Η ΕΤΗΣΙΑ ΕΚΘΕΣΗ ΤΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΗ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΠΟΥ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΤΗΚΕ ΣΤΗΝ ΕΤΗΣΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ ΤΩΝ ΜΕΤΟΧΩΝ – 24.4.2007

•Οικονομικές εξελίξεις και προοπτικές

Το 2006 η ελληνική οικονομία εξακολούθησε να αναπτύσσεται με υψηλό ρυθμό, που έφθασε το 4,3%. Η αύξηση του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ) αναμένεται να συνεχιστεί με ελαφρά μόνο χαμηλότερο ρυθμό κατά το τρέχον έτος. Πρόκειται για σημαντική άνοδο του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος επί 14 έτη χωρίς διακοπή, δηλαδή για τη μακρότερη περίοδο συνεχούς οικονομικής ανάπτυξης μετά τις δεκαετίες του 1950 και του 1960. Ιδιαίτερα τα τελευταία δέκα χρόνια, κατά τα οποία ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ διαμορφώθηκε σε 4,1% και του κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε 3,7%, οι αναπτυξιακές επιδόσεις της Ελλάδος ήταν μεταξύ των καλυτέρων στη ζώνη του ευρώ, με αποτέλεσμα να υπάρξει σημαντική πρόοδος όσον αφορά τη σύγκλιση του βιοτικού επιπέδου της χώρας προς το μέσο όρο των περισσότερο ανεπτυγμένων οικονομιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης . Στους υψηλούς ρυθμούς ανόδου του ΑΕΠ τη δεκαετία 1997-2006 συνέβαλαν κυρίως η αύξηση της εγχώριας ζήτησης και η ενίσχυση της παραγωγικής ικανότητας της οικονομίας μέσω επενδύσεων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Η άνοδος των επενδύσεων και της κατανάλωσης συνδέεται, μεταξύ άλλων, με την απελευθέρωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος στη δεκαετία του 1990 και τη συμμετοχή της χώρας στη ζώνη του ευρώ, οι οποίες οδήγησαν σε μεγάλη μείωση του κόστους δανεισμού και σε ταχεία επέκταση των πιστώσεων.

Εκτός από τη διατήρηση του ρυθμού ανάπτυξης σε υψηλό επίπεδο, το 2006 σημειώθηκαν και άλλες σημαντικές θετικές εξελίξεις. Η απασχόληση παρουσίασε αξιόλογη αύξηση κατά 1,9%, ενώ το ποσοστό ανεργίας μειώθηκε στο 8,9% (από 9,9% το 2005). Η παραγωγικότητα αυξήθηκε σχεδόν κατά 2,5%, ενώ ο πληθωρισμός (βάσει του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή) υποχώρησε στο 3,3% (από 3,5% το 2005), παρά τη μεγάλη άνοδο της διεθνούς τιμής του πετρελαίου. Θετικές είναι οι προοπτικές και για το τρέχον έτος, καθώς προβλέπεται ότι ο ρυθμός ανάπτυξης θα παραμείνει υψηλός, γύρω στο 4%, και ότι ο πληθωρισμός θα υποχωρήσει ελαφρά και θα διαμορφωθεί γύρω στο 3%.

Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η βελτίωση των δημοσιονομικών μεγεθών το 2006, καθώς το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης μειώθηκε σε 2,6% του ΑΕΠ (από 5,5% το 2005), ενώ το δημόσιο χρέος μειώθηκε στο 104,6% του ΑΕΠ (από 107,5% το 2005). Η συνέχιση της δημοσιονομικής προσαρμογής ήταν απαραίτητη για τον περιορισμό των δημοσιονομικών ανισορροπιών, καθώς επίσης και για τη μείωση του ελλείμματος της γενικής κυβέρνησης κάτω του 3% του ΑΕΠ, ούτως ώστε να ανταποκριθεί η Ελλάδα στις υποχρεώσεις της που απορρέουν από την απόφαση του Συμβουλίου ECOFIN της 17ης Φεβρουαρίου 2005 σχετικά με το υπερβολικό έλλειμμα. Μετά την επίτευξη του στόχου για το 2006 και την προβλεπόμενη περαιτέρω μείωση του ελλείμματος το 2007, δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για την έξοδο της χώρας από τη Διαδικασία Υπερβολικού Ελλείμματος (σύμφωνα με το άρθρο 104 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση). Η μείωση του ελλείμματος κατά 2,9 εκατοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ το 2006 είναι από τις μεγαλύτερες που έχουν επιτευχθεί σε ένα μόνο έτος και αποτελεί σημαντικό βήμα για την όλη προσπάθεια της δημοσιονομικής προσαρμογής στην Ελλάδα.

