Η «Σμυρνη» του Ερβε Ζωρζελεν βοηθησε κατα πολυ στην κατανοηση της επικινδυνοτητας των εθνικισμων

Στην παρουσίασή της στην Κομοτηνή από την κ.Αικατερίνη Μάρκου, επ. Καθηγήτρια Κοινωνικής και Ιστορικής Ανθρωπολογίας του Δ.Π.Θ. - «Όταν ο λόγος δρα στις πράξεις των ανθρώπων, τα φλογερά λόγια καίνε αληθινές πόλεις»

Η παρουσίαση στο βιβλιοπωλείο Δημοκρίτειο της μελέτης του ιστορικού της νεότερης γενιάς κ. Ερβέ Ζωρζελέν με τίτλο «Σμύρνη. Από τον κοσμοπολιτισμό έως τους εθνικισμούς», με τη συνδρομή της επίκουρης καθηγήτριας του Τμήματος Ιστορίας και Εθνολογίας κ. Αικατερίνης Μάρκου, μας έδωσε την ευκαιρία, στο πλαίσιο διαλόγων που επιτρέπει αλλά και προϋποθέτει η δημόσια ιστορία, να κατανοήσουμε με νηφαλιότητα ιστορικά γεγονότα που στη συλλογική μας μνήμη περιβλήθηκαν με τα τραυματικά συναισθήματα της απώλειας και του θανάτου τόσο για τους έλληνες κατοίκους της που βρέθηκαν πρόσφυγες και καταστρεμμένοι στην Ελλάδα το 1922, όσο και για τους αρμένιους, απόγονοι των οποίων υπήρξαν και συνδιοργανωτές της εκδήλωσης από κοινού με την εφημερίδα «Παρατηρητής της Θράκης». Αναφερόμαστε στον Σύλλογο Καππαδοκών και Μικρασιατών της πόλης μας, καθώς και στον συνεχώς δραστήριο σε θέματα ιστορίας Πολιτιστικό Μορφωτικό Όμιλο Αρμενίων Κομοτηνής, μέλη των οποίων όχι μόνον   έδωσαν το παρών  στην εκδήλωση, αλλά και συμμετείχαν στην επί της ουσίας συζήτηση με τον συγγραφέα κ. Ζωρζελέν που ακολούθησε, με τους αρμενίους της πόλης μας να συνομιλούν μαζί του κατά την υπογραφή των βιβλίων του και στα αρμενικά.
 
Στην εκδήλωση μεταξύ άλλων το παρών έδωσαν επίσης η αεικίνητη, εποικοδομητικά πάντοτε, Κοσμήτορας της Σχολής Κλασικών και Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΔΠΘ κ. Ζωή Γαβριηλίδου, ο επ. καθηγητής Τουρκολογίας του Τμήματος Ιστορίας, Γλώσσας και Πολιτισμού Παρευξεινίων Χωρών κ. Ιάκωβος Ακτσόγλου, η κ. Τζένη Κασαπιάν που πολλά και καλά ετοιμάζουν με τα μέλη  του Ομίλου Αρμενίων της πόλης μας αυτόν τον καιρό, ο κ. Μπάμπης Φαρασόπουλος και η σύζυγός του Δέσποινα, ο κ. Χαράλαμπος Μαυρίδης, οι ΕΔΙΠ του ΔΠΘ κ. Σπύρος Κιοσσές και κ. Κερατσώ Γεωργιάδου, η κ. Άρτεμη Συλιβού,  η κ. Ντίνα Κουγιουμτζιάν, ο Κρικόρ και ο Βαζέ Γκουμουσιάν, φοιτητές  και πολλοί άλλοι. Τον συντονισμό της εκδήλωσης είχε η εκδότρια και δημοσιογράφος του «Παρατηρητή της Θράκης» κ. Νατάσσα Βαφειάδου.      
 

Ακολούθως φιλοξενούμε, και για λόγους βιβλιογραφικούς της ιστορίας που αφορά και στην πόλη μας, την παρουσίαση από την κ. Αικατερίνη Μάρκου του πολύ καλού, γραμμένου «με ανθρώπινο χαρακτήρα» βιβλίου του ταλαντούχου νέου ιστορικού κ. Ερβέ Ζωρζελέν, που ως πολύγλωσσος ανοίγει ένα θέμα βιωματικά οικείο σε εμάς σε μια νέα πλούσια βιβλιογραφία, λαμβάνοντας υπόψη και τούρκικες και αρμενικές και γαλλικές πηγές, και κάθε είδους προξενικά έγγραφα και αρχεία.  

