Η παρουσιαση της συλλογης διηγηματων της Μαριας Ψωμα – Πετριδου «Και να βρεθει, θα με κυνηγαει»

Από το Δημοκρίτειο Βιβλιοπωλείο και τις εκδόσεις «Παράξενες Μέρες»

Η συλλογή διηγημάτων της κ. Μαρίας Ψωμά – Πετρίδου με τίτλο «Και να βρεθεί, θα με κυνηγάει» παρουσιάστηκε το πρωί του Σαββάτου στο Καφέ Μπαρ «Οχτώ»  από το Δημοκρίτειο Βιβλιοπωλείο και τις εκδόσεις «Παράξενες Μέρες».
 
Μία συλλογή διηγημάτων αποτελούμενη από 19 αυτόνομα διηγήματα που καταπιάνονται με τις ιστορίες καθημερινών ανθρώπων που αφορούν στην κρίση, το προσφυγικό ζήτημα, τον έρωτα, την τρίτη ηλικία κ.α. με κοινό σημείο όλων ότι πρόκειται για ιστορίες καθημερινών ανθρώπων, ιστορίες της διπλανής πόρτας, μεταφερόμενες στο χαρτί με ένα πιο λογοτεχνικό τρόπο.
 
Για το βιβλίο μίλησαν η συγγραφέας κ. Μαρία Ψωμά – Πετρίδου, αλλά και ο πρόεδρος του Συνδέσμου Φιλολόγων ν.Ροδόπης κ. Σπύρος Κιοσσές, που παρουσίασε μια  έξοχη όντως ανάγνωση των διηγημάτων, εντελέστατη φιλολογικά, εξαιρετικό δείγμα της υψηλής ποιότητας ενίων εκ  των φιλολόγων του τόπου μας, το κείμενο της οποίας έχουμε την τιμή ακολούθως να φιλοξενούμε.
 
 

Μαρία Ψωμά – Πετρίδου
«Η λογοτεχνία σου προσφέρει την ευκαιρία να αναπτύξεις μία διαφορετική στάση ζωής»

 
Τον λόγο έλαβε πρώτη η συγγραφέας του βιβλίου η οποία υπογράμμισε, δανειζόμενη μια φράση του Αντώνη Σαμαράκη, πως αυτό που πάντα τη συνάρπαζε στη λογοτεχνία και τη συγγραφή είναι ότι «ο συγγραφέας θα πρέπει να δίνει φωνή σε αυτούς που δεν έχουν». Αυτόν ακριβώς τον στόχο επιθυμεί να πετύχει η ίδια μέσα από τη συλλογή των διηγημάτων που υπογράφει, υπερασπιζόμενη την θεραπευτική ιδιότητα της λογοτεχνίας τόσο για τον ίδιο τον συγγραφέα όσο και για τον αναγνώστη.
 
«Ειδικότερα σήμερα η λογοτεχνία είναι ένας τρόπος να βγεις από τα προβλήματα να αναπτύξεις κριτική σκέψη, να αντιμετωπίσεις τα προβλήματα της ζωής σου, να μην είσαι στημένος μπροστά από μία οθόνη και να αποδέχεσαι όσα σου προσφέρουν οι άλλοι» υπογράμμισε για να επισημάνει πως «η λογοτεχνία σου προσφέρει την ευκαιρία να αναπτύξεις μία διαφορετική στάση ζωής».
 
Ερωτηθείσα σχετικά η κ. Ψωμά εκμυστηρεύτηκε πως στην κατεύθυνση αυτή, αναμένεται το επόμενο διάστημα να κυκλοφορήσει και το πρώτο της μυθιστόρημα, το οποίο είναι αφιερωμένο στην κρίση και το οποίο όπως τόνισε « δείχνει μία άλλη όψη των πραγμάτων, το πώς μπορεί κάποιος να αποκτήσει και να δημιουργήσει κάποια πράγματα εν μέσω αυτής».
 