•Νομισματική πολιτική, επιτόκια και πιστωτική επέκταση

Όσον αφορά τις νομισματικές συνθήκες, η κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) άλλαξε από το Δεκέμβριο του 2005: τα βασικά επιτόκια αυξήθηκαν επτά φορές έως και το Μάρτιο του τρέχοντος έτους, κατά 175 μονάδες βάσης συνολικά, προκειμένου να αποτραπούν οι κίνδυνοι για τη σταθερότητα των τιμών στη ζώνη του ευρώ. Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ τόνισε επανειλημμένα ότι παρακολουθεί πολύ προσεκτικά τις οικονομικές και νομισματικές εξελίξεις ώστε να ενεργεί έγκαιρα και αποφασιστικά με σκοπό τη συγκράτηση των πληθωριστικών προσδοκιών σε επίπεδο συμβατό με τη σταθερότητα των τιμών (δηλαδή πληθωρισμό κάτω αλλά πλησίον του 2% σε μεσοπρόθεσμη βάση). Με τον τρόπο αυτό, η ενιαία νομισματική πολιτική συμβάλλει επίσης στη στήριξη της οικονομικής ανάπτυξης και στη δημιουργία θέσεων εργασίας στη ζώνη του ευρώ. Με δεδομένο το ευνοϊκό οικονομικό περιβάλλον, η νομισματική πολιτική της ΕΚΤ εξακολουθεί να στηρίζει, και μετά την τελευταία απόφαση της 8ης Μαρτίου, την οικονομική δραστηριότητα, καθώς τα πραγματικά επιτόκια συνεχίζουν να είναι σχετικώς χαμηλά, οι ρυθμοί νομισματικής και πιστωτικής επέκτασης παραμένουν υψηλοί και υπάρχει άφθονη ρευστότητα στις χώρες της ζώνης του ευρώ.

Αντανακλώντας την εξέλιξη των επιτοκίων της ΕΚΤ, τα τραπεζικά επιτόκια στην Ελλάδα γενικά παρουσίασαν αυξητικές τάσεις. Ωστόσο, η ενίσχυση του ανταγωνισμού μεταξύ των τραπεζών συνετέλεσε ώστε το 2006 η αύξηση του επιτοκίου στις περισσότερες κατηγορίες δανείων να είναι αρκετά συγκρατημένη (σε σχέση με την αύξηση των αντίστοιχων επιτοκίων στη ζώνη του ευρώ) ή ακόμη και να σημειωθεί μείωση του επιτοκίου σε ορισμένες κατηγορίες καταναλωτικών ή στεγαστικών δανείων. Κατ’ αυτό τον τρόπο, η θετική διαφορά μεταξύ των ελληνικών επιτοκίων και των αντίστοιχων επιτοκίων στη ζώνη του ευρώ μειώθηκε στα επιχειρηματικά δάνεια, ενώ τα ελληνικά επιτόκια είναι πλέον χαμηλότερα από τα αντίστοιχα στη ζώνη του ευρώ σε ορισμένες κατηγορίες καταναλωτικών και στεγαστικών δανείων. Η συνολική χρηματοδότηση των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών εξακολούθησε να αυξάνεται με υψηλούς ετήσιους ρυθμούς (16,8% και 26,7%, αντίστοιχα, το τελευταίο τρίμηνο του 2006). Η συνολική δανειακή επιβάρυνση των νοικοκυριών ως ποσοστό του ΑΕΠ έχει αυξηθεί σε 44% το 2006, από 38% το 2005, παραμένει όμως χαμηλότερη από το μέσο όρο της ΕΕ (58,3% το πρώτο εξάμηνο του 2006).

•Σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος

Η αποδοτικότητα και η κεφαλαιακή επάρκεια των ελληνικών τραπεζών διατηρούνται σε επίπεδα που παρέχουν περιθώρια για τη διασφάλιση της σταθερότητας του ελληνικού τραπεζικού συστήματος και, σε συνδυασμό με την αποτελεσματικότερη διαχείριση των τραπεζικών κινδύνων, ενισχύουν διαχρονικά την ευρωστία του τραπεζικού συστήματος, καθώς και την εμπιστοσύνη των καταθετών και του επενδυτικού κοινού.

Η κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών και τραπεζικών ομίλων διατηρήθηκε σε ικανοποιητικό επίπεδο το 2006, επί τέταρτο συνεχές έτος, υποβοηθούμενη από το πρόσφορο εγχώριο μακροοικονομικό περιβάλλον, τη συνεχιζόμενη πιστωτική επέκταση, την ευνοϊκή χρηματιστηριακή συγκυρία, την αυξανόμενη θετική συμβολή των θυγατρικών εταιριών των τραπεζών στη νοτιοανατολική Ευρώπη και τη συγκράτηση του λειτουργικού κόστους. Ο Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας των ελληνικών τραπεζών παρέμεινε ικανοποιητικός και σημαντικά υψηλότερος του ελάχιστου απαιτούμενου (8%), τόσο σε επίπεδο τράπεζας όσο και σε επίπεδο τραπεζικών ομίλων (13,6% και 12,2%, αντίστοιχα).

Όσον αφορά τον πιστωτικό κίνδυνο, το ποσοστό των καταναλωτικών και των στεγαστικών δανείων σε καθυστέρηση επί του συνόλου των δανείων μειώθηκε, παραμένει όμως σε επίπεδα διπλάσια εκείνων της ΕΕ και ενδέχεται να επιβαρυνθεί από την αύξηση των επιτοκίων της ΕΚΤ και τυχόν περαιτέρω επιβράδυνση της πιστωτικής επέκτασης. Επίσης, μειώθηκε το ποσοστό των επιχειρηματικών δανείων σε καθυστέρηση.

