψε στην Ροδόπη ειδικά για την πρεμιέρα της παράστασης στην οποία έδωσε το «παρών».
 
Σύμφωνα με το βιογραφικό του που περιλαμβάνεται στη θεατρική έκδοση των κειμένων της παράστασης από τις εκδόσεις «Παρατηρητής της Θράκης», ο Jack Harte γεννήθηκε στην πόλη Killeenduff της Δυτικής Ιρλανδίας. Σε ηλικία 18 ετών μετακόμισε στο Δουβλίνο, όπου ζει μέχρι και σήμερα.
 
Διετέλεσε δάσκαλος στο Clondalkin και διευθυντής του Lucan Community College. Μεταξύ 1979 και 1991 έγραψε 24 αγγλικά εγχειρίδια για τα ιρλανδικά σχολεία, τα οποία έτυχαν ευρείας αποδοχής ενώ είναι και ο ιδρυτής της Ένωσης Ιρλανδών Συγγραφέων και του Ιρλανδικού Κέντρου Συγγραφέων.
 
Ο Jack Harte τερμάτισε τη θητεία του ως πρόεδρος του Ιρλανδικού Κέντρου Συγγραφέας το 2012, διοργανώνοντας και ηγούμενος μαραθώνιου ανάγνωσης υπό τον τίτλο “Read for the World” στον οποίο συμμετείχαν 111 συγγραφείς οι οποίοι διάβαζαν έργα τους για 28 ώρες μπροστά σε κοινό 1.280 ατόμων στις εγκαταστάσεις του Κέντρου, ενώ παράλληλα ο μαραθώνιος μεταδίδονταν ζωντανά μέσω διαδικτύου και παρακολουθήθηκε από 117.549 θεατές από 53 χώρες. Το παραπάνω εγχείρημα κέρδισε μια θέση στο βιβλίο των ρεκόρ Guinness για τους περισσότερους συγγραφείς που διαβάζουν συνεχόμενα έργα τους. Από το 2004 μέχρι το 2013 έχει πραγματοποιήσει δημόσιες αναγνώσεις έργων του σε 12 χώρες του κόσμου. Για τη συμβολή του στην ιρλανδική λογοτεχνία το Ιρλανδικό Κέντρο Συγγραφέων έχει θεσπίσει βραβείο με το όνομά του.
 
Σε ό,τι αφορά το συγγραφικό του έργο έχει εκδώσει δύο μυθιστορήματα και τρεις συλλογές διηγημάτων. Παράλληλα μεμονωμένα διηγήματά του έχουν δημοσιευθεί σε περιοδικά και ανθολογίες σε εννέα χώρες, ενώ έχουν συμπεριληφθεί και σε σχολικά εγχειρίδια. Το 2015 το πρώτο θεατρικό του «Η γλώσσα της σιωπής» ανέβηκε στο Δουβλίνο και στη συνέχεια περιόδευσε στην Ιρλανδία. Το δεύτερο θεατρικό του «Η μυστηριώδης ιστορία των πραγμάτων» παίζεται αυτόν τον καιρό, ξεκινώντας από τον Ιούλιο, στο Θέατρο Βίκινγκ στο Δουβλίνο. Έργα του έχουν μεταφραστεί σε δέκα γλώσσες.
 
Η παρουσία του Jack Harte στην πρεμιέρα της παράστασης αποτέλεσε μία πρώτης τάξεως ευκαιρία για τον «ΠτΘ» να συνομιλήσει μαζί του, μαθαίνοντας ακόμα περισσότερα για τη σχέση του με τη συγγραφή και τη μυθολογία ειδικότερα, καθώς και τη στενή σχέση που διατηρεί με την Ελλάδα.
 
Jack Harte όμως…

«Οι μύθοι προέκυψαν από την ανάγκη του κόσμου να εξηγήσει με ιστορίες τα φυσικά φαινόμενα που δεν αντιλαμβάνονταν» 