Αικατερίνη Μάρκου, επ. Καθηγήτρια Κοινωνικής και Ιστορικής Ανθρωπολογίας ΤΙΕ-ΔΠΘ «Η επιστημονική ακρίβεια, η αξιοποίηση σπάνιων αρχείων, η έντιμη στάση απέναντι στα «δύσκολα» ή «ευαίσθητα» ερωτήματα κυρίαρχα στοιχεία της “Σμύρνης” του E. Ζωρζελέν» 

Το βιβλίο είναι μετάφραση της γαλλικής έκδοσης της διδακτορικής διατριβής του συγγραφέα, την οποία εκπόνησε στην Ecole des Hautes Etudes en Sciences Sociales στο Παρίσι. Το βιβλίο εκδόθηκε στα γαλλικά το 2005, στα ελληνικά το 2007 και στα τουρκικά το 2008. O κ. Ερβέ Ζωρζελέν σήμερα, ζει στην Αθήνα, εργάζεται στο Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο, στο Τμήμα Τουρκικών Σπουδών και έχει μια πλούσια συγγραφική δραστηριότητα για το τέλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
 
 Το θέμα που απασχολεί το συγγραφέα είναι οι ανθρώπινες σχέσεις και το modus vivendi των διαφορετικών πληθυσμών μέσα στο ιστορικό, κοινωνικό, πολιτικό, οικονομικό και κυρίως ιδεολογικό πλαίσιο των τελευταίων δεκαετιών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που ξεκινά με την ενθρόνιση του Αμπντούλ Χαμίτ (1876) μέχρι τις παραμονές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο κοσμοπολιτισμός της νεωτερικής Σμύρνης του 19ου αιώνα καταστρέφεται μαζί με την πόλη, το Σεπτέμβριο του 1922. Την ίδια κατάληξη είχαν στη συνέχεια όλες οι κοσμοπολίτικες πόλεις της Ανατολικής Μεσογείου.
 
Πρόκειται για μια κοινωνική ιστορία ή/και ιστορική ανθρωπολογία που εξετάζει σε μεγαλύτερη έκταση τους ελληνορθόδοξους και τους Αρμένιους αλλά πάντα σε σχέση με τους Δυτικούς, τους Εβραίους  και τους μουσουλμάνους της πόλης. Όπως τονίζει ο ίδιος ο συγγραφέας, «είναι αδύνατο να μελετήσει κανείς όλες τις ανθρώπινες ομάδες μιας τέτοιας πολυπολιτισμικής κοινωνίας με τον ίδιο βαθμό ακρίβειας» τη στιγμή που δεν υπάρχουν γραπτές πηγές στην ίδια αναλογία για όλες τις ομάδες αλλά επίσης είναι αδύνατον για τον ερευνητή να ξέρει «τι έλεγαν και σκέφτονταν οι ίδιοι οι ντόπιοι απόγονοι των μαύρων σκλάβων του λιμανιού, οι Τσιγγάνοι, οι Αλβανοί βοσκοί, οι απλοί μουατζίρηδες των Βαλκανίων», εφόσον ο λόγος αυτών των υποκειμένων δε βρίσκεται καταγεγραμμένος πουθενά.
 

Η πολυγλωσσία του συγγραφέα (εκτός της μητρικής του γλώσσας που είναι τα γαλλικά, μιλάει πολύ καλά ελληνικά και αρμενικά, γερμανικά, αγγλικά, τουρκικά) του επέτρεψε να μελετήσει διπλωματικά αρχεία σε αυτές τις γλώσσες τα οποία συνήθως δεν αναφέρονται από άλλους ερευνητές. Χρησιμοποιήθηκαν επίσης, καταγεγραμμένες αφηγήσεις από το αρχείο προφορικής παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, αποσπάσματα από τον τύπο, όπως και η λογοτεχνία. 
 