Η Τράπεζα της Ελλάδος, λαμβάνοντας υπόψη τη συνεχιζόμενη ταχεία πιστωτική επέκταση και τα ανωτέρω δεδομένα, αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στην περαιτέρω βελτίωση της ποιότητας του χαρτοφυλακίου των τραπεζών και στην αύξηση του ποσοστού κάλυψης των καθυστερήσεων με προβλέψεις, ούτως ώστε να αποφεύγονται σημαντικές διακυμάνσεις του Δείκτη Κεφαλαιακής Επάρκειας, ενόψει μάλιστα της εφαρμογής του νέου εποπτικού πλαισίου (Βασιλεία II). Η Τράπεζα της Ελλάδος ζήτησε από τα πιστωτικά ιδρύματα που αντιμετωπίζουν σχετικώς υψηλά ποσοστά καθυστερήσεων να προσδιορίσουν πολιτική που θα οδηγήσει σε μείωση του ποσοστού των δανείων σε καθυστέρηση επί του συνόλου των δανείων στο 3,5%, ενώ η σχέση των καθαρών καθυστερήσεων (δηλαδή καθυστερήσεων άνω των 90 ημερών μείον τις συσσωρευμένες προβλέψεις) προς τα εποπτικά ίδια κεφάλαια δεν θα πρέπει να υπερβαίνει το 10%. Στην πιστοδοτική πολιτική των πιστωτικών ιδρυμάτων πρέπει να περιλαμβάνονται παράγοντες όπως π.χ. τα ποσοστά εγκρίσεων δανείων, η τιμολόγηση του πιστωτικού κινδύνου, η διαδικασία ανάκτησης απαιτήσεων σε καθυστέρηση, οι προβλέψεις για επισφαλείς απαιτήσεις και οι διαγραφές. Επίσης, είναι αναγκαία η υιοθέτηση πιο συντηρητικής πολιτικής διαχείρισης κινδύνων. Παράλληλα, τα νοικοκυριά θα πρέπει να σταθμίζουν προσεκτικά τις δυνατότητές τους για εξυπηρέτηση των δανειακών τους υποχρεώσεων, λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, τις οικονομικές τους προοπτικές, καθώς και το ενδεχόμενο περαιτέρω αύξησης των επιτοκίων.

•Οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει η οικονομία

Παρά τις θετικές εξελίξεις τα τελευταία χρόνια, η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σοβαρές προκλήσεις.

Επίτευξη της σταθερότητας των τιμών και βελτίωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας

Ο πληθωρισμός στην Ελλάδα παραμένει κατά την τελευταία εξαετία υψηλότερος από το μέσο πληθωρισμό στη ζώνη του ευρώ και γενικότερα στους εμπορικούς εταίρους της χώρας, με αποτέλεσμα τη διάβρωση των εισοδημάτων και τη συνεχή υποχώρηση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της οικονομίας ως προς τις τιμές, η οποία έχει συντελέσει στη διεύρυνση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών σε 12,1% του ΑΕΠ το 2006, από 8,1% του ΑΕΠ το 2005 και 7,4% του ΑΕΠ κατά μέσον όρο την πενταετία 2001-2005. Είναι χαρακτηριστικό ότι η πραγματική σταθμισμένη συναλλαγματική ισοτιμία με βάση τις τιμές καταναλωτή αυξήθηκε συνολικά μεταξύ του 2000 και του 2006 κατά 13%, ενώ με βάση το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στο σύνολο της οικονομίας αυξήθηκε συνολικά κατά 15,2% και με βάση το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στη μεταποίηση κατά 34,7%. Οι αυξήσεις αυτές ισοδυναμούν με αντίστοιχη απώλεια ανταγωνιστικότητας.

Αν και λόγω της συμμετοχής της χώρας στη ζώνη του ευρώ δεν υπάρχει πλέον πρόβλημα χρηματοδότησης του ελλείμματος και του εξωτερικού χρέους, η διεύρυνση του ελλείμματος περιορίζει το ρυθμό ανάπτυξης. Δεδομένου ότι περίπου τα 3/4 του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών χρηματοδοτούνται με κεφάλαια από το εξωτερικό, το ακαθάριστο εξωτερικό χρέος του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα έχει αυξηθεί σημαντικά και υπερέβη το 125% του ΑΕΠ το 2006. Η εξυπηρέτηση του χρέους απορροφά εγχώριους πόρους, με αρνητικές συνέπειες για την ανάπτυξη, την απασχόληση και επομένως το βιοτικό επίπεδο.

Πέρα από τη σημαντική χειροτέρευση της ανταγωνιστικότητας ως προς τις τιμές, καθώς και ειδικούς παράγοντες (όπως η άνοδος της τιμής του πετρελαίου ή η αύξηση των αγορών πλοίων), ο κύριος λόγος της διαμόρφωσης του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών σε υψηλά επίπεδα είναι η μόνιμη ελλειμματικότητα του εμπορικού ισοζυγίου, η οποία αντανακλά μακροοικονομικούς παράγοντες σε συνδυασμό με την ύπαρξη διαρθρωτικών αδυναμιών στην οικονομία.