ΠτΘ: κ. Harte βρίσκεστε στην Ελλάδα, με αφορμή το ανέβασμα του μύθου των «Lugh and Balor» (Λου και Μπέιλορ) που αποτελεί μέρος της παράστασης «Εμείς τους ονομάζουμε Γαλάτες» του ερασιτεχνικού εργαστηρίου του ΔΗΠΕΘΕ Κομοτηνής. Πώς νοιώθετε γι ‘αυτό;
J.H.:
Είμαι πολύ χαρούμενος που βρίσκομαι στην Ελλάδα. Είναι μία χώρα που αγαπώ πολύ και την οποία έχω επισκεφτεί τουλάχιστον τρεις φορές. Μέσα σε αυτές τις περιηγήσεις μου ανά την Ελλάδα, ανακάλυψα ότι υπάρχουν πολλά κοινά στοιχεία μεταξύ Ελλήνων και Ιρλανδών, όπως η αίσθηση του χιούμορ αλλά και η προσέγγιση στη ζωή. Θεωρώ μεγάλο προνόμιο και τιμή να έρχομαι στην περιοχή και μάλιστα με ένα θεατρικό έργο, μιας και η Ελλάδα είναι η γενέτειρα του Θεάτρου. Αισθήματα που μεγαλώνουν ακόμα περισσότερο, όταν το έργο αυτό παίζεται σε έναν χώρο, όπου χιλιάδες χρόνια πριν παιζόταν τα έργα των μεγάλων τραγικών.
 
ΠτΘ: Επιλέξατε να «χαρίσετε» στο ΔΗΠΕΘΕ Κομοτηνής τον μύθο των Λου και Μπέιλορ, όπως έχετε πει λόγω των ομοιοτήτων που παρουσιάζει με τον μύθο του Κύκλωπα, αντικατοπτρίζοντας τις ομοιότητες που υπάρχουν μεταξύ Κέλτικης και Ελληνικής Μυθολογίας. Ποια η σχέση σας με τη μυθολογία;
J.H.:
Κοντά στο σπίτι που γεννήθηκα, υπάρχει ένας τεράστιος βράχος που έχει χωρίσει στα δύο. Όταν ήμουν παιδί μου έλεγαν πως ο λόγος που συνέβη αυτό ήταν γιατί δύο γίγαντες της Κέλτικης μυθολογίας στεκόταν σε ένα βουνό και έκαναν διαγωνισμό ποιος θα πετάξει μια πέτρα πιο μακριά. Σύμφωνα με τον μύθο λοιπόν ο ένας σήκωσε έναν βράχο και τον πέταξε στη θάλασσα, και ο άλλος, που ήταν ο ήρωας Fionn mac Cumhaill(ο Κύμχαλος του έργου), πέταξε το δικό του βράχο, ο οποίος όμως δεν έφτασε μέχρι τη θάλασσα. Τότε θύμωσε τόσο πολύ που τον χτύπησε και αυτός άνοιξε.
 
Μεγάλωσα λοιπόν με τον μύθο αυτό στο μυαλό μου, όπως αντίστοιχα και με όλους τους μύθους που συνοδεύουν κάθε λόφο, κάθε σημείο της Ιρλανδίας.
 
Άλλωστε αυτό ήταν ανέκαθεν η μυθολογία. Όταν ο κόσμος δεν αντιλαμβανόταν τα φυσικά φαινόμενα, γιατί για παράδειγμα ο ήλιος ανέτειλε από την Ανατολή και έδυε στη Δύση, έφτιαχναν ιστορίες για να το εξηγήσουν. Αυτή η δυνατότητα να δημιουργήσουμε ιστορίες έχει ενσωματωθεί στη συνείδησή μας, στον εγκέφαλό μας και μέσα από αυτές εξελισσόμαστε και επικοινωνούμε. 

«Η μυθολογία και ο νους μας συνδέονται πολύ στενά, και αν κάποιοι δεν το καταλαβαίνουν, τότε υπάρχει πρόβλημα» 

ΠτΘ: Στην Ελλάδα ωστόσο, οι νεότερες τουλάχιστον γενιές, έχουν αποδιώξει τον μύθο από την ζωή τους…
J.H.:
Είναι λάθος, όχι μόνο για τους Έλληνες αλλά γενικότερα, η μυθολογία να μην αποτελεί μέρος της ζωής μας, γιατί στο υποσυνείδητό μας κρύβονται όλες αυτές οι ιστορίες και όταν ονειρευόμαστε, τα όνειρά μας έχουν τους ίδιους συμβολισμούς που βλέπουμε στη μυθολογία. Η μυθολογία και ο νους μας συνδέονται πολύ στενά, και αν κάποιοι δεν το καταλαβαίνουν, τότε υπάρχει πρόβλημα. Επειδή η πρόοδος έχει κατακλύσει τον κόσμο μας, νομίζουμε ότι τα γνωρίζουμε όλα. Αυτό όμως δεν είναι αλήθεια, γιατί τα τελευταία 100 χρόνια είναι μόνο μια στιγμή στην ανάπτυξή μας ως είδος. Για παράδειγμα οι θρησκείες είναι ουσιαστικά ιστορίες και ανεξάρτητα από το αν κάποιος πιστεύει ή όχι, έχουν πραγματική δύναμη και οι άνθρωποι ταυτίζονται με αυτές. Προσωπικά πιστεύω ότι θα πρέπει να είμαστε πιο προσεχτικοί με αυτές τις ιστορίες, είναι επικίνδυνο να τις παίρνουμε κυριολεκτικά, όπως είναι αντίστοιχα επικίνδυνο το να τις απορρίπτουμε εξ’ ολοκλήρου. 