Το βιβλίο χωρίζεται σε πέντε (5) κεφάλαια. Το πρώτο, καλύπτει την ανθρωπογεωγραφία της οθωμανικής Σμύρνης του 19ου αιώνα, αφού έχει προηγηθεί η αναφορά στον μακραίωνο, πολυποίκιλο και συνεχώς μεταβαλλόμενο εποικισμό της πόλης από την εποχή της οθωμανοποίησής της το 1424-25 υπό τον Μεχμέτ Β΄ μέχρι τον πιο πρόσφατο ανάμεσα στο 18ο και 19ο αιώνα διαμορφώνοντας τελικά τη φυσιογνωμία μιας σύγχρονης, ημιαποικιακής και πολυεθνοτικής πόλης.
 
H παρουσία των προξένων των δυτικών χωρών ήδη από τη δεκαετία του 1620 συμβάλλει στην ανάπτυξη της Σμύρνης μέσα στο επόμενο διάστημα μετατρέποντάς τη σε κοσμοπολιτικό κέντρο.  Ο κοσμοπολιτισμός της Σμύρνης το 19ο αιώνα δε φαίνεται να κινδυνεύει από τις ρητορείες περί «αυτοχθονίας» των πληθυσμών οι οποίες εισβάλλουν σιγά σιγά στο πλαίσιο των εθνικισμών που αναπτύσσονται σε Ευρώπη και Βαλκάνια ιδιαίτερα με την προώθηση του μοντέλου έθνους-κράτους ως πρότυπου πολιτικής οργάνωσης.
 
Το 19ο αιώνα η Σμύρνη έχει μια όψη όλο και περισσότερο χριστιανική που συμβαδίζει με την οικονομική και ιδεολογική νεοτερικότητα της Δύσης αλλά και με την σταδιακή εδαφική συρρίκνωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η ιστορική αυτή συγκυρία μαζί με την ιδεολογική αλλά, κυρίως, η οικονομική ευρωστία των χριστιανικών πληθυσμών, αρχίζουν να δημιουργούν κάποιες εντάσεις, ανταγωνιστικού τύπου, μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων στη Σμύρνη.
 

Η διαφορετικότητα των ομάδων αποτυπώνεται στο χώρο με την ύπαρξη εθνοθρησκευτικών συνοικιών τα όρια των οποίων, σταδιακά βαδίζοντας προς τον 20ο αιώνα, αρχίζουν να αποκτούν νόημα. Οι κοινωνικές ταυτότητες πρέπει να προστατευτούν, κυρίως μετά το 1908, οι οποίες ήδη εμφανίζονται εθνικοποιημένες. Η πολιτική των Νεότουρκων, η αυξανόμενη ανάγκη επιβεβαίωσης των ταυτοτήτων οι οποίες απειλούνται διαταράσσουν την ισορροπία της συμβίωσης έτσι όπως είχε διαμορφωθεί στο κοσμοπολίτικο πλαίσιο της Σμύρνης.
 
Ο συγγραφέας, αφιερώνει το δεύτερο κεφάλαιο στα σχολεία των διαφόρων μιλετίων που έχουν την αποκλειστική ευθύνη της σχολικής οργάνωσης κατά τον 19ο αιώνα, η οποία σταδιακά περνάει στον έλεγχο του αυτοκρατορικού κράτους που γίνεται εντονότερος στο διάστημα 1909-1914. Τα ελληνικά, τα αρμενικά, τα εβραϊκά και τα οθωμανικά σχολεία βρίσκονται κάτω από την επιρροή της Δύσης, τα γαλλικά διδάσκονται σε όλα τα σχολεία εξαιτίας της εμπορικής και επικοινωνιακής χρησιμότητάς τους. Τα σχολεία λειτουργούν ως δίαυλοι των εξελισσόμενων εθνικισμών εντός του οθωμανικού πλαισίου του Αμπντούλ Χαμίτ. Το ελληνικό σχολείο συνδέεται με τα εκπαιδευτικά ιδρύματα του Βασιλείου της Ελλάδας. Το σχολικό περιβάλλον καλλιεργεί την εσωστρέφεια των εθνοθρησκευτικών κοινοτήτων οι οποίες απομακρύνονται όλο και περισσότερο από τον αρμονικό και γαλήνιο κοσμοπολιτισμό.
 