Η ελληνική οικονομία αντιμετωπίζει σοβαρό “έλλειμμα ανταγωνιστικότητας” και δεν έχει κατορθώσει να επωφεληθεί στον απαιτούμενο βαθμό από τις ευκαιρίες που δημιουργεί η παγκοσμιοποίηση και η αύξηση του μεγέθους των διεθνών αγορών. Την κατάσταση επιδεινώνουν σημαντικές αδυναμίες όσον αφορά το θεσμικό πλαίσιο και τις συνθήκες λειτουργίας των αγορών (με αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, να μην ενθαρρύνονται οι ξένες άμεσες επενδύσεις, οι οποίες θα μπορούσαν να συμβάλουν αποφασιστικά στην ενίσχυση του εξαγωγικού προσανατολισμού της οικονομίας). Στις αδυναμίες αυτές περιλαμβάνονται η ύπαρξη ρυθμίσεων που παρεμποδίζουν τον ανταγωνισμό καθώς και την ευελιξία των αγορών εργασίας και προϊόντων, το υψηλό κόστος της επιχειρηματικότητας, το οποίο σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στα γραφειοκρατικά εμπόδια για την ανάληψη νέων επιχειρηματικών πρωτοβουλιών και στη σχετικά υψηλή φορολογική επιβάρυνση (περιλαμβανομένων των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης), και η ανεπάρκεια υποδομών, ιδίως σε νέες τεχνολογίες. Επίσης, λόγω των αδυναμιών του εκπαιδευτικού συστήματος (συμπεριλαμβανομένης της επαγγελματικής κατάρτισης) παρατηρείται σημαντική αναντιστοιχία μεταξύ ζητούμενων και προσφερόμενων ειδικοτήτων στην αγορά εργασίας, ενώ ο πληθυσμός σε ηλικία εργασίας υστερεί έναντι των περισσοτέρων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως προς το επίπεδο εκπαίδευσης και επαγγελματικής εξειδίκευσης.

Η βελτίωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας αποτελεί επομένως προτεραιότητα και απαιτεί χρόνο και πολύπλευρη προσπάθεια. Βασική προϋπόθεση για την επίτευξη αυτού του στόχου είναι η σταθερότητα των τιμών. Όσον αφορά το ρόλο της νομισματικής πολιτικής, πρέπει να τονιστεί ότι η συμμετοχή της Ελλάδος στη ζώνη του ευρώ διασφαλίζει μεν μακροχρόνια συνθήκες νομισματικής σταθερότητας, αλλά η ενιαία νομισματική πολιτική είναι προσανατολισμένη στη σταθερότητα των τιμών στη ζώνη του ευρώ ως σύνολο και όχι σε επιμέρους χώρες. Επομένως, είναι αναγκαίο να ακολουθηθούν οι κατάλληλες πολιτικές σε εθνικό επίπεδο. Στις πολιτικές αυτές περιλαμβάνονται η συνέχιση της δημοσιονομικής προσαρμογής και εξυγίανσης, καθώς και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις ώστε να βελτιωθούν οι συνθήκες ανταγωνισμού στις αγορές και να αυξηθούν η παραγωγικότητα και η διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα. Επιπλέον, στο νέο οικονομικό περιβάλλον που συνεπάγεται η υιοθέτηση του ευρώ, οι κοινωνικοί εταίροι μπορούν σε μόνιμη βάση να συμβάλλουν ουσιαστικά στην επίτευξη της σταθερότητας των τιμών, τόσο μέσω των συλλογικών διαπραγματεύσεων για τις μισθολογικές αυξήσεις όσο και μέσω της τιμολογιακής πολιτικής των επιχειρήσεων. Πράγματι, αν οι συμφωνίες για τους μισθούς λαμβάνουν υπόψη την ανταγωνιστικότητα ως προς τις τιμές, το επίπεδο της ανεργίας, καθώς και την εξέλιξη της παραγωγικότητας, θα είναι επωφελείς για όλους, καθώς έτσι οι ονομαστικές μισθολογικές αυξήσεις δεν θα διαβρώνονται από τον πληθωρισμό ούτε θα υπονομεύουν τις προοπτικές της ανάπτυξης και της απασχόλησης. Στη συγκράτηση της ανόδου του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος μπορεί ταυτόχρονα να συμβάλλει και η βελτίωση της παραγωγικότητας. Παράλληλα, υπάρχουν σημαντικά περιθώρια για την ενίσχυση του ανταγωνισμού στις αγορές προϊόντων, η οποία μπορεί να συντελέσει στη διαμόρφωση των περιθωρίων κέρδους σε επίπεδα που δεν υπονομεύουν τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και τη σταθερότητα των τιμών.