 
Σπύρος Κιοσσές, φιλόλογος
«Στα διηγήματα της κ.Ψωμά   διαπιστώνεται η  διεισδυτική ματιά  της συγγραφέως τους  στην μέχρι πρότινος δυσδιάκριτη και απρόσιτη αλήθεια της ουσίας των πραγμάτων»*

Η Μαρία Ψωμά- Πετρίδου έρχεται στην πόλη μας από την Θεσσαλονίκη, για να μας προσφέρει την δική της, προσωπική εκδοχή της «περιπέτειας της γραφής». Της λεκτικής αποτύπωσης των πεποιθήσεών της, των προβληματισμών, της ευαισθησίας της, και του ταλέντου της, ας μου επιτραπεί να δηλώσω προκαταβολικά την άποψή μου για το έργο της, το οποίο είχα την χαρά να γνωρίσω πρόσφατα. Να μας αφήσει να ρίξουμε μια ματιά στην πάλη της με τις εικόνες και τις λέξεις, της δημιουργικής σύγκρουσής της με τις λογοτεχνικές φόρμες, κυρίως μάλιστα με αυτήν της ποίησης και του σύντομου διηγήματος.
 

«Στη συλλογή φιλοξενούνται σύντομα κείμενα, μικρά  δηλαδή διηγήματα ή μικρές ιστορίες ή και  “ιστορίες μπονζάι”»

 
Να δηλώσω, επίσης προκαταβολικά, ότι δεν είμαι σίγουρος για την κατηγοριοποίηση των κειμένων που απαρτίζουν τη συγκεκριμένη συλλογή. Πολύ περισσότερο βέβαια δεν είμαι σίγουρος αν ωφελούν, τον αναγνώστη τουλάχιστον, παρόμοιες κατηγοριοποιήσεις. «Διηγήματα», πάντως, χαρακτηρίζονται κάτω από τον ευφάνταστο τίτλο «Και να βρεθεί, θα με κυνηγάει». Πρόκειται για σύντομα κείμενα που κάποιοι ορίζουν ως μικρά διηγήματα, μικρές ιστορίες ή και «ιστορίες μπονζάι». Αρχικά η ίδια η επιλογή της μικρής φόρμας ενέχει αξιωματικά μια εγγενή δυσκολία: πώς μπορεί να αποτυπωθεί πειστικά και κυρίως πολύπλευρα ένας λογοτεχνικός χαρακτήρας στις ελάχιστες σελίδες ενός τέτοιου κειμένου; Πώς να ξεδιπλωθεί η υπόθεση, να προετοιμαστεί η κορύφωση και να επέλθει η λύση, σύμφωνα με τις παραδοσιακές επιταγές της μυθοπλαστικής τέχνης;
 
Η απάντηση που δίνεται από όσους επιδίδονται με επιτυχία στη συγγραφή της μικρής φόρμας, όπως η Ψωμά – και είναι απάντηση που δίνεται κατεξοχήν με το ίδιο το έργο τους – είναι ότι η καλή λογοτεχνία δεν υπακούει σε παρόμοιες επιταγές. Ότι η κορύφωση δεν χρειάζεται πολυσέλιδη προετοιμασία. Μπορεί να βρίσκεται εκεί, από τις πρώτες φράσεις του κειμένου, και να περιμένει μία και μόνο λέξη να την πυροδοτήσει. Ότι τη «λύση» δεν είναι απαραίτητο να την προσφέρει εκπεφρασμένη το κείμενο, αλλά να την υπαινίσσεται – ή ότι δεν είναι απαραίτητο να υπάρχει καν λύση. Ότι μπορεί σε κάθε φράση, σε κάθε συνδυασμό λέξεων να συνυπάρχει και η ένταση της κορύφωσης και η ανακούφιση της λύσης.
 
Επιπλέον, η Ψωμά επιτυγχάνει να αξιοποιήσει όλους εκείνους τους αφηγηματικούς μηχανισμούς εμπλοκής του αναγνώστη στην ιστορία, ώστε να συμπληρώσει τα αναπόφευκτα κενά και χάσματα στον μυθοπλαστικό κόσμο, που εκ των (αφηγηματικών) πραγμάτων είναι σύντομος, ενδεικτικός και αποσπασματικός στην περίπτωση του μικρού διηγήματος. Αφετέρου, η αφήγησή της διαποτίζεται από τον ποιητικό λόγο, στον οποίο η αφαίρεση δεν είναι ελάττωμα, αλλά ειδοποιό χαρακτηριστικό, ή και προτέρημα. Η ποιητικότητα αυτή ξεχειλίζει στην καλοδουλεμένη φράση της, στις προσεκτικά επιλεγμένες εικόνες που προσδίδουν μια «ποιητική» σκηνοθεσία στον μυθοπλαστικό κόσμο που αναπαριστά, στην ελλειπτικότητα, την οποία αντισταθμίζει η συμπύκνωση, στους απροσδόκητους λεκτικούς και νοηματικούς συνδυασμούς. Αυτό που εντυπωσιάζει και συνάμα εντυπώνεται για καιρό μετά το πέρας της ανάγνωσης στον αναγνώστη είναι ο ιδιαίτερος συνδυασμός λέξεων, που συχνά οδηγεί σε απροσδόκητες συνάψεις τόσο στο επίπεδο της σημασιολογίας όσο και σε αυτό της εικονοποιίας. 
 

«Πεζός λόγος βαθιά ποιητικός»

Έτσι, ένα από τα ιδιαίτερα υφολογικά χαρακτηριστικά που αναδύονται στο έργο της Ψωμά είναι ακριβώς ότι ο πεζός λόγος της είναι βαθιά ποιητικός: κάνοντας εύστοχη χρήση της μεταφοράς, καθίσταται αίφνης σε σημεία ακόμη και αλληγορικός, χωρίς όμως ποτέ να χάσει τα γερά πατήματά του στον μυθοπλαστικό (και μη) κόσμο. Δεν είναι τυχαίο ότι λίγο πριν αρχίσει να ξετυλίγεται ο μύθος των διηγημάτων, προτάσσεται στο βιβλίο ένα ποίημα με τίτλο «ο Μύθος μου»:
 
«Διαρκώς / με επιστρέφει στους τόπους του, σε άχρονα τοπία / που ολοένα ζωηρεύουν χρώματα / ηχούν λέξεις, εκλύουν αρώματα, / αφή αιμοδοτική / που ανασταίνει ζωή», σχολιάζει ποιητικά – ή προγραμματικά, αν θέλετε – η συγγραφέας.

 

«Ζωή  πολυσχιδής και πολυεπίπεδη»

 
Η ζωή που «ανα – σταίνεται» ή «στήνεται», δεξιοτεχνικά, στα διηγήματά της διαφαίνεται πολυσχιδής και πολυεπίπεδη. Από τη μια η ζωή στη σύγχρονη πόλη – σε κάποια διηγήματα σαφώς η Θεσσαλονίκη. Δεν έχει όμως σημασία τόσο ο προσδιορισμός του ονόματος του τόπου, όσο ο εντοπισμός των κοινών χαρακτηριστικών που διακρίνουν το σύγχρονο αστικό τοπίο: τα διαμερίσματα, οι λαϊκές, οι κήποι, οι δρόμοι, ορίζονται ως κατεξοχήν χώροι εναπόθεσης των βιωμάτων των ανθρώπων που το κατοικούν, των ονείρων, των ελπίδων, αλλά και των δυσχερειών που τους ταλανίζουν, εσώτερων και έξωθεν επιβεβλημένων. Κυρίως όμως καθίστανται σε τόπους (απέλπιδος συχνά) προσπάθειας για επικοινωνία, τρυφερότητα, επιβίωση, αξιοπρέπεια, κατακύρωση της ίδιας της ανθρώπινης υπόστασης. Πίσω τους κρύβονται κάποτε εφιαλτικές καταστάσεις, κίνδυνοι που παραπέμπουν στην αστυνομική λογοτεχνία. Δολοφονίες, πληγές που χάσκουν, αίμα που κυλά. Αλλά και «δολοφονίες» ψυχών, πληγές που αν και δεν χάσκουν, αιμορραγούν εγκλωβισμένα συναισθήματα, σκληρότητα, αγριότητα, συγκρουσιακές καταστάσεις, παιχνίδια και μάχες εξουσίας στις ανθρώπινες σχέσεις. Άνθρωποι κι αισθήματα που δοκιμάζονται, διαμορφώνονται και συχνά παραμορφώνονται υπό το βάρος της οικονομικής και αξιακής κρίσης, αφήνοντας πίσω τους τις αναμνήσεις μόνο μιας άλλης ζωής. Παρόν και παρελθόν συμφύρονται ονειρικά ή, κατά περίσταση, εφιαλτικά, προοιωνίζοντας ένα δυσ-τοπικό μέλλον.
 
Σε κάποια διηγήματα διαγράφεται ένας κόσμος που τείνει στο υπερβατικό, ασαφής, σαν ένα ομιχλώδες μυθοπλαστικό σκηνικό, από όπου διαφαίνονται αχνά φυσικά ή αστικά τοπία, άνθρωποι, αισθήματα και σχέσεις εξίσου ομιχλώδη. Αισθήματα και σχέσεις υπό συνεχή διαπραγμάτευση, που όμως βαδίζουν σε έναν δρόμο που φαντάζει εξαρχής προκαθορισμένος και αναπόδραστος. Κι είναι στιγμές στην αφήγησή τους όταν φυσικός και υπερβατικός κόσμος εγγίζουν ο ένας τον άλλον, παρέχοντας στους ήρωες, αλλά και στον αναγνώστη, μια διεισδυτική ματιά στην μέχρι πρότινος δυσδιάκριτη και απρόσιτη αλήθεια της ουσίας των πραγμάτων, του ανθρώπου στη σχέση του με τον εαυτό και με τους άλλους.
 

«Οι ήρωες άνθρωποι απλοί, αθέατοι από το ανυποψίαστο καθημερινό βλέμμα»

 
Οι χαρακτήρες των διηγημάτων της δεν είναι ακριβώς «ήρωες», αλλά ούτε και «αντιήρωες», κατά τον συνήθη προσδιορισμό των μυθοπλαστικών χαρακτήρων στη νεωτερική πεζογραφία. Πρόκειται για ανθρώπους απλούς, αθέατους από το ανυποψίαστο καθημερινό βλέμμα λόγω ακριβώς της καθημερινότητας και των ίδιων, της «κοινότητας» ή της «πεζότητάς» τους, ας μου επιτραπούν οι όροι. Κεντρίζουν ωστόσο το ασκημένο λογοτεχνικά βλέμμα της συγγραφέως, η οποία μετουσιώνει το «πεζό» σε «πεζογραφικό» υλικό, υποβάλλοντας τους σε μυθοπλαστική επεξεργασία. Έτσι, από τη μια η συγγραφέας τους δίνει «φωνή», γίνεται η ίδια «φωνή αυτών που δεν έχουν φωνή», κατά το πιστεύω του Σαμαράκη που παρατίθεται στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, αλλά κυρίως παίρνει από αυτούς. Δανείζεται τη ματιά τους, το κοσμοαντιληπτικό τους πρίσμα, επιτυγχάνοντας μια πειστική αναπαράσταση του κόσμου τους.

«Στην “πλεκτάνη” των λέξεων»

 
Οι μικρο-ιστορίες των ηρώων στο βιβλίο της Ψωμά, που, εξωτερικά τουλάχιστον είναι πολύ διαφορετικοί, συνδέονται με κοινά νήματα. Μοιάζουν με έντομα που έχουν πιαστεί στον κοινό αφηγηματικό ιστό, στο πλέγμα, ή, κατά την έκφραση της ίδιας, στην «πλεκτάνη» των λέξεων που αξιοποιεί η συγγραφέας για να τους εφεύρει ή για να τους επανεφεύρει στη μυθοπλαστική τους σκευή: η Τασούλα, που δολοφονείται άδικα, ο Δημήτρης που αποποιείται κυνικά την κόρη του, η Ελπίδα κι ο κήπος της, η Άννα που ζητιανεύει (από) την μάνα της, η Ίρμα, η σχολική τροχονόμος με το φαγωμένο στήθος, η γιαγιά Γλυκερία και τα παραμύθια της, η Λαϊλά κι ο Γκαλίπ, στον δρόμο προς τη θάλασσα της (θεωρούμενης) ελευθερίας, και τόσοι άλλοι ενσαρκώνουν επιθυμίες, ελπίδες, ματαιώσεις τόσο διαφορετικές και τόσο ίδιες όσο η ποικιλία, από τη μια, και η ταυτότητα της ανθρώπινης μοίρας, από την άλλη.
 
Κι η σχέση τους με την συγγραφέα; Δύσκολη η απάντηση. Ίσως κρύβεται στο τέλος του ποιήματός της, που προαναφέραμε:

«Καταργημένα σώματα
βλέμματα, σκέψεις
αναφύονται
σε εύκρατη φύση
 που θέλω να είχα ανθίσει.
Κάθε επιστροφή
επιτείνει τα θαυμαστικά,
αθωώνει τα ερωτηματικά,
με διαφεύγει στο ανύπαρκτο,
επανασυστήνει το
ήμουν – είμαι – θα γίνω
κι ελπίζω ξανά»


*O τίτλος της εισήγησης του κ.Κιοσσέ καθώς και οι μεσότιτλοι είναι της εφημερίδας προς διευκόλυνση της ανάγνωσης.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.