Ο τύπος των σχέσεων μεταξύ των ποικίλων ομάδων εξετάζονται στο τρίτο κεφάλαιο, εξίσου συναρπαστικό με τα προηγούμενα, μέσα από το χώρο της διασκέδασης και των γιορτών ως τόπων συνάντησης των Σμυρναίων. Οι θρησκευτικές γιορτές όλων των κοινοτήτων αποτελούν βασικό πυρήνα διατήρησης ενός «πάρε-δώσε» μεταξύ των κοινοτήτων. Οι εθνικές γιορτές που προστίθενται στα εορτολόγια των κοινοτήτων εντείνουν τον εθνοκεντρισμό τους και ενδυναμώνουν την εντύπωση στα μέλη τους ότι είναι διαφορετικοί. Παραδοσιακές μορφές ψυχαγωγίας στο χώρο του καφενείου-καπηλειού, των ταβερνών ή του χαμάμ συνυπάρχουν με μια ευρωπαϊκού τύπου διασκέδαση κυρίως στους κοσμικούς κύκλους της Σμύρνης. Ο κινηματογράφος και το θέατρο-οπερέτα μπαίνει στη ζωή των Σμυρναίων ενώ παράλληλα, παραδοσιακά θεάματα όπως οι αγώνες ανάμεσα σε καμήλες ή σε μπεχλιβάνηδες παραμένουν δημοφιλή. Τέλος, το συλλογικό πνεύμα των εορτών δίνει τη θέση του σε μια εκκολαπτόμενη ατομικότητα ιδιαίτερα στους νέους ανθρώπους και εκφράζεται μέσω της εμφάνισης (ευρωπαϊκό ντύσιμο) και μέσα από μια «περιορισμένη» ελευθερία που χαρακτηρίζει τις σχέσεις των δύο φύλων.
 
Στο τέταρτο κεφάλαιο ο συγγραφέας μελετά την πολιτική ζωή των κοινοτήτων, ειδικότερα των Ελλήνων και των Αρμενίων της Σμύρνης υπό τον Αμπντούλ Χαμίτ και στη συνέχεια κάτω από την κυριαρχία των Νεότουρκων. Η σύνδεση των κοινοτήτων με την τοπική οθωμανική εξουσία (βαλή) και την κεντρική διοίκηση (Σουλτάνο) γίνεται μέσω των εκπροσώπων τους που είναι οι θρησκευτικοί τους ηγέτες. Ωστόσο, η πολιτική συμμετοχή στη δημόσια σφαίρα είναι ανύπαρκτη και η πολιτική ζωή των κοινοτήτων περιορίζεται στενά μόνο μέσα στο πλαίσιο της κάθε κοινότητας. Οι ελληνορθόδοξοι -οι οποίοι στις αρχές του 20ου αιώνα αριθμούν 140.000 άτομα και αποτελούν την πλειοψηφία στη Σμύρνη- συντηρούν μια φαινομενικά και τυπικά «καλή σχέση» με τις οθωμανικές αρχές, ωστόσο οι βίαιες αυθαιρεσίες των κρατικών υπαλλήλων και η χρήση απειλών εναντίον τους, διαλύουν κάθε εμπιστοσύνη προς την Αυτοκρατορία. Στρέφονται προς τη Δύση, φλερτάρουν με την Αυτοκρατορία των Τσάρων και αισθάνονται όλο και πιο πολύ τμήμα του Βασιλείου της Ελλάδας. Για τους Αρμένιους, η βιαιότητα των σφαγών που ξεκίνησαν από το 1894-95 και ακολούθησαν στα επόμενα χρόνια σε διάφορα μέρη της Αυτοκρατορίας, περνούν το μήνυμα της επικείμενης εξόντωσής τους. Η εύπορη αυτή κοινότητα παρά τη μικρή, σε σχέση με άλλες ομάδες, αριθμητική της δύναμη (10.000 μέχρι το 1914) βρίσκεται υπό την επίδραση της πολιτικής αφύπνισης αλλά και υπό την επιτήρηση των οθωμανικών αρχών.
 