Συνέχιση της δημοσιονομικής προσαρμογής

Παρά τη σημαντική μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος και την αξιόλογη μείωση του χρέους το 2006, το δημόσιο χρέος παραμένει εξαιρετικά υψηλό. Επομένως, η συνέχιση της δημοσιονομικής προσαρμογής είναι απαραίτητη για να επιτευχθεί δημοσιονομικό πλεόνασμα και σημαντική μείωση του δημόσιου χρέους. Αν ληφθεί υπόψη η αναμενόμενη, μακροπρόθεσμα, αύξηση των δημόσιων δαπανών για συντάξεις και υγειονομική περίθαλψη ως ποσοστού του ΑΕΠ λόγω της γήρανσης του πληθυσμού, θα πρέπει να υπάρξει μόνιμη περαιτέρω βελτίωση της δημοσιονομικής θέσης για την επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων σημαντικά υψηλότερων από ό,τι τώρα προβλέπεται. Παράλληλα, ζωτικής σημασίας είναι η έγκαιρη μεταρρύθμιση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης και του συστήματος υγειονομικής περίθαλψης, προκειμένου οι δημοσιονομικές πιέσεις που θα προέλθουν από τη γήρανση του πληθυσμού να αντιμετωπιστούν με τρόπο που να είναι κοινωνικά δίκαιος και να μην επηρεάζει δυσμενώς τις αναπτυξιακές προοπτικές της οικονομίας.

Μείωση του ποσοστού ανεργίας

Το ποσοστό ανεργίας, παρά τη σημαντική μείωσή του, παραμένει υψηλό, ιδίως μεταξύ των νέων και των γυναικών, ενώ η αύξηση της απασχόλησης, παρά τη βελτίωση που καταγράφηκε το 2006, ήταν τα τελευταία χρόνια σχετικά συγκρατημένη, παρά τον υψηλό ρυθμό ανάπτυξης. Επίσης, η ανισοκατανομή του εισοδήματος και το ποσοστό φτώχειας παραμένουν σε υψηλότερα επίπεδα στην Ελλάδα από ό,τι κατά μέσον όρο στην Ευρωπαϊκή Ένωση και δεν έχουν μεταβληθεί ουσιαστικά στη χώρα μας την τελευταία δεκαετία. Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, τα προβλήματα αυτά συνδέονται με διαρθρωτικές αδυναμίες στις αγορές προϊόντων και εργασίας, καθώς και στο εκπαιδευτικό και το φορολογικό σύστημα.

Μεγαλύτερη στήριξη της ανάπτυξης στις επιχειρηματικές επενδύσεις και τις εξαγωγές

Όσον αφορά τις μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες προοπτικές, η εγχώρια ζήτηση και ιδίως η κατανάλωση, στις οποίες έχει κυρίως βασιστεί η οικονομική άνοδος της τελευταίας δεκαετίας, δεν είναι δυνατόν μόνες τους να στηρίξουν υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης μακροχρόνια. Για το λόγο αυτό, απαιτείται η συνέχιση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων σε ευρύ φάσμα τομέων της οικονομίας, προκειμένου η μελλοντική ανάπτυξή της να στηρίζεται στις επιχειρηματικές επενδύσεις και τις εξαγωγές πολύ περισσότερο από ό,τι τώρα. Με αυτές τις μεταρρυθμίσεις θα καταστεί δυνατό να αυξηθεί η παραγωγικότητα, να ενισχυθεί σημαντικά η απασχόληση, να μειωθεί το ποσοστό ανεργίας, να περιοριστεί η ανισοκατανομή του εισοδήματος και να έχουν όλοι περισσότερες ευκαιρίες για συμμετοχή σε μια διευρυμένη αναπτυξιακή διαδικασία.

•Κατευθύνσεις πολιτικής

Στο πλαίσιο των γενικών κατευθύνσεων πολιτικής που ήδη αναφέρθηκαν, αξίζει να εξεταστούν αναλυτικότερα ορισμένα καίρια ζητήματα.

Η μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος και η λειτουργία των ταμείων συντάξεων

Όσον αφορά τις συνέπειες της γήρανσης του πληθυσμού, η Ελλάδα έχει καθυστερήσει σημαντικά έναντι άλλων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσον αφορά τη λήψη των κατάλληλων μέτρων πολιτικής για τον περιορισμό των διαστάσεων και των επιπτώσεων της αναμενόμενης γήρανσης του πληθυσμού και για τη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος (αλλά και του συστήματος υγείας). Απαιτούνται λοιπόν κατ’ αρχάς μέτρα για την ενίσχυση της γεννητικότητας. Επίσης, η αντιμετώπιση των συνεπειών της γήρανσης απαιτεί τη συνέχιση της δημοσιονομικής προσαρμογής ώστε να επιτευχθούν σημαντικά πρωτογενή πλεονάσματα και να μειωθεί το δημόσιο χρέος στο 60% του ΑΕΠ μέχρι το 2015, μετά το οποίο αναμένεται μεγάλη επιβάρυνση των δημόσιων δαπανών για συντάξεις και υγειονομική περίθαλψη. Παράλληλα, απαιτούνται έγκαιρη και αποτελεσματική μεταρρύθμιση των συστημάτων συντάξεων και υγείας, καθώς και διαρθρωτικά μέτρα για την αύξηση του ποσοστού απασχόλησης και τη βελτίωση της παραγωγικότητας. Ήδη τον Αύγουστο του 2006 η κυβέρνηση προχώρησε στη σύσταση της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων για το Ασφαλιστικό. Από τη γενικότερη σκοπιά των μεσοπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων προοπτικών της οικονομίας, έχει ιδιαίτερη σημασία τα πορίσματα της εν λόγω Επιτροπής να συμβάλουν ώστε να δοθεί ουσιαστική λύση στο πρόβλημα της μελλοντικής δημοσιονομικής επιβάρυνσης από την αύξηση των δαπανών για συντάξεις.