«Μεγάλωσα έχοντας διαρκώς την αίσθηση ότι ήθελα να γράψω» 

ΠτΘ: Πώς ασχοληθήκατε με τη συγγραφή;
J.H.:
Γεννήθηκα σε ένα απόμερο χωριό της Ιρλανδίας και μεγάλωσα έχοντας διαρκώς την αίσθηση ότι ήθελα να γράψω. Στο γειτονικό σπίτι μεγάλωσε και ο ξάδελφός μου Fred Conlon, ο οποίος αντίστοιχα είχε πάντα μία καλλιτεχνική ανησυχία. Τελικά έγινε ένας από τους καλύτερους γλύπτες της Ιρλανδίας και εγώ συγγραφέας. Δεν μπορώ να εξηγήσω τι μας ωθούσε. Δεν ήταν εξωτερική επιρροή, έβγαινε από μέσα μας. Για παράδειγμα ο Fred, ο οποίος δεν είχε λάβει κάποια ανώτερη εκπαίδευση, δημιουργούσε τεράστια γλυπτά σε κομμάτια που ταίριαζαν μεταξύ τους, με τέτοιον τρόπο που ούτε μαθηματικός θα μπορούσε να το κάνει.
 
Προσωπικά ξεκίνησα από την ποίηση, περίπου στα 13 μου χρόνια και είχα την χαρά κατά τη διάρκεια της εφηβείας μου να δω τα ποιήματά μου να εκδίδονται. Στα 20 μου ξεκίνησα να γράφω διηγήματα και από εκεί πέρασα στο μυθιστόρημα.
 
Το πέρασμα από την ποίηση στο διήγημα κατά την άποψή μου έγινε λογικά, γιατί θεωρώ πως είναι δύο είδη που βρίσκονται πολύ κοντά, έχουν το ίδιο αποτέλεσμα.
 
Το μυθιστόρημα ήρθε στην ζωή μου λόγω της ανάγκης μου να εξελίσσομαι ως συγγραφέας, και, λόγω της επικρατούσας τότε κατάστασης στον λογοτεχνικό κόσμο της Ιρλανδίας, τα μυθιστορήματά μου γνώρισαν επιτυχία. Και έπειτα ήρθαν τα θεατρικά έργα. Όλη αυτή ήταν μια πολύ φυσική διαδικασία για μένα. Μια λογική εξέλιξη που δεν ήρθε επειδή εγώ αποφάσιζα να περάσω σε ένα άλλο είδος, αλλά επειδή κάθε φορά προχωρούσα σε μορφές που αντιπροσώπευαν αυτά που ήθελα να πω. Μέρος αυτής της εξέλιξης ήταν και η δημιουργία της Ιρλανδικής Ένωσης Συγγραφέων. 

«Αν μπορούσα να κάνω κάτι διαφορετικά, θα ζητούσα να έχω την ίδια ζωή, αλλά με την αυτοπεποίθηση που έχω σήμερα» 

       

ΠτΘ: Συγγραφέας, δάσκαλος, διευθυντής σχολείου, ιδρυτής της Ιρλανδικής Ένωσης Συγγραφέων της Ιρλανδίας, είναι μόλις λίγες από τις ιδιότητες που συνοδεύουν το όνομά σας. Πώς τα καταφέρατε;
J.H.:
Τόσο από τη διδασκαλία όσο και από τη διεύθυνση του σχολείου αντλούσα πάντα σημαντική ικανοποίηση, αλλά κυρίως την ελευθερία να κάνω αυτό που θέλω.
 