Όλα αυτά συμβαίνουν σε ένα οθωμανικό πλαίσιο που έχει διαταραχθεί από τις συνεχείς ήττες στο εξωτερικό αυξάνοντας την πολιτική βία στο εσωτερικό. Η πολιτική ήττα του Αμπντούλ Χαμίτ και η πλήρης εξάρτηση της κεντρικής Διοίκησης από τους Νεότουρκους από το 1908 και έπειτα έχει ως αποτέλεσμα τη νομιμοποίηση της βίας. Η ανάλυση της πολιτικής του Κομιτάτου Ένωσης και Προόδου ανεβάζει την αγωνία για την τελική έκβαση της υπόθεσης των κοινοτήτων της Σμύρνης και τον αιματηρό τους επίλογο το 1922. Καμία κοινότητα δεν πιστεύει στην ανανεωμένη οθωμανικότητα και ο εθνικισμός των Νεότουρκων δείχνει ένα δρόμο δίχως επιστροφή. Ο εκτουρκισμός των μη τουρκικών πληθυσμών και η επισημοποίηση του Ισλάμ ως επίσημης εθνικής θρησκείας είναι μέρος του μελλοντικού σχεδιασμού όπως και η εξαφάνιση των Δυτικών ταυτισμένων με το ημιαποικιακό καθεστώς των Διομολογήσεων.
 
Με την καταστροφή της Σμύρνης, θέμα του πέμπτου κεφαλαίου, γυρίζει και η τελευταία σελίδα της ιστορικής παρουσίας των χριστιανών όλων των δογμάτων σε αυτή την πόλη. Ο συγγραφέας δείχνει πώς το ζήτημα της πυρκαγιάς και η απόδοση των ευθυνών, βασίστηκε σε κατασκευασμένες, δια της διπλωματικής οδού, εκδοχές όπως επίσης, και το πολιτικό βάρος και την ευθύνη των εθνικών ιστοριογραφιών. Η καταστροφή της Σμύρνης  είναι ο επίλογος του έργου των εθνικιστικών διεργασιών και της κλιμακούμενης βίας που ξεκίνησε κατά τον 19ο αιώνα και εξαπλώθηκε έντονα την περίοδο των Νεότουρκων. Μαζί με τη Σμύρνη, καταστράφηκε ο κοσμοπολιτισμός της ο οποίος έκανε εφικτή τη συνύπαρξη και την ήπια διαχείριση των διαφορών, όπως και η εύρωστη ορθόδοξη χριστιανική και λεβαντίνικη οικονομία.  Όπως σημειώνει ο ίδιος: «ο λόγος όμως δρα στις πράξεις των ανθρώπων. Τελικά, φλογερά λόγια, καίνε αληθινές πόλεις». 
 
Σε μια παρουσίαση όπως αυτή είναι αδύνατον να καλυφθούν όλα τα σημεία ενός τόσο πυκνού και πλούσιου σε στοιχεία έργου. Η οπτική του συγγραφέα είναι πολύπλευρη. Η σύνθετη τοπική κοινοτική πραγματικότητα συνδέεται τόσο με το αυτοκρατορικό πολιτικό πλαίσιο όσο και με τις ευρύτερες εξωτερικές συνθήκες -βαλκανικές και ευρωπαϊκές- που επηρεάζουν τη ζωή των ανθρώπων στη Σμύρνη. Οι διασταυρώσεις των πληροφοριών, οι μικρές λεπτομέρειες και οι τόσο χρήσιμες διευκρινήσεις ή σχόλια εκεί που χρειάζονται, υποδηλώνουν την έγνοια του συγγραφέα για μια όσο το δυνατόν πληρέστερη απόδοση της πολύπτυχης ζωής των ομάδων.
 
Το έργο του κ. Ζωρζελέν μας αρέσει πολύ. Η επιστημονική ακρίβεια, η αξιοποίηση σπάνιων αρχείων, η έντιμη στάση απέναντι στα «δύσκολα» ή «ευαίσθητα» ερωτήματα, η ανάδειξη των μικροπραγμάτων, των ασήμαντων για άλλους ερευνητές μικροσκηνών της καθημερινής ζωής, ο σεβασμός απέναντι στον αναγνώστη και κυρίως, ο σεβασμός απέναντι στα υποκείμενα της ιστορίας από τα πιο σιωπηλά και άφαντα μέχρι και τα πιο εμφανή και ευνοημένα, αποτελούν κυρίαρχα στοιχεία του έργου του. Ο κ. Ζωρζελέν είναι τόσο έξω από τα πάθη και τα μπλεξίματα του θυμικού και τόσο μέσα στη βιωματική εμπειρία των ανθρώπων που βρέθηκαν στη σκακιέρα ποικίλων και αντίπαλων εθνικισμών. Τον ευχαριστούμε για το κατά βάθος ανθρώπινο χαρακτήρα του έργου του.»

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.