Ως συμβολή στο διάλογο για το Ασφαλιστικό, αναφέρεται ότι σε προηγούμενες Εκθέσεις της Τράπεζας της Ελλάδος είχε διατυπωθεί το συμπέρασμα ότι η διασφάλιση των πόρων για να καλυφθεί η δαπάνη για συντάξεις απαιτεί, πέρα από την προβλεπόμενη κρατική συμμετοχή στη χρηματοδότηση, μέτρα που θα αφορούν περαιτέρω παραμετρικές και οργανωτικές αλλαγές στο ασφαλιστικό σύστημα και την ανάπτυξη των κεφαλαιοποιητικών στοιχείων του. Επίσης, είχαν επισημανθεί ορισμένα ζητήματα, όπως είναι οι προϋποθέσεις για πρόωρη συνταξιοδότηση και η αντιμετώπιση της εισφοροδιαφυγής, τα οποία είναι δυνατόν να μελετηθούν από τώρα. Ακόμη, είχε τονιστεί ότι θα ήταν σκόπιμο να εξεταστούν και άλλα ζητήματα, π.χ. ο περαιτέρω περιορισμός του κατακερματισμού και του υψηλού λειτουργικού κόστους του ασφαλιστικού συστήματος, η βελτίωση της οργάνωσης των ασφαλιστικών ταμείων, η καλύτερη αξιοποίηση της περιουσίας και των αποθεματικών τους και ο αποτελεσματικότερος έλεγχος της αξιοποίησης αυτής, ο εξορθολογισμός των προϋποθέσεων θεμελίωσης του συνταξιοδοτικού δικαιώματος και η περαιτέρω διευκόλυνση της κινητικότητας των εργαζομένων μεταξύ διαφορετικών ταμείων.

Από τα ανωτέρω ζητήματα, ο μεγάλος αριθμός των ασφαλιστικών ταμείων, η χαλαρή διοίκησή τους, η έλλειψη υποδομής για σωστή διαχείριση και τα κενά στην εποπτεία τους αποτελούν χρόνια προβλήματα. Ειδικότερα, η καλύτερη αξιοποίηση της περιουσίας και των αποθεματικών των ταμείων και ο αποτελεσματικότερος έλεγχος της αξιοποίησης αυτής απασχόλησαν σοβαρά την κοινή γνώμη το τελευταίο διάστημα, ενώ η κυβέρνηση έλαβε ήδη ορισμένες αποφάσεις άμεσης ισχύος και ανακοίνωσε ότι προτίθεται να αναμορφώσει το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο. Η θέση της Τράπεζας της Ελλάδος είναι ότι αυτή η επικείμενη μεταβολή θα πρέπει να έχει το μέγιστο δυνατό εύρος, ώστε το νέο θεσμικό πλαίσιο, όπως και αλλού (π.χ. στο Ηνωμένο Βασίλειο, την Ολλανδία, την Ιταλία), να είναι σύμφωνο με τις κατευθυντήριες γραμμές του ΟΟΣΑ όσον αφορά την εταιρική διακυβέρνηση των ασφαλιστικών οργανισμών και τη διαχείριση της περιουσίας τους και να προβλέπει την ανάθεση της εποπτείας τους σε ανεξάρτητη Αρχή.

Ειδικότερα, πρέπει να εξασφαλίζονται η καταλληλότητα της διοίκησης, ο κατάλληλος διαχωρισμός των λειτουργιών και αρμοδιοτήτων των υπαλλήλων και ο προσδιορισμός των ευθυνών τους στο πλαίσιο της λειτουργίας κάθε ταμείου. Τα ταμεία συντάξεων θα πρέπει να διαθέτουν τους απαραίτητους μηχανισμούς ελέγχου, επικοινωνίας και παροχής κινήτρων, ώστε να ενθαρρύνεται η λήψη συνετών αποφάσεων και να υπάρχει διαφάνεια ως προς τις επιλογές τους. Η διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων των ταμείων συντάξεων πρέπει να διασφαλίζει την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους έναντι των ασφαλισμένων και προς το σκοπό αυτό θα πρέπει να τηρούνται οι αρχές της ασφάλειας, της αποδοτικότητας και της διατήρησης της απαραίτητης ρευστότητας. Η εποπτεία των συνταξιοδοτικών ταμείων πρέπει, όπως προαναφέρθηκε, να ανατίθεται σε ανεξάρτητη αρχή και να έχει ως κύριο στόχο την προώθηση της σταθερότητας, της ασφάλειας και της σωστής εταιρικής διακυβέρνησης, καθώς και την προστασία των συμφερόντων των ασφαλισμένων.