Ο συνδυασμός όμως χρειαζόταν μεγάλη ενέργεια, γι’ αυτό και δεν θα πρότεινα κάτι αντίστοιχο στους νέους συγγραφείς. Αν σκέφτεσαι μια καριέρα ως δάσκαλος, πρέπει να καταλάβεις ότι το 99% της ενέργειάς σου θα πηγαίνει σε αυτό και μόλις το 1% στη συγγραφή. Παρόλα αυτά ποτέ δεν μπορούσα να αντισταθώ σε μία πρόκληση και έτσι ακόμα και όταν δίδασκα έγραψα 24 βιβλία διδασκαλίας αγγλικών. Απόλαυσα κάθε τι που έκανα στην ζωή μου. Τώρα αν αυτό ήταν καλό για τη γραφή μου, δεν το γνωρίζω. Ωστόσο το έκανα και δεν το μετανιώνω καθόλου, αν όμως μπορούσα να το ξαναζήσω, θα έκανα κάτι εντελώς διαφορετικό. Μεγαλώνοντας σε ένα ιδιαίτερα αγροτικό τμήμα της Δυτικής Ιρλανδίας, δεν αποκτάς καμία αυτοπεποίθηση, και είναι μια νοοτροπία που δύσκολα μπορείς να ανατρέψεις εξολοκλήρου. Ακόμα και σήμερα αισθάνομαι πως πολλές μου αδυναμίες πηγάζουν από αυτή την έλλειψη αυτοπεποίθησης, και αν μπορούσα να κάνω κάτι διαφορετικά, θα ζητούσα να έχω την ίδια ζωή, αλλά με την αυτοπεποίθηση που έχω σήμερα.

«Η λογοτεχνία στα σχολεία δολοφονείται» 

ΠτΘ: Η λογοτεχνία τουλάχιστον σε επίπεδο Ελλάδας ωστόσο έχει σχεδόν εξαλειφτεί από το εκπαιδευτικό σύστημα και επομένως από την καθημερινότητα και τη λογική των νέων.
J.H.:
Το εκπαιδευτικό σύστημα καταστρέφει τη λογοτεχνία για τα παιδιά, γιατί δεν έχει πειστεί ότι είναι ο καλύτερος τρόπος ώστε να αποκτήσουν όρεξη για διάβασμα. Τα στοιχεία δείχνουν πως τα 14 χρόνια εκπαίδευσης δεν κάνουν τα παιδιά αναγνώστες. Οπότε κάτι δεν πάει καλά και θα πρέπει κάποια στιγμή να βρούμε τις κατάλληλες λύσεις. Προσωπικά πιστεύω ότι η λογοτεχνία στα σχολεία δολοφονείται και θα πρέπει να ξεκινήσουμε αλλάζοντας τον τρόπο με τον οποίο την διδάσκουμε. Εγώ πήρα την αγάπη μου για τη λογοτεχνία και τα βιβλία από τους ανθρώπους γύρω μου. Κάτι σαν μεταδοτική ασθένεια. Νομίζω ότι πρέπει επιτέλους να βρεθεί ένας τρόπος επανασύνδεσης των νέων με την λογοτεχνία και την ποίηση. 

«Εχω γράψει μία ιστορία για την “Ελληνική Άνοιξη”» 

ΠτΘ: Έχετε γράψει ποτέ τίποτα για την Ελλάδα;
J.H.:
Ναι, έχω γράψει εδώ και πολλά χρόνια βέβαια. Είχα επισκεφτεί την Ελλάδα το καλοκαίρι του ’74 και, συγκεκριμένα, όταν έγινε η εισβολή στην Κύπρο. Ζήσαμε μοναδικές στιγμές, την επιστράτευση, την όλη κινητοποίηση και όταν ήρθαν τα πλοία για να πάρουν τους τουρίστες, εμείς αποφασίσαμε να μείνουμε και να ταξιδέψουμε στα νησιά. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι ήμασταν σε ένα νησί και κοιτούσαμε τα τουρκικά παράλια και ο ελληνικός στρατός είχε λάβει θέσεις μάχης ακριβώς από πίσω μας. Στη συνέχεια, όταν κατέρρευσε η Χούντα, πήγαμε στην Αθήνα όπου γινόταν μεγάλες κινητοποιήσεις και θυμάμαι τη μουσική του Μίκη Θεοδωράκη που ήταν μέχρι τότε απαγορευμένη να παίζει παντού. Όταν γύρισα έγραψα μία ιστορία για εκείνες τις ημέρες, την «Ελληνική Άνοιξη» όπως ακριβώς την έζησα εγώ. Δεν ξέρω αν θα γράψω ξανά για την Ελλάδα, αλλά αν γράψω θα φροντίσω να το μάθετε.
 

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.