«Η Λασπη» του Χρηστου Αρμαντο Γκεζου αγκαλιαστηκε απο το κοινο της Κομοτηνης

Στην παρουσίαση του βιβλιοπωλείου Δημοκρίτειο

Το πρώτο μυθιστόρημα του βραβευμένου με το Κρατικό βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα το 2013, Χρήστου Αρμάντο Γκέζου, με τίτλο «Η Λάσπη» παρουσιάστηκε το απόγευμα της Πέμπτης στην Κομοτηνή και συγκεκριμένα στον χώρο του Δημοκρίτειου Βιβλιοπωλείου.
 
Μια ξεχωριστή βιβλιοπαρουσίαση που επιτέλεσε πλήρως τον στόχο των βιβλιοπαρουσιάσεων καθώς πέραν της εισήγησης της επίσης συγγραφέα Φωτεινής Ναούμ που ανέλαβε να μοιραστεί τις σκέψεις της για την «Λάσπη» με το κοινό αλλά και την κ. Νάγια Δαλακούρα που διάβασε αποσπάσματα του βιβλίου, ακολούθησε μία εκτενής διαδραστική συζήτηση μεταξύ κοινού και συγγραφέα.
 
Ο συγγραφέας μοιράστηκε με τους παρευρισκομένους το σκεπτικό του γύρω από την συγγραφή της «Λάσπης» και απάντησε σε όλες τις ερωτήσεις, τις οποίες δέχτηκε, που αφορούσαν στο σύνολο της έως τώρα συγγραφικής του πορείας, ενώ ανέγνωσε, κατόπιν απαίτησης του κοινού, και ένα νέο ποίημά του, καθότι η πρώτη του διάκριση ήρθε από την ποιητική του συλλογή με τίτλο «Ανεκπλήρωτοι Φόβοι» που κυκλοφόρησε το 2013.
 
Η Φωτεινή Ναούμ μοιράστηκε με το κοινό τις δικές της σκέψεις για το βιβλίο, κάνοντας μάλιστα γνωστό πως ήταν μία εκ των πρώτων αναγνωστριών του μυθιστορήματος, πριν καν αυτό κυκλοφορήσει.
 
Δια του λόγου το αληθές ακολουθεί αυτούσια η εισήγηση της κ. Ναούμ… 

Φωτεινή Ναούμ «Η Λάσπη, ένα σωστό ψυχογράφημα, μια άριστη λογοτεχνική πράξη»

Κατ αρχάς είναι μεγάλη η χαρά μου που βρίσκομαι εδώ απόψε. Τον Χρήστο τον γνώρισα λίγα χρόνια πριν, στις πρώτες μας λογοτεχνικές αναζητήσεις. Τότε που υπήρχε μόνο το όραμα, το πάθος, η αγωνία να τιθασεύσουμε τις λέξεις. Τον ξεχώρισα λοιπόν, ανάμεσα σε δεκάδες άλλους εν δυνάμει ομότεχνους, παρακολουθούσα τα κείμενά του, την συγκροτημένη, δυνατή παρουσία του.
 
Τα έφερε έτσι ο καιρός, να συναντηθούμε λίγα χρόνια μετά κάτω από τον ίδιο εκδοτικό, το Πολύτροπον, όταν εγώ έβγαλα τη νουβέλα μου Ο Διαχειριστής και ο Χρήστος την ποιητική του συλλογή Ανεκπλήρωτοι Φόβοι. Ήταν μία ακόμη συλλογή όχι ανάμεσα σε δεκάδες άλλες, αλλά μια προσπάθεια που έδειχνε ξεκάθαρα πως αυτός ο νέος άντρας κάτι λέει. Κάτι υπάρχει μέσα του που το ανασύρει και το τοποθετεί με απίστευτη ευκρίνεια στο χαρτί.
 
Γι’ αυτή την πρώτη του προσπάθεια λοιπόν, μόλις το 2013, ο Χρήστος Γκέζος, βραβεύτηκε με το κρατικό βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου λογοτέχνη.
 
Κάτι περισσότερο από ένα χρόνο μετά, μου ήρθε το λακωνικό μήνυμα. Φωτεινούλα, έχω γράψει κάτι, θα ήθελες να το διαβάσεις; Η αλήθεια είναι πως συχνά φίλοι, γνωστοί και λοιποί συγγενείς σου ζητούν να διαβάσεις το έργο τους. Είναι μια δύσκολη διαδικασία την οποία συχνά αποφεύγω. Στο Χρήστο δεν γινόταν να αρνηθώ. Όχι πως το ήθελα βέβαια. Ήταν ίσως γιατί τον είχα πιστέψει. Πολύ πριν χαθώ στην ποίησή του, πολύ πριν διαβάσω το νέο του πόνημα.
 
Η Λάσπη κατέφτασε λοιπόν στον υπολογιστή μου. Ανέκδοτη ακόμη, άχνιζε μπροστά στα μάτια μου. Αυτό ήταν. Ένα ταξίδι χωρίς επιστροφή μόλις είχε ξεκινήσει. Διάβαζα εκστατική και κάθε τόσο σταματούσα. Μακάρι να μπορούσα να βρω αυτούσιο το πρώτο κείμενο με τα σχόλια μου, που του είχα στείλει. Πάντα προτιμώ όταν γράφω μια όποια κριτική εν θερμώ. Δυστυχώς δεν κατάφερα να τη βρω. Αυτό όμως που θυμάμαι πως είχα σχολιάσει, ήταν αυτό που σκεφτόμουν σε κάθε σελίδα του βιβλίου του που γυρνούσα.

«Η λάσπη του Χρήστου αγκαλιάστηκε από κριτικούς και αναγνώστες που αποζητούσαν το νέο, το διαφορετικό, την ποιότητα χωρίς όρια και μέτρο»

Χρήστο, αυτό το βιβλίο πρέπει να φύγει στο εξωτερικό. Ήταν τέτοια η δυναμική του που αμφέβαλα πόσο θα αναγνωριζόταν η αξία του στα πάτρια. Ευτυχώς επιβεβαιώθηκα ως προς την αίσθηση του γραπτού του, διαψεύστηκα ως προς το άνοιγμά του στο αναγνωστικό κοινό. Η λάσπη του Χρήστου αγκαλιάστηκε από κριτικούς και αναγνώστες που αποζητούσαν το νέο, το διαφορετικό. Την ποιότητα χωρίς όρια και μέτρο.
 
Έχουμε λοιπόν τον 28άχρονο Αλέξανδρο ή Σάντο, που επιστρέφει στην Αθήνα έπειτα από έναν χρόνο στο εξωτερικό αποφασισμένος να αυτοκτονήσει. Καθώς προσπαθεί να υλοποιήσει τις τελευταίες λεπτομέρειες του σχεδίου του, περιπλανάται στους δρόμους της πόλης παρα-παίοντας αδιάκοπα ανάμεσα στο παρελθόν και το αποπνικτικό παρόν, αναμετράται με τις προσωπικές του αδυναμίες και το σκληρό ανθρωπογενές περιβάλλον, παλεύοντας με τους ασθματικούς του μονόλογους να ορίσει τη θέση του στον κόσμο.
Κι εκεί ακριβώς βρίσκεται όλη η ουσία. Πώς νιώθει ένας αυτόχειρας; Πώς φτάνει κανείς στην απόφαση να βάλει τέλος στη ζωή του; Είναι συσσωρεμένη θλίψη, θυμός ή είναι κάτι που γίνεται γρήγορα, αποφασίζεται εν θερμώ κι εκεί τελειώνουν όλα; Στην περίπτωση του Γκέζου, αυτή η απόφαση, αυτός ο επικείμενος θάνατος, μοιάζει με καλά προγραμματισμένη μελέτη. Παρακολουθούμε τον ήρωα να βυθίζεται αργά, πολύ βαθιά. Επιθυμεί να κλείσει όλες του τις εκκρεμότητες. Γιατί περί τέτοιες πρόκειται. Σκεφτόμουν πως έχουμε να κάνουμε με έναν ιδιαίτερα σχολαστικό άνθρωπο που ακόμη και τον θάνατό του θέλει να τον βάλει σε σειρά.
 
Μέσα στο βιβλίο, Υπάρχει η λίστα. Η λίστα με αυτά που πρέπει να κάνει μέχρι να παίξει την τελευταία του σκηνή. Και νιώθεις το βάρος, την αγωνία ενός νέου ανθρώπου που έχει τόσο συστηματικά οργανώσει την αυτοκτονία του.
 
Κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης, ένιωθα πως βρίσκομαι σε ένα ασφυκτικό τοπίο όπου χάνεται σταδιακά το οξυγόνο. Και ενώ νιώθεις τις δυνάμεις να εξαντλούνται, το μυαλό παραμένει καθαρό. Μέσα σε σωρό αναμνήσεων, άγριων αλλά και τρυφερών στιγμών ακολουθούμε το καταβύθισμα του ήρωα με την ανάσα να δυσκολεύει και το στομάχι να δένεται κόμπος μπρος την καθαρή επιθυμία αυτού του ανθρώπου.
 
Ο Αλέξανδρος ή Σάντο, δεν είναι παρά ένα παιδί δεύτερης γενιάς μεταναστών, βρίσκεται στην αφιλόξενη Αθήνα, ζει στο μεταίχμιο δύο χωρών, σε μια εποχή της κρίσης που δεν κατονομάζει αλλά τη φανερώνει, αμφιταλαντεύεται συνεχώς ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν, τραγικό φυσικά, δεν ονειρεύεται το μέλλον. Για έναν εν δυνάμει αυτόχειρα, το μέλλον δεν είναι υπαρκτό. Ίσως αυτό το κομμάτι τελικά, το ότι ο ήρωας του Γκέζου δεν κατάφερε να βρει τη θέση του στον κόσμο, ήταν αυτό που με γονάτιζε κάθε τόσο, που διαπότιζε με αυτή την γαλήνια θλίψη όλο το κείμενο.
 
Ακολουθούμε τον ήρωα, μέσα από μια ιδιότυπη αφήγηση. Έναν εσωτερικό μονόλογο με ένα λόγο ασθματικό, συσσωρεμένες οι σκέψεις που πρέπει να ειπωθούν μοιάζουν με πουλιά που χτυπιούνται σε λευκά ντουβάρια. Μακροπερίοδες φράσεις, εκτενείς περιγραφές μια χώρας που μπάζει, ενός ανθρώπου που παραπαίει. Κι όμως ο ήρωας αυτός ο Αλέξανδρος ή Σάντο, δείχνει να τα έχει όλα καλά τεκμηριωμένα στο μυαλό του. Ένας νέος άντρας που δεν βρήκε χώρο να σταθεί και στήσει την ζωή του. Τραγικό αυτό που σκέφτομαι, μα δείχνει τόσο συνειδητοποιημένος με τον επικείμενό θάνατό του, ώστε δύσκολα θα μπορούσε κανείς να τον σκεφτεί τελικά, να ζει. 

«Ο αναγνώστης γίνεται μέρος της ιστορίας, πυρπολείτε από την πυρετική του γλώσσα την ασθματική του προσπάθεια να μας μεταγγίσει την ψυχή του ήρωα»

Εκτός από την ιδιαίτερη πλοκή του βιβλίου, εκείνο που δεν γίνεται να μείνει ασχολίαστο είναι το ύφος του συγγραφέα. Το ύφος είναι και αυτό που σηματοδοτεί, αναδεικνύει έναν καλό λογοτέχνη. Έχουμε λοιπόν μία όχι γραμμική αφήγηση. Εκτινασσόμαστε από το παρόν στο παρελθόν και τούμπαλιν. Ξεχνάμε τη σύνταξη, την παραγραφοποίηση όλους τους κανόνες εκείνους που συνθέτουν ένα ευανάγνωστο, συνηθισμένο έργο. Γινόμαστε μέρος της ιστορίας, πυρπολούμαστε από την πυρετική του γλώσσα την ασθματική του προσπάθεια να μας μεταγγίσει την ψυχή του ήρωα. Ένα έργο γεμάτο συμβολισμούς, ένα σωστό ψυχογράφημα, μια άριστη λογοτεχνική πράξη.

Αναρωτιέμαι καμιά φορά, όταν έχω τη χαρά να διαβάζω μεγάλα έργα, γιατί πιστέψτε με, η Λάσπη είναι ένα τέτοιο έργο, τι ψυχική φόρτιση μπορεί να νιώθει ο συγγραφέας. Τι είναι αυτό ερεθίζει έτσι τον εγκέφαλο και προκαλεί αυτή τη λεκτική έκρηξη. 

«Η λάσπη είναι ακόμη “κολλημένη” πάνω μου, για να μου θυμίζει πως υπάρχουν τεράστιοι νέοι συγγραφείς ακόμη και στις μέρες μας»

Θαυμάζω απεριόριστα και σέβομαι την κάθε σελίδα τούτου του βιβλίου. Έχουν περάσει κανά δυο χρόνια από τότε που το διάβασα πρώτη φορά και όμως η Λάσπη παραμένει ακόμη κολλημένη πάνω μου. Για να μου θυμίζει πως είναι ζόρικη η ζωή. Πως οι άνθρωποι δεν είναι η εικόνα που βλέπουμε αλλά αυτό που κρύβεται, κινείται και υπάρχει μέσα τους. Η Λάσπη είναι ακόμη κολλημένη πάνω μου, για να μου θυμίζει πως υπάρχουν τεράστιοι νέοι συγγραφείς ακόμη και στις μέρες μας.
 
Χρήστο, σ’ ευχαριστώ που μας έριξες στη λάσπη σου. 

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.