Πολιτικές για την αύξηση του ποσοστού απασχόλησης και της παραγωγικότητας

Η αύξηση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδος την τελευταία δεκαετία οφείλεται κυρίως στην ταχεία άνοδο της παραγωγικότητας και δευτερευόντως στην αύξηση του ποσοστού απασχόλησης. Υπάρχουν όμως σημαντικά περιθώρια — εάν εφαρμοστούν οι κατάλληλες μεταρρυθμίσεις — για την περαιτέρω αύξηση τόσο του ποσοστού απασχόλησης όσο και της παραγωγικότητας, προκειμένου να ενισχυθεί ο δυνητικός ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.

Συγκεκριμένα, τα ποσοστά απασχόλησης είναι δυνατόν να αυξηθούν με την εφαρμογή πολιτικών που θα αποσκοπούν στη βελτίωση της λειτουργίας της αγοράς εργασίας με την προώθηση ρυθμίσεων που θα συνδυάζουν την ασφάλεια με την ευελιξία, θα διευκολύνουν την απασχόληση των γυναικών και γενικότερα ατόμων με οικογενειακές υποχρεώσεις, θα ενθαρρύνουν τη μερική απασχόληση και θα περιορίζουν την πρόωρη συνταξιοδότηση. Επίσης, με τη βελτίωση των συστημάτων εκπαίδευσης και επαγγελματικής κατάρτισης είναι δυνατή η αναβάθμιση των δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού, ούτως ώστε να αυξηθεί η απασχόληση σε αναπτυσσόμενους παραγωγικούς κλάδους υψηλής προστιθέμενης αξίας. Ακόμη, είναι απαραίτητο να ενισχυθεί η αποτελεσματικότητα των ενεργητικών πολιτικών για την αγορά εργασίας, καθώς και της λειτουργίας των δημόσιων και ιδιωτικών φορέων που διευκολύνουν την αντιστοίχιση προσφοράς και ζήτησης εργασίας. Τέλος, η περαιτέρω διευκόλυνση της ενσωμάτωσης των μεταναστών στην ελληνική αγορά εργασίας θα ήταν χρήσιμο να περιλαμβάνει και μέτρα για την αναβάθμιση του επιπέδου εκπαίδευσής τους και των δεξιοτήτων τους, ενώ μεταξύ των στόχων της μεταναστευτικής πολιτικής θα μπορούσε να είναι και η προσέλκυση μεταναστών μεσαίας και υψηλής ειδίκευσης, εφόσον παρουσιάζονται ελλείψεις στην εγχώρια αγορά εργασίας (όπως επιδιώκεται και από άλλες χώρες υποδοχής μεταναστών).

Η παραγωγικότητα είναι δυνατόν να αυξηθεί με πολιτικές που αποσκοπούν στη βελτίωση της λειτουργίας της αγοράς εργασίας, την προώθηση του ανταγωνισμού και τον περιορισμό των δυσκαμψιών στις αγορές προϊόντων μέσω της απλούστευσης του ρυθμιστικού πλαισίου, τον εκσυγχρονισμό της δημόσιας διοίκησης και την αναβάθμιση του ανθρώπινου κεφαλαίου.

Εκσυγχρονισμός της δημόσιας διοίκησης

Ο εκσυγχρονισμός της δημόσιας διοίκησης μπορεί να συμβάλει αποφασιστικά στην αύξηση της παραγωγικότητας. Ενώ οι δαπάνες για τη δημόσια διοίκηση είναι σχετικά υψηλές στην Ελλάδα, η ποιότητα των υπηρεσιών που παρέχονται στους πολίτες και τις επιχειρήσεις υστερεί σε σύγκριση με άλλες χώρες της ΕΕ. Συγχρόνως, το “διοικητικό κόστος” με το οποίο επιβαρύνονται οι επιχειρήσεις και οι ιδιώτες είναι στην Ελλάδα το υψηλότερο στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Είναι επομένως προφανή τα οφέλη για την οικονομία από την αναμόρφωση της δημόσιας διοίκησης. Η αποτελεσματικότερη αξιοποίηση του υπάρχοντος ανθρώπινου δυναμικού, η απλούστευση των γραφειοκρατικών διαδικασιών και η υιοθέτηση σύγχρονων εφαρμογών της πληροφορικής παρέχουν πολλές δυνατότητες για μείωση του διοικητικού κόστους και αύξηση της απόδοσης, όπως αποδεικνύεται από τη διεθνή πρακτική. Αρκετά από τα μέτρα για τη μείωση των γραφειοκρατικών διαδικασιών και των διοικητικών επιβαρύνσεων και για την απλούστευση του ρυθμιστικού πλαισίου έχουν σχετικά μικρό οικονομικό και κοινωνικό κόστος και γι’ αυτό η προώθησή τους μπορεί να είναι άμεση και γενικότερα αποδεκτή.

Αναβάθμιση της εκπαίδευσης

Η αναβάθμιση του ανθρώπινου κεφαλαίου μπορεί να συμβάλει στην αύξηση τόσο του ποσοστού απασχόλησης όσο και της παραγωγικότητας. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην Ελλάδα, όπως και αλλού, τα άτομα με υψηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης έχουν μεγαλύτερο ποσοστό συμμετοχής στην απασχόληση, ενώ το ποσοστό ανεργίας είναι σημαντικά χαμηλότερο για τα άτομα με υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης. Επίσης, υψηλότερα επίπεδα εκπαίδευσης συνδέονται με υψηλότερες αποδοχές. Η ανάγκη για αναβάθμιση της εκπαίδευσης στην Ελλάδα φαίνεται και από το ότι στη χώρα μας είναι πολύ μεγάλο το ποσοστό του πληθυσμού ηλικίας 15-64 ετών με χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης: 40,8% (το 2005), έναντι 32,8% στην Ευρωπαϊκή Ένωση των 25. Όπως είναι γνωστό, το Μάρτιο του τρέχοντος έτους ψηφίστηκε ο νόμος για τη μεταρρύθμιση του θεσμικού πλαισίου της δομής και της λειτουργίας των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, ο οποίος αποσκοπεί στην ποιοτική αναβάθμιση της ανώτατης εκπαίδευσης και την ενίσχυση της έρευνας. Είναι προφανές ότι η μεταρρυθμιστική προσπάθεια πρέπει να συνεχιστεί, τόσο στην τριτοβάθμια όσο και στις άλλες βαθμίδες της εκπαίδευσης, έτσι ώστε το εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας να εκσυγχρονιστεί συνολικά.

Συμπεράσματα

Το 2007 η ελληνική οικονομία διανύει το έβδομο έτος αφότου η χώρα υιοθέτησε το ευρώ και το 14ο έτος συνεχούς και σημαντικής αύξησης του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος και των πραγματικών εισοδημάτων, λόγω της οποίας έχει επιτευχθεί μεγάλη πρόοδος όσον αφορά τη σύγκλιση του βιοτικού επιπέδου προς το μέσο όρο των 15 πιο ανεπτυγμένων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτές οι θετικές επιδόσεις είναι ιδιαίτερα ικανοποιητικές, δεν πρέπει όμως να προκαλούν εφησυχασμό, δεδομένου ότι, όπως προαναφέρθηκε, παρά την πρόοδο που έχει συντελεστεί, οι μακροοικονομικές ανισορροπίες και οι διαρθρωτικές αδυναμίες της οικονομίας δεν έχουν εξαλειφθεί.

Η επισήμανση αυτή δεν υποδηλώνει απαισιοδοξία. Η εμπειρία των τελευταίων 10-15 ετών επιβεβαιώνει ότι είναι δυνατό να επιτευχθούν σημαντικοί στόχοι, όπως ήταν η ένταξη στη ζώνη του ευρώ, η επιτυχής διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων ή η διατήρηση του δυναμισμού της οικονομικής δραστηριότητας και μετά τη λήξη των Αγώνων.

Σήμερα, το 2007, η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε καλύτερη κατάσταση από ό,τι πριν από 10 ή 15 χρόνια όσον αφορά το παραγωγικό δυναμικό της, τους όρους λειτουργίας των αγορών και το γενικότερο μακροοικονομικό πλαίσιο, του οποίου ιδιαίτερα ευνοϊκό στοιχείο είναι η συμμετοχή της χώρας στη ζώνη του ευρώ. Εάν λοιπόν αξιοποιηθεί η εμπειρία από τις έως σήμερα επιτυχίες αλλά και από τις αποτυχίες ή καθυστερήσεις, θα είναι δυνατόν να διαμορφωθούν, να γίνουν γενικότερα αποδεκτές και να εφαρμοστούν έγκαιρα και αποτελεσματικά οι κατάλληλες πολιτικές. Πρόκειται για πολιτικές όπως αυτές που προαναφέρθηκαν, οι οποίες θα επιτρέψουν να εξαλειφθούν ή να ελαχιστοποιηθούν οι μακροοικονομικές ανισορροπίες και οι διαρθρωτικές αδυναμίες.

Η επισήμανση των προβλημάτων και των μελλοντικών προκλήσεων δεν γίνεται για να αποθαρρύνει τους παράγοντες της οικονομίας – δηλαδή τις επιχειρήσεις, τους εργαζομένους, τα νοικοκυριά – αλλά αποσκοπεί στην ευρύτερη δυνατή πληροφόρησή τους, η οποία είναι απαραίτητη, ιδίως για τα κρίσιμα και ευαίσθητα ζητήματα των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Η πληροφόρηση είναι βασική προϋπόθεση ενός εποικοδομητικού κοινωνικού διαλόγου, ο οποίος, με τη σειρά του, αποτελεί θεμέλιο της συναίνεσης και θα επιτρέψει να ληφθούν ορθές και γενικά αποδεκτές αποφάσεις όσον αφορά τη δίκαιη κατανομή του κόστους των αναγκαίων διαρθρωτικών αλλαγών μεταξύ των κοινωνικών ομάδων και των γενεών, καθώς και την εφαρμογή μέτρων για τη στήριξη των κοινωνικών ομάδων που ενδεχομένως θα θιγούν από τις μεταρρυθμίσεις. Με τον τρόπο αυτό θα καταστεί δυνατό, καθώς ο κόσμος αλλάζει ριζικά, να εφαρμοστούν οι πολιτικές που θα επιτρέψουν στην ελληνική οικονομία να πραγματοποιήσει το ποιοτικό άλμα που απαιτούν οι καιροί